Μετά το τέλος της γης
Η ζωή του το ίδιο μυθιστορηματική με την πεζογραφία του: μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, με ελλειπή εκπαίδευση αλλά λαμπρό μυαλό και δίγλωσσος από πολύ μικρή ηλικία, ο Andreï Makine γράφει λογοτεχνία με τους όρους των κλασικών. Αν και τα βιβλία του μεταφράστηκαν στα ελληνικά από νωρίς, πέρασαν απαρατήρητα και μόλις το 2014 γνώρισε ξαφνική και "μαζική" επιτυχία με την έκδοση του "Η ζωή ενός άγνωστου άντρα". Ακόμη κι αυτό όμως είναι δυσεύρετο, αν όχι εξαντλημένο. Το κενό ετούτο αναπληρώνει το "Αρχιπέλαγος μιας καινούργιας ζωής" (μτφρ. Γιάννης Στρίγκος – Utopia, 2017), ένα σχεδόν polar μυθιστόρημα – σχεδόν, διότι εκτός από το πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο του βιβλίου που περικλείει ο ορισμός, συμπεριλαμβάνει οικολογικές και υπαρξιακές ανησυχίες με φιλοσοφικούς στοχασμούς.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον αφηγητή να ιστορεί τα εφηβικά του χρόνια και πως, στο Λύκειο, τον έστειλαν στα σύνορα της ανατολικής Σιβηρίας με αποστολή να ερευνήσει και να καταγράψει την γαιωδεσία του τόπου. Ο νεαρός φτάνει στην πόλη Τουγκούρ και αφού τακτοποιείται ξεκινά την εργασία του. Μία μέρα, καθώς παρατηρεί την άφιξη του ελικοπτέρου –το μοναδικό μέσο συγκοινωνίας της περιοχής–, την προσοχή του τραβά ένας απόμακρος άντρας που κατέβηκε και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εξαφανιστεί χωρίς να τον δει κανείς. Ο νεαρός βιαζόταν να δώσει μια ταυτότητα σ΄εκείνον τον άνθρωπο κι έτσι τον ακολουθεί στην τάιγκα φροντίζοντας να μην γίνει αντιληπτός. Γίνεται όμως κι έτσι γνωρίζει τον άγνωστο – είναι ο Πάβελ Γκάρτσεφ ο οποίος, όταν διαπιστώνει το πόσο άκακος είναι εντέλει αυτός που τον καταδιώκει, του διηγείται την ιστορία του.
Το 1952 ο Πάβελ διατάσσεται μαζί με άλλους τέσσερις στρατιωτικούς να συλλάβουν ζωντανό έναν δραπέτη που διαφεύγει στην τάιγκα. Είναι η περίοδος που ο ψυχρός πόλεμος βρίσκεται σε δυναμική φάση: η παράνοια και οι θεωρίες συνομωσίας στο απώγειό τους, ο Πόλεμος της Κορέας έχει ήδη ξεσπάσει ενώ στις δύο επικράτειες εντείνονται οι πυρηνικές δοκιμές· γι' αυτό οι άντρες περνούν πρώτα από μία παράλλογη, όχι απλώς σκληρή, εκπαίδευση που περιλαμβάνει και την επιβίωση σε περίπτωση επίθεσης με πυρηνικά όπλα. Αφού ανταπεξέρχονται, ο Διοικητής Μπουτόφ, ο ανθ/γός Ρατίνσκι, ο υπολοχαγός Λούσκας και οι (αν θυμάμαι καλά) οπλίτες Μαρκ Βασίν με τον σκύλο του Άλμαζ και Πάβελ Γκάρτσεφ ξεκινούν την καταδίωξη του δραπέτη. Επί έναν σχεδόν μήνα οι πέντε άντρες ακολουθούν τα ίχνη του φυγά στην τάιγκα χωρίς ωστόσο να μπορούν να τον συλλάβουν – σε όλη την διάρκεια της πορείας, αν και τον πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής, εκείνος είναι πάντα ένα βήμα μπροστά – πολύ ευέλικτος κι "ετοιμοπόλεμος" ο δραπέτης στήνει παγίδες που του επιτρέπουν να ξεφεύγει αλλά και να τραυματίζει τους διώκτες του.
Κάποια στιγμή, η τριμελής πλέον ομάδα εγκλωβίζει τον δραπέτη σε μια συστοιχία λόφων, τον πυροβολεί (παρά τις αυστηρές οδηγίες για το αντίθετο) και προσπαθώντας να τον συλλάβει, οι άντρες ανακαλύπτουν ότι πρόκειται για μία γυναίκα – μία ιθαγενή της αυτόχθονης φυλής Νεγκιντάλτσι. Η Ελκάν, στην προσπάθειά της να διαφύγει τραυματίζει τον Ρατίνσκι που εγκαταλείπει με την σειρά του την ομάδα. Μετά τον τραυματισμό και του Βασίν, λίγο αργότερα, απομένει μόνος ο Πάβελ με το τροποποιημένο όπλο του Βασίν και την κρυφή οδηγία του να βοηθήσει την γυναίκα να ξεφύγει. Ο Πάβελ συνεχίζει την καταδίωδη αλλά ο χειμώνας έχει αρχίσει την επέλασή του και το πολικό, κυριολεκτικά, κρύο τον ακινητοποιεί. Είναι η στιγμή που αντιστρέφονται οι όροι – η επιβίωσή του εξαρτάται από τις προθέσεις της Ελκάν η οποία, παρόλα αυτά, φροντίζει να φτάσουν στην ακτή του αρχιπελάγους των νήσων Σαντάρ. Εκεί ο Πάβελ συνειδοτοποιεί πως με μία μόνο κίνησή του μπορεί να αλλάξει ζωή και από τον παραλλογισμό του σταλινισμού να βρεθεί στον επίγειο παράδεισο.
Ο Πάβελ συνεχίζει να αφηγείται στον νεαρό τον τρόπο που επιστρέφει στο στρατόπεδο αφού πρώτα έχει καταστρώσει το πλάνο της διαφυγής του στην περίπτωση που αποδειχθούν αληθινοί οι φόβοι του – ότι θα του φορτώσουν την αποτυχία της αποστολής και θα του επιβληθούν οι αντίστοιχες βαριές ποινές. Αυτός ήταν και ο αρχικός λόγος που τον επέλεξαν για την αποστολή, όπως του είχε εξηγήσει ο Βασίν – να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Και πράγματι, έτσι συνέβη.
Μετά από τρεις ημέρες πορείας και αφήγησης, οι δύο συνοδοιπόροι πλέον (ο Πάβελ και ο αφηγητής) θα φτάσουν στις όχθες του αρχιπελάγους Σαντάρ όπου και θα αποχαιρετιστούν. Η αφήγηση κατόπιν θα μεταφερθεί στο κοντινό παρόν όπου ο αφηγητής μάς λέει ότι επέστρεψε στην Άπω Ανατολή τον Αύγουστο του 2003, σαράντα χρόνια μετά τη συνάντησή του με τον Πάβελ Γκόρτσεφ, γιατί ήταν η τελευταία ευκαιρία του να ξαναδεί το παρελθόν και τους δύο Ροβινσώνες εν ζωή, λίγο-πολύ άθικτους ακόμη.
Ο Αντρέι Μακίν γράφει όμορφη, εντυπωσιακή πεζογραφία χρησιμοποιώντας απλή δομή – μία εκτενής ιστορία εγκιβωτισμένη στην αρχική αφήγηση. Αυτό έχει καταλογιστεί ως ένα αρνητικό στοιχείο των μυθιστορημάτων του. Στο "Αρχιπέλαγος..." υπήρξαν επιπλέον σχόλια ότι είναι ανακριβές, μεταξύ άλλων, για την ευκολία που τόσοι εκπαιδευμένοι στρατιωτικοί δεν μπορούσαν να πιάσουν έναν φυγά και για την ευκολία που αυτός ξέφευγε. Θα ευσταθούσε κάθε τέτοιος ισχυρισμός εάν επρόκειτο για ένα ρεαλιστικό θρίλερ ή ένα ρεπορτάζ από εμπόλεμη περιοχή. Πρόκειται ωστόσο για μυθοπλασία κι αυτό εμπεριέχει εξ ορισμού την ασάφεια των ορίων μεταξύ γραπτού και πραγματικότητας.
Περισσότερο από τα γεγονότα και την ακριβή χρονολόγησή τους, ο Αντρέι Μακίν ενδιαφέρεται για τις ψυχολογικές αποχρώσεις της διάθεσης των χαρακτήρων του. Δεν τον έχουν χαρακτηρίσει άδικα γάλλο Τσέχωφ – δείχνει κατά στάγδην στοιχεία των ατόμων τα οποία μόνο προς το τέλος αποκαλύπτουν κι ολοκληρώνουν την εικόνα τους. Έχοντας στο νου μου την Βέρα του, έναν από τους πιο συγκλονιστικούς γυναικείους χαρακτήρες της λογοτεχνίας, μπορώ να το βεβαιώσω. Η Ελκάν, αν και αφανής πρωταγωνίστρια, έχει την ίδια σύσταση. Όπως και οι αντρικοί χαρακτήρες στο προσκήνιο – η στενή, καθημερινή, συμβίωσή τους, τα απρόοπτα γεγονότα της φύσης και η πλήρως κομματικοποιημένη πραγματικότητα φέρνουν σταδιακά στην επιφάνεια δομικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους: την νευρικότητα και τις ηγετικές φιλοδοξίες του Λούσκας, τα βαθιά ριζωμένα συμπλέγματα του Ρατίνσκι και τις σχέσεις του με τους Γερμανούς κατακτητές· την σιωπηρή κατανόηση και την εξισορροποιητική εξουσία που ασκεί ο Μπουτόφ και την μυστική σύμπνοια των Βασίν και Γκάρτσεφ.
Θα ήθελα να μπορούσα να το διαβάσω στο πρωτότυπο – τα ελάχιστα γαλλικά που ξέρω με κάνουν να πιστεύω ότι ο Μακίν γράφει τέλειες συντακτικά προτάσεις. Η γραφή του μου θύμησε την αυστηρή δεξιοτεχνία του Ivan Bunin. Όπως και η γλώσσα του – σαν το "μπροκάρ του Μπούνιν" είναι πλούσια και με λεπτές αποχρώσεις και διαβαθμίσεις, μεστή και δυναμική. Μεταδίδει με άνεση την αίσθηση του αχανούς αρκτικού δάσους όσο και των ψυχικών/ηθικών ενδοιασμών που βαραίνουν τον Πάβελ – πόσο ευφυές η προσωποποίησή τους σε "πάνινη κούκλα". Η αφήγησή του πολύ σταθερή στον ειρμό της, με λιτές ποιητικές εκφράσεις που αφήνουν να αναδυθεί ένας στοχαστικός ρομαντισμός κάτι που, αν και προσωπικά μου αρέσει, υπονομεύει ελαφρώς το μυθιστόρημα. Ωστόσο, δεν είναι το είδος εκείνο της νοσταλγίας που επικαλούνται οι περισσότεροι εκπατρισμένοι – ένα μαράζι για την μητέρα-πατρίδα που οδηγεί σε μελοδραματικές δηλώσεις οι οποίες φανερώνουν μιαν έντονη, ενδόμυχη, νοσταλγία για επιστροφή. "Δεν άφησα εγώ την Ρωσσία, η "δική μου" Ρωσσία με άφησε" λέει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας. "Είχε αρχίσει να αλλάζει, να δυτικοποιείται και αυτό γινόταν χειρότερο, όλη η απληστία και η διαφθορά κυριάρχησε και δεν ήταν πια το μέρος που γνώριζα."
Έτσι, αφού υπηρέτησε στο Αφγανιστάν (όπου τραυματίστηκε σε ανατίναξη τανκ) πηγαίνει, το 1987, στην Γαλλία μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής εκπαιδευτικών. Aποφασίζει να μείνει και να κάνει την συγγραφή επάγγελμά του. Ζητά και του δίνεται πολιτικό άσυλο. Τις δύο πρώτες εβδομάδες κοιμάται σε νεκροταφείο, σε μία κατάσταση που ο ίδιος χαρακτηρίζει "μόνιμη απόγνωση". Αργότερα, μετακομίζει από σοφίτα σε σοφίτα σε κάποιο μεγαλύτερο σπίτι και γράφει συνεχώς. Οι εκδότες, όμως, ακούγοντάς τον να τους παρουσιάζει τα κείμενά του είναι δύσπιστοι – Εφόσον μιλά με προφορά, πρέπει να γράφει και με προφορά. Ξεχνούσαν βεβαίως τις περιπτώσεις του Κόνραντ, του Ναμπόκοφ, του Αλεξάκη. Αναγκάζεται να τα παρουσιάσει ως μεταφράσεις και με αυτόν τον τρόπο εκδίδονται τρία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1995 εκδίδεται το τέταρτο μυθιστόρημά του, με το δικό του όνομα ως συγγραφέα, και αποσπά την ίδια χρονιά τα δύο κορυφαία βραβεία της γαλλικής λογοτεχνίας – το Γκονγκούρ και το Βραβείο Μεντισίς – καθώς και το "μικρό Γκονγκούρ" (δλδ το Goncourt des Lycéens).
Το "Αρχιπέλαγος..." είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του κι εκδόθηκε το 2016 – την ίδια χρονιά που ο συγγραφέας έγινε δεκτός ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Με αυτοβιογραφικά στοιχεία και ιμπρεσσιονιστικό ύφος ο Αντρέι Μακίν αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο το zeitgeist –την γενική αίσθηση και το πνεύμα– του σταλινισμού στην Ρωσία της δεκαετίας του '50 αλλά και της μετεξέλιξής του μέχρι τις αρχές του 21ου αι. Η στιβαρή γραφή του συνδυάζει το πολιτικό και το στρατιωτικό με την επιδίωξη για ευτυχία, και προτάσσει τον έρωτα ως μέσο διαφυγής από το προσωπικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Κι όσο παράταιρος κι αν ακούγεται ο τίτλος του βιβλίου για μία νουάρ περιπέτεια καταδίωξης είναι ο κόμβος που συνδέει όλες τις παραμέτρους της αφήγησης.
Σημειώσεις: Η Κολυμά είναι περιοχή της Ρωσικής Άπω Ανατολής όπου στις αρχές του 20ου αι. δημιουργήθηκαν ορυχεία χρυσού και πλατίνας. Για να λειτουργήσουν στην αρχή χρειάστηκε να εκτοπιστεί εκεί ένας μεγάλος αριθμός φυλακισμένων - η άμεσα διαθέσιμη εργατική δύναμη. Αυτά τα ορυχεία (όπως κι αρκετά άλλα που δημιουργήθηκαν αργότερα) μετατράπηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας καθώς εκεί έστελναν, ακόμη και για ψύλλου πήδημα, τους κάθε είδους αντιφρονούντες. Δεν είναι ένα στρατόπεδο, το Κολυμά, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο βιβλίο, μια κατά τ' άλλα φροντισμένη έκδοση. // Το πρώτο εικαστικό είναι το L' Yerres, effet du pluie του Gustave Caillebotte που μου έφερε στο νου τις περιγραφές του Μακίν για την τάιγκα. Η φωτογραφία ανήκει στην Sally Mann ενώ το εικαστικό που ακολουθεί είναι το Monk by the Sea του γερμανού τοπιογράφου του Ρομαντισμού Caspar David Friedrich.