Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012








Still listening...






"Έκανα το βλέμμα μου αυτί και του 'λεγα να κάτσει καλά και ν' ακούσει το "Σαν Μαγεμένο Το Μυαλό Μου Φτερουγίζει", ν' ακούσει το θρόισμα των φύλλων σ' ένα κακομεταφρασμένο ποίημα του Πεσσόα, ν' ακούσει το τρίξιμο των ξύλων της πυράς σε μια προσκοπική κατασκήνωση, ν' ακούσει το Adagio του Αλμπινόνι χωρίς να βγάζει κιχ, ν' ακούσει τη βραχνή φωνή  της Μάρθας να ψιθυρίζει,  ν' ακούσει τα γέλια και τα κλάματα μιας δεκαετίας, ν' ακούσει τον ορυμαγχό των πρώτων οδομαχίών, ν' ακούσει  ξανά  το "It's what I Am Doing When I Miss You" με τον Michael Petrucciani (εννέα  λεπτά, παρακαλώ, και σαράντα έξι δεύτερα, κι απαγορεύονται ρητώς οι περικοπές), ν' ακούσει τον κόκκινο άνεμο, ν' αφουγκραστεί, σαν τους Ινδιάνους, τη χλόη να βλασταίνει, ν' αφουγκραστεί σαν τους ερωτευμένους τον ήχο που αφήνουν τα δάκρυα όταν κυλάνε στα μάγουλα."

Δεν είναι εύκολο να γράψεις για  τον "Διασυρμό" (2012, βιβλιοπωλείον της Εστίας), το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη  απ' όπου και το ποιό πάνω απόσπασμα.

Για αρχή, θα έλεγα πως ο Νίκος Βελής, ένας ατρόμητος μέσα στις ανθρώπινες αδυναμίες του λόγιος flaneur,  είναι το συγγραφικό άλλοθι του συγγραφέα ώστε αυτός να ξετυλίξει με φόρα το νήμα της ζωής του από το βάθος της δεκαετίας του '80  μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν. Μόνο που τούτη η έκφραση -συγγραφικό άλλοθι-  όπως και τo εναλλακτικό  "πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος"  μού φαίνονται κατά κάποιο τρόπο άστοχα  στην περίπτωση του "Διασυρμού" διότι ο  Νίκος Βελής περιστοιχίζεται από φίλους και γνωστούς του, θρυλικά στέκια της Αθήνας και  σχέσεις και ταξίδια -αστικά, υπεραστικά, ψυχικά, πνευματικά, κ.ά.-,  και βεβαίως τα πανταχού παρόντα βιβλία και οι συγγραφείς τους, η μουσική και το αλκοόλ που έχουν ισότιμη παρουσία στο κείμενο με τον Βελή και συνεπώς δεν πρόκειται για μυθιστόρημα του ενός. 

Κι αφετέρου, δεν νομίζω πως ο Γ.-'Ι.Μπαμπασάκης  έχει ανάγκη κάποιου είδους άλλοθι για να γράψει - το σχεδόν αδάμαστο élan vital και η ειλικρίνεια που απορρέουν από το κείμενο είναι αυθύπαρκτα κι αρκετά ισχυρές αφορμές. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον όρο "alter ego" αλλά μόνο ως μία συγγραφική συνθήκη που διευκολύνει το στυλό του συγγραφέα και το απελευθερώνει από τους όποιους κριτικούς κι αναγνωστικούς ενδοιασμούς. Έτσι, η παρουσία της γλώσσας στο κείμενο είναι απελευθερωμένη κι αφοπλιστική. Eδώ να σημειώσω για εκείνους που ενοχλούνται με τις κακές (εντός κι εκτός εισαγωγικών) λέξεις σ' ένα κείμενο πως καλό θα ήταν να αναθεωρήσουν λίγο καθώς η χρήση τους -όπως και όλης της γλώσσας στο σύνολό της εξάλλου- στο "Διασυρμό" είναι εντελώς παιγνιώδης. Έχοντας μεταφράσει έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων, ο Γ.-'Ι.Μπαμπασάκης ξέρει την ελληνική γλώσσα πολύ καλά και μπορεί να παίζει στην κυριολεξία με τις λέξεις οι οποίες στο κείμενο μοιάζουν να μην σταματούν πουθενά. Τέτοια είναι  η ορμή του λόγου του και η δύναμη της σύνδεσης των επιμέρους στοιχείων του μυθιστορήματος που εάν επιχειρήσει κανείς μια συνοπτική περιγραφή του βιβλίου  κινδυνεύει να εμπλακεί σε ατέλειωτες δοκιμές και διαγραφές μέχρι να φτάσει τα όρια μιας απλής περίληψης. Trust me. 


Είναι, ωστόσο, πολύ εύκολο να το διαβάσεις - το "Διασυρμός" είναι ένα σύγχρονο, με την έννοια του contemporary κι όχι του modern, ανατρεπτικό κείμενο που βγάζει από το περιθώριο κάποιες παλιές, ακριβοθώρητες πια, αξίες - τη φιλία, την αβρότητα, την υπευθυνότητα, το θάρρος όπως το ορίζει ο Χέμινγουέι. Ως άλλος Μπορίς Βιάν, ο Γ.Ι.Μπαμπασάκης "σολάρει" με άνεση και χιούμορ στις 183 σελίδες του βιβλίου και φαίνεται πως, παρ' όλη την δυσκολία που υποθέτω πως ενυπάρχει στην συγγραφή ενός μυθιστορήματος, το διασκεδάζει πολύ. Και τούτο το πνεύμα του συγγραφέα σε διαπερνά - νιώθεις αυτή τη "μελωδία ενός σφυρίγματος μες στον ορυμαγδό" που αναφέρεται στο οπισθόφυλλο.

 Όμως η μελωδία τελείωσε με το γύρισμα της τελευταίας σελίδας, το ίδιο και το διάλειμμα που κάνω από τις θεωρίες και τις εργασίες μου καθώς το σεμινάριο  συνεχίζεται - εξού και τούτη η "επί τροχάδην" ανάρτηση. Το βλέμμα μου στην θέση του, λοιπόν, για λίγες μέρες ακόμη.





Σημείωση: Η εγκατάσταση είναι του John Baldessari κι έχει τον τίτλο "Beethoven's Trumpet (With Ear) Opus # 133". Το έργο της δεύτερης φωτογραφίας είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου κι ανήκει στην Ελεάνα Μαρτίνου. Διαβάστε διάφορα κείμενα και ποίηση του μεταφραστή και συγγραφέα ΓΙΜ στο blog του. 

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012








 Ποιός ο σκοπός 
της τέχνης;


  

" ... η κατάργηση της μοναξιάς..."









Σημείωση: Η φωτογραφία είναι του André Kertész,  από την μικρή συλλογή του "on Reading" που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1971.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012









Just listening.


                                             
 Guy Montag: Books make people unhappy, they make them  anti-social.
       Clarisse: Do you think I'm anti-social?
 Guy Montag: Why do you ask?
       Clarisse: Well... I'm a teacher, not quite actually, I'm still  on probation. I  was called  to  the  administration  office today, and I don't think I said the right  things. I'm not at all happy about my answers.



Πρέπει να είναι η εποχή - πέρυσι, την ίδια περίοδο προσπαθούσα να ισορροπήσω σε ευθύνες, υπερβολές και  εξω-λογοτεχνικά διαβάσματα για χάρη ενός επιμορφωτικού course. Φέτος μου συμβαίνει το ίδιο. Σχεδόν - ναι μεν συμμετέχω σε ένα επιμορφωτικό σεμινάριο ωστόσο η συμμετοχή μου είναι η μόνη ομοιότητα με το περυσινό course. Τούτη τη φορά, είμαι πολύ χαρούμενη από την πρώτη μέρα του μέχρι και σήμερα - εκτός του ότι τα μαθήματα έχουν πραγματικό ενδιαφέρον, είμαι προετοιμασμένη να μην εγκαταλείψω τα βιβλία και τα κείμενά τους ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξω τρόπο επαφής μαζί τους.

Booktalks ονομάζεται μια νέα ραδιοφωνική εκπομπή που ασχολείται με την λογοτεχνία κι εκπέμπει κάθε Σάββατο 2-4 μ.μ από τον
amagi.. Μου αρέσουν οι εκπομπές για τη λογοτεχνία αλλά πάντοτε διατηρώ επιφυλάξεις για το είδος, ιδίως εάν είναι "μακράς διαρκείας". Ωστόσο, έχοντας ήδη ακούσει την πρώτη "βιβλιοκουβέντα" μπορώ να σας βεβαιώσω πως ο αξιόλογος συν-blogger Librofilo που την επιμελείται φρόντισε ώστε η ώρα να κυλήσει σαν τις σελίδες ενός page-turner. Ή μιας νουβέλας από εκείνες που όταν τελειώσει εύχεσαι να είχε τις διπλάσιες σελίδες. Μία εκπομπή για το βιβλίο και το περιεχόμενό του,  την απόλαυση της ανάγνωσης με πολλή (και καλή) μουσική, λοιπόν... 

Ίσως σκεφτείτε πως δεν είναι κάτι πρωτότυπο - λογικό. Όμως, το όμορφο έως σουρεαλλιστικό στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως μοιάζει να επαληθεύει τον
Ray Brandbury  που έγραψε "...somewhere the saving and putting away had to begin again and someone had to do the saving and keeping, one way or another,..." 

Μετά  το τέλος του σεμιναρίου θα αρχίσω  ν' ασχολούμαι πάλι με την λογοτεχνία στην πράξη - αναγνώσεις, αναρτήσεις και παράλληλες ακροάσεις. Μέχρι τότε όμως, μόνο θα ακούω.

 



Σημείωσεις: 1) Ο διάλογος στην αρχή και το απόσπασμα του κειμένου, όπως και η αφίσα της εκπομπής, είναι από την κινηματογραφική μεταφορά του "Φαρενάιτ 451" από τον Φρανσουά Τρυφώ με τον Όσκαρ Βέρνερ στο ρόλο του Γκυ Μοντάγκ και την Τζούλι Κρίστυ ως Κλαρίς.  2) Η πρώτη εκπομπή πιθανότατα θα είναι διαθέσιμη online σήμερα,  Δευτέρα, κι έτσι μπορείτε να πάρετε μία γεύση  κατ' ιδίαν. Θα ακολουθήσουν, πιστεύω, και οι επόμενες. 


UpDate: Ακούστε την εκπομπή εδώ


Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012







           The We of Me




Απέσπασε την εύνοια του Τεννεσί Ουίλιαμς που είπε για εκείνη πως "τόση ένταση και ευγένεια πνεύματος έχει να φανεί από τον καιρό του Χέρμαν Μέλβιλλ". Ο  Γκράχαμ Γκριν την τοποθετεί δίπλα στον Φώκνερ εγκωμιάζοντας την έλλειψη κάθε "μηνύματος" στα κείμενά της, την ποιητική συναίσθηση και την σαφήνεια της γραφής της - αυτή είναι άλλωστε μία εξίσου ακριβής περιγραφή του σύντομου έργου της Carson McCullers. Η σαφήνεια, μαζί με μία σπαραχτική μοναχικότητα κι έναν στιλπνό λυρισμό είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν και το "Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου" (Κέδρος, 2008 σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα).

Πρόκειται για την ιστορία της Δεσποινίδας Αμέλια Ήβανς, μιας τριαντάχρονης, ψηλής κι άχαρης γυναίκας με γκρι αλλήθωρα μάτια που φορά αντρικές μπότες και
κάθε Κυριακή ένα κατακόκκινο φόρεμα. Μιας γυναίκας δικομανούς, φιλοχρήματης, ελαφρώς άξεστης και βίαιης η οποία, κατά περίεργο τρόπο, μένει δεμένη κι αφοσιωμένη στους ανθρώπους της πόλης της. Όλοι την σέβονται και κανείς  δεν την κακολογεί ενώ εκείνη με  το περίφημο γιατροσόφι της, το Κρουπ-Κιουρ, θεραπεύει αφιλοκερδώς τον κάθε πόνο.  

Η σκληραγωγημένη Αμέλια ζει κλεισμένη στον εαυτό της και δεν θα αλλάξει ούτε με τον γάμο της  με τον πανέμορφο Μάρβιν Μέισυ. Ο ερωτευμένος Μάρβιν θα κάνει στην κυριολεξία τα αδύνατα δυνατά για να την πλησιάσει - από ρεμάλι και διαφθορέας των νεαρών κοριτσιών της περιοχής θα γίνει  ένας συμπονετικός άντρας και πειθήνιος σύζυγος, θα δείξει πολύ υπομονή στην "ακαμψία" της και θα της γράψει όλα του τα υπάρχοντα ως ύστατη κίνηση για να την συγκινήσει. Η έλλειψη όμως και της παραμικρής τρυφερότητας από την πλευρά της τον κουρελιάζει. Θα εγκαταλείψει την πόλη, θα περιφερθεί αλλού, θα αναμειχθεί και πάλι με τον υπόκοσμο, θα ληστεύσει τρία βενζινάδικα και θα καταλήξει στη φυλακή. 

Η Αμέλια θα συνεχίσει να ζει αποκλειστικά κι επίμονα μόνη της μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ένας καμπούρης νάνος και δηλώνει πως είναι ξάδελφος της. Στην αρχή θα του προσφέρει φιλοξενεία και στην συνέχεια, προς έκπληξη όλων, θα τον σπιτώσει. Για χάρη του εξάδελφου Λάιμον, η Αμέλια θα ανοίξει τις πόρτες του εμπορικού και θα το μετατρέψει σε ένα ζωντανό, φωτεινό καφενείο. Ακόμη και το φως όμως μπορεί να θεωρηθεί ένας βαθμός του σκοταδιού - ο αρρενωπός Μάρβιν, ο σύζυγος-των-δέκα-ημερών θα επιστρέψει στην πόλη αλλάζοντας άρδην το κλίμα. Η ένταση πλανάται παντού αλλά η ΜακΚάλλερς δεν θα ενδώσει σε προβλέψιμους διαλόγους και διαπληκτισμούς. Οι εκρηκτικές διακυμάνσεις του αφηγηματικού ρυθμού εκδηλώνονται με μικρές λεπτομέρειες, κοφτερά βλέμματα και συγκρατημένες κινήσεις, απότομες και φαινομενικά αναίτιες συμπεριφορές μέχρι την τελική εκτόνωση. Ο Μάρβιν και η Αμέλια θα παλέψουν και ο νικητής θα φύγει από την πόλη παίρνοντας την εκδίκησή του και τον ερωτευμένο εξάδελφο Λάιμον. Η Αμέλια θα μείνει μόνη αν και τούτη τη φορά δεν το επιδίωξε.  



Προσπαθώ να βρω τις αιτίες που έκαναν τον Άρθρουρ Μίλλερ να την αποκαλέσει ελάσσονα συγγραφέα. Υποθέτω πως εγκλωβίστηκε στην εικόνα - οι χαρακτήρες της ΜακΚάλλερς στην συγκεκριμένη νουβέλα είναι η προσωποποίηση του γκροτέσκου, του εκκεντρικού, του περιθωριακού. Η μικρή, μίζερη πόλη  όπου ζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, "χαμένοι" στον αμερικανικό Νότο, είναι όντως το περιθώριο. Ωστόσο, σαν μια άλλη Diane Arbus, η ΜακΚάλλερς  προβάλλει μέσα από την πρόζα της θέματα "αλλόκοτα": η μοναξιά και η ιδιωτικότητα, η αιώνια αναζήτηση της αγάπης, ο αναπάντητος έρωτας και τα αταίριαστα ζευγάρια - ο εραστής και ο αγαπημένος, λέει η συγγραφέας μοιάζουν να 'ρχονται  από διαφορετικούς πλανήτες. "Συχνά ο αγαπημένος", λέει η ίδια, "δεν είναι παρά ένα κέντρισμα στην αγάπη που βρίσκεται τόσο καιρό θαμμένη μέσα στον εραστή. Τούτο, λίγο πολύ, κάθε εραστής το ξέρει. Νιώθει βαθιά μέσα του πως η αγάπη του είναι κάτι μοναχικό. Μαθαίνει να ζει σε μια καινούργια, παράξενη μοναξιά και είναι η γνώση αυτή που τον κάνει να πονά".

H μοναξιά και  η αγάπη, ωστόσο, δεν είναι τα μόνα που κυριαρχούν εδώ. Στις 136 σελίδες της νουβέλας (ο πρόλογος του Μ.Κουμανταρέα είναι επιπλέον 21), η Lula Carson Smith -όπως είναι το πραγματικό όνομα της συγγραφέως- καταφέρνει  να μιλήσει και για τον γάμο, τον κοινωνικό περίγυρο, την οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας, τον ρόλο των δύο φύλων και να θέσει ακόμη και υπό αμφισβήτιση τον προσδιορισμό του κάθε φύλου - η Δεσποινίδα Αμέλια κάθε άλλο παρά θηλυκά χαρακτηριστικά εμφανίζει ενώ αντίθετα ο Εξάδελφος Λάιμον είναι η προσωποποίηση του πονηρού θηλυκού που γνωρίζει τους τρόπους να γοητεύει το αρσενικό. Η ΜακΚάλλερς αγγίζει ακόμη και την παιδική ηλικία και τις επιπτώσεις της στον ανθρώπινο ψυχισμό. "…Όμως οι καρδιές των μικρών παιδιών είναι ευαίσθητα όργανα. Ένα κακό ξεκίνημα σ’ ετούτο τον ντουνιά μπορεί να τις λυγίσει και να τους δώσει σχήματα παράξενα. Η καρδιά ενός πληγωμένου παιδιού μπορεί να ζαρώσει τόσο που να μείνει για πάντα σκληρή και βλογιοκομμένη σαν το κουκούτσι του ροδάκινου. Ή, πάλι, μπορεί ν’ αφορμίσει και να πρηστεί έτσι που καταντά βάρος αβάσταχτο, μυγιάγγιχτη και πονεμένη…".



Αν και σύντομο το έργο της -μόλις τέσσερις νουβέλες- την τοποθέτησε σε μία από τις κορυφαίες θέσεις της αμερικανικής λογοτεχνίας. "Η μπαλάντα..." διασκευάστηκε για το θέατρο από τον Έντουαρντ Άλμπι, το "Ανταύγειες σε χρυσά μάτια" μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον μεγάλο Τζον Χιούστον  (ναι, αυτό όπου η Ελίζαμπεθ Τέηλορ δίνει μια από τις καλύτερες αισθαντικές ερμηνείες της), o Τεννεσί Ουίλλιαμς και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι της αφιερώνουν ποιήματα ενώ μόλις χθες -το 2011- η Σούζαν Βέγκα εμπνέεται από την ζωή της για ένα μιούζικαλ. Φυσικό επακόλουθο θα έλεγε κανείς της βιωματικής πεζογραφίας. Η ΜακΚάλλερς έχει ομολογήσει πως ότι κι αν έχει γράψει, το έχει πρώτα ζήσει η ίδια. Έκανε διάφορες δουλειές παράλληλα με τις σπουδές της και την συγγραφή των μυθιστορημάτων της. Παντρεύτηκε, χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε τον ίδιο άντρα - τον ματαιωμένο συγγραφέα και κατοπινό αυτόχειρα Ρις ΜακΚάλλερς. Επίσης, υπέφερε από κατάθλιψη, αλκοολισμό, ρευματικό πυρετό και αρκετές συμφορήσεις. Σ' αυτά ας προσθέσουμε και το ότι βρέθηκε στη δίνη ερωτικών τριγώνων, ενδεχομένως άθελά της (μετά τον -πρώτο- γάμο τους,  ο σύζυγός της αποκτά εραστή) και την σύγχυση της ερωτικής της ταυτότητας (σύντομα απέκτησε κι εκείνη ερωμένη) ενώ κάποια στιγμή αποπειράθηκε και να αυτοκτονήσει. Η επικοινωνία, έχει γράψει κάποια στιγμή, είναι  ο μόνο δρόμος προς την αγάπη αλλά όπως φαίνεται αυτό ήταν κάτι που αγνοούσαν οι άνθρωποί της - οι πραγματικοί και οι επί χάρτου. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η γραφή  της σπαράζει από τρυφερότητα και επείγουσες εκκλήσεις για προσοχή κι αποδοχή.

Η γλώσσα της μετάφρασης διατηρεί την πατίνα του χρόνου
(πρόκειται για την πρώτη μετάφραση του κειμένου το 1969 με ελάχιστες αλλαγές)  και μεταδίδει σχεδόν στο ακέραιο το ιδιαίτερο ύφος του αμερικανικού Νότου. Γράφω "σχεδόν" γιατί δεν έχω διαβάσει το πρωτότυπο και, μεταξύ μας, το κείμενο δεν με άφησε στιγμή να σκεφτώ ότι πρόκειται για μετάφραση. Βέβαια γι' αυτό ευθύνεται και η πλοκή. Ο Μένης Κουμανταρέας που το μετέφρασε και το επιμελήθηκε για την επανέκδοσή του, γράφει στο επιλογικό του σημείωμα: "... η ιστορία της Δεσποινίδας Αμέλια με άρπαξε ξανά και με καθήλωσε, περιμένοντας με αγωνία το τι θα συμβεί παρακάτω. (...) η καθημερινότητά της και η ανία που τη χαρακτηρίζουν περιγράφονται μ' έναν εξαιρετικό, σχεδόν ποιητικό τρόπο. Ποίηση που δεν εξωραΐζει. Πρόζα που δεν ποιητικίζει. Δεν είναι ανάγκη να είσαι Αμερικανός του Νότου για να καταλάβεις αυτή την ιστορία και να την νιώσεις στο πετσί σου."
 

Τι περισσότερο να σχολιάσω; 
   




Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι από την εγκατάσταση της Lis Rhodes "Light Music" (1975) ενώ η δεύτερη τιτλοφορείται "Χήρα" (2000/2010) κι ανήκει στον σύγχρονο Αμερικανό φωτογράφο Matthew Benedict. Στην τρίτη φωτογραφία απεικονίζεται η συγγραφέας. 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012








Enjoying


the silence








Σημείωση: "Η αναγνώστρια" είναι του Gerhard Richter.







 To love another 




is something
like prayer and it can't be planned, you just fall
into its arms because your belief undoes 
your disbelief.

 
 "Admonitions to a Special Person" (1974) 
from Last Poems





Σημείωση: To εικαστικό είναι το "Temple of Love" του Auguste Rodin.