Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010





It's well after midnight...


και μόνο το φως πάνω από τον νεροχύτη είναι ανοικτό. Η λάμψη του  διασχίζει το σπίτι και φτάνει αχνά μέχρι έξω στο μπαλκόνι όπου κάθομαι. 

Το καλοκαίρι δεν είναι η εποχή μου.  Ποτέ, άλλωστε, δεν το θεωρούσα ξεχωριστό διότι, βλέπετε, εδώ και χρόνια  δουλεύω συνεχώς  κι έχω ξεσυνηθίσει να οργανώνω διακοπές και αναμνήσεις στους μήνες που επικρατούν οι μεγάλοι αριθμοί και οι μικρές θερμοκρασίες. Κρατούσα πάντα τις καλύτερες ευκαιρίες για ξεκούραση και ανανέωση στους  λιγότερο  δημοφιλείς μήνες όπως τον  σχεδόν ώριμο Μάιο, τον  ήπιο Ιούνιο ή τον  γλυκά γκριζωπό και δροσερό Σεπτέμβρη. Οι δεδομένες ημερομηνίες έναρξης και λήξης του κάθε σχολικού έτους ευνοούν τέτοιου είδους σχέδια. 

Το φετινό καλοκαίρι, όμως, είναι μια περίεργη εποχή. Μολονότι οι θερμοκρασίες είναι ήδη υψηλές από την αρχή του, τα πρόσωπα από την άλλη είναι ψυχρά, άκαμπτα με μια  επίφαση χαμόγελου, όχι απλώς δειλού ή επιφυλακτικού αλλά ολοφάνερα τυπικού. Η γενική κοινωνικο-οικονομική κατάσταση έχει  αναστατώσει τις σχέσεις, έχει ανατρέψει δεδομένα αλλά -χωρίς να θέλω να πολιτικολογήσω- δεν είναι η συντέλεια του κόσμου. "Όλα τα στάδια,  μια αρχή είναι" όπως είναι λέει η Κική Δημουλά.

Το φετινό καλοκαίρι, λοιπόν, είμαι πιο άνετη από άλλες χρονιές στο θέμα των ωραρίων.  Eτούτη η  έλλειψη φόρτου εργασίας, όμως, έχει αρχίσει να μου δημιουργεί μια μεγάλη δόση αβεβαιότητας για την επόμενη χρονιά -σχολική και μη- και η ζέστη του καλοκαιριού  εντείνει την αίσθηση αυτή. Η ζέστη εδώ, ξέρετε,  είναι ιδιόρρυθυμη - τις περισσότερες φορές "εμπλουτισμένη" με την απαραίτητη υγρασία σε κάνει να νιώθεις  τόσο βαρύς που η κάθε σου κίνηση να γίνεται με κόπο.

Μέρες τώρα προσπαθώ  να βρω λέξεις να γράψω - είναι όλες τους μαζεμένες εκεί, στοιβαγμένες στο μυαλό μου αλλά όσο επιμένω να τις βγάλω στην οθόνη ή στο χαρτί τόσο εκείνες αντιστέκονται. Θα ήταν εύκολο να πω πως θα υποκύψω σ' ετούτη την αδυναμία που καθώς φαίνεται όλο και δυναμώνει μέσα μου μα δεν μου αρέσουν τα εύκολα. Γι' αυτό, δίχως να σταματήσω, βεβαίως, τις αναγνώσεις  θα συνεχίσω τις απόπειρες να  συντάξω μια ενδιαφέρουσα ανάρτηση και θα δω τι θα προκύψει. Ίσως, τελικά, οι λέξεις με εμπιστευθούν ξανά και με ακολουθήσουν.  

Στο μεταξύ, η μουσική στο πολύ χαμηλό με συντροφεύει και η νύχτα έχει πάρει να δροσίζει... 

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010



and 'till the morning comes to rise up singing, 
spread your wings and take to the sky,
you can always dance your worries 
beneath the surface 
of the water.




Σημείωση: Το εικαστικό  θέμα είναι της  Μαρίας Φιλοπούλου.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010






"... a mute affirmation of life"


Η λέξη "επίκαιρο" είναι τόσο μα τόσο κλισέ αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη που να ταιριάζει περισσότερο στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Pedro Mairal "Η χρονιά της ερήμου" (Πόλις, 2010).

Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν είναι η Ιρλανδικής καταγωγής ηρωίδα του βιβλίου που δουλεύει ως υπάλληλος σε μια βιβλιοθήκη στην Αγγλία. Άλαλη για καιρό, βρίσκει αργά κι επίπονα τις λέξεις, μέσα στην σιωπή των ραφιών που τακτοποιεί, και μας αφηγείται την διαδρομή της μέχρι την Ευρώπη από την Αργεντινή όπου γεννήθηκε και ζούσε μέχρι πριν από πέντε χρόνια όταν την χώρα έπληξε η Κοσμοχαλασιά.

Όπου Κοσμοχαλασιά, σκεφτείτε μία κατάσταση κυριολεκτικής ισοπέδωσης και ερημοποίησης του Μπουένος Άιρες και κατ' επέκταση όλης της Αργεντινής. Η Κοσμοχαλασιά έχει την επίσημη ονομασία "Σχέδιο Σταθεροποίησης και Οικογενειακής κατοικίας"  μα στην πραγματικότητα είναι ένα δικτατορικό καθεστώς που επιβάλλει συνθήκες πρωτογονισμού  σε όλη την χώρα - οι περιγραφές σφραγίσματος ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων από τους κατοίκους για να αποφύγουν την Κοσμοχαλασιά και οχύρωσής τους μέσα σ' αυτούς τους "οικισμούς" φέρνουν στο νου  την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου και τον υπαρκτό σοσιαλισμό του  με όλα εκείνα που ένα τέτοιο καθεστώς συνεπάγεται. Κι ακόμη χειρότερα, θα έλεγα,  διότι η  πένα  του συγγραφέα  δεν στέκεται στις αυστηρές διατυπώσεις και τα νομοθετήματα. Ξεγυμνώνει τα ολοκληρωτικά συστήματα τα οποία, όπως και η  Κοσμοχαλασιά, επηρεάζουν περισσότερο απ' όλα τις ψυχές των ανθρώπων. 


Η Μαρία χάνει την δουλειά της και από γραμματέας σε μεγάλη πολυεθνική εταιρία του Μπουένος Άιρες γίνεται άνθρωπος για όλες τις δουλειές και πλύστρα στον  αυτοδιαχειριζόμενο "οικισμό" όπου βρίσκεται  το διαμέρισμά της. Περιπλανιέται στην πόλη ψάχνοντας τον φίλο της, Αλεχάντρο, και  για να επιβιώσει αναγκάζεται να γίνει,  επίσης, νοσοκόμα, καθαρίστρια και πόρνη. Ενώ της δίνεται η ευκαιρία να ξεφύγει από όλη τούτη τη βαρβαρότητα, καταβεβλημένη καθώς είναι από τον περιρρέοντα οπισθοδρομισμό, την πετά. Συνεχίζει, παρ' όλα αυτά, να δραπετεύει με κάθε δυνατό τρόπο για να καταλήξει αιχμάλωτη και ερωμένη ενός ιθαγενή μιας προκολομβιανής φυλής.  Στο τέλος, ωστόσο,  καταφέρνει να βγει από τούτο τον εφιάλτη μπαρκάροντας σ' ένα πλοίο με προορισμό την Ευρώπη.

Η γενική αίσθηση που διαπνέει τις σελίδες του βιβλίου είναι της παραίτησης και της ματαιότητας. Μια προς ολοταχώς  αντίστροφη πορεία από τον πολιτισμό προς τα κάτω και η παντελής εξαθλίωση της ανθρώπινης υπόστασης που έπεται. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει μέσα σ' ετούτη την μίζερη πραγματικότητα είναι οι λίγες μα ισχυρές ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται  και που ο Μαϊράλ σκιαγραφεί με πολύ απλή μα πλούσια γλώσσα.  Όπως για παράδειγμα η συμπεριφορά της προϊσταμένης του νοσοκομείου όπου η Μαρία μεταφέρει τον παρατημένο από τη ζωή πατέρα της - προσλαμβάνει την Μαρία  και την προστατεύει μέχρι την τελευταία της πνοή. Ή όπως επίσης η αλληλεγγύη που δείχνει στην Μαρία η Καταλίνα, ομήλικη και "συναδέλφός"  της στο πανδοχείο των μεταναστών και αργότερα στο μπαρ-πορνείο όπου δουλεύουν. 


Ο Πέδρο Μαϊράλ είναι ένας από τους 39 κορυφαίους συγγραφείς της χώρας του και συμπεριλαμβάνεται στους "Bogota 39" όπως ονομάστηκε το νέο συγγραφικό αίμα της Λατινικής Αμερικής και παρουσιάστηκε στο λογοτεχνικό φεστιβάλ της Μπογκοτά τον Αύγουστο 2007.  "Η χρονιά της ερήμου" έχει προκαλέσει πολλά σχόλια στο εξωτερικό λόγω της δυσάρεστης οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής συγκυρίας - ο Μαϊράλ αντλεί καταστάσεις και συμβάντα από τα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Αργεντινή το 2001 με την ίδια ακρίβεια που τα κατέγραψαν  τα δελτία ειδήσεων. Γι' αυτό δεν ξέρω κατά πόσο το μυθιστόρημα τούτο είναι μία καθαρόαιμη αλληγορία. Ο συγγραφέας, ωστόσο, χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής σε όλη την έκταση του ορισμού της λέξης και το γράψιμό του αναδίδει τον σουρεαλισμό ενός Μπουνιουέλ και -σε αρκετά σημεία- τη μαγευτική θέρμη του Μάρκες δίχως όμως κάτι στην γραφή του  να θυμίζει μαγικό ρεαλισμό. Υπάρχουν σημεία στην αφήγηση της Μαρίας τόσο νατουραλιστικά που παίρνουν διαστάσεις ανατριχιαστικές - σαν να ακούς αυτούσια εκείνα που σήμερα εξαγγέλλονται από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτός είναι άλλωστε ο  πρώτος λόγος που "έμεινα εκτός", δεν καταδύθηκα  δλδ στο κείμενο. Ο δεύτερος ήταν η υπερβολική χρήση της υπερβολής που με κούρασε αρκετά.

Η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη, δεν είναι  πραγματικότητα, έχουν όμως την δυνατότητα να αλλάζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και είναι εκείνες  που κατευθύνουν τις πράξεις. Γι' αυτό έχω την εντύπωση  ότι  "η χρονιά της ερήμου" λειτουργεί ομοιοπαθητικά. Όταν έχεις διαβάσει -πόσω μάλλον να έχεις ζήσει- τόση απαισιοδοξία και μιζέρια δεν μπορείς παρά να σκεφτείς τα πράγματα από την αρχή και να αναθεωρήσεις.  Το άτομο μπορεί να γίνει ο δημιουργός του εαυτού του, υποστηρίζουν οι Μπεργκσονιστές.  Η μεγάλη αλλαγή εξάλλου, έρχεται μέσα από πολλές μικρές, ατομικές. Χμμμ, κι άλλα κλισέ, ε;  Εν τέλει,  έχει δίκιο ο Ουμπέρτο Έκο που λέει: "δύο κλισέ μας κάνουν να γελάσουμε. Εκατό κλισέ μας (συγ)κινούν". Ιδίως όταν επαληθεύονται.




Σημείωση: Το πορτραίτο ανήκει στον Αμεντέο Μοντιλιάνι κι απεικονίζει την  σύντροφό του, Ζαν Εμπυτέρν. Είναι από τα λίγα μη-τυφλά πρόσωπα που έχει φιλοτεχνήσει. O ίδιος ο ζωγράφος όμως διευκρινίζει πως  όλες του οι φιγούρες "βλέπουν, ακόμη κι αν δεν τους έχω ζωγραφίσει κόρες. (...) θέλουν να εκφράσουν  τίποτα άλλο από την σιωπηρή κατάφαση της ζωής."  Στη δεύτερη φωτογραφία είναι ο συγγραφέας Πέδρο Μαϊράλ και την άντλησα από το μπλογκ του. 

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010








"Ορισμένοι άνθρωποι...






...περνούν όλη τους τη ζωή διαβάζοντας δίχως ποτέ να μπορέσουν να δουν πέρα από τις λέξεις που είναι τυπωμένες στη σελίδα, δεν καταλαβαίνουν ότι οι λέξεις είναι απλώς σκαλοπάτια τοποτετημένα κατά πλάτος ενός ορμητικού ποταμού, και ο λόγος που βρίσκονται εκεί είναι για να μπορέσουμε εμείς να φτάσουμε στην μακρινότερη όχθη, την άλλη όψη των πραγμάτων."








Τρίτη 15 Ιουνίου 2010





Μία κουκκίδα στην άμμο


     "Δεν είναι τόσο εύκολο να διαβάσεις στην παραλία. Ξαπλωμένος ανάσκελα είναι σχεδόν αδύνατο. Ο ήλιος σε τυφλώνει, πρέπει να κρατάς το βιβλίο με τεντωμένο χέρι πάνω απ' το πρόσωπό σου. Καλά είναι για μερικά λεπτά, αλλά έπειτα αλλάζουμε θέση. Στα πλάγια, στηριγμένοι στον αγκώνα του ενός χεριού, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στον κρόταφο, κρατώντας με το άλλο το ανοιχτό βιβλίο και γυρίζοντας τις σελίδες, είναι επίσης κάπως άβολα. Τότε, γυρίζουμε μπρούμυτα, με τα δύο χέρια διπλωμένα μπροστά μας. Πάνω απ' την άμμο φυσάει πάντα το αεράκι. Οι μικροί κρυστάλλινοι κόκκοι μπαίνουν μέχρι την ράχη του βιβλίου. Στο γκριζωπό και ελαφρύ χαρτί των βιβλίων τσέπης, μαζεύονται κόκκοι άμμου, χάνουν τη λάμψη τους, ξεχνιούνται - δεν είναι παρά ένα επιπλέον βάρος, που αφηρημένα τινάζουμε ύστερα από μερικές σελίδες. Όμως στο βαρύ, τραχύ και λευκό χαρτί των αυθεντικών εκδόσεων, η άμμος διεισδύει. Απλώνεται στις κιτρινισμένες  διακυμάνσεις της επιφάνειας του χαρτιού και λάμπει εδώ κι εκεί. Είναι άλλη μια στίξη, άλλος ένας ανοιχτός χώρος.    
      (...)
      Όμως, είναι επίσης ωραίο να βυθίζεσαι "στο χρώμα": να προεκτείνεις μέχρι τέλους την Έρημο του Λε Κλεζιό στη δική σου έρημο, και τότε η σκορπισμένη άμμος στις σελίδες κλέβει τα μυστικά της φυλής των Τουαρέγκ, τις αργές και γαλάζιες σκιές.  
       Όταν διαβάζεις πολλή ώρα με τα χέρια απλωμένα μπροστά σου, το πιγούνι σου βυθίζεται στην άμμο, το στόμα σου ρουφάει την παραλία - τότε, ισιώνουμε το σώμα μας, σταυρώνουμε τα χέρια μας στο στήθος, και μόνο το ένα χέρι μας γλιστράει πού και πού για να γυρίσει τις σελίδες και να τις σημειώσει. Είναι μια εφηβική στάση. Γιατί; Δίνει στην ανάγνωση μια κάπως μελαγχολική διάσταση. Όλες οι επόμενες στάσεις, οι δοκιμές, η κόπωση, οι περιοδικές απολαύσεις συνθέτουν  την ανάγνωση στην παραλία. Έχουμε την αίσθηση ότι διαβάζουμε με το κορμί μας."


Απόσπασμα από το διήγημα "Διαβάζοντας στην παραλία" του Φιλίπ Ντελέρμ που βρίσκεται στην συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Η πρώτη γουλιά της μπίρας, κι άλλες μικρές απολαύσεις" (Πατάκης, 2000).

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010







Είναι κάτι ώρες...


που τρέχουν πιο γρήγορα από τις σκέψεις και ξεθωριάζουν...
Πόσο με κουράζουν...


Κυριακή 6 Ιουνίου 2010





New Age ή μεταμοντέρνο;

Η δυσκολία που είχα, τελικά,  με  το "Κουρδιστό πουλί" του Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005, μτφρ. από τα αγγλικά Λεωνίδας Καρατζάς)  δεν ήταν  η ανάγνωση των 862 σελίδων του αλλά το πως θα μπορούσα να  σχολιάσω το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίς να επιδοθώ σε διθυράμβους αλλά και δίχως, από την άλλη, να το αδικήσω.

Το πρώτο που σκέφτομαι όταν  ακούω να γίνεται λόγος για την Ιαπωνία είναι  το τσάι και  το σούσι, η μίνιμαλ ιαπωνική αισθητική,  οι hi-tech ουρανοξύστες και  τα στελέχη πολυεθνικών εταιριών που τρέχουν αγχωμένα να προλάβουν το επόμενο meeting. Κάτι ανάλογο είχα κατά νου  και για το "Κουρδιστό πουλί" μιας και το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην σύγχρονη Ιαπωνία. 

 
Ο  πρωταγωνιστής του βιβλίου, ωστόσο, με διέψευσε. Ο Τόρου Οκάντα  έχει χάσει την δουλειά του  ως ασκούμενος, δλδ άνθρωπος για όλες τις δουλειές,  σε μια νομική εταιρία και ασχολείται με τα οικιακά όσο περιμένει τη γυναίκα του να  επιστρέψει από τη δουλειά.  Η Κουμίκο, άτομο αυτόνομο και δραστήριο, εργάζεται ως  αρχισυντάκτης σε περιοδικό και μολονότι είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος διαθέτει κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις πνευματιστικού είδους - όταν η  γάτα τους εξαφανίζεται, η Κουμίκο  εμπιστεύεται δύο μέντιουμ για να την ανακαλύψουν. Ο Τόρου  όμως, αναλαμβάνει ο ίδιος να τη βρει διότι η γάτα έχει συμβολική αξία  για  την Κουμίκο και τον γάμο τους. Σ' αυτήν την περιπλάνησή του θα συναντήσει διάφορους ιδιόρρυθμους  χαρακτήρες.

Οι αδερφές Κάνο, η Μάλτα και η Κρέτα, είναι τα δύο  μέντιουμ που με εντολή της Κουμίκο  και  υπερβολικό ενδιαφέρον προθυμοποιούνται να βοηθήσουν τον Τόρου να  βρει τη γάτα του χρησιμοποιώντας τις μεταφυσικές δυνάμεις που κατέχουν. 

Η Τζίντζερ Ακασάκα και ο γιός της Κάρυ, ένας αυτάρεσκος μα ήπιων τόνων νεαρός που έχει να μιλήσει από την ηλικία των 6  -με δική του απόφαση  κι όχι εξαιτίας κάποιας βλάβης στην ομιλία του-  προσφέρουν στον Τόρου  οικονομική ανεξαρτησία με αντάλλαγμα  τις μεταφυσικές δυνάμεις που με κάποιον παράδοξο τρόπο έχει, στο μεταξύ, αποκτήσει.

Η Μαγιού Κασαχάρα είναι μία δεκαεξάχρονη που ο Τόρου γνωρίζει σε μία από τις περιπλανήσεις του στο αδιέξοδο δρομάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας της, η Μαγιού  έχει πλήρη συναίσθηση της ενήλικης πραγματικότητας, δεν πάει στο σχολείο από δική της επιλογή και μοιράζεται τις υπαρξιακές ανησυχίες της με τον Τόρου. Οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι καλοί φίλοι εάν η Μαγιού δεν μετατόπιζε την διάθεσή της από την καλή στην κακή της πλευρά και τούμπαλιν.


Ο υπολοχαγός Μαμίγια, μπαίνει στην ζωή του Τόρου για να του παραδώσει ένα πακέτο που του κληροδότησε με τον θάνατό του ο κοινός γνωστός τους, ο κύριος Χόντα.  Ο υπολοχαγός Μαμίγια διηγείται  -και στην διάρκεια της μακράς επίσκεψής του και αργότερα, μέσω επιστολών- την ιστορία όλης του της ζωής η οποία ουσιαστικά είναι η περίοδος που έζησε ως στρατιωτικός στον πόλεμο της Ιαπωνίας με την Ρωσία, το '30.  Η αφήγηση εκείνης της περιόδου  -ιδίως των πολεμικών επεισοδίων στη Μαντσουκουό όπου έλαβε μέρος- είναι  τόσο εκτενής και  περιγραφική που θα μπορούσε να σταθεί από μόνη της ως ξεχωριστό διήγημα.

Ο Νομπόρου Γουατάγια είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της Κουμίκο. Μεγαλωμένος για να εκπληρώσει  τις προσδοκίες των γονιών του και να σταδιοδρομήσει στον ανώτερο δημόσιο τομέα   μετατρέπεται -με αφορμή την βουλευτική έδρα που "κληρονομεί"  από τον θείο του- σ' έναν  αριβίστα ολκής, ένα γυαλιστερό πρόσωπο των μίντια με μεγάλο έρεισμα στο τηλεοπτικό κοινό. Θεωρεί τον Τόρου  το απόλυτο μηδενικό και του φέρεται απαξιωτικά.  Ο Τόρου  τρέφει ιδίας έντασης συναισθήματα για τον Νομπόρου. Όταν η Κουμίκο τον εγκαταλείπει και ο Νομπόρου Γουατάγια επικοινωνεί μαζί του για να του μεταφέρει την επιθυμία της να χωρίσουν άμεσα, ο Τόρου αρνείται κατηγορηματικά να τον πιστέψει και να κάνει ό,τι του υποδεικνύει εάν δεν  ακούσει την ίδια να του το ζητά. 

Στο βιβλίο, βέβαια, υπάρχουν και οι  "μικροί ρόλοι". Ανάμεσά τους και ένας ιδιοκτήτης στεγνοκαθαριστηρίου που ακούει μονίμως τζαζ στο μαγνητόφωνό του.   Γνωστός λάτρης της τζαζ -υπήρξε ιδιοκτήτης τζαζ μπαρ στο Τόκιο-  ο Μουρακάμι βάζει την προτίμησή του αυτή να "παίζει"  στο μυθιστόρημα. Ωστόσο, ο ρυθμός της "Κλέφτρας Κίσσας" του Ροσσίνι  είναι εκείνος που πρωταγωνιστεί - τον σφυρίζει ο Τόρου καθώς μαγειρεύει, τον ακούει στο ραδιόφωνο,  τον "βλέπει" στον βηματισμό  του γκρουμ ενός ξενοδοχείου.  

Εκτός από τα πρόσωπα, στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν και ορισμένα αντικείμενα.  Καταρχήν, ένα στεγνό πηγάδι - είναι ο τόπος όπου ο Τόρου απομονώνεται και  καταδύεται  στον εσώτερο εαυτό του.  Ένα ρόπαλο του μπέηζμπωλ παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη - σαν  μια σκυτάλη που περνά από την μια διάσταση στην άλλη  μεταδίδοντας μηνύματα και μνήμες του παρελθόντος. Και φυσικά,  ένα πουλί. 


Πότε ως αγαλματάκι στον κήπο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού κι  άλλοτε πάλι  ως ζωντανό πουλί το "κουρδιστό πουλί" του τίτλου σηματοδοτεί κρίσιμες φάσεις στην ζωή του  Τόρου  και των υπολοίπων χαρακτήρων του βιβλίου είτε αυτές αναφέρονται στο παρελθόν είτε στο παρόν. Το πουλί τούτο -που  ποτέ δεν γίνεται ορατό- βρίσκεται σε συγκεκριμένο μέρος  την συγκεκριμένη ώρα και με το τιτίβισμά του, ένα κρρρρρραααακ που ακούγεται μεταλλικό -σαν κάποιος να το κουρδίζει- ρυθμίζει  την καθημερινότητα του Τόρου  ο οποίος είναι πολύ άβουλος και αναποφάσιστος για να κάνει το οτιδήποτε - άγεται συνεχώς απο τις επιθυμίες των άλλων. Ωστόσο, όταν στο τέλος θα εξαφανιστεί, ο Τόρου θα αναλάβει, πια,  να "κουρδίσει" την  ζωή του μόνος του. 

Το "Κουρδιστό πουλί" θα μπορούσε να τοποθετηθεί δίπλα στην "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" στο ράφι των new age μυθιστορημάτων  - μυστικισμός, συμβολισμός, έκτη άισθηση, μετεωρισμός,  zen.  Ωστόσο, η συνύπαρξη του Χαρούκι με τον Πάολο Κοέλιο (που κι αυτός έχει χαρακτηριστεί new age) είναι ανατριχιαστική και μόνο  ως σκέψη - αν μη τι άλλο, ο Μουρακάμι δεν είναι καθόλου παρηγορητικός. 

Το "Κουρδιστό πουλί" θα ήταν ένα καλό δείγμα μεταμοντέρνου μυθιστορήματος μιας και το λεξιλόγιο του Μουρακάμι είναι  εκπληκτικά απλό και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο τόσο άμεση και φυσική που οτιδήποτε κι αν διαβάσεις, όσο παράλογο και να φαντάζει, το θεωρείς εξίσου φυσιολογικό.  Ωστόσο, δεν υπάρχει καμμίας μορφής αμφισβήτηση καθώς ο Τόρου δεν φέρει ουδεμία αντίρρηση σε ότι του συμβαίνει ούτε και αναλαμβάνει κάποια πρωτοβουλία για  οτιδήποτε. Ακόμη και η περιγραφή του  παραδοσιακού τρόπου ζωής των Ιαπώνων δεν περιέχει κάτι δηκτικό.  Νέες  ιστορίες προσώπων ανοίγουν διαρκώς  και παρεμβάλλονται στην βασική αφήγηση αποπροσανατολίζοντας τον Τόρου όπως και κάθε αναγνώστη,  εξάλλου, που αφήνεται σε μια νωχελική ανάγνωση. Είναι αλήθεια ότι ενώ κάποιες ιστορίες έχουν ένα σημείο σύνδεσης με τον κεντρικό άξονα της πλοκής, κάποιες άλλες είναι εντελώς ασύνδετες και δεν προσφέρουν στην τελική έκβαση. Ίσως σ' αυτό να οφείλεται το ότι η αγγλική έκδοση του βιβλίου είναι αρκετά διαφοροποιημένη από την αρχική γιαπωνέζικη - δεν υπάρχει μία ενιαία συλλογιστική που να συνδέει όλες ετούτες τις ιστορίες και καθώς διάβαζα,  αναρωτιόμουν συνεχώς για τον λόγο ύπαρξης της κάθε επιμέρους ιστορίας  που ξεπηδούσε στην ζωή του Τόρου 

Αστικό μυθιστόρημα, τότε; Στο κάτω κάτω πρόκειται για μια περιπλάνηση στους δρόμους  ενός  προαστίου μιας σύγχρονης πόλης  και μέσα από την παρατηρητικότητα του Τόρου διαφαίνονται οι  βασικές συντεταγμένες της ζωής μας σήμερα: ταχύτητα και αποξένωση.

Η  απάντηση, δυστυχώς,  δεν είναι εύκολη, ούτε μονολεκτική - το καταλάβατε, άλλωστε, για να φτάσετε να διαβάζετε την ανάρτηση μέχρι εδώ.  Μπορώ, ωστόσο, άνετα να πω ότι ο  Μουρακάμι  αποτελεί μία ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του. Στο "Κουρδιστό πουλί"  (υποθέτω και στα υπόλοιπα βιβλία του μα δεν τα έχω διαβάσει ακόμη για να το γνωρίζω) δημιουργεί ένα ολοκληρωτικά προσωπικό σύμπαν, ένα εξαιρετικό δείγμα του πως συνδυάζεται η ρεαλιστική αφήγηση με τον μαγικό ρεαλισμό και την μεταφυσική - το ανεξήγητο, το άλογο, το ασύνδετο είναι κυρίαρχα στην αφήγηση. Θυμίζει  πολύ έντονα Ντέιβιντ Λιντς ωστόσο, αντίθετα με τον σκηνοθέτη που σε αφήνει να χαθείς στις παραισθήσεις του ασυνειδήτου, ο Μουρακάμι σε οδηγεί  σε ένα συμπέρασμα που  είναι απολύτως σαφές και ορθολογιστικό: τα εμπόδια που νόμιζες ότι υπήρχαν και τα όρια που ένιωσες ότι δεν έπρεπε να ξεπεραστούν, δεν υπάρχουν. 



 Σημειώσεις: Η πρώτη υδατογραφία είναι του Ιάπωνα καλλιτέχνη Takeuchi Seiho. Το δεύτερο  έργο είναι άτιτλο και έχει φιλοτεχνηθεί με μελάνι - το είδα σαν  μια απεικόνιση  κινέζων στρατιωτών. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την αρχαία πόλη Anghor Thom στην Καμπότζη. Το σκίτσο ανήκει στον επίσης Ιάπωνα-Αμερικανό εικαστικό Ισάμου Νογκούτσι, το έργο του οποίου θα εκτεθεί στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου  φέτος το καλοκαίρι. Η τρίτη φωτογραφία απεικονίζει τον μηχανισμό ενός  κουρδιστού πουλιού.