Διαβάζοντας την σύνοψη στο οπισθόφυλλο του "Κάτι θα γίνει, θα δεις" (Πόλις, 2010) αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για ένα ευχάριστο βιβλίο. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα.
Ένας πατέρας που δεν έχει χρήματα να αγοράσει ένα κομμάτι ψωμί για το παιδί του, η Έλλη, που τρώει το σιμιγδαλένιο ομοίωμα του πρώην της, ο Γιάννης με το αυτοσχέδιο πλακάτ που κατεβαίνει στην πιο αποτυχημένη απεργία από καταβολής κόσμου για να τιμήσει τον φίλο του που σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας, ένας νεαρός που έχει πρότυπό του τον μολυβένιο στρατιώτη του παραμυθιού, ο Μιχάλης, που ονειρεύεται να ταξιδέψει μέχρι την Ισπανία και να ζήσει εκεί με τον δυνατό ήλιο και τους στίχους του αγαπημένου του Ερνάντεθ αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή δουλεύει φτιάχνοντας παγάκια, ο μετανάστης και η Ελληνίδα φίλη του που κολλούν τα χέρια τους με λόγκο για να αποτρέψουν την απέλαση του νεαρού κι έτσι να μείνουν μαζί...
Δεκαέξι ιστορίες για τους ανθρώπους που κατοικούν στα Μανιάτικα, τη Δραπετσώνα, τη Νίκαια, τα Καμίνια - συνοικίες που δεν τις ξέρω παρά μόνο μέσα από στίχους παλιών λαϊκών τραγουδιών του '70 και του '80. Τις περπάτησα όμως μέσα στις σελίδες των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου και πήρα μια δυνατή, πρώτη ιδέα.
Αν και δημοσιογράφος στο επάγγελμα ο Χρήστος Οικονόμου καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, με ετούτο το δεύτερο βιβλίο του να αναδειχθεί σε συγγραφέα/λογοτέχνη ολκής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η γλώσσα του που είναι ρεαλιστική και ρέουσα με μια υποδόρια συμπόνοια (όχι με την έννοια του οίκτου αλλά με εκείνη της βαθιάς συναισθηματικής κατανόησης και αποδοχής) για τους πρωταγωνιστές του που συγκινεί. Μου θύμισε τα γραπτά της Λένας Κιτσοπούλου όπου κι εκείνη χρησιμοποιεί καθημερινές λέξεις, γυμνές από κάθε καλολογικό στοιχείο και δηθενιά. Ο δεύτερος είναι το ότι επαναφέρει στη λογοτεχνία εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να είναι ο βασικός κορμός της σχεδόν απαρέγκλητα - η υπεράσπιση του αδύναμου, του φτωχού, του περιθωριοποιημένου. Όπου περιθώριο βλ. σήμερα όλους εκείνους που είναι αποκλεισμένοι από κάθε εκδοχή του σύγχρονου. Οι σύγχρονοι Άθλιοι του Πειραιά, που υπάρχουν βέβαια και αλλού, μπορεί να έχουν αυτοκίνητα και κινητά έχουν όμως επίσης κι ένα αβέβαιο μέλλον που χρωματίζεται μελανά από την ανεργία, την αδικία, τα χρέη και τους νόμους που μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί για να υπερασπιζονται μόνο τους λίγους - μ' αυτή την έννοια, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πολιτικό.
Δεκαέξι ιστορίες για τους ανθρώπους που κατοικούν στα Μανιάτικα, τη Δραπετσώνα, τη Νίκαια, τα Καμίνια - συνοικίες που δεν τις ξέρω παρά μόνο μέσα από στίχους παλιών λαϊκών τραγουδιών του '70 και του '80. Τις περπάτησα όμως μέσα στις σελίδες των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου και πήρα μια δυνατή, πρώτη ιδέα.
Αν και δημοσιογράφος στο επάγγελμα ο Χρήστος Οικονόμου καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, με ετούτο το δεύτερο βιβλίο του να αναδειχθεί σε συγγραφέα/λογοτέχνη ολκής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η γλώσσα του που είναι ρεαλιστική και ρέουσα με μια υποδόρια συμπόνοια (όχι με την έννοια του οίκτου αλλά με εκείνη της βαθιάς συναισθηματικής κατανόησης και αποδοχής) για τους πρωταγωνιστές του που συγκινεί. Μου θύμισε τα γραπτά της Λένας Κιτσοπούλου όπου κι εκείνη χρησιμοποιεί καθημερινές λέξεις, γυμνές από κάθε καλολογικό στοιχείο και δηθενιά. Ο δεύτερος είναι το ότι επαναφέρει στη λογοτεχνία εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να είναι ο βασικός κορμός της σχεδόν απαρέγκλητα - η υπεράσπιση του αδύναμου, του φτωχού, του περιθωριοποιημένου. Όπου περιθώριο βλ. σήμερα όλους εκείνους που είναι αποκλεισμένοι από κάθε εκδοχή του σύγχρονου. Οι σύγχρονοι Άθλιοι του Πειραιά, που υπάρχουν βέβαια και αλλού, μπορεί να έχουν αυτοκίνητα και κινητά έχουν όμως επίσης κι ένα αβέβαιο μέλλον που χρωματίζεται μελανά από την ανεργία, την αδικία, τα χρέη και τους νόμους που μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί για να υπερασπιζονται μόνο τους λίγους - μ' αυτή την έννοια, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πολιτικό.
Σίγουρα τούτη η συλλογή διηγημάτων δεν διαβάζεται ελαφρά τη καρδία και σίγουρα όχι εν μέσω καύσωνα όπως συνέβη μ' εμένα μα το συγκεκριμένο είναι ένα βιβλίο που μου δωρίστηκε. Όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Ένας κύριος με τον οποίο ανταλλάξαμε δύο βιβλιοφιλικές κουβέντες μπροστά στις προθήκες, έκανε την κίνηση και μου το χάρισε! Έτσι, out of the blue.
Yπήρξαν στιγμές που ήθελα να το αφήσω αλλά δεν το έκανα γιατί οι ιστορίες του μπορεί να είναι πολύ στενόχωρες έως "μαύρες" ωστόσο, δεν σε καταβαραθρώνουν. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου αντέχουν μια πραγματικότητα που είναι το ίδιο απεχθής με την πιο νατουραλιστική απεικόνιση της τέχνης. Ωστόσο, κανείς τους δεν διανοείται να μεταθέσει, να υποσκελίσει, να υπερπηδήσει το όριο της αξιοπρέπειας. Όλοι τους συνεχίζουν να ζουν μέχρι εκεί που θα τους οδηγήσουν οι αντοχές τους έχοντας εμπιστοσύνη σε κάτι αδιευκρίνιστο που όμως φαίνεται τους συντηρεί. Προφανώς, "υπακούουν" σ' αυτό που είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: If you're going through hell, keep going. Αν μη τι άλλο, μόνο στο σκοτάδι μπορείς να δεις τα άστρα, σωστά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου