Παρασκευή 1 Μαΐου 2009






Πρωτομαγιά



Ημέρα των λουλουδιών. Και των εργατών. Η ημέρα που όρισε ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος ως ημέρα των γενεθλίων του. Ίσως γιατί θεωρούσε τον εαυτό του εργάτη. Από το μετερίζι της ποίησης, αλλά πάντα ήταν ένας εργάτης. Ακόμη και στην ερωτική, έντονα θεατρική (κι αγαπημένη μου) "Σονάτα του Σεληνόφωτος" γράφει λίγα λόγια γι' αυτήν την εργατιά που και ως ιδεολογία και ως πράξη, καθόρισε τη ζωή και το έργο του:  "... Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους πρέπει να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία - όχι, όχι το φεγγάρι, την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της..."




Καλό μήνα!

Σάββατο 18 Απριλίου 2009




Σας εύχομαι




να περάσετε ένα όμορφο Πάσχα!




Σημείωση: Η φωτογραφία είναι λεπτομέρεια από τον "Τοίχο του Ήλιου" - μία από τις δύο τοιχογραφίες του Χουάν Μιρό που βρίσκονται στο κτήριο της UNESCO στο Παρίσι. Ο ζωγράφος είδε τον ήλιο σαν αυτόν τον κόκκινο δίσκο. Εγώ, είδα ένα πασχαλινό αβγό. Μοιάζει αρκετά, δε νομίζετε;

Κυριακή 12 Απριλίου 2009








Αυτό δεν είναι ένα δοκίμιο.





Ο Μαγκρίτ, θέλοντας να επισημάνει τη διαφορά μεταξύ του αντικειμένου και της εικόνας του, έγραψε πάνω στον πίνακα μίας πίπας καπνίσματος «Αυτό δεν είναι μία πίπα». Με άλλα λόγια, το αντικείμενο δεν είναι η απεικόνισή του. Δηλαδή, οι εικόνες (τα φαινόμενα) απατούν. Δυστυχώς, δεν το σκέφτηκα αυτό όταν διάβαζα τις κριτικές για το βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (Καστανιώτης, 2008). Οι περισσότερες κάνουν λόγο για την δημιουργική σύζευξη του Βέλγου ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ με την ποίηση του δικού μας Τάσου Λειβαδίτη. Όμως, η ποίηση του Λειβαδίτη δεν μου είναι ιδαίτερα γνωστή που σημαίνει ότι θα έπρεπε να τον διαβάσω από την αρχή αν ήθελα να παρακολουθήσω την εξέλιξη της ιστορίας και να μπω στο νόημά της. Επιπλέον, θεωρώ ότι οι πίνακες του Μαγκρίτ είναι μάλλον πολύ ψυχροί για το γούστο μου. Συνεπώς, όλο ανέβαλλα το διάβασμα του βιβλίου αυτού για αργότερα. Πολύ αργότερα.

Κάποιοι αναγνώστες όμως πήραν αφορμή από αυτό και προβληματίστηκαν και για το θέμα της (γυναικείας) γραφής και για την πολιτική. Αυτά τα σχόλια κίνησαν την περιέργειά μου και τελικά το διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση.

Το μυθιστόρημα είναι η ζωή της Λίνας. Η τριανταπεντάχρονη ηρωίδα επιστρέφει από την Αγγλία όπου κάνει το μεταπτυχιακό της. Στην Αθήνα βρίσκεται με τις παλιές της φίλες, αρραβωνιάζεται, χωρίζει, συνδέεται με έναν στην ουσία άγνωστο άνδρα και παίρνει μέρος στα γυρίσματα της κινηματογραφικής ταινίας ενός παλιού της συμμαθητή. Ανάμεσα σε όλους αυτούς παρεμβάλλονται πολλά μικρά επεισόδια με τους γονείς, τον αδερφό της, τη γιαγιά και τον προπάππο της. Η συγγραφέας, που ασχολείται και με το κολλάζ, συνδυάζει παρελθόν με πρόσωπα και καταστάσεις, γράφει ρεαλιστικές και σουρρεαλιστικές ιστορίες, τις επικολλά στο παρόν και μας παρουσιάζει πτυχές του χαρακτήρα της Λίνας που συνομιλούν με τους πίνακες του Μαγκρίτ. Η Λίνα περνά μέσα από αυτά τα αλλεπάλληλα επεισόδια/καθρέπτες χωρίς, ωστόσο, να αντικρίζει τον εαυτό της: τα παιδικά της τραύματα, την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη, την αμφιθυμία της, την απόγνωσή της… Στο τέλος, όμως, παίρνει τη ζωή στα χέρια της γράφοντας αυτό το βιβλίο.

Διαβάζοντάς το διαπίστωσα το νόημα του Μαγκρίτ: τα φαινόμενα απατούν. Το βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου δεν είναι αυτό που μπορεί να νομίσει κανείς βασιζόμενος στις βιβλιοφιλικές παρουσιάσεις, δηλαδή δεν είναι ένα δοκίμιο περί ποιήσεως και ζωγραφικής. Οι στίχοι του Λειβαδίτη είναι λίγοι και επιλεγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδίδουν ένταση στις καταστάσεις, λένε απλώς αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν. Και οι πίνακες του Μαγκρίτ, σε ασπρόμαυρη απόδοση, αποτελούν ομολογώ μια πολύ πρωτότυπη εικονογράφηση. Μου θύμισαν τις εκπληκτικές, ασπρόμαυρες γκραβούρες που είχαν παλιά ορισμένα μυθιστορήματα. Οι συγκεκριμένοι πίνακες όμως λειτουργούν αμφίδρομα: αποτελούν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφέα ενώ την ίδια στιγμή απεικονίζουν και τις σκέψεις της ηρωίδας, φανταστικές και πραγματικές.

Αυτό που με έκανε, ωστόσο, να απολαύσω το μυθιστόρημα είναι το λεπτό χιούμορ της συγγραφέως, ο αυτοσαρκασμός της και η ιδιαίτερη αίσθηση ειρωνείας που την διαπνέει και που τη βοηθά να φέρει σε πέρας την ιστορία της διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, κάνει την Λίνα, την ηρωίδα, να ξεπεράσει τις προβληματικές της σχέσεις και να ενηλικιωθεί. Απόλαυσα επίσης και τον κομψό χειρισμό της γλώσσας. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου δύο κωφάλαλοι συνομιλούν και κριτικάρουν στην νοηματική με πολύ ζωντανό κι εύγλωττο τρόπο, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται γιατί να μην υπάρχει κάτι αντίστοιχα ζωντανό και με χιούμορ στις κριτικές αναγνώσεις και παρουσιάσεις των βιβλίων. Δεν εννοώ βέβαια τον σαχλό αστεϊσμό ή την προσβλητική ειρωνεία αλλά εκείνο το είδος του σχολίου που μειδιά αυθάδικα μπροστά στο δυσκολονόητο. Θα ήθελα πολύ να διάβαζα σήμερα μια κριτική όπως εκείνη του αυστηρού (όπως θεωρούνταν από τους σύγχρονούς του) μα απολαυστικού Καραγάτση που άρχιζε ως εξής: «Τι θα γίνη μ' εμάς τους κριτικούς; Καταντήσαμε πολύ δύσκολοι· τίποτα δεν μας αρέσει τώρα τελευταία. Εγώ τουλάχιστον αρχίζω ν' ανησυχώ πολύ για τον εαυτό μου... »


Μικρό βιογραφικό: η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University, στην Αγγλία. Έχει ασχοληθεί με τη φωτογραφία και με το κολλάζ. Το μυθιστόρημα Μεταξύ συρμού και αποβάθρας είναι το τρίτο της βιβλίο. Τα δύο προηγούμενα είναι η συλλογή ιστοριών Του ύψους και του βάθους και η συλλογή διηγημάτων Οι προδοσίες των ονομάτων.


Σημείωση: Το μυθιστόρημα είναι υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού "ΔΙΑΒΑΖΩ".

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009






 

 Ο μίτος του Άλκη.




«Ο Άλκης και ο λαβύρινθος» (Καστανιώτης, 2008) είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης για παιδια μέσης σχολικής ηλικίας και πριν λίγες ημέρες βραβεύτηκε με το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου (το ελληνικό τμήμα της IBBY).

Ήρωάς του ο έφηβος Άλκης ο οποίος χάνει ξαφνικά και ανεξήγητα την αδερφή του. Στην αναζήτηση της εξαφανισμένης Ελένης μπλέκει σε επικίνδυνα παιχνίδια και συναντά αλλοπρόσαλλους κι εκκεντρικούς ανθρώπους, φίλους ή ακόμη κι εντελώς αγνώστους που του μιλούν και τον συμβουλεύουν. Η γλώσσα της ιστορίας είναι η γλώσσα των εφήβων – ειλικρινής, απλή, γρήγορη και δίχως περιστροφές. Τα θέματα που θίγονται μέσα από το κείμενο είναι πολλά και περνούν με πολύ σαφή κι όμορφο τρόπο μηνύματα για την διαφορετικότητα, την φιλία, τις σχέσεις, κυρίως όμως για την κατάχρηση της τεχνολογίας και την απρόσωπη σημερινή κοινωνία. Διάβασα το βιβλίο στο τέλος του 2008 και από τότε κρατώ μέσα μου την φρεσκάδα του. Όπως επίσης και μερικές από τις συμβουλές που βοηθούν τον Άλκη να κατανοήσει τον λαβύρινθο γύρω του:

«Μερικές φορές, όταν κάποιοι άνθρωποι κάνουν λάθη, όσοι τους αγαπούν πρέπει να πληρώνουν γι’ αυτά»

«…υπάρχει μόνο μια κατάλληλη στιγμή, κι αυτή είναι το παρόν, το τώρα. Το πιο σημαντικό πλάσμα, ο πιο σημαντικός άνθρωπος είναι πάντοτε εκείνος που είσαι μαζί του. Και το σπουδαιότερο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να βοηθάς όποιον βρίσκεται κοντά σου.»

«… τελικά άμα ξεπεράσει κανείς τον φόβο του αλλάζει τα πράγματα.»

Λόγια που τελικά αποδεικνύονται ο μίτος του Άλκη…






Η εγκατάσταση με κυβόλιθους είναι έργο της Ανίτας Ξάνθου.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009


21 Μαρτίου
Παγκόσμια ημέρα Ποίησης

Η ποίηση είναι η άλλη όψη της πραγματικότητας.
Μπορεί να είναι ένας κήπος γεμάτος χρώματα, αρώματα, γεύσεις, χυμούς κι αισθήσεις κι όνειρα...

Ή μπορεί να είναι μια θάλασσα που ακόμη κι αν είναι σκοτεινή και βαθιά, γεμάτη εφιάλτες και η επαφή μαζί της σου είναι δυσάρεστη, εσύ βουτάς με ευχαρίστηση...

Ή μπορεί να είναι μόνο μια ονειροπόληση στη σιωπή.

Πολλοί θέλουν να κάνουν την ποίηση πραγματικότητα. Το καταφέρνουν μόνο όσοι ανακαλύπτουν την ποίηση στα μικρά και καθημερινά. Στα τετριμμένα. Έτσι δαμάζουν την ουτοπία...

Ομως, η ποίηση είναι και μουσική. Για την σημερινή μέρα αντιγράφω την άλλη όψη ενός μουσικού που καταπιάστηκε με το όνειρο. Ο Μάνος Χατζιδάκις, εδώ, συνθέτει λέξεις και γράφει ποίηση που «δεν είναι καθαυτό ποίησις ή, ακριβέστερα, δεν είναι μόνο ποίησις. Είναι η επέκτασις μιας συγκεκριμένης μουσικής δημιουργίας μέσα στον ελεύθερο ποιητικό χώρο».Από το "Μυθολογία και Μυθολογία Δεύτερη" (εκδόσεις Άγρα).

ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ


Κατέχω την Ιστορία

Μέσ’ από φίλους

Εραστές

Εχθρούς

Κι αγνώστους

Συγγενείς


Κοιτάσματα σιδήρου

Σταγόνες ύδατος

Και αμνησία

Συνθέτουν:

Αγίους

Νήπια

Και την

Απελπισία


Ωδείον

Με σαρανταεπτά διαλέκτους πετεινών

Διδάσκει αναλγησία

Μία


Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009


"Παραμένουν σκλάβοι επειδή δεν μπορούν να δουν
την ομορφιά του κόσμου"
Aravind Adiga
Λευκός Τίγρης Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ
2008, Μοντέρνοι Καιροί

Το βιβλίο που κέρδισε το βρετανικό βραβείο Booker για το 2008 ανήκει στον Ινδό συγγραφέα Aravind Adiga. O "Λευκός Τίγρης" που είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι η εξιστόρηση της ζωής ενός αγοριού, του Μπαλράμ Χαλβάι που γεννήθηκε στο Σκοτάδι - έτσι αποκαλούν το μέρος οι ντόπιοι. Κι όπως ο λευκός τίγρης, που είναι ο σπανιότερος στο είδος του, έτσι και το αγόρι είναι ξεχωριστό: άριστος μαθητής (για τον λίγο καιρό που πηγαίνει σχολείο), εργάζεται και ονειρεύεται να ξεφύγει από τον ζόφο και "την λάσπη του Γάγγη που πνίγει οτιδήποτε στις όχθες του". Σπα τους δεσμούς, την καταπίεση και τις παραδόσεις που τον κυνηγούν και ζει την ελευθερία που θέλει. Βέβαια, είναι τραγικός ο τρόπος που το καταφέρνει ωστόσο, το έγκλημα που διαπράττει, είναι γι' αυτόν το μόνο κλειδί που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να ανοίξει την πόρτα που θα τον οδηγήσει μακρυά από μια κοινωνία-κόλαση.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το εύρημα της επιστολής προς τον Κινέζο πρωθυπουργό που επισκέπτεται επίσημα την χώρα του για να αφηγηθεί τη ζωή του αγοριού. Μέσα από την αφήγηση αυτή, ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές της Ινδίας - μιας χώρας που φαντάζει στα μάτια μας εξωτική με τις πικάντικες συνταγές μαγειρικής, τα καφτερά μείγματα μπαχαρικών, τα αέρινα σάρι, τις μυσταγωγικές μουσικές και τις ατμοσφαιρικές αναζητήσεις εσωτερικότητας, το Ταζ Μαχάλ (το αιώνιο σύμβολο του έρωτα και της αφοσίωσης) και τις λοιπές τουριστικές ατραξιόν.

Μην περιμένετε τίποτα απ' όλα αυτά. Το μυθιστόρημα του Adiga δεν εξωραΐζει την χώρα, δεν είναι ένας λογοτεχνικός τουριστικός οδηγός. Είναι μεν πολύχρωμο ωστόσο, περιέχει όλες τις αποχρώσεις της ανθρώπινης εξαθλίωσης και όλους τους τόνους της συναισθηματικής καταβύθισης σ'αυτήν. Ο συγγραφέας δείχνει με το δάκτυλο την γυμνή Ινδία: σήψη και διαφθορά, μιζέρια, ένδεια και καταπίεση. Διάβασα κάποια σχόλια που ανέφεραν ότι το μυθιστόρημα έχει dark χιούμορ - δεν βρήκα κάτι που να με κάνει να γελάσω. Κι αν το έκανα και δεν το θυμάμαι, σίγουρα θα ήταν μειδίασμα. και σίγουρα θα ήταν πικρό. Μα με τι να γελάσεις άλλωστε; με την αδικία; την εκμετάλλευση; την βρομιά; την αθλιότητα; την παραίτηση; το νόμο του χρήματος που είναι συνθλιπτικός; Είμαι βέβαιη ότι τον κυνισμό εννοούν.
Ο τρόπος που γράφει ο Aravind Adiga είναι απλός και κατανοητός -μικρές προτάσεις και καθόλου βαρύ λεξιλόγιο- μια ιστορία που κυλά αβίαστα. Διέκρινα μια δύναμη στο λόγο του που, πιστεύω, απορρέει από αυτήν την απλότητα. Ωστόσο, βρήκα αμήχανη την επιμονή του να αναφέρει τους τέσσερις μουσουλμάνους ποιητές που μοιάζουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης στο κείμενο - αντίθετα με ότι κάνει, για παράδειγμα, ο σύγχρονός του Dinaw Mengestu στο "Όλες οι χάρες του ουρανού" (2008, Πόλις) που ενσωματώνει στο βιβλίο του την ποίηση, την λογοτεχνία και άλλες μορφές τέχνης με πολύ ομαλό κι εύστοχο τρόπο που εξυπηρετεί την πλοκή. Επίσης, το τέλος της επιστολής, που είναι και το τέλος του βιβλίου, είναι πιο σύντομο και πιο βιαστικό από τον ρυθμό που υπαγορεύει το όλο κείμενο.

Ο μικρούλης της φωτογραφίας είναι ο Ayush Mahesh Khedekar στο ρόλο του Τζαμάλ Μαλίκ, του ήρωα της ταινίας Slumdog Millionaire. Θα μπορούσε να είναι ο Μπαλράμ Χαλβάι του "Λευκού Τίγρη" μιας και οι δυο τους έχουν κοινό "βιογραφικό": γεννήθηκαν στην πίσω πλευρά του ήλιου, δούλεψαν και οι δυο σε τσαγερία, έζησαν στις ίδιες άθλιες συνθήκες κι ένιωσαν την ίδια απελπισία και την ίδια απόγνωση. Και οι δυο τους τόλμησαν να κοιτάξουν ψηλά, πάνω κι έξω από την ζοφερή πραγματικότητα και μπόρεσαν, τελικά, να φτάσουν στο επιθυμητό επίπεδο ελευθερίας τους: ο ένας στο κοινωνικο-οικονομικό και ο άλλος στο συναισθηματικό (δεν ήταν επιδίωξη του Τζαμάλ να γίνει πλούσιος). Κι αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά.

Το να συγκρίνεις όμως ένα βιβλίο (απόσπασμα εδώ) με τη κινηματογραφική μεταφορά του ή, όπως ανορθόδοξα κάνω εγώ, με μιαν ανεξάρτητη με το κείμενο-βάση ταινία που έχει ωστόσο τις ίδιες χρονικές και θεματικές παραμέτρους, είναι άνισο.
Το βιβλίο του Aravind Adiga είναι the real thing - ο συγγραφέας όντας μόνιμος κάτοικος της Ινδίας, κατέγραψε σε δύο χρόνια (τόσο χρειάστηκε για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα) ό,τι έζησε σε όλη του τη ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα ωραιοποιημένο ή έστω με αβλείες γωνίες. Ούτε καν μια ζεστή, ερωτική ή φιλική, ανθρώπινη επαφή. Ο "λευκός τίγρης" του, στοχαστικός και ύπουλος, ωθείται στη δράση από την κοινωνική ανισότητα, την βαναυσότητα, την συνεχή απόρριψη και ταπείνωση που υφίσταται. Η ματιά του, η γεμάτη ευαισθησία, τον εγκαταλείπει την στιγμή που ιδιοποιείται τα μέσα τα οποία ο ίδιος κατέκρινε για να φτάσει στον στόχο του. Σε όλο το βιβλίο, ο ήρωας περνά από την μία ηλικία στην άλλη με διαρκή αγωνία, απορία κι ένταση για το αύριο που ξημερώνει.

Στο Slumdog Millionaire, από την άλλη, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που το κατατάσσουν στην κατηγορία των παραμυθιών Bollywood αισθητικής. Επιγραμματικά θα αναφέρω πρώτα απ' όλα, το γνωστό love story των δύο ερωτευμένων που περνούν δια πυρός και σιδήρου μέχρι να συναντηθούν και πάλι. Έπειτα, το γεγονός ότι ένας αμόρφωτος κατάφερε να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις σε ένα τηλεπαιχνίδι και να γίνει εκατομμυριούχος. Ακόμη και οι χορογραφίες του τέλους που, προσωπικά, μου θύμισαν μια αντίστοιχη χορευτική σκηνή από ταινία του Αλμοδοβαρ(!!!)

Ωστόσο, και το βιβλίο και η ταινία αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Πολύ καλοδουλεμένα, προσεγμένα στην λεπτομέρεια και τα δύο, θα εγείρουν στον κάθε ευαισθητοποιημένο αναγνώστη και θεατή αντίστοιχα, τα ίδια ερωτήματα σχετικά με την φτώχεια και την φθήνια, την παιδική εκμετάλλευση, την αγριότητα του καταναλωτισμού. Η ταινία όμως του σκωτζέζου σκηνοθέτη Danny Boyle, που πολλοί θεωρούσαν ξεγραμμένο, κερδίζει στα σημεία: μας δείχνει ότι ακόμη και η πιο επώδυνη εμπειρία γίνεται γνώση, μας λέει ότι ακόμη και στις πιο ασύλλυπτες δοκιμασίες υπάρχει πάντα περιθώριο για επιλογή, μας δίνει μια δόση αισιοδοξίας και ονείρου. Αν και έχω περάσει την ηλικία της αθωότητας, μου αρέσει που ο Τζαμάλ διατηρεί με πείσμα το βλέμμα του, αυτό το βλέμμα που του επιτρέπει "να βλέπει την ομορφιά του κόσμου", σύμφωνα με τον Adiga. Θέλω η αθωότητα να δικαιώνεται έναντι της αγριότητας, το πείσμα και η επιμονή να ακυρώνουν τις απάνθρωπες καταστάσεις. Θέλω ο έρωτας να είναι η κινητήριος δύναμη. Πιστεύω ότι και πολλοί ακόμη θέλουν το ίδιο. Κι αν όλοι εμείς αφουγκραστούμε το μέσα μας θα ακούσουμε το πόσο χρειάζεται να πιστέψει στο ανέφικτο.

"Πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει, το δημιουργούμε.
Το μη υπαρκτό, είναι ό,τι δεν έχουμε επιθυμήσει αρκετά."
Ν. Καζαντζάκης

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009








Το αύριο που κρατά μόνο μία ημέρα



Είμαι αρνητική με όλους αυτούς τους εορτασμούς της μίας ημέρας όπως η αυριανή και με τις γραφικότητες που τις συνοδεύουν (βλ. δωράκια, κομπλιμέντα, κ.λπ., κ.λπ.) ως ένδειξη μιας εκτίμησης που εξατμίζεται σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Ο λόγος όμως που γράφω τούτη την ανάρτηση είναι για να προτείνω μία νουβέλα της κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας που "ταιριάζει" να διαβαστεί.

"Η Τιμή και το Χρήμα" του Κων/νου Θεοτόκη γράφεται και δημοσιεύεται, αρχικά σε συνέχειες στο περιοδικό "Νουμάς", από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του 1912 - δύο χρόνια μετά την Διεθνή Συνδιάσκεψη Γυναικών της Κοπενγχάγης όπου καθιερώνεται η ημέρα της Γυναίκας. Σύμφωνα όμως με τον ίδιο τον συγγραφέα, το έργο γράφτηκε πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους σε μία περίοδο που, ζώντας στο Μόναχο, είχε επηρρεαστεί βαθύτατα από τις σοσιαλιστικές ιδέες και αναπτύξει έντονη κοινωνική δράση. Συνεπώς είναι ένα βιβλίο στο πνεύμα της εποχής του. Και της πραγματικής ημέρας της Γυναίκας.

Η ιστορία είναι η εξής: στην Κέρκυρα των αρχών του περασμένου αιώνα, 
η σιόρα Επιστήμη παλεύει να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η μεγαλύτερη κόρη της, η Ρήνη, ερωτεύεται τον Ανδρέα, ξεπεσμένο άρχοντα του τόπου. Ο Αντρέας, ερωτευμένος κι αυτός, θέλει να την παντρευτεί αλλά δεν έχει χρήματα. Έτσι, ζητά προίκα περισσότερη από εκείνη που αναλογεί στη Ρήνη μα η σιόρα Επιστήμη αρνείται να του τα δώσει. Ο Ανδρέας για να πιέσει τα πράγματα, παίρνει την Ρήνη σπίτι του. Η Ρήνη μένει έγκυος και η σιόρα Επιστήμη αναγκάζεται να δώσει τα χρήματα για να σώσει την τιμή της κόρης της. Μόνο που η Ρήνη δεν θέλει πια να παντρευτεί τον Ανδρέα γιατί "...για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις, και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες", όπως του λέει. Επιλέγει να εργαστεί και να μεγαλώσει το παιδί της ως ανύπαντρη μητέρα, στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις.
 
Αυτές οι περίπου εκατό σελίδες είναι ένα προκλητικό έργο. Για την εποχή του βέβαια. ΄Οχι μόνο γιατί περιγράφει τον έρωτα του Ανδρέα και της Ρήνης – μια αγάπη που πηγαίνει κόντρα στις επιταγές της κλειστής κοινωνίας του τόπου. Μπορεί σήμερα να ακούγεται αρκούντως μπανάλ και ανιαρό, τότε όμως ήταν σκανδαλιστικά ανεπίτρεπτο να μην συμβιβάζεσαι με τους κανόνες της τιμής και της νροπής. Ούτε και για το ότι σχολιάζει ευθέως το καθεστώς που επικρατεί για τις γυναίκες και των δύο κοινωνικών τάξεων: «Ήθελε να μ' είχε καθισμένη στην καρέκλα, για να κάνω την κυρά, μήπως κι εξευτελιζότουνε τ' όνομά του, γιατί οι γυναίκες του σπιτιού του ήτανε μαθημένες να μη δουλεύουνε. Τι σάπιες, τι σκουριασμένες ιδέες! Γι αυτό και η φτώχεια τον κατέβαλε».
 
Ήταν επίσης, αν όχι περισσότερο, τολμηρό και για δύο ακόμη λόγους: πρώτον, την στάση του (ανδρός) συγγραφέα που παίρνει θέση σ' ένα θέμα επικίνδυνο για το ελληνικό κατεστημένο, την γυναικεία χειραφέτηση, δείχνοντας με σεβασμό και κατανόηση στις γυναίκες τον δρόμο για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Και δεύτερον διότι χρησιμοποιεί την δημοτική εμπλουτίζοντάς την με το τοπικό λεκτικό ιδίωμα της Κεφαλονιάς σε μια περίοδο όπου το γλωσσικό ζήτημα χωρίζει τη χώρα στα δύο. Για να αντιληφθεί κανείς το τόλμημα αυτό, αρκεί να σκεφτεί ότι από ετούτη την γλωσσική διαμάχη-διγλωσσία, που κορυφώθηκε στο 1911, θα υπερισχύσει η καθαρεύουσα με νόμο και θα διατηρηθεί μέχρι το 1970 (!) Όσο για την γυναικεία χειραφέτηση, το δικαίωμα της ψήφου δόθηκε στις Ελληνίδες μόλις το 1952... 

Εάν πάλι δεν έχετε διάθεση για διάβασμα, μπορείτε να δείτε την ταινία της Τόνιας Μαρκετάκη που είναι πιστή μεταφορά της νουβέλας στο εκράν, με την υπέροχη μουσική επένδυση της Ελένης Καραΐνδρου και μια Άννυ Λούλου συγκινητική. 
 
* * * 
 
ΥΓ1: Η ημέρα της Γυναίκας σκοπό έχει να διατηρήσει την ανάμνηση της πρώτης διαδήλωσης των Αμερικανίδων το 1857 και συμβολίζει τους αγώνες των γυναικών για τα εργασιακά τους δικαιώματα και την διεθνή αγωνιστική τους αλληλεγγύη. Και θα έπρεπε να μνημονεύεται όχι μόνο κάθε 8 του Μάρτη ή όταν έχουμε περιστατικά όπως αυτό της Κων/νας Κούνεβα, αλλά να τιμάται έμπρακτα όλες τις μέρες του χρόνου.  

ΥΓ2: Τώρα που συζητείται το ενδεχόμενο (;) εκλογών, αξίζει να δείτε στις σελίδες του βιβλίου τις πελατειακές σχέσεις των πολιτικών εν Ελλάδι που εξακολουθούν να παραμένουν (λίγο-πολύ) ίδιες από τότε... 

ΥΓ3: Επίσης, (πολύ πολύ) επίκαιρη (δυστυχώς) είναι και η διάβρωση του χαρακτήρα των ανθρώπων από το χρήμα.

 
Σημείωση
Ο πίνακας είναι λεπτομέρεια από το έργο "Κακές ειδήσεις" (π.1880) του Αριστείδη Οικονόμου.

Διόρθωση: η Ημέρα της Γυναίκας είναι 5 ημέρες μετά την ανάρτηση αυτού του ποστ κι όχι η "αυριανή" που αναφέρω.