Η σημασία
της βραδύτητας
της βραδύτητας
Φαινομενικά απλά, τα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα συνδυάζουν την ήπια λυρικότητα με την σοφία του χρόνου και αποδίδουν, με την γοητεία και την τρυφερότητα που έχουν οι αφηγήσεις των παππούδων, την ουσία της ζωής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Στο "Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε την σημασία της βραδύτητας" (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης - Όπερα, 2013) ο Χιλιανός συγγραφέας γράφει για κάτι που σήμερα είναι υποτιμημένο, αν όχι παντελώς διαγραμμένο από το λεξιλόγιό μας - την βραδύτητα.
Αφορμή στάθηκε μία ερώτηση: "Γιατί είναι τόσο αργό το σαλιγκάρι;" Ο Σεπούλβεδα δεν μπόρεσε να απαντήσει αμέσως στην περιέργεια του εγγονού του, Ντάνιελ, αργότερα όμως έγραψε την εξής ιστορία: σε μια αποικία σαλιγκαριών, ένα μικρό σαλιγκάρι θέλει να μάθει δύο πράγματα - πρώτον, γιατί είναι αργό κι έπειτα, γιατί δεν έχει όνομα. Ρωτά συνεχώς αλλά τα γεροντότερα σαλιγκάρια προτιμούν να μην το κουβεντιάζουν διότι έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους αυτή με αργή και σιωπηλή στωικότητα. Με τον τρόπο τους, λοιπόν, αναγκάζουν το μικρό σαλιγκάρι να φύγει από την αποικία δίνοντας στον εαυτό του την υπόσχεση να μην ξαναγυρίσει αν δεν βρει τις απαντήσεις που ζητά. Στο δρόμο, θα διασταυρωθεί με πολλά ζώα και ζωύφια και κάποια από αυτά θα γίνουν φίλοι του. Ανάμεσά τους μια κουκουβάγια που θα του δώσει την απάντηση για την βραδύτητά του και μια χελώνα που θα του δώσει το όνομα Αντάρτης και θα του πει για τους ανθρώπους. Μαθαίνοντας πως οι άνθρωποι ετοιμάζονται να καλύψουν το λιβάδι με άσφαλτο, ο Αντάρτης αποφασίζει χωρίς δισταγμό να γυρίσει πίσω στην αποικία του για να προειδοποιήσει τα άλλα σαλιγκάρια για τον κίνδυνο. Όταν επιστρέψει, πολλά σαλιγκάρια θα τον ειρωνευτούν και θα τον περιφρονήσουν. Στο τέλος, όμως, όλα θα τον εμπιστευτούν να τους οδηγήσει σε ένα καινούργιο λιβάδι.
Αφορμή στάθηκε μία ερώτηση: "Γιατί είναι τόσο αργό το σαλιγκάρι;" Ο Σεπούλβεδα δεν μπόρεσε να απαντήσει αμέσως στην περιέργεια του εγγονού του, Ντάνιελ, αργότερα όμως έγραψε την εξής ιστορία: σε μια αποικία σαλιγκαριών, ένα μικρό σαλιγκάρι θέλει να μάθει δύο πράγματα - πρώτον, γιατί είναι αργό κι έπειτα, γιατί δεν έχει όνομα. Ρωτά συνεχώς αλλά τα γεροντότερα σαλιγκάρια προτιμούν να μην το κουβεντιάζουν διότι έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους αυτή με αργή και σιωπηλή στωικότητα. Με τον τρόπο τους, λοιπόν, αναγκάζουν το μικρό σαλιγκάρι να φύγει από την αποικία δίνοντας στον εαυτό του την υπόσχεση να μην ξαναγυρίσει αν δεν βρει τις απαντήσεις που ζητά. Στο δρόμο, θα διασταυρωθεί με πολλά ζώα και ζωύφια και κάποια από αυτά θα γίνουν φίλοι του. Ανάμεσά τους μια κουκουβάγια που θα του δώσει την απάντηση για την βραδύτητά του και μια χελώνα που θα του δώσει το όνομα Αντάρτης και θα του πει για τους ανθρώπους. Μαθαίνοντας πως οι άνθρωποι ετοιμάζονται να καλύψουν το λιβάδι με άσφαλτο, ο Αντάρτης αποφασίζει χωρίς δισταγμό να γυρίσει πίσω στην αποικία του για να προειδοποιήσει τα άλλα σαλιγκάρια για τον κίνδυνο. Όταν επιστρέψει, πολλά σαλιγκάρια θα τον ειρωνευτούν και θα τον περιφρονήσουν. Στο τέλος, όμως, όλα θα τον εμπιστευτούν να τους οδηγήσει σε ένα καινούργιο λιβάδι.
Γεννημένος στη Χιλή το 1949, ο Σεπούλβεδα είναι ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο από τα φοιτητικά του, κιόλας, χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο όπου σπούδασε σκηνοθεσία θεάτρου. Με το πραξικόπημα του Πινοσέτ ο συγγραφέας, ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβαδόρ Αλιέντε και μέλος της προσωπικής φρουράς του, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού, ωστόσο, αποφυλακίζεται με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίζεται στη Σουηδία. Λοξοδρομεί όμως για να ταξιδέψει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου θα οργανώνει συνεχώς πυρήνες αντίστασης και θεατρικές ομάδες. Το 1980 θα εγκατασταθεί στην Γερμανία όπου θα εργαστεί ως δημοσιογράφος και στην συνέχεια ως ακτιβιστής και στέλεχος της Greenpeace ενώ από το 1997 διαμένει στη Χιχόν της Ισπανίας. Σε τούτη την μακρόχρονη πορεία του, την γεμάτη ταξίδια και έντονη πολιτική και κοινωνική δράση, ο Σεπούλβεδα δεν θα σταματήσει καθόλου να γράφει διηγήματα και νουβέλες, μεταγράφοντας έτσι το πολιτισμικό απόσταγμα των εμπειριών του. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που όλα τα βιβλία του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία σε πολλές χώρες του κόσμου. Πρόσφατο παράδειγμα, η πρώτη έκδοση του "Η ιστορία ενός σαλιγκαριού..." στην ιταλική μετάφρασή του έχει ήδη ξεπεράσει τα 250.000 αντίτυπα.
Ο Μίλαν Κούντερα έχει πει ότι η βραδύτητα είναι ο ρυθμός της μνήμης. Ο Σεπούλβεδα προσθέτει εδώ μερικές ακόμη πτυχές σε τούτη την ερμηνεία - εκείνη της γνώσης που αποκομίζεις από κάθε ταξίδι, της σωστής εκτίμησης των όσων μαθαίνεις και της επιμονής να κάνεις ερωτήσεις ακόμη κι όταν κανείς δεν σου απαντά. Η βραδύτητα είναι, θα έλεγα επίσης, και ο ρυθμός που σου επιτρέπει να κάνεις πραγματικούς φίλους κι όχι απλώς κοινωνικές γνωριμίες, αυτό όμως το διηγούνται καλύτερα οι Μιξ, Μαξ και Μεξ του - ακόμη ένα αλληγορικό πεζογράφημα του συγγραφέα ο οποίος σαν από πείσμα επέλεξε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να εμπνέεται από τους ηττημένους και σιωπηλούς ήρωες τού κάθε κόσμου, ανθρώπινου ή ζωϊκού. Αντίθετα, όμως, από τις τραγικά ρεαλιστικές ιστορίες των ανθρώπων, τα αλληγορικά πεζογραφήματά του Χιλιανού συγγραφέα που αφορούν το ζωικό βασίλειο εμπεριέχουν έντονο διδακτισμό που, ωστόσο, δεν παρεμβαίνει στη πλοκή, δλδ το ηθικό συμπέρασμα δεν εκτρέπει την αφήγηση και τούτο κρατά το ενδιαφέρον των ενήλικων αναγνωστών του συγγραφέα που επιλέγουν τα λιγότερο δραματικά αφηγήματά του. Μόνη ίσως εξαίρεση, το επιμύθιο στη ιστορία του σαλιγκαριού που είναι βιαστικό κι εν μέρει ασύνδετο με την υπόλοιπη ιστορία.
Το κείμενο συνοδεύευεται από την διακριτική εικονογράφιση της Ειρήνης Ελευθεριάδη που δίνει στην απλή, μα καθόλου απλοϊκή, γλώσσα του Λουίς Σεπούλβεδα ένα ιδιαίτερο ύφος - μια όμορφη αλληγορία για την δύναμη του διαφορετικού, την αποφασιστικότητα και την αλληλεγγύη που διαβάζεται και από τους μικρούς και από τους μεγάλους με την ίδια ευχαρίστηση.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ηλεκτρονικό Αναγνώστη, στις 13 Απριλίου.
Το κείμενο συνοδεύευεται από την διακριτική εικονογράφιση της Ειρήνης Ελευθεριάδη που δίνει στην απλή, μα καθόλου απλοϊκή, γλώσσα του Λουίς Σεπούλβεδα ένα ιδιαίτερο ύφος - μια όμορφη αλληγορία για την δύναμη του διαφορετικού, την αποφασιστικότητα και την αλληλεγγύη που διαβάζεται και από τους μικρούς και από τους μεγάλους με την ίδια ευχαρίστηση.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ηλεκτρονικό Αναγνώστη, στις 13 Απριλίου.