Ένα καλοκαίρι
και τέσσερις χειμώνες
και τέσσερις χειμώνες
Είναι δύσκολο να μιλήσεις στα παιδιά για καταστάσεις όπως η ενδοοικογενειακή βία. Ιδίως στα πλαίσια μιας κοινωνίας, όπως η ελληνική, στην οποία η οικογένεια θεωρείται ισχυρός, σχεδόν απαραβιάστος, θεσμός. Πως, αλήθεια, μιλάς για κάτι που ενώ έχει δημιουργηθεί για να προσφέρει προτασία και ασφάλεια, τα παραβιάζει; Σ' αυτές τις περιπτώσεις, το κατάλληλο βοήθημα είναι ένα μυθιστόρημα. Ή, και δύο.
Στο "Το καλοκαίρι που μεγάλωσα" (Κέδρος, 2017) η υπόθεση αφορά μία τυπική περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας: η δεκατετράχρονη Άννα ζει σε μία ευυπόλυπτη οικογένεια. Πίσω από τις πόρτες, ωστόσο, ο πατέρας της είναι καχύποπτος για τα πάντα, ανασφαλής, και ζηλότυπος για τους πάντες ενώ γίνεται όλο και πιο βίαιος απέναντι στην μητέρα της η οποία δικαιολογεί την κάθε του αντίδραση ελπίζοντας ότι κάτι θα αλλάξει. Πράγματι, κάτι αλλάζει· προς το χειρότερο – ο πατέρας αποκλείει την Άννα από φιλικές εξόδους και την μητέρα της από συζητήσεις με φίλους ή γνωστούς. Στο τέλος, αποφασίζει να μετακομίσουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό με την δικαιολογία μιας ποιοτικής ζωής (σε αντίθεση με την αγχώδη της πόλης). Και η Άννα και η μητέρα της αντιδρούν προβάλλοντας την λογική αλλά ο πατέρας είναι ανένδοτος. Κι έτσι, μετακομίζουν. Τα πράγματα μοιάζουν κάπως με διακοπές επειδή είναι καλοκαίρι χωρίς σχολικές υποχρεώσεις. Η Άννα ωστόσο δεν ξεγελιέται: τίποτα δεν αλλάζει. Οι τρεις μόλις ημέρες που όλη η οικογένεια μένει στο καινούργιο της σπίτι είναι το προοίμιο γι' αυτό που θα ακολουθήσει – ο πατέρας της, για ασήμαντη αφορμή, αγριεύει και με την απειλή μαχαιριού, τις αναγκάζει να μπουν στο αυτοκίνητο. Και μετά "΄Εβαλε το κλειδί στη μηχανή και πάτησε γκάζι. ' Ή θα ζήσουμε μαζί ή θα πεθάνουμε μαζί,' είπε και όλο πατούσε γκάζι."
Παρόλο που το θέμα του είναι στενάχωρο, το βιβλίο είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστο. Η δομή του είναι στέρεη και συνεκτική ενώ τα μικρά κεφάλαια ωθούν την πλοκή σε σταδιακή κλιμάκωση που οδηγεί στην λύση του προβλήματος. Με λιτή γλώσσα και σαφήνεια η συγγραφέας δείχνει το πώς η Άννα συνειδητοποιεί την αλήθεια μέσα από μικρά, καθημερινά περιστατικά και φτάνει στο σημείο να αναλάβει δράση. Φέρνει, επίσης, στον προσκήνιο τον περίγυρο της Άννας και τις διαθέσεις τους (την κολλητή και τον πατέρα της που γνωρίζουν και θέλουν να τις βοηθήσουν· την γιαγιά της Άννας που, αντίθετα, δεν θέλει) φωτίζοντας έτσι όλες τις πιθανές γωνίες της κατάστασης χωρίς ωστόσο να χάνεται η εστίαση – η κατανόηση του κύκλου της βίας και η διέξοδος απ' αυτόν. Η συγγραφέας παρουσιάζει ακόμη και την πλευρά του πατέρα όταν η Άννα, στο τέλος της αφήγησής της, αναγνωρίζει τα αίτια της παραβατικής συμπεριφοράς του.
Η κύπρια Άντρη Αντωνίου γράφει μια ιστορία με ρεαλισμό. Ως δασκάλα –είναι η πρώτη της ιδιότητα–, χειρίζεται το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας με προσοχή και αφοπλιστική ειλικρίνεια ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στα βίαια γεγονότα και το συναίσθημα. Ο δυναμισμός και η αμεσότητα της γραφής της εδώ ταιριάζουν με την εφηβική διάθεση, κάτι που εγγυάται ότι οι νεαροί αναγνώστες δεν θα βαρεθούν. Αντίθετα, ετούτη η ολιστική παρουσίαση μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, με εύλυπτο τρόπο, θα τους βάλει σε σοβαρές σκέψεις: για τα όρια μεταξύ μιας παραφοράς και της κακοποίησης, τις πολλές παραμέτρους μιας τέτοιας κατάστασης, για τα φαινόμενα που απατούν και τις μικρές λεπτομερειες που δεν διαψεύδουν.
"Το καλοκαίρι που μεγάλωσα" είναι, εντέλει, ένα αισιόδοξο βιβλίο – μετά από μία επώδυνη πορεία, η Άννα ενηλικιώνεται και βγαίνει από το αδιέξοδο της βίας παίρνοντας μαζί και την μητέρα της. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις. Τα επίσημα στοιχεία των ψυχολόγων και των Αρχών είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικά – τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται, περιλαμβάνουν –εκτός από την σωματική και την ψυχολογική– και την σεξουαλική κακοποίηση ενώ η έκβαση αρκετών από αυτών είναι μοιραία. Κι αυτό δεν είναι μόνο τοπικό φαινόμενο, συμβαίνει διεθνώς. Θα θυμάστε την περίπτωση (2008) του αυστριακού απαγωγέα και παιδεραστή Γιόζεφ Φριτζλ που ήταν και πατέρας του θύματος.
Η περίπτωση της 18χρονης Νατάσα Κάμπους (λίγο νωρίτερα, το 2006) έχει ήδη δώσει την αφορμή στην Έμα Ντόναχιου να γράψει το εκπληκτικό "Δωμάτιο" της, και στην καταλανή Μάιτε Καράνθα το πιο πρόσφατο "Λόγια Δηλητήριο" (μτφρ. Βασιλική Κνήτου – Κέδρος, 2017). Πρόκειται για ένα σύγχρονο αστυνομικό θρίλερ που καλύπτει την περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης μιας δεκαπεντάχρονης με τον τρόπο του Φριτζλ – η Μπάρμπαρα Μολίνα διανύει μια πολύ επώδυνη, σκληρή και μοναχική πορεία καθώς η μητέρα της αγνοεί τα πάντα. Κι επιπλέον, η κοπέλα εξαφανίζεται μυστυριωδώς και για τέσσερα χρόνια θεωρείται νεκρή. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε εκτεταμένη έρευνα της Καράνθα η οποία συνεργάστηκε με ειδικευμένη ψυχολόγο και με αρμόδιους του Τμήματος Ερευνών της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας και του Επιστημονικού Τμήματος της Εθνικής Αστυνομίας της Καταλονίας. Πολύ πιο σύνθετο στην δομή του από το "Καλοκαίρι...", πιο πληθωρικό στα στοιχεία και στην δράση, με εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, κινηματογραφική πλοκή και τέσσερις αφηγητές (την Μπάρμπαρα, την μητέρα της, την καλύτερή της φίλη και τον Σαλβαδόρ Λοθάνο, επιθεωρητή που χειρίζεται την υπόθεση) το "Λόγια Δηλητήριο" είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που απευθύνεται σε εφήβους με όρους λογοτεχνίας ενηλίκων.
Και τα δύο βιβλία απευθύνονται σε αναγνώστες 15+ χρονών αν και το πρώτο μπορεί να διαβαστεί κι από λίγο μικρότερους σε ηλικία ενώ το δεύτερο και από ενήλικες. Αυτή η ελαστικότητα της ηλικιακής κατηγοριοποίησης με έκανε να σκεφτώ μια συζήτηση, πριν καιρό, για την ύπαρξη της νεανικής/αφηβικής λογοτεχνίας. Θυμάμαι πως υπήρχαν αρκετές γνώμες που υποστήριζαν ότι η ύπαρξή της είναι περιττή – η κλασική λογοτεχνία διαθέτει ό,τι χρειάζεται ο νεαρός αναγνώστης για να εμβαθύνει στην ζωή. Χωρίς να το αρνούμαι καθόλου (άλλωστε όταν ήμουν έφηβη δεν υπήρχαν παρά μόνο τα κλασικά έργα, και οι ελάχιστες διασκευές τους για παιδιά) το ξανασκέφτομαι. Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι κάτι καινούργιο και πράγματι, από τον Σαίξπηρ έως τον Μαλώ, τον Ντοστογιέβσκι και την Τόνι Μόρισσον, η κλασική λογοτεχνία διαθέτει πλήθος παραδειγμάτων και παραλλαγών του θέματος. Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία έχει πλέον αλλάξει. Οι σημερινοί έφηβοι έχουν αλλάξει – διαφορετικές προκλήσεις, διαφορετικοί φόβοι, διαφορετικές συμπεριφορές. Και αυτό ακριβώς αντανακλά η νεανική/εφηβική λογοτεχνία, προσθέτοντας μία πραπληρωματική, πιο λεπτομερή, σημερινή ματιά σε ζητήματα που προϋπήρξαν στην κλασική λογοτεχνία. Δεν την αναιρεί. Στερεώνει την αναγνωστική συνήθεια πριν την ενηλίκωση.
Η περίπτωση της 18χρονης Νατάσα Κάμπους (λίγο νωρίτερα, το 2006) έχει ήδη δώσει την αφορμή στην Έμα Ντόναχιου να γράψει το εκπληκτικό "Δωμάτιο" της, και στην καταλανή Μάιτε Καράνθα το πιο πρόσφατο "Λόγια Δηλητήριο" (μτφρ. Βασιλική Κνήτου – Κέδρος, 2017). Πρόκειται για ένα σύγχρονο αστυνομικό θρίλερ που καλύπτει την περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης μιας δεκαπεντάχρονης με τον τρόπο του Φριτζλ – η Μπάρμπαρα Μολίνα διανύει μια πολύ επώδυνη, σκληρή και μοναχική πορεία καθώς η μητέρα της αγνοεί τα πάντα. Κι επιπλέον, η κοπέλα εξαφανίζεται μυστυριωδώς και για τέσσερα χρόνια θεωρείται νεκρή. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε εκτεταμένη έρευνα της Καράνθα η οποία συνεργάστηκε με ειδικευμένη ψυχολόγο και με αρμόδιους του Τμήματος Ερευνών της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας και του Επιστημονικού Τμήματος της Εθνικής Αστυνομίας της Καταλονίας. Πολύ πιο σύνθετο στην δομή του από το "Καλοκαίρι...", πιο πληθωρικό στα στοιχεία και στην δράση, με εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, κινηματογραφική πλοκή και τέσσερις αφηγητές (την Μπάρμπαρα, την μητέρα της, την καλύτερή της φίλη και τον Σαλβαδόρ Λοθάνο, επιθεωρητή που χειρίζεται την υπόθεση) το "Λόγια Δηλητήριο" είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που απευθύνεται σε εφήβους με όρους λογοτεχνίας ενηλίκων.
Και τα δύο βιβλία απευθύνονται σε αναγνώστες 15+ χρονών αν και το πρώτο μπορεί να διαβαστεί κι από λίγο μικρότερους σε ηλικία ενώ το δεύτερο και από ενήλικες. Αυτή η ελαστικότητα της ηλικιακής κατηγοριοποίησης με έκανε να σκεφτώ μια συζήτηση, πριν καιρό, για την ύπαρξη της νεανικής/αφηβικής λογοτεχνίας. Θυμάμαι πως υπήρχαν αρκετές γνώμες που υποστήριζαν ότι η ύπαρξή της είναι περιττή – η κλασική λογοτεχνία διαθέτει ό,τι χρειάζεται ο νεαρός αναγνώστης για να εμβαθύνει στην ζωή. Χωρίς να το αρνούμαι καθόλου (άλλωστε όταν ήμουν έφηβη δεν υπήρχαν παρά μόνο τα κλασικά έργα, και οι ελάχιστες διασκευές τους για παιδιά) το ξανασκέφτομαι. Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι κάτι καινούργιο και πράγματι, από τον Σαίξπηρ έως τον Μαλώ, τον Ντοστογιέβσκι και την Τόνι Μόρισσον, η κλασική λογοτεχνία διαθέτει πλήθος παραδειγμάτων και παραλλαγών του θέματος. Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία έχει πλέον αλλάξει. Οι σημερινοί έφηβοι έχουν αλλάξει – διαφορετικές προκλήσεις, διαφορετικοί φόβοι, διαφορετικές συμπεριφορές. Και αυτό ακριβώς αντανακλά η νεανική/εφηβική λογοτεχνία, προσθέτοντας μία πραπληρωματική, πιο λεπτομερή, σημερινή ματιά σε ζητήματα που προϋπήρξαν στην κλασική λογοτεχνία. Δεν την αναιρεί. Στερεώνει την αναγνωστική συνήθεια πριν την ενηλίκωση.
Σημειώσεις: Το "Λόγια Δηλητήριο" τιμήθηκε (μεταξύ άλλων) με το Εθνικό Βραβείο Ισπανίας στην κατηγορία της Νεανικής Λογοτεχνίας. Το "Καλοκαίρι που μεγάλωσα" ήταν στην μικρή λίστα για το Λογοτεχνικό Βραβείο του Αναγνώστη 2018, στην κατηγορία Βιβλίων για Εφήβους. / Η φωτογραφία είναι της Lisa Sorgini, από την σειρά Ipseity (2014). Ο πίνακας, λεπτομέρεια του Angelus Novus του Paul Klee.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου