Νερό συναντά
κι άλλο νερό
Δεν συνηθίζω να μιλώ για ποίηση ωστόσο, η ποίηση του Raymond Carver πατά στο μοτίβο των πεζών του κι αυτό μου δίνει μία ευκολία, πολύ περισσότερο δε εφόσον πρόκειται για έναν από τους αγαπημένους μου πεζογράφους και η ποίηση δεν ήταν για εκείνον μια περιστασιακή αποφόρτιση – ο μινιμαλιστής διηγηματογράφος που θεωρείται ο ανανεωτής της μικρής φόρμας στην Αμερική τον 2Οο αι. έγραφε ποίηση με την ίδια αφοσίωση ακόμα και όταν καταξιώθηκε ως διηγηματογράφος. Για την ακρίβεια, θεωρούσε εαυτόν ποιητή εξίσου και δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση, παράλληλα με τα πεζά του, ακόμα και σε περιόδους που τον έζωναν υπαρξιακές ανησυχίες.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει τον όγκο του ποιητικού έργου του παρά μόνο διαβάζοντας προσεκτικά το εκτενές και πυκνογραμμένο επίμετρο του Άκη Παπαντώνη στο πρόσφατο "Εκεί που είχαν ζήσει" (Κίχλη, 2Ο2Ο) – μία συλλογή 57 ποιημάτων του Κάρβερ που μετέφρασε ο έλληνας πεζογράφος έχοντας προηγουμένως ανθολογήσει την συγκεντρωτική έκδοση "All of Us" (Harvill, 1996) που περιλαμβάνει τις τρεις ευρείας κυκλοφορίας συλλογές ποίησης του Αμερικανού και μία που εκδόθηκε μετά θάνατον συν κάποια αθησαύριστα ποιήματά του.
Η παρούσα έκδοση είναι δίγλωσση αλλά όχι με αντικριστή έκθεση των δύο εκδοχών – τα ποιήματα στην ελληνική τους μετάφραση βρίσκονται στο πρώτο μέρος της συλλογής και τα πρωτότυπα ακολουθούν στο δεύτερο. Έτσι, χωρίς την άμεση αντιπαραβολή και σύγκριση, η ανάγνωση επικεντρώνεται στο ύφος και την ουσία των ποιημάτων ενώ η δυναμική της κάθε γλώσσας αναδύεται αυτόνομη – η στιλπνή αφαιρετικότητα των στίχων στην αγγλική και ο λιτός λυρισμός της ελληνικής.
Ως πεζογράφος, κάποιος δλδ με γνώσεις και τεχνική στην χρήση της ελληνικής γλώσσας, ο Παπαντώνης θα μπορούσε να πειραματιστεί με την απόδοση των λέξεων από την μία γλώσσα στην άλλη ή να επιβάλλει το δικό του ύφος μεταφραστική αδεία. Ωστόσο, δεν αυθαιρετεί. Αν και σε σημεία τού διαφεύγει ο κοφτός ρυθμός του Κάρβερ, μεταφέρει στην γλώσσα μας το ιδίωμα, την οπτική και τον εσωτερικό ρυθμό του – ένα μη ειδυλλιακό σκηνικό, μια ζωή μουντή που έρπει σε σκληρές επιφάνειες· οξεία παρατηρητικότητα στο περιβάλλον -φυσικό και ιδιωτικό-, μια γενναιόδωρη κατανόηση της ζωής και μια φωνή που σου μιλά με οικειότητα. Αυτή η φωνή του ποιητή είναι εδώ ελαφρά λιγότερο δραματική απ' ό,τι στα διηγήματά του ωστόσο, και παρά το "κουμπωμένο" ύφος του, ο Κάρβερ αφήνει να φανούν –με την ίδια ουδέτερη ένταση, την ίδια αποστασιοποιημένη ακρίβεια– διακριτικές λεπτομέρειες μιας δυνατής συγκίνησης.
Απέρριπτε κάθε κατηγοριοποίηση, λέει η Carol Sklenicka, βιογράφος του Κάρβερ κι αυτό είναι φανερό στο τρόπο που τα όρια της ποίησης και της διηγηματογραφίας του συγκλίνουν και σχεδόν αναιρούνται. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Κάρβερ εκκινεί από το προσωπικό του βίωμα –μία ζωή με φτώχεια και πολύ αλκοόλ–, το οποίο διυλίζει και εκπέμπει σε κάτι μεγαλύτερης εμβέλειας, πανανθρώπινο. Το "Εκεί που είχαν ζήσει" όμως μου δίνει την εντύπωση πως αφορά στο πιο αυτοαναφορικό, πιο ιδιωτικό, κομμάτι του αμερικανού λογοτέχνη ώστε στο τέλος της ανάγνωσης, προκύπτει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο του κι ένα αποκατεστημένο ψηφιδωτό της ανθρώπινης συνθήκης. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που σου μένει κάθε φορά που διαβάζεις ένα έργο του Κάρβερ είναι ευδιάκριτες και όμορφες, παράδοξα όμορφες κι αρμονικές εικόνες – βασικό κριτήριο λογοτεχνικότητας κι απόσταγμα αξίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου