Assemblea
"Ο Αντριά ξύπνησε και γύρισε έκπληκτος. Το φως το δωματίου ήταν αδύναμο και οι γαρδένιες του Μινιόν έλαμπαν με μαγική διαύγεια. Και η Σάρα κοιμόταν, κοιμόταν, κοιμόταν. Η Ντόρα και μια άγνωστη τον πέταξαν έξω από το νοσοκομείο. Και η Ντόρα του έχωσε στο χέρι ένα χαπάκι που θα τον βοηθούσε να κοιμηθεί. Βγήκε στον δρόμο μηχανικά, και πήρε το μετρό από τον σταθμό Κλίνικ, ενώ ο καθηγητής Αλεσάντρε Ροτς, στον σταθμό Βερδαγκέ, συναντούσε μια κοπέλα που θα μπορούσε να 'ναι και κόρη του, προφανώς φοιτήτρια. Ο κορυφαίος ντετέκτιβ Ελμ Γκονζάγα, τον οποίο είχαν προσλάβει οι τρεις θαραλλέες γυναίκες, τους ακολουθούσε διακριτικά, αφού είχε τραβήξει το φιλί με μια μηχανή σαν της Λάουρας, ψηφιακή, ή όπως κι αν λέγεται. Και περίμεναν κι οι τρεις στην αποβάθρα μέχρι να έρθει το τρένο, και το ευτυχισμένο ζευγάρι, με τον ντετέκτιβ από πίσω του, μπήκε στο βαγόνι. Στην Σαγράδα Φαμίλια ανέβηκαν ο αδελφός Νικολάου Έιμερικ κι ο Άριμπερτ Βόικτ, συζητώντας παθιασμένα για τις σπουδαίες ιδέες που είχαν στο μυαλό τους. Καθισμένος σε μια γωνιά, ο δόκτωρ Μυς ή Μπούτεν διάβαζε Θωμά εκ Κέμπης και κοίταζε το σκοτάδι του τούνελ από το παράθυρο· και στην άλλη πλευρά του βαγονιού, ντυμένος με τα ράσα του Αγίου Βενεδίκτου, ο αδερφός Ζουλιά του Αγίου Πέτρου του Μπουργάλ κουνούσε το κεφάλι. Όρθιος δίπλα του, ο Ζακιάμ Μουρέντα από το Παρντάτς παρατηρούσε με γουρλωμένα μάτια τον καινούργιο κόσμο που απλωνόταν μπροστά του, και σίγουρα σκεφτόταν όλους τους Μουρέντα και την καημένη την Μπετίνα, την τυφλή μικρούλα του. Κοντά του, ο ανήσυχος Λορέντζο Στοριόνι, που δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε, κρατούσε σφιχτά τον στύλο στο κέντρο του βαγονιού. Και το τρένο σταμάτησε στον σταθμό Οσπιτάλ ντε Σαν Πάου, όπου βγήκαν μερικοί επιβάτες και ανέβηκε ο Γκιγιώμ-Φρανσουά Βιάλ, φορώντας τη σαρακοφαγωμένη του περούκα και συνομιλώντας με τον Ντράγκο Γκράντνικ, ο οποίος ήταν πολύ πιο εύσωμος απ' όσο φανταζόμουν και αναγκάστηκε να σκύψει για να μπει στο βαγόνι, έχοντας ένα χαμόγελο που θύμιζε τη σοβαρή έκφραση του θείου Χαΐμ, παρότι δεν χαμογελούσε στο πορτρέτο που του είχε φτιάξει η Σάρα. Και το τρένο ξεκίνησε πάλι. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο Ματίας, η Μπέρτα η δυνατή, η Τρούου με τα καστανά, σαν τα ξύλα του δάσους, μαλλιά, η Αμελίτιε, με τα μαλλιά σαν έβενο, η Ζουλιέτ, η μικρή ξανθιά σαν τον ήλιο, και η θαραλλέα Νέτιε ντε Μπεκ, η κρυωμένη πεθερά, μιλούσαν με τον Μπερνάτ, στο βάθος του βαγονιού. Με τον Μπερνάτ; Ναι, και με μένα, διότι ήμουν κι εγώ στο βαγόνι. Μας αφηγούνταν το τελευταίο ταξίδι με τρένο που είχαν κάνει μαζί, σε ένα σφραγισμένο βαγόνι, και η Αμελίτιε έδειχνε τον σβέρκο της που είχε τραυματιστεί απ' το κοντάκι του όπλου, βλέπεις, βλέπεις; στον Ρούντολφ Ες, που καθόταν μόνος, στραμμένος προς την αποβάθρα, και δεν είχε καμία όρεξη να δει το εξόγκωμα στον σβέρκο του κοριτσιού. Τα χείλη της μικρής είχαν το σκούρο χρώμα του θανάτου, αλλά οι γονείς της δεν ανησυχούσαν. Όλοι ήταν νέοι και δροσεροί, εκτός από τον Ματίας, ο οποίος ήταν γέρος, με δακρυσμένα μάτια και αργός στις αντιδράσεις του. Είχα την εντύπωση ότι τον κοίταζαν καχύποπτα, λες και δυσκολευόταν να αποδεχτούν ή να συγχωρήσουν τα γηρατειά του πατέρα τους. Κυρίως τα βλέμματα της Μπέρτα της δυνατής, που μερικές φορές θύμιζε το βλέμμα της Ζερντρούντ, αλλά όχι, ήταν κάπως διαφορετικό. Και φτάσαμε στο Καμπ ντε λ' Άρπα, όπου μπήκαν ο Φέλιξ Μορλάν και ο πατέρας, συζητώντας ζωηρά: είχα τόσον καιρό να δω τον πατέρα που σχεδόν δεν ξεχώριζα το πρόσωπό του, ξέρω όμως πως ήταν αυτός. Πίσω του, ο σερίφης Κάρσον παρέα με τον πιστό του φίλο Μαύρο Αετό, πολύ σιωπηλοί και οι δύο, προσπαθώντας να μη συναντήσουν το βλέμμα μου. Είδα ότι ο Κάρσον ετοιμαζόταν να φτύσει στο πάτωμα του βαγονιού, αλλά ο θαρραλέος Μαύρος Αετός τον απέτρεψε με μια κοφτή κίνηση. Το τρένο είχε σταματήσει, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, και οι πόρτες όλων των βαγονιών ήταν ανοιχτές. Όσο χρειαζόταν για να προλάβουν να ανεβούν με την ησυχία τους ο κύριος Μπερενγκέ και ο Τίτο, πιασμένοι αγκαζέ, όπως μου φάνηκε, και ο Λόταρ Γκρύμπε, ο οποίος δίσταζε να ανεβεί στο βαγόνι. Και η μητέρα με τη Λόλα Σίκα, που έρχονταν από πίσω, τον βοήθησαν να το αποφασίσει. Μόλις οι πόρτες άρχισαν να κλείνουν, γλίστρησε μέσα ο Αλί Μπαχρ, σπρώχνοντας λίγο, μόνος του, δίχως την άτιμη Αμάνι. Οι πόρτες έκλεισαν τελείως, το τρένο ξεκίνησε και, τριάντα δευτερόλεπτα αφότου μπήκαμε στο τούνελ με κατεύθυνση τη Σαγρέρα, ο Αλί Μπαχρ στάθηκε στη μέση του βαγονιού και ούρλιαξε σαν δαιμονισμένος Φιλεύσπλαχνε Κύριε, πάρε όλα αυτά τα αποβράσματα! Άνοιξε την κελεμπία του, φώναξε Αλλάχ Ακμπάρ! και τράβηξε το κορδόνι που έβγαινε από τα ρούχα του και τα πάντα λούστηκαν με λευκό φως και κανείς μας δεν μπόρεσε να δει την τεράστια μπάλα από... "