Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

 




Στην τελική ευθεία






...για τα φετινά Χριστούγεννα, όπως κάθε χρόνο. Σχεδόν. Τα ίδια στολίδια στη θέση τους, οι προμήθειες (γλυκών και βιβλίων) έχουν ολοκληρωθεί, δεν υπάρχουν όμως ραντεβού και έξοδοι – τα περιοριστικά μέτρα επιβάλλουν στον καθένα να περάσει τις γιορτές μόνος του ή στον πολύ στενό οικογενειακό κύκλο του. Ωστόσο, θα είμαι κοντά σε φίλους και γνωστούς  όχι μόνον με zoom και βιντεοκλήσεις αλλά με ένα λιγότερο φυσικό κι εμφανή τρόπο από τον σωματικό, αλλά κατά μία έννοια άμεσο: θα κατασκευάσω η ίδια τις ευχετήριες κάρτες που τις προηγούμενες χρονιές έστελνα ηλεκτρονικά και θα τις γράψω με το χέρι, κάτι που προϋποθέτει αρκετό χρόνο, προσπάθεια και σκέψη  ώστε  να απευθύνονται στον καθένα και στην κάθε μια προσωπικά και να τους αφορούν. Το πότε θα τις ταχυδρομήσω ή πότε θα φτάσουν, με την κατάσταση που επικρατεί στο ταχυδρομείο και στις ταχυμεταφορές, είναι ένα θέμα. Ίσως τις επιδώσω αυτοπροσώπως, κατόπιν εορτής, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν – να διατηρήσω το πνεύμα των Χριστουγέννων όλο τον χρόνο, σύμφωνα με τον Ντίκενς. Ή, να γίνει πιο μεστή η αίσθηση της γιορτής. Όπως και να 'χει, θα είναι μια άσκηση πειθαρχίας, ενσυναίσθησης και αισιοδοξίας αναγκαία σε τούτες τις μουντές μουδιασμένες στιγμές που ζούμε, τις οποίες μοιάζει να συνοψίζει με ρεαλισμό σε γιορτινή διάθεση κι ομοιοκαταληξία ο Langston Hughes στο παρακάτω στιχάκι:  



Κι αυτό θα σας ευχηθώ: Cheer up! 

Κυρίως όμως: Stay Safe & Sound! 

Be Merry! 








Σημείωση: Το στιχάκι είναι γραμμένο στην αυτοσχέδια χριστουγεννιάτικη κάρτα του αμερικανού ποιητή που βλέπετε στην δεύτερη φωτογραφία και βρίσκεται στην κατοχή της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου Yale η οποία φέτος διοργάνωσε ψηφιακή εκδήλωση με τα εορταστικά ποιήματα του Hughes και την συλλογή του από χριστουγεννιάτικες κάρτες που έλαβε ο ίδιος το 1950. Δείτε εδώ μερικές από τις χειροποίητες δικές του που έστειλε στους φίλους του την ίδια χρονιά.                   

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

 




Η καλλιέργεια αυγών


 


Η δημιουργικότητα είναι μία σημαντική κι αναγκαία στις μέρες μας δεξιότητα. Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι με την αξία και την σημασία της στην εκπαίδευση, δεν υπάρχει καν ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της λέξης. Ο καθένας δίνει την δική του ερμηνεία στον όρο και αναπόφευκτα υπάρχουν και παρανοήσεις – μερικοί νομίζουν ότι είναι μία κατάσταση ατέρμονου παιχνιδιού (που συνήθως αποβαίνει χαοτικό και θορυβώδες)· άλλοι ότι αφορά μόνον στη ζωγραφική, οι περισσότεροι ότι δεν είναι απαραίτητη σε όσα παιδιά ακολουθήσουν θετική κατεύθυνση στο σχολείο, κ.ά.

Ουσιαστικά, η δημιουργικότητα – η δημιουργική σκέψη, για την ακρίβεια– είναι μία "άναρχη ιδέα"  και ο τρόπος που την διαχειριζόμαστε, μικροί ή μεγάλοι. Για τους πρώτους, ο αμερικανός Kobi Yamata έγραψε το "Τι μπορείς να κάνεις με μια ιδέα;" (Α. Α. Λιβάνη, 2015) όπου αφηγείται με απλά λόγια την ιστορία ενός μικρού αγοριού που νιώθει άβολα με μια παράξενη ιδέα η οποία επιμένει να τον ακολουθεί παντού. Παράλληλα, η ασπρόμαυρη και πυκνή σε νοήματα εικονογράφηση της Mae Besom αναπαριστά εύγλωττα το πως μια ιδέα από κάτι άυλο κι ανεπιθύμητο γίνεται –με πολλή σκέψη, φροντίδα και θάρρος– κάτι απτό και χρήσιμο για τους πολλούς, και πηγή ευτυχίας κι αυτοπεποίθησης για τον μικρούλη. 



Η  ικανότητα του νου να παράγει μια διαφοροποιημένη από το σύνηθες σκέψη δεν θεωρείται πλέον ταλέντο, δηλαδή κάτι κεραυνοβόλο κι ανεξιχνίαστο. Είναι ένας τρόπος λειτουργίας του που καλλιεργείται με πολύ χρόνο και χώρο, επιμονή, χιούμορ και παιχνίδι. Και βεβαίως, τα κατάλληλα βιβλία που λειτουργούν, εκτός από πνευματική τροφή, όπως μια μίζα αυτοκινήτου: το  "Τι μπορείς να κάνεις με μια ιδέα;" μπορεί να πυροδοτήσει συζητήσεις φιλοσοφικής φύσεως με τους μικρούς αναγνώστες –ένα εξίσου απαραίτητο δομικό υλικό για την ανάπτυξη της σκέψης–, ενώ το καλαίσθητο "Μικρός οδηγός βιβλίων" (Ίκαρος, 2Ο2Ο) ενθαρρύνει στην πράξη την "αυθάδη" σκέψη και εμπνέει παιγνιώδεις σκανταλιές. Αρχής γενομένης από τον τίτλο του – την πρώτη φορά που τον διάβασα θεώρησα πως το βιβλίο είναι ένα είδος καταλόγου, κάτι σαν ευρετήριο για παιδικά βιβλία. Λάθος. Όχι ακριβώς, διότι πρόκειται μεν για ένα δειγματολόγιο με τις διάφορες χρήσεις ενός βιβλίου αλλά είναι, επίσης, η ιδιότητα του μικρού Έντυ – το ποδήλατό του έχει ένα καροτσάκι και μ' αυτό μεταφέρει  τα βιβλία του. Και διασκεδάζει αφάνταστα καθώς, όπως λέει, τα βιβλία ποτέ δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι! Πράγματι. Θα μπορούσατε εσείς να φανταστείτε ότι με ένα βιβλίο γίνεσαι αόρατος; Βέβαια μία μακριά μπέρτα, όπως ήθελα όταν ήμουν μικρή, θα ήταν μια πιο ζεστή λύση με συμπαγή αόρατα αποτελέσματα, αλλά ο Έντυ μας δείχνει στην πράξη πως το βιβλίο είναι εξίσου άνετο, πιο πρακτικό και με πολλαπλά οφέλη: σου δίνει πόντους στο ύψος και στο πινγκ-πονγκ, σου ανοίγει πόρτες, σου δείχνει τον δρόμο, σε πηγαίνει σε κορυφές βουνών. 

  
Τα πολύχρωμα, σαν από κολάζ, ανθρωπάκια που εικονογράφησε η Ντανιέλα Σταματιάδη μοιάζουν να ξεπήδησαν από κάποια ναΐφ σύνθεση και μέσα στο υπόλευκο, αφαιρετικό, φόντο της κάθε σελίδας συνοδεύουν με σκέρτσο και ζωηράδα το λιτό και πνευματώδες κείμενο  της Σταυρούλας Παγώνα – μοιάζει σαν διάλογος με έναν ενήλικα και τις γνωστές θεωρίες (πλεονεκτήματα) για το βιβλίο, από τη μια· κι από την άλλη, τον  Έντυ να τις ανατρέπει με την φαντασία του και την αντισυμβατική χρήση του βιβλίου. Αυτό το χαριτωμένο αντιμίλημα, που αποδεικνύεται στην πράξη σωστό κι ενέχει την έμφυτη αμεσότητα και αντιδραστικότητα ενός παιδιού, προκαλεί αβίαστα μικρούς στοχασμούς, έκπληξη, γέλιο και την αυθόρμητη διάθεση στο παιδί να συνεχίσει το παιχνίδι που διαδραματίζεται στις σελίδες του βιβλίου. Ή, να διαβάσει ξανά το βιβλίο. Ή, να διαβάσει ακόμη ένα τέτοιο βιβλίο. Η ενστάλαξη της φιλαναγνωσίας σε ένα τρίχρονο (ηλικία στην οποία απευθύνεται καταρχάς το βιβλίο) με αυτό τον πηγαίο και απολαυστικό τρόπο δεν είναι καθόλου αμελητέο επίτευγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι αρκετά βιβλία αυτού του είδους τείνουν να αποθαρρύνουν τα μικρά παιδιά από την ανάγνωση – είτε περιλαμβάνουν διδακτικές ασκήσεις στις τελευταίες σελίδες τους που υποδεικνύουν την υποχρέωση για την συμπλήρωσή τους, ή  το κείμενό τους είναι τόσο εκτενές που αγγίζει τα όρια της φλυαρίας ή της κούρασης των γονιών που τα διαβάζουν μαζί τους. 

Η  αναρχία του νου, δηλαδή η ευελιξία του να σκεφτεί κάτι πέρα από κανόνες και οδηγίες, να κρίνει, να αποφασίζει και να παίρνει πρωτοβουλίες όπου είναι απαραίτητο, δεν περιορίζεται μόνο στα Γράμματα και τις Τέχνες. Αφορά και στην Επιστήμη, την Ιατρική, τις επιχειρήσεις, την κοινωνία. Γι' αυτό, όποια ερμηνεία κι αν επιλέγει κάποιος να δώσει στην λέξη "δημιουργικότητα", αυτή δεν μπορεί να είναι ξέχωρη από την καθημερινότητα και το βιβλίο. Για τα μικρά παιδιά, απόδειξη είναι ο μικρός ετούτος οδηγός – ένα βιβλίο που παιχνιδίζει. Ή, για να ακολουθήσω το πνεύμα της αφήγησης, ένα πολυχρηστικό αντικείμενο με σελίδες που διαβάζεται. 





Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι ένα πρόσφατο Άτιτλο του Τζουλιάνο Καγκλή. Οι επόμενες δύο εικόνες είναι από την εικονογράφηση του κάθε βιβλίου. 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

 

 




The Rolling Form 

  

   

Η ιστορία της ταινίας "My Mexican Bretzel"  δεν θα μπορούσε να είναι πιο συνηθισμένη: μία σύζυγος αφηγείται την εύπορη ζωή της στο πέρασμα είκοσι χρόνων. Τίποτα άλλο, ωστόσο, δεν είναι συνηθισμένο σε τούτο το σύγχρονο mockumentary που, αν και φαινομενικά αργόσυρτο και απλό, επαναπροσδιορίζει την ουσία του κινηματογράφου και τον φορμαλιστικό πειραματισμό όπως και την σχέση μας με τον χωροχρόνο.

Καταρχάς, η ταινία είναι μία συρραφή των διαφόρων καρέ από τις ερασιτεχνικές ταινίες μικρού μήκους που είχε γυρίσει ο παππούς της Nuria Giménez Lorang στα ταξίδια του με την γιαγιά της. Παρακολουθώντας για ώρες τα 50 καρούλια φιλμ με τα 300 αδιάφορα πλάνα, η ισπανίδα σκηνοθέτρια επινόησε το προσωπικό ημερολόγιο της Vivian Barrett – μιας γυναίκας που ζει την εποχή της με άνεση και συχνές διακοπές σε θέρετρα διαφόρων χωρών. Την δεκαετία του '40, ο σύζυγός της Léon Barrett (πλούσιος βιομήχανος, αν θυμάμαι καλά) κατατάσσεται στην πολεμική αεροπορία, μάχεται κι επιστρέφει με σοβαρό πρόβλημα ακοής εξαιτίας ενός αεροπορικού ατυχήματος που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Δεν είναι εύκολο να συνηθίσει τη νέα άηχη κατάσταση και την "ακινησία" που αυτή του επιβάλλει (δεν μπορεί να ξαναπετάξει), αλλά η ζωή κυλά και το ζευγάρι συνεχίζει να ταξιδεύει ανά τον κόσμο είτε για αναψυχή είτε για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του Léon που είναι πλέον εμπορικός αντιπρόσωπος του Lovedyn – ένα νέο ελπιδοφόρο αντικαταθλιπτικό σκεύασμα στην δημιουργία του οποίου συμμετείχε. 

Έπειτα, η ηχητική επένδυση της ταινίας είναι η ελάχιστη δυνατή. Η στοχαστική, μελαγχολική φωνή της πρωταγωνίστριας ακούγεται να μονολογεί σποραδικά, και οι σκέψεις της (που τις βλέπουμε και ως υπότιτλους) συνοδεύουν ορισμένες από τις εικόνες, σαν να τις επεξηγούν. Οι ελάχιστοι ήχοι που, επίσης, ακούγονται στιγμιαία στις ενδιάμεσες παύσεις υπονοούν το συναίσθημα ή τον σκοπό της αντίστοιχης σκηνής: ο ήχος των καταδρομικών αεροπλάνων, το φτερούγισμα μιας κουκουβάγιας που εφορμά στο θύραμά της, ο ήχος μιας γόνδολας που κινείται στο νερό ή το πέρασμα ενός τραίνου, κύματα να σπάνε σε βράχια· μια φωνή που αναγγέλλει την εκκίνηση αυτοκινητιστικών αγώνων – το ζευγάρι βρίσκεται στο ράλι του Le Mans, στη Γαλλία, όπου το 1955 έγινε το χειρότερο ατύχημα στην ιστορία του αθλήματος. Είναι μια περίοδος καμπής για τον Léon κι αυτό το κομβικό σημείο για τη ζωή ενός φανατικού  της αυτοκίνησης δεν θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα. 

Ο ήχος της μηχανής προβολής καλύπτει τον υπόλοιπο χρόνο των 97' της ταινίας. Ετούτη η εσκεμμένη έλλειψη μουσικής ή άλλης γνώριμης ηχητικής επένδυσης δίνει μια έντονα δραματική χροιά στον αισθητικά όμορφο και τρυφηλό βίο του ζευγαριού και αναδεικνύει την υποκείμενη προσωπική ιστορία  της Βίβιαν – μια ιστορία απουσίας κι αποξένωσης  που γίνεται σταδιακά απρόβλεπτη.  




Με σπουδές στην Δημοσιογραφία, τις Διεθνείς Σχέσεις και το Ντοκιμαντέρ, η Νούρια Χιμένεθ ξεκίνησε την σκηνοθετική πορεία της το 2016 με ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους - το Kafeneio. Το Mexican Bretzel είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της και είναι εντελώς ανορθόδοξη όχι μόνον ως προς το όλο concept και την εκτέλεσή του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο εμπλέκει τον θεατή στην αφήγηση και τον κρατά σε εγρήγορση – μετά την ανυπομονησία των πρώτων λεπτών για την υποτίθεται-γνώριμη συνέχεια, η αμηχανία μπροστά στον επαναληπτικό ήχο της κινηματογραφικής μηχανής και ύστερα η σχεδόν άβολη αίσθηση μπροστά στο άγνωστο εκράν (στην οθόνη του η/υ για την ακρίβεια. Στην πραγματική μεγάλη οθόνη ενός κινηματογράφου η επίδραση, υποθέτω, θα είναι πιο έντονη) και στην οικειότητα που δημιουργείται από αυτό το "κενό" στην αφήγηση, σαν εκμυστήρευση, των ενδόμυχων σκέψεών της. Κι έπειτα η ένταση τού να αφουγκράζεσαι το παρελθόν και να ανιχνεύεις τις ανεπαίσθητες κινήσεις που προδίδουν την πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα – το χαμόγελο που σοβαρεύει, τα χέρια που ντύνονται με γάντια, το βλέμμα που μελαγχολεί, την διαβάθμιση των αποχρώσεων στα επιχρωματισμένα καρέ που τείνει να σκουραίνει καθώς η σχέση της Βίβιαν με τον Λεόν αλλάζει.

"Δεν υπάρχει ιστορία που δεν είναι αλήθεια", λέει ο Chinua Achebe. Ωστόσο, το ντοκυμαντερικό ετούτο δράμα προβοκάρει την ρήση του – αν και οι πρωταγωνιστές Ilse G. Ringier και Frank A. Lorang υπήρξαν στην πραγματικότητα και όλα τα καρέ είναι κομμάτια της αληθινής ζωής τους, η ταινία δεν είναι η ζωή τους – οι πληροφορίες που παίρνουμε και για τους δύο δεν είναι παρά ελάχιστες κι επιφανειακές. Η ταινία αφηγείται κάτι  ψεύτικο ενώ μετατρέπει τους ίδιους, άθελά τους και μετά θάνατον, σε ηθοποιούς. “Τα ψέματα είναι ένας άλλος τρόπος να πεις την αλήθεια”,  γράφει στο ημερολόγιό της η Βίβιαν και η κινηματογραφική σιωπή που την περιβάλλει υπογραμμίζει το οντολογικό υπόβαθρο της ταινίας – εγείρει πολλά από τα ρεαλιστικά ζητήματα που απασχολούν τις γυναίκες για την ζωή και τον έρωτα μέχρι σήμερα: οι επιλογές και ο ρόλος τους, οι προσδοκίες των άλλων και της κοινωνίας που πρέπει να εκπληρώσουν, οι απρόβλεπτες επιθυμίες και το κόστος τους. 



"Είναι μία διαρκής έρευνα για πατήματα, αλλά στο τέλος υπάρχει μόνο μία βεβαιότητα που είναι ο θάνατος. Κι έτσι είναι. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο η ταινία αντικατοπτρίζει μία αλήθεια." λέει η σκηνοθέτης. Κι ωστόσο,  ο δεξιοτεχνικότατος χειρισμός ενός τυχαίου υλικού από μέρους της παρουσιάζει έναν σαφή οπτικό στοχασμό για το ουσιώδες και το άπειρο· για την σχέση μας με τις έννοιες, τις ερμηνείες και τα φαινόμενα· την ζωή – εν κινήσει και γενικώς.





Σημειώσεις: Το 11ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας διεξήχθη διαδικτυακά, μέσω του  ιστότοπου της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, από 16 έως 26.10.2020 // Η πρώτη εικόνα είναι στιγμιότυπο από την ταινία "The Mysteries of Château du Dé" (1929) του Man Ray που εκτός από εικαστικός υπήρξε και μικρομηκάς ενώ η δεύτερη, στιγμιότυπο της πιο πάνω ταινίας. Στο τέλος, χαρακτηριστική λεπτομέρεια μίας παζλ προσωπογραφίας του Charis Tsevis

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020







Ascending Figure





Στην αμερικανίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφο Louise Elisabeth Glück απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 για "την αδιαμφισβήτητη ποιητική φωνή της η οποία με αυστηρή, λιτή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη οικουμενική."

Άγνωστη στο ευρύ κοινό, η Λουίζ Γκλυκ θεωρείται μία από τους πιο ατόφιους και ταλαντούχους  σύγχρονους ποιητές και διακρίνεται για την γλωσσική και τεχνική ακρίβεια της ποίησής της, την ευαισθησία και την γνώση της σε θέματα μοναχικότητας, οικογενειακών σχέσεων, διαζυγίου και θανάτου. Χαρακτηριστικό της, επίσης, το "classicizing of gestures" - η συχνή παραλλαγή, με άλλα λόγια, των ελληνικών και ρωμαϊκών μύθων ώστε να μπορέσει να μιλήσει για τις καταστροφικές δια/προσωπικές σχέσεις, την υπαρξιακή απελπισία και την αγωνία του εαυτού. 

Λογοτέχνης με εκτενές ποιητικό και θεωρητικό έργο και πολλές βραβεύσεις στο ενεργητικό της, η Λουίζ Γκλυκ είχε πει πως "Η συγγραφή είναι ένα είδος εκδίκησης ενάντια στις καταστάσεις: κακοτυχία, απώλεια, οδύνη."  Το ίδιο ισχύει και για την ανάγνωση. Mετά από μια σειρά αντικομφορμιστικών κι αμφιλεγόμενων επιλογών που έμοιαζαν με έναν τρόπο ανεπίκαιρες, η Σουηδική Ακαδημία,βρίσκει τον καλό εαυτό της με τούτη την καίρια, για την εποχή μας, επιλογή. 





Σημειώσεις: Διαβάστε εδώ  μία λεπτομερή παρουσίαση της ποιήτριας από τον George Le Nonce και τρία ποιήματα της Λουίζ Γκλυκ, κι εδώ ένα μεμονωμένο ποίημά της, όλα σε μετάφραση του ιδίου. Μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο της ανακοίνωσης εδώ. / Το πορτρέτο της ποιήτριας είναι φιλοτεχνημένο από τον σουηδό Niklas Elmehed, υπεύθυνο για τα επίσημα πορτρέτα των βραβευμένων με Νόμπελ.                 

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020








Φυγόκεντρος
  &
 Κεντρομόλος





Από τα βιβλία που άλλαξαν, προς το καλύτερο, την διάθεσή μου αυτό το καλοκαίρι ήταν το "Μαίρη" (μτφρ. Κώστας Κοσμάς – Πατάκης, 2017) – ένα πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα ανάγλυφο πορτραίτο μιας γυναίκας στην εξορία στην διάρκεια της Επταετίας.  Καθόλου ευχάριστο ή πρωτότυπο θέμα, θα σκεφτείτε.  Ωστόσο, με την αφήγηση της ηρωίδας του, ο σουηδός, ελληνοαυστριακής καταγωγής, Άρης Αντώνης Φιορέτος δίνει νέα πνοή σε ένα θέμα που μοιάζει εξαντλημένο, κι αυτό είναι αισιόδοξο και εν μέρει συναρπαστικό. 

Η 23χρονη Μαίρη, ή Μαίρη-Μαίρη (όπως την αποκαλεί ο φίλος της) ή Πολυομαρία (λόγω της αρρώστιας που πέρασε μικρή και της άφησε ένα μικρό ελάττωμα στο πόδι γι' αυτό κουτσαίνει ελαφρώς), είναι φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ. Έχει φύγει από την οικογενειακή εστία και μένει πότε στο σπίτι της φίλης της, Στέλλας, και πότε στο δώμα του φίλου της, Δήμου.  Όταν μαθαίνει πως είναι έγκυος κατευθύνεται προς το Πολυτεχνείο όπου βρίσκεται ο Δήμος για να του το ανακοινώσει. Είναι παραμονές της εξέγερσης, οι πόρτες είναι ήδη κλειστές στους εξωτερικούς αλλά η Μαίρη ελπίζει πως θα την αφήσουν να μπει – όλοι γνωρίζουν τον Δήμο και την σχέση τους. Τα πράγματα, όμως, δεν πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Οι φασαρίες έχουν αρχίσει και η Μαίρη αναγκάζεται να επιστρέψει σπίτι. Το ταξί που παίρνει όμως δεν είναι ένα κανονικό ταξί – ο οδηγός του οδηγεί αυτή και μία άλλη κοπέλα που "μάζεψε" από τον δρόμο κατευθείαν στο κτήριο της Ασφάλειας ως ύποπτες. Εκεί, θα υποστεί καταρχάς μία ανάκριση για εξακρίβωση στοιχείων και δήλωση ονομάτων – υποκινητές της εξέγερσης, συνεργάτες, κ.λπ. Η Μαίρη θα μπορούσε να ξεμπλέξει αμέσως κι ανώδυνα καθώς και οι δύο γονείς της έχουν σημαντικές θέσεις στην ιεραρχία της Δικτατορίας – η αναφορά και μόνο του όνοματός της θα ήταν αρκετή. Ωστόσο, επιλέγει την σιωπή. Κι αυτή θα είναι η αρχή για μία εξοντωτική πορεία: πρώτα στην ταράτσα του κτηρίου όπου βρίσκονται υποτυπώδη κελιά κράτησης, κατόπιν στο υπόγειο για ένα "τσάι με φρυγανιά", μετά θα μεταφερθεί με φορτηγό σε στρατόπεδο διαλογής και τέλος, με κάποιου είδους μεταγωγικό, στο νησί των αρουραίων. Ο τόπος εξορίας δεν κατονομάζεται αλλά από τις περιγραφές συνάγεται πως είναι η Γυάρος που είχε κλείσει το 1961 αλλά λειτούργησε ξανά με την εγκαθίδρυση της χούντας (21.04.1967) και μέχρι τον Ιούλιο 1974για τον εκτοπισμό χιλιάδων αντιπάλων του καθεστώτος. Η Μαίρη μαζί με άλλες πέντε γυναίκες κι έναν πεντάχρονο είναι η πρώτη-πρώτη ομάδα που φτάνει στο νησί. 




Πολύπλευρη προσωπικότητα με ένα εξίσου πολλαπλό μείγμα ταυτοτήτων (γεννημένος στη Σουηδία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αυστριακή, σπουδάζει στις ΗΠΑ και την Γαλλία, διδάσκει και κατοικεί αυτήν τη στιγμή στη Στοκχόλμη και το Βερολίνο)  κι ένα από τα σημαίνοντα πρόσωπα της σύγχρονης σουηδικής λογοτεχνίας, ο Άρης Φιορέτος  γράφει για την Ελλάδα και παρουσιάζει μια νηφάλια και σε βάθος θεώρηση της κοινωνίας στο διάστημα της Επταετίας. Φρεσκάρει τη μνήμη εκείνης της περιόδου καθώς αναδεικνύει με οξυδέρκεια, προσοχή και ιμπρεσσιονιστική παραστατικότητα σύνθετες καταστάσεις που αποσιωπούνται, έντονα συναισθήματα και ανομολόγητες συμπεριφορές που εκδηλώνονται στους ομόκεντρους μικρόκοσμους που περιβάλλουν την Μαίρη: την Ασφάλεια, την εξορία, τον κοινωνικό περίγυρο, την οικογένεια, την ερωτική της ζωή, τον -σε εξέλιξη- μητρικό της ρόλο. Μερικά παραδείγματα: η πλήρης και σιωπηρή υποταγή της μητέρας στην εξουσία του πατέρα, η απόρριψη του "τοιούτου" γιου, η προστασία της θείας· η ουσιαστική σχέση της Μαίρης με τον Δήμο (από αυτήν, άλλωστε, αντλεί την δύναμη για να συνεχίσει)· η βοήθεια κάποιου εκφραστή της εξουσίας, η αμηχανία ενός άκακου στρατιώτη που είναι ακόμα παιδί· η βαλτή σπιούνος, η αμέριστη αλληλεγγύη των εξόριστων γυναικών, το απερίσκεπτο λάθος μιας συνεξόριστης που οδηγεί την Μαίρη στην απομόνωση· η θεοσεβούμενη νοσηλεύτρια που βοηθά με αντάλλαγμα. 

Και παρά τις αμφίρροπες δυνάμεις που ασκούνται πάνω της, η προσπάθεια της Μαίρης να διατηρήσει την λογική και την ελπίδα· οι διαθέσεις του σώματός της, η επιβολή της σκέψης πάνω του· η μεταμόρφωσή του από τον πόνο και από την ανάπτυξη του εμβρύου – μία από τις πιο τρυφερές και ζωντανές στιγμές του μυθιστορήματος είναι ο τρόπος που η Μαίρη μετρά τον χρόνο με το μέγεθος του εμβρύου που παρομοιάζει με φρούτα: δαμάσκηνο, βερίκοκο, μικρό πορτοκάλι ή μεγάλο μανταρίνι. 

Το ρόδι είναι κομβικής σημασίας στο μυθιστόρημα. Θα μπορούσε να είναι λόγω χρωμάτων – κόκκινο για τον έρωτα των δύο φοιτητών, καφέ της σκουριάς για την εξαθλίωση και την παρακμή του σώματος. Είναι ωστόσο κάτι περισσότερο – η υλική έκφραση του εαυτού της Μαίρης: " Όταν το ζύγιασα στο  χέρι, μου φάνηκε ότι έμοιαζε με διασταύρωση καρδιάς και ανθρώπινου κρανίου. (...)  Όσο εγώ μιλούσα, εκείνος έπαιζε με αυτόν τον ανομοιόμορφο καρπό, τον πίεζε και τον ζουλούσε με τα νευρώδη δάχτυλά του. "Γιατί είναι σημαντικό να αρκούνται τα πράγματα στον εαυτό τους;"  Κατάλαβα πως μιλούσε σοβαρά. "Γιατί, ξέρεις, δεν υπάρχουν κάποια που είναι πιο σημαντικά από τα άλλα". Το ρόδι πέταξε ψηλά, έπεσε στο χέρι του και ξανατινάχθηκε. (...)  "Μπορεί." Δεν ήξερα αν αυτή ήταν καλή απάντηση, όμως ήθελα να με καταλάβει. "Αν το ανοίξεις αυτό το φρούτο, δε θα βρεις ούτε ένα σπυρί που να είναι σημαντικότερο από το άλλο. Είναι όλα τους χώρια, το επίκεντρο βρίσκεται παντού."  

Η λυρικότητα του κειμένου δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας ωραιοποιεί ή αποστρέφει το βλέμμα από τους απάνθρωπους όρους επιβίωσης που επέβαλλε το καθεστώς. Κάθε άλλο. Ναι μεν το υλικό του προέρχεται από ιστορικά στοιχεία και προσωπικές μαρτυρίες –μερικές από τις οποίες ανέκδοτες– ωστόσο, ο Φιορέτος επιλέγει να γίνει πιο επίμονος και συγκεκριμένος – κατονομάζει την πρακτική όψη της κτηνώδους καθημερινότητας που βίωναν οι εκτοπισμένες γυναίκες. Πχ, η Μαίρη γράφει τις σκέψεις της (το μυθιστόρημα είναι η ημερολογιακή καταγραφή της σύλληψης και της εξορίας) σε ό,τι πέσει στα χέρια της: σελίδες ξεθωριασμένων περιοδικών κι εφημερίδων, ετικέτες από κονσέρβες, άδεια πακέτα τσιγάρων, το περιτύλιγμα μιας ξεραμένης σοκολάτας· οι εξόριστες καθαρίζουν τις εγκαταλελειμένες εγκαταστάσεις με θαλασσινό νερό και απορυπαντικό που δεν αφρίζει, χρησιμοποιούν τα κομμένα μαλλιά τους για να κάνουν την μπογιά των τοίχων πιο ανθεκτική· συμβιώνουν με αρουραίους και σκορπιούς, η θέρμανση λιγότερο της στοιχειώδους, η υγρασία ποτίζει τα πάντα, κ.λπ. Το μυθιστόρημα είναι μία πλούσια κι ενδελεχής σύνθεση όλων αυτών των μικρών, αποκρουστικών για πολλούς και ίσως γι' αυτό αγνοημένων, λεπτομερειών που ζωντανεύουν τον καθεστωτικό διάβολο. 



Προσπαθώ να σκεφτώ μυθιστορήματα που αφορούν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και σε όσα ακολούθησαν – Κωστούλα Μητροπούλου, σίγουρα ο Περικλής Κοροβέσης, ο Γύψος του Βαλτινού είναι τα πρώτα που μου έρχονται στο νου και είναι σύγχρονα των γεγονότων. Θα υπάρχουν, βεβαίως, κι άλλοι συγγραφείς με βιβλία που αναφέρονται στην Δικτατορία – είτε περιμετρικά, είτε ως αυτούσιες μαρτυρίες, δραματοποιημένες εμπειρίες, δοκίμια, κ.λπ. Ωστόσο, γράφουν από την ανδρική πλευρά, ή με σκληρή χροιά – το σχετικά πρόσφατο "Η ανάκριση" του Ηλία Μαγκλίνη είναι ένα παράδειγμα.  Ο Φιορέτος πρωτοτυπεί όχι τόσο με την γυναικεία πρωτοπρόσωπη αφήγηση που υιοθετεί αλλά με το γενικότερο συγγραφικό ύφος του το οποίο εδώ δεν διαθέτει ίχνος ωμότητας ή αρρενωπότητας. Γράφει με λεπτότητα και ενσυναίσθηση για την γυναικεία υπόσταση και φύση, ακόμα και στις πιο βίαιες σκηνές του βιβλίου – τον βιασμό κατ' εντολή και δύο ηλεκτροσόκ. 

Σε συνέντευξή του, λέει πως ο τίτλος εργασίας του μυθιστορήματος είχε τίτλο "Επτά κεφάλαια περί πόνου". Πράγματι, τα κεφάλαια της ενότητας που τιτλοφορείται "Τα σπυριά του ροδιού" αφηγούνται την κλιμάκωση μιας οδυνηρής ζωής που μεταμορφώνουν την Μαίρη – απόρριψη, θλίψη, θυμός, απογοητεύσεις, απάνθρωπες κακουχίες και βασανισμοί, εκβιασμός, μία απόφαση ζωής και θανάτου. Ωστόσο μέσα από τον πόνο, σωματικό και υπαρξιακό, ο συγγραφέας προβάλλει ένα ισχυρό γήινο πρότυπο αέναα σύγχρονου καθημερινού ανθρώπου – αυτόνομη, δυναμική, θερμή, αλληλέγγυα, ευέλικτη, θαρραλέα, ευάλωτη, η Μαίρη είναι μια νέα γυναίκα που ζει την εποχή της και η οποία, χωρίς να ασπάζεται κάποια από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της εποχής, υπερασπίζεται με την ζωή της, κυριολεκτικά, το ανθρώπινο δικαίωμα στην ελευθερία, την ανωνυμία, την ισότητα και τον σεβασμό· σε ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί και τον σύντροφό της. 



Ξεκίνησα να διαβάζω την "Μαίρη" μάλλον ανόρεχτα, κυρίως λόγω θέματος – το εξώφυλλο του βιβλίου σε προδιαθέτει για μία επανάληψη προηγούμενων αφηγήσεων. Η περιέργεια όμως να γνωρίσω έναν άγνωστο σε μένα μέχρι τότε συγγραφέα υπερίσχυσε. Ευτυχώς! Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπίστωσα πως η λιτή εκφραστική δεινότητα, και η δραματική -εξίσου μεστή- ένταση της γραφής του Άρη Φιορέτου όχι μόνον ανασυστήνουν με ακρίβεια και πειστικότητα την εποχή και τις ειδικές συνθήκες της, αλλά επίσης συμπληρώνουν τα κενά της χωρίς να την παρουσιάζουν γραμμικά ή άκαμπτα. Γι' αυτόν το λόγο, το μυθιστόρημα ετούτο –ένας εξαιρετικά ισορροπημένος κι εύφορος συνδυασμός στοχασμού, συναισθημάτων και αισθήσεων–, συμβάλλει κατά πολύ στην αυτογνωσία του αναγνώστη, την κατανόηση της δικής μας εποχής και την ποιότητα της ελληνικής αφήγησης. 
















Σημειώσεις:  Το πορτραίτο
 της Gloria Steinem είναι από την αμερικανίδα Debbie Kaspari – θα μπορούσε να είναι της Μαίρης, εάν είχε κοντά μαλλιά. Το δεύτερο εικαστικό είναι η "Άννα" του σύγχρονου βέλγου ζωγράφου και κινηματογραφιστή Michaël BorremansΗ φωτογραφία στο κέντρο είναι λεπτομέρεια του εξωφύλλου της φινλανδικής έκδοσης του βιβλίου. Η φωτογραφία του συγγραφέα αντλήθηκε από την προσωπική ιστοσελίδα του. Μπορείτε, επίσης, να παρακολουθήσετε εδώ ένα σύντομο, πολύ πρόσφατο, βίντεο όπου ο Α. Φ. αφηγείται με παιγνιώδη αρτιστίκ τρόπο το βιογραφικό του, την αίσθηση των ξένων γλωσσών στην ζωή του και το πως βρήκε εντέλει την δική του (συγγραφική) φωνή. 

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020












Σαν κρυμμένη 




...στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει η ψηφιδωτή τοιχογραφία μιας γυναίκας γονατισμένης με την επιγραφή "Η κυρά των Μουγολίων, Μελάνη η μοναχή". Η μορφή της υπήρξε εμμονή της πολυσχιδούς Μαριάννας Κορομηλά κι έγινε γι' αυτό ηρωίδα στο ιδιότυπο βιβλίο της "Η Μαρία των Μογγόλων " (Πατάκης, 2008). Η ίδια η συγγραφέας δίνει μια πρώτη ιδέα του ύφους και του τρόπου γραφής του:

"Εξοικειώθηκα με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις· να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς - με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου. Συνήθισα να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων, που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι."

Το βιβλίο είναι μία σύνθεση αφηγήσεων (ιστορικής, ταξιδιωτικής), αυτοβιογραφικών εξομολογήσεων, ερευνητικών περιπετειών, στοχασμών, σημειώσεων, φωτογραφιών και σκίτσων, μέσω των οποίων η συγγραφέας εξιστορεί την περιπέτεια του ταξιδιού της για να δει την "κρυμμένη" εικόνα και να μάθει για την ζωή της μοναχής Μελάνης η οποία δεν είναι άλλη από την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη (πιθανώς νόθα) του στρατηγού και μετέπειτα βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου που ανακατάλαβε την Πόλη από τους σταυροφόρους το 1261. Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα στάλθηκε ως νύφη, για ευνόητους διπλωματικούς λόγους, στον Μεγάλο Χαν της Μογγολικής αυτοκρατορίας (εγγονό του Τζένγκις Χαν) όταν ήταν μόλις 12 χρονών. Η Δέσποινα Χατούν, όπως την αποκαλούσαν οι Μογγόλοι, επέστρεψε τριαντάχρονη χήρα στην Κωνσταντινούπολη και μόνασε στο μικρό μοναστήρι της Παναγίας της Μουχλιώτισσας που διασώζεται μέχρι σήμερα.

Διαβάστε το, εάν δεν είναι εξαντλημένο – η ζωή της άγνωστης Βυζαντινής αναδύεται με μεγάλο ενδιαφέρον· ακόμα περισσότερο τώρα που, με την μετατροπή του ναού-μουσείου σε τέμενος, πρόκειται να καλυφθεί. Ελπίζω με κάποιο ύφασμα κι όχι με παχύ στρώμα κονιάματος όπως είχε γίνει την πρώτη φορά που το κτίσμα είχε μετατραπεί σε τέμενος (1481 - 1512).





Σημείωση: Μπορείτε να δείτε εδώ μερικές φωτογραφίες από τις εκπληκτικά λεπταίσθητες ψηφιδωτές τοιχογραφίες στο εσωτερικό της Μονής.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020










...και άκμονος






Την πρώτη φορά που είδα το θεατρικό έργο "Η Βαθιά Μπλε Θάλασσα"  του Terence Rattigan ήταν στην κινηματογραφική μεταφορά του το 2011 με εντυπωσιακές ερμηνείες. Η Rachel Weisz ως Έστερ Κόλλυερ, ο Tom Hiddleston στον ρόλο του νεαρού κι επιπόλαιου Φρέντυ Πέιτζ και ο Simon Russel Beale, ο σπουδαιότερος –σύμφωνα με κριτικές– ηθοποιός της γενιάς του, ως συντηρητικός δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου – όλοι τους αποδίδουν και τις πιο λεπτές αποχρώσεις και διαβαθμίσεις των πολύ έντονων συναισθημάτων των χαρακτήρων τους. Και παρ' όλη την μελαγχολία και τον οδυνηρό ρεαλισμό του θέματος, η ταινία διακρίνεται από μία εκλέπτυνση κι εκφραστικότητα που περίμενα να δω και στο αντίστοιχο θεατρικό που μεταδίδει αυτές τις ημέρες διαδικτυακά το National Theatre At Home

Οι προσδοκίες μου επαληθεύτηκαν, τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως, καθώς το θέατρο και ο κινηματογράφος είναι δύο εντελώς διαφορετικά μέσα με διαφορετικούς κανόνες, συνθήκες και, κυρίως, ατμόσφαιρα. Ένα παράδειγμα: ενώ στην ταινία το έργο εκτυλίσσεται σε πολλά διαφορετικά και ιδιαιτέρως στυλιζαρισμένα μέρη που επιτρέπουν κι εμπνέουν ευελιξία στις ερμηνείες, το θεατρικό περιορίζεται στην μία και μόνο, συγκεκριμένων διαστάσεων, σκηνή. Η σκηνογραφία του συγκεκριμένου έργου, ωστόσο, περιλαμβάνει, εκτός από το μικρό διαμέρισμα όπου η Έστερ συζεί με τον Φρέντυ, και άλλους χώρους του κτηρίου ώστε να μεταδίδει, κατ' αρχάς, την αίσθηση μιας συνεχούς κίνησης. Και κατά δεύτερο λόγο, στον οποίο συμβάλλουν και τα λίγα –αλλά κομψά– κοστούμια, σου επιτρέπει να εστιάσεις στις ερμηνείες. 

Το έργο ξεκινά με την Έστερ αναίσθητη στο πάτωμα του διαμερίσματός της, στο Landbroke Grove του Δυτικού Λονδίνου. Από την οσμή γκαζιού, οι γείτονες που την βρίσκουν καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για απόπειρα αυτοκτονίας. Όχι μοιραία, όμως. Καθώς η Έστερ συνέρχεται, αρχίζει να αναδύεται  η τραγική ιστορία της: Βρισκόμαστε στην δεκαετία 1950 και η Έστερ έχει εγκαταλείψει τον ευυπόληπτο, κι ευκατάστατο, σύζυγό της και συζεί με έναν ημι-αλκοολικό πρώην πιλότο της RAF. Η σχέση της με τον Φρέντυ Πέιτζ είναι σωματική κι αυτό το πάθος, όπως είναι αναμενόμενο, εξαντλείται μετά από λίγο αφήνοντάς την συναισθηματικά εξαντλημένη κι απελπισμένη. Ο Φρέντυ δεν πολυενδιαφέρεται – συνεχίζει την άσωτη ζωή του. Όταν μαθαίνει, τυχαία, για την  απόπειρα της Έστερ θα επισπεύσει την απόφασή του να δεχθεί μία θέση πιλότου δοκιμών στην Νότιο Αμερική, αν και δεν έχει πλέον την ικανότητα για κάτι τέτοιο. Μέχρι το τέλος της μέρας, θα συμβούν αρκετά άλλα που θα φανερώσουν κι άλλες πτυχές της σχέσης του παράνομου ζευγαριού και θα απελπίσουν περισσότερο την  Έστερ που έχει ήδη συνειδητοποιήσει πλέον το πόσο δύσκολη είναι η κατάστασή της – μόνη, κοινωνικά απομονωμένη και δίχως επαγγελματική διέξοδο. Παρ' όλα αυτά,  και παρά την σκέψη για δεύτερη απόπειρα, η Έστερ αρνείται την ειλικρινή πρόσκληση του νόμιμου συζύγου της να επιστρέψει, και αποφασίσει να προχωρήσει τη ζωή της όπως μπορεί. 




Η μεγαλοαστική κοινωνία της Αγγλίας και τα συναισθήματα που καταπιέζονται σύμφωνα με τις επιταγές του βρετανικού etiquette είναι το μοτίβο των έργων του Ράττιγκαν που εδώ στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά το 2013-14 με την 'Εκδοχή του Μπράουνινγκ' στην σκηνή του "Εμπορικόν". Γεννημένος και μορφωμένος σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, ο Ράττιγκαν αντλεί από τις δικές του εμπειρίες για να περιγράψει με μαεστρία ένα πορτραίτο ανάγκης, μοναξιάς και καταπιεσμένου πάθους – το "Βαθιά Μπλε Θάλασσα" γράφτηκε το 1952 και βασίζεται εν μέρει στην μυστική σχέση του Ράττιγκαν με ομόφυλό του και στα επακόλουθα  της λήξης της (μετά από δέκα χρόνια σχέσης, ο εραστής του αυτοκτόνησε εισπνέοντας υγραέριο).  Είναι από τα λιγότερο δημοφιλή έργα του Βρετανού συγγραφέα ο οποίος θεωρείται ένας από τους σύγχρονους κλασικούς δραματουργούς των '50ς στην Αγγλία ενώ κάποια στιγμή υπήρξε και ο πιο ακριβοπληρωμένος σεναριογράφος στον κόσμο. 

Το έργο γνώρισε επιτυχία στις μέρες του και κατόπιν πολλές διασκευές και θεατρικά ανεβάσματα. Η παράσταση που μεταδίδει διαδικτυακά το National Theatre At Home  είναι η πιο πρόσφατη – του 2016 στην ομώνυμη σκηνή του Λονδίνου κι έχει χαρακτηριστεί από τους κριτικούς ως μια εκρηκτική αναβίωση του έργου,  δλδ το ακριβώς αντίθετο από την γλυκύτητα και τους υποδόριους τόνους που εκπέμπει η ταινία. Προκλητική η διαφορά, αν μη τι άλλο.





Πράγματι, η Έστερ της Helen McCrory είναι πιο δυναμική στην έκφραση της αγωνίας της, πιο γήινη και ώριμη από το "αερικό"  της Ρέιτσελ Βάις. Πιο αυτοκαταστροφική, θα έλεγα. Η φορτισμένη ερμηνεία της μεταδίδει με διαύγεια την δίνη των συναισθημάτων Έστερ – την απόγνωση της για τον Φρέντυ που δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά της, την τραγική επιμονή της να τον αποζητά, την γενναία –για κάποια με μικροαστικές καταβολές όπως αυτή– απόφασή της να αφήσει έναν πολύ βολικό γάμο· το συναισθηματικό κενό εκείνης της συμβατικής ένωσης και τον τρόπο που αυτό μεταβάλλεται σε ορμή και την ωθεί να φύγει ώστε να ανακαλύψει και να ορίσει η ίδια τον εαυτό της. Πόσο απτή η ασφυξία που της προκαλούν εντέλει και οι δύο άντρες!

Η παράσταση ανακαλεί ιδανικά τον μεταπολεμικό κόσμο του Ράττιγκαν, με την παλιομοδίτικη γλώσσα του και την επιπλέον σημασία που έδινε στους περιφερειακούς χαρακτήρες. Η αδιάκριτη σπιτονοικοκυρά και το νεαρό ζευγάρι που βρίσκουν την Έστερ αναίσθητη, όπως και ο ιδιότυπος γιατρός που δίνει τις πρώτες βοήθειες, ερμηνεύουν ρόλους κομβικούς – μέσα από τις αφηγήσεις τους εμφανίζονται οι δραματικές λεπτομέρειες της ζωής της Έστερ. Ο Peter Sullivan αποδίδει με σχετική τυπικότητα τον διαπρεπή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σερ Ουίλλιαμ Κόλλυερ ενώ ο Tom Burke υποδύεται μεν καλώς τον τυχοδιωκτισμό της νεότητας του Φρέντυ Πέιτζ αλλά αυτό είναι κάτι δεν μπορεί να μεταδοθεί με πειστικό τρόπο μέσω τηλεοπτικής οθόνης.

Θα μπορούσα να λεπτολογήσω αρκετά ακόμη για την παράσταση και τις διαφορές της με την ταινία. Ουσιαστικά όμως, όπως συνειδητοποίησα γράφοντας την ανάρτηση, τα δύο θεάματα προβάλλουν τα δύο στάδια ενός ανθρώπου: στο πρώτο (την ταινία) κυριαρχεί η ευθραυστότητα της Έστερ, στο δεύτερο (το θεατρικό)  η Έστερ είναι ήδη "σπασμένη".  Και σε μια κατά τ' άλλα συμβατική παράσταση, ο τρόπος που η Έλεν ΜακΚρόρυ παρουσιάζει την βίαιη αυτή αίσθηση απώλειας κι επιθυμίας είναι κάτι ασυνήθιστο και ξεχωριστό. Κι ετούτο,  σε αντίθεση με κάθε τι avant-guard, είναι ό,τι πιο σύγχρονο μπορεί να δει κανείς σήμερα.









Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης είναι από την ελληνική μετάφραση του τίτλου του θεατρικού, δηλαδή "Μεταξύ σφύρας και άκμονος". Στη μεσαία φωτογραφία είναι ο συγγραφέας ενώ οι δύο άλλες φωτογραφίες είναι από την παράσταση κι έχουν αντληθεί από τον ιστότοπο του National Theatre. // Η παράσταση είναι η προτελευταία διαδικτυακή μετάδοση του National Theatre at Home που διεξάγεται κατ' εξαίρεση λόγω του lockdown στην Βρετανία. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε  εδώ και η δωρεάν προβολή της διαρκεί μέχρι και σήμερα, Πέμπτη 16 Ιουλίου, στις 21.00μμ (ώρα Ελλάδος). Προλαβαίνετε!

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020











Γνώση σκέψη έρωτας









[...] Μοιάζει να υπάρχει κάποια ομοιότητα ανάμεσα στον τρόπο που επενεργεί ο Έρωτας στην ψυχή ενός ερωτευμένου και στον τρόπο που επενεργεί η γνώση στην ψυχή ενός ανθρώπου που σκέφτεται. Απ' τον καιρό του Σωκράτη, η φιλοσοφία προσπάθησε με μεγάλη ένταση να κατανοήσει το χαρακτήρα και τις εκφάνσεις αυτής της ομοιότητας. [...] «Όλοι οι άνθρωποι γυρεύουν από τη φύση τους να γνωρίσουν», λέει ο Αριστοτέλης [...]. Αν αυτό ισχύει, αναδεικνύει κάτι σημαντικό σχετικά με τις δραστηριότητες της γνώσης και της επιθυμίας. Στον πυρήνα τους έχουν την ίδια ηδονή, την ηδονή του κυνηγιού και του αγώνα, και γεννούν την ίδια οδύνη, αυτήν του να είσαι ανεπαρκής και ν' αποτυγχάνεις. Αυτή η σχέση πιθανώς υπάρχει ήδη υπόρρητα στον Όμηρο: ο επικός λόγος χρησιμοποιεί το ίδιο ρήμα (μνάομαι) για να δηλώσει το «γνωρίζω κάτι, έχω κάτι στον νου μου, στρέφω την προσοχή προς κάτι» και το «φλερτάρω, ερωτοτροπώ, είμαι μνηστήρας». Ο σκεπτόμενος νους, στεκόμενος στο όριο του εαυτού του, ή της γνώσης που ήδη διαθέτει, επιχειρεί να κατανοήσει το άγνωστο. Ομοίως, ο ερωτευμένος στέκεται στο όριο της αξίας του ως προσώπου και διεκδικεί να υπερβεί τα όρια που τον χωρίζουν απ' τον άλλον. Και ο σκεπτόμενος νους και ο ερωτευμένος προσπαθούν, ξεκινώντας από το γνωστό και το υφιστάμενο, να φτάσουν σε κάτι διαφορετικό, κάτι ενδεχομένως καλύτερο, κάτι ποθούμενο. Κάτι άλλο. [...]














Σημείωση: Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από το «ΕΡΩΣ Ο ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟΣ: δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση» (μτφρ. Ανδρονίκη Μελετλίδου – Δώμα, 2019 Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της αμερικανίδας ποιήτριας με την ανίατη ευφυΐα, όπως χαρακτήρισαν την Anne Carson  οι New York Times, που πρωτοεκδόθηκε το 1986 και θεωρείται σήμερα ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία Δοκιμίων όλων των εποχών. //  Το εικαστικό είναι λεπτομέρεια από το "In the Garden, Corfu" (1909) του "κοσμικού" ιμπρεσσιονιστή John Singer Sargent