Πέμπτη 29 Μαΐου 2014








Brave
New
World




Είναι από τα βιβλία που ενώ νομίζεις ότι τα γνωρίζεις γιατί τα έχεις διαβάσει καλά, έχεις μελετήσει και δυο-τρία σχετικά άρθρα, εκείνα συνεχίζουν να σε εκπλήσσουν με την διορατικότητα του συγγραφέα τους και τα καινούργια στοιχεία που ανακαλύπτεις κάθε φορά που επιστρέφεις σ' αυτά. Το "Θαυμαστός καινούργιος κόσμος" (μτφρ Ανδρέας Αποστολίδης - ΔΟΛ, 2013) του Βρετανού διανοούμενου Aldous Leonard Huxley είναι τόσο πολυεπίπεδο και πολυθεματικό  που σε προκαλεί  να το ξαναδιαβάσεις όχι μόνο για την απόλαυση της λογοτεχνικής αφήγησής του αλλά και για να επανεξετάσεις τις απόψεις σου για πολλά δεδομένα του παρόντος.  

Βρισκόμαστε στο Λονδίνο το 632 μ.Φ. (μετά Φόρντ, δλδ στο 2540 μ.Χ.). Στο ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΩΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ο Διευθυντής με τον βοηθό του ξεναγούν μία ομάδα σπουδαστών στις εγκαταστάσεις του, παρουσιάζοντας και αναλύοντας συγχρόνως τις διάφορες τεχνολογικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να αναπαραχθεί το ανθρώπινο είδος με απώτερο σκοπό τη δημιουργία και παραγωγή ομοιόμορφων ανθρώπων που θα ανταποκρίνονται στο παγκόσμιο σύνθημα "Κοινότης, Ταυτότης, Σταθερότης". Έτσι τα έμβρυα κυοφορούνται σε αποστειρωμένες φιάλες και σε όλη την περίοδο μέχρι την επώασή τους βρίσκονται κάτω από συνεχή και απόλυτο έλεγχο - οι φιάλες μετακινούνται πάνω σε ιμάντες παραγωγής εργοστασίου και κατευθύνονται σταδιακά σε πέντε τομείς που διαφοροποιούνται με την αντίστοιχη μείωση της παροχής οξυγόνου. Έτσι, στον Τομέα Άλφα κατευθύνονται τα έμβρυα που προορίζονται για μεγάλοι ηγέτες και στοχαστές του Κόσμου ενώ στους επόμενους -Βήτα, Γάμμα και Δέλτα- τα έμβρυα που θα δώσουν λιγότερο εντυπωσιακούς ανθρώπους τόσο σωματικά όσο και, κυρίως, πνευματικά.  Στην τελευταία κατηγορία, την Έψιλον,  καταλήγουν τα έμβρυα που τους έχουν στερήσει μεγάλες ποσότητες οξυγόνου και προορίζονται για ανόητους, πειθήνιους χειρώνακτες.

Οι σπουδαστές θα ξεναγηθούν σε όλους τους θαλάμους του Κέντρου και θα παρακολουθήσουν από κοντά τις τεχνικές προγραμματισμού και ρύθμισης της συμπεριφοράς των μωρών  σύμφωνα πάντα με τις σαφείς οδηγίες της Παγκόσμιας Κυβέρνησης - για παράδειγμα, να μισούν τα βιβλία και τα λουλούδια και να γίνονται οι τέλειοι καταναλωτές, ενώ με υπνοπαιδεία τα μαθαίνουν τις άριστες ηθικές αρχές του Παγκόσμιου Κράτους.  Η ευτυχία και η σεξουαλική ευχαρίστηση διατίθενται σε δισκία, το πολύ δημοφιλές "σόμα" που λαμβάνεται ελεύθερα και το "όλοι ανήκουμε σε όλους" είναι η βασική ηθική αρχή του Παγκόσμιου Κράτους. 


Στο Κέντρο εργάζεται και ο κάπως απόμακρος και "δύσκολος" Μπέρναρντ Μαρξ - άντρας του Τομέα Άλφα που, όμως, υστερεί σωματικά. Ο Μπέρναρντ δεν έχει ομογενοποιηθεί με το περιβάλλον του Παγκόσμιου Κράτους κι αυτό φαίνεται στις συζητήσεις με τον φίλο του Χέλμχολτζ Ουάτσον, με τον οποίο μιλά για τα πάθη, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις φιλοδοξίες του. Οι "ανορθόδοξες" απόψεις που έχει για πολλά βασικά θέματα είναι που προκαλούν το ενδιαφέρον της εντυπωσιακής Λένινα Κράουν, του Τομέα Βήτα, που επίσης εργάζεται στο Κέντρο ως νοσοκόμα. Έτσι, όταν ο Μπέρναρντ τής προτείνει να τον συνοδεύσει σ' ένα ταξίδι στο Νέο Μεξικό, στον Άγριο Καταυλισμό, η Λένινα δέχεται με ευχαρίστηση, αν κι έχει ήδη δεσμό με τον Χένρυ Φόρντ, τον βοηθό του Διευθυντή του ΚΕκΠΕΑ. Ο Δευθυντής, ωστόσο, ανησυχεί περισσότερο από τον Χένρυ διότι σκοπεύει να εξορίσει τον Μπέρναρντ στην Ισλανδία και το ταξίδι αυτό του χαλά προσωρινά τα σχέδια.


Στον Άγριο Καταυλισμό, ο Μπέρναρντ και η Λένινα θα έρθουν σε επαφή με έναν ανθρώπινο πολιτισμό γερασμένο και πρωτόγονο, κάτι που θα σοκάρει την Λένινα η οποία θα πάρει αυξημένη δόση "σόμα" για να αντέξει την κατάσταση. Με την άφιξή τους, θα συναντήσουν τον Τζον, έναν ξανθομάλλη νεαρό που θα τους διηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, Λίντα, την οποία έσωσαν οι ιθαγενείς του χωριού είκοσι χρόνια πριν, όταν ο τότε σύντροφός της εξαφανίστηκε. Η Λίντα όμως, ως αυθεντική κάτοικος του Παγκόσμιου Κράτους, ήταν πολύ πρόθυμη να κοιμηθεί με κάθε άντρα της φυλής γι' αυτό οι χωρικοί την απομόνωσαν. Και ο Τζον που μεγάλωσε μαζί της, ήταν το ίδιο απομονωμένος από τα άλλα παιδιά και το σχολείο - έμαθε μόνος του ανάγνωση διαβάζοντας τα άπαντα του Σαίξπηρ. Ο Τζον ανυπομονεί να δει τον "Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο" που τόσο πολύ άρεσε στην μητέρα του να του διηγείται, γι' αυτό ο Μπέρναρντ τον προσκαλεί να πάει μαζί του. Μετά από άδεια του Διευθυντή, ο Μπέρναρντ, η Λένινα, ο Τζον και η Λίντα πετούν πίσω στο Λονδίνο. Στο Κέντρο, ο Διευθυντής  περιμένει τον Μπέρναρντ για να του ανακοινώσει την εξορία του αλλά ο Μπέρναρντ τού ανατρέπει τα σχέδια για ακόμη μία φορά καθώς του παρουσιάζει τον πρωτόγονο Τζον και την εξαθλιωμένη Λίντα που αποδεικνύεται πως είναι η κάποτε πανέμορφη γυναίκα με την οποία  ο Δ/ντής είχε δεσμό. Από την ντροπή του που αυτός, ένας ορκισμένος εργένης, είναι "πατέρας" και πολύ περισσότερο πατέρας ενός άξεστου πρωτόγονου, ο Διευθυντής παραιτείται.

Ο Τζον και ο Μπέρναρντ θα γίνουν αμέσως διάσημοι στο Λονδίνο. Τα ξενύχτια και η διασκέδαση  θα είναι καθημερινά και αυτό είναι κάτι που θα προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στον Τζον που δεν είναι καθόλου συνηθισμένος στην πολυκοσμία και στα μοντέρνα ήθη του Παγκόσμιου Κράτους. Τα πράγματα περιπλέκονται όλο και πιο πολύ για τον πρωτόγονο νέο που πιστεύει στην αγάπη και στο γάμο και ερωτεύεται τη Λένινα αποζητώντας κάτι περισσότερο από μια επαφή με "σόμα". Κάτι τέτοιο όμως για τους κατοίκους του Λονδίνου της μετά Φορντ εποχής είναι γελοίο κι ακατανόητο.  Η ζωή του και οι αντιδράσεις του θα παίρνουν ολοένα και πιο άσχημη τροπή όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους υπόλοιπους γύρω του ώσπου μια βίαιη εκδήλωση διαμαρτυρίας θα έχει εξίσου βίαιες και απρόβλεπτες συνέπειες για όλους. 



Πρωτοεκδόθηκε το 1932, και στην συνέχεια λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε πολλές φορές και σε πολλά κράτη του κόσμου εξαιτίας των προκλητικών για την εποχή σκέψεων του συγγραφέα  ενώ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1971. Παρ'όλα αυτά, ο "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος", όπως και τα εξίσου σημαντικά δυστοπικά μυθιστορήματα "Εμείς" του Ζιαμάτιν και "Φαρενάιτ 451" του Ρέι Μπράντμπερυ, έχει επηρρεάσει πολύ την πεζογραφία, επιστημονικής φαντασίας ή όχι - το "Μην μ' αφήσεις ποτέ" είναι το πρώτο που μού έρχεται στο νου.  Η επιρροή του βιβλίου είναι ωστόσο περισσότερο εμφανής στον κινηματογράφο - το θαυμάσιο Gattaca όπως και το Code 46 είναι μόνο δύο από μια πληθώρα ταινιών επιστημονικής φαντασίας που "ακουμπούν" πάνω στο βιβλίο του Χάξλεϋ όπως και στο 1984 του Όργουελ, βιβλίο με το οποίο συνήθως το συγκρίνουν. 

Στο "Επιστροφή στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο" που έγραψε μετά από σχεδόν 30 χρόνια, (δλδ το 1958), ο Χάξλεϋ διαπιστώνει πως ο πραγματικός κόσμος προσομοίαζε το δυστοπικό σύμπαν που είχε οραματιστεί στο βιβλίο του με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ' ότι είχε αρχικά προβλέψει. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι θα σκεφτόταν σήμερα που η τεχνολογία έχει εξελιχθεί τόσο (βλ. τεχνητή νοημοσύνη, τεχνητή γονιμοποίηση, βιονικά μέλη σώματος, κ.λπ), και ορίζει ήδη τη ζωή μας, η επιδίωξη της ατέρμονης ευτυχίας και της τελειότητας είναι πια η νόρμα (με ψυχοτρόπα φάρμακα και πλαστικές εγχειρήσεις) ενώ η εμφανισιακή ομοιομορφία καλύπτει άριστα την ανισότητα και την αδικία. Για την ευγονική δεν θέλω να σκεφτώ ποιά θα ήταν η αντίδρασή του καθώς είναι γνωστό πως ο Χάξλεϋ ήταν και πασιφιστής και ουμανιστής κι επιπλέον είχε κι έναν εθισμό στα παραισθησιογόνα. Απ' την άλλη όμως, καθώς είχε επίσης και μια ιδιαίτερη αίσθηση της σάτυρας, θα ήθελα πολύ να άκουγα τα σχόλιά του για την οπαδοποίηση της κοινωνίας με όρους ποδοσφαίρου - κι αυτό δυστοπία είναι, λαϊκίστικης μορφής.


Όταν έγραφα την σημερινή ανάρτηση, σκεφτόμουν πως  ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος υπήρχε πράγματι (τηρουμένων των αναλογιών, βεβαίως) και διήρκησε σχεδόν 15 χρόνια και τώρα, από την επίπλαστη ευδαιμονία και την τελειότητα της περιόδου ~1985-2000 έχουμε περιέλθει σε μία μίζερη στο βάθος της και εξαθλιωμένη κοινωνία (τηρουμένων πάντα των αναλογιών). Γι' αυτό δεν μπορώ να δω το "1984" του Όργουελ σε αντιδιαστολή με το "ΘΚΚ", μόνο ως συνέχεια του ενός στο άλλο.
 

Σύνθετο και διεισδυτικό, το "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" είναι ένα  βιβλίο που δεν μπορείς να ξεχάσεις εύκολα. Και παρόλο το ενοχλητικό  θέμα του δεν μπορείς να μην απολαύσεις την τόσο διαυγή γραφή του Χάξλεϋ και τον τρόπο που σε προκαλεί να σκεφτείς για τον άνθρωπο, τον ολοκληρωτισμό και την ουτοπία. Και εκτός αυτών, ποιό μυθιστόρημα θα "επαληθευτεί" στην συνέχεια.




Σημειώσεις: Η έκδοση περιέχει έναν κατατοπιστικό πρόλογο όπως επίσης κι ένα εκτενές σημείωμα του Άλντους Χάξλεϋ που δίνουν επιπρόσθετες πληροφορίες για το έργο και βοηθούν κατά πολύ στην κατανόησή του. Το πρώτο εικαστικό είναι το "Sunrise", ένα κολάζ του Βέλγου Sammy Slabbinck. Στην δεύτερη φωτογραφία ο Daniel Brühl  υποδύεται έναν ερευνητή ρομποτικής στο χαμηλών τόνων θρίλερ επιστημονικής φαντασίας "Eva" απ' όπου και η τρίτη φωτογραφία. Το εικαστικό είναι λεπτομέρεια εγκατάστασης της Gelah Penn κι έχει τίτλο "Clash by Night" (2009).

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

 

 

 

 

   Θυμήθηκα τον Μάνο...

 

 

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις».

Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων.

Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας -που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε.

Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς -όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.








Σημείωση: Ο τίτλος του κειμένου είναι "Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι" και δημοσιεύτηκε αρχικά τον Φεβρουάριο 1993, στο πρόγραμμα της αντιναζιστικής συναυλίας που είχε διοργανώσει τότε ο Μάνος Χατζηδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014










Her life 
without her



Εντός των τειχών ενός σπιτιού-πύργου κάπου στο Μαρούσι εκτυλίσσεται το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα. Στο "Καιροί τέσσερεις" (Πόλις, 2014) οι τέσσερις,  διαφορετικές μεταξύ τους, αφηγηματικές φωνές ακολουθούν τις εποχές που εναλλάσσονται και μεταξύ του φωτός του καλοκαιριού και της σκοτεινιάς του χειμώνα εκτυλλίσσονται πολλές αποχρώσεις  της ζωής με τρόπο άρτιο και συναρπαστικό.

Η Ρούλα, η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, είναι μια μικρασιάτισσα αρχόντισσα που ήρθε στην Αθήνα λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης με την μητέρα της, Βαρβάρα, και την οικογενειά τους. Με την υγεία της σε φθίνουσα κατάσταση (είναι διαβητική) και  κλεισμένη πλέον στον εαυτό της, αναπολεί το παρελθόν - τέσσερις γενιές γυναικών όλες τους μοναχοκόρες και αναγκασμένες να μεγαλώσουν μόνες τα παιδιά τους καθώς οι άντρες της οικογένειας είτε έφευγαν, όπως στην περίπτωση του διπλωμάτη πατέρα της που δεν έδινε καμμία σημασία ούτε σ' εκείνη αλλά ούτε και στην μητέρα της που αναγκαζόταν να τον εκβιάζει χρησιμοποιώντας την για να του αποσπάσει χρήματα. Είτε πέθαιναν, όπως στην περίπτωση του προ-πάππου της. Η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς που εμφανίζεται κατά διαστήματα σε όλη την αφήγηση, διηγείται με την ιδιότυπη και απολαυστική γλώσσα της, την ιστορία της δικής της μητέρας, της Ευφροσύνης η οποία, με τον αδίστακτο τρόπο της Τερέζ Ντεκερού, δολοφονεί τον άντρα της.

Η Ρούλα έχει μία κόρη, την Πέρσα, και την διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο των προγόνων της - την μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι οι κόσμος θα ήταν καλύτερο μέρος χωρίς τους άντρες και την επιμονή να της κληροδοτήσει τα εθυμοτυπικά της παρασκευής γλυκών του κουταλιού. Αντίθετα με τις γυναίκες τριών γενιών πίσω στο γενεαλογικό δέντρο της, η Ρούλα αποτυγχάνει. Η Πέρσα φεύγει από το σπίτι στα 18 της για σπουδές ζωγραφικής στην Γαλλία συντροφιά με τον φίλο της. Η Ρούλα δεν θα της το συγχωρέσει ποτέ. Ούτε ακόμη κι όταν πεθαίνει - ο όρος που της θέτει για να αποκτήσει το πυργόσπιτο είναι να μην έχει ποτέ της σχέση με άντρα.

Τον ίδιο όρο επιβάλλει και στην Ευρυδίκη, την πιστή "δούλα" όπως την αποκαλεί, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται στο σπίτι. Η Ευρυδίκη, όπως και η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς, είναι παντογνώστης αφηγητής - παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα ενώ ενεργεί για το καλό όλων των ενοίκων του σπιτιού ακόμη κι όταν δεν τους συμπαθεί καθόλου. Όπως στην περίπτωση της  μικροσκοπικής αλλά μακιαβέλιας μεσίτριας, της Φώφης η οποία με προσποιητή κολακεία καταφέρνει να αποσπάσει την εύνοια της Ρούλας αλλά και την επικαρπία του μικρού σπιτιού στον κήπο.

Ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Ρούλας και της Πέρσας, η Ευρυδίκη θα δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στον βοηθό  του συμβολαιογράφου που αναλαμβάνει να εκτελέσει την διαθήκη ώστε να βρει την Πέρσα που για πέντε χρόνια δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ο Χαριτόπουλος, ο μόνος άντρας πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος έχει τα χαρακτηριστικά του χειμώνα - φωτοευαίσθητος, τυπικά ψυχρός και μάλλον άκαμπτος. Ο Χαριτόπουλος ψάχνει με επιμονή την Πέρσα - πρώτα επαγγελματική κατόπιν όμως θα την ερωτευθεί εμμονικά και κτητικά. Η  Πέρσα θα ανταποκριθεί με έναν τρόπο παράξενο, παρορμητικό αλλά σαν αποστασιοποιημένο, και θα εγκατασταθεί στο υπόγειο του σπιτιού του που της παραχωρεί για να ζωγραφίζει ανενόχλητη. 
 


Ένα πράγμα που ξέρει καλά η συγγραφέας είναι να αποκωδικοπεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές  μια και ως Managing Partner της εταιρείας έρευνας αγοράς QED, έχει να κάνει με ερωτηματολόγια και ποσοτικές έρευνες που καταγράφουν τις προτιμήσεις και τις διαθέσεις των ανθρώπων. Το πρώτο της μυθιστόρημα, δεν έγινε φυσικά βάση ερωτηματολογίων έχει, ωστόσο, την ίδια αμεσότητα - ο μαγικός ρεαλισμός που δίνει υπόσταση στην διαίσθηση ειναι μετρημένος γι' αυτό το κείμενο δεν γλιστρά στον μελοδραματισμό και τα φλας-μπακ δεν σε αποσταθεροποιούν αλλά σε κάνουν να σκεφτείς πιο εστιασμένα τη στιγμή που o καταπιεσμένος γυναικείος λόγος φανερώνει τους καλά κρυμμένους τρόπους επιβολής της μνήμης και χειραγώγησης της επόμενης -θηλυκής- γενιάς.

Το σπονδυλωτό τούτο μυθιστόρημα, εκτός από τους μύθους της Δήμητρας και της Περσεφόνης που έχει στα θεμέλια του, περικλείει και ισχυρές αντιθέσεις που επικαλύτπουν η μία την άλλη - τα πρέπει τα θέλω, οι κοινωνικές επιταγές τις προσωπικές χρεωκοπίες. Η οικογενειακή παράδοση και η περιουσία που περνά από την μία γενιά στην επόμενη την ατομικότητα που ασφυκτιά να εκδηλωθεί. Η Χριστίνα Καράμπελα γράφει για τα εν οίκω με μια γλώσσα όλβια, δυνατή και συνεπή προς το ύφος των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και τους ρυθμούς της αφήγησής τους, κάτι που συγκρατεί το κείμενο από τις έντονα ποπ-αισθηματικές αποχρώσεις που του δίνουν η υπερβολική χρήση συμβόλων και συμβολισμών.  Είναι σαν η συγγραφέας να ακολουθεί την συμβουλή που έδιναν οι παλιές μαγείρισσες - το φαγητό θέλει τον χρόνο του και το γλυκό τον τρόπο του.

Στο επίμετρο του βιβλίου, η φασματική υπόσταση της γιαγιάς Ερατώς περιφέρεται στον κήπο "πλήρης απογοητεύσεων και άνευ σκοπού" καθώς παρατηρεί πως παρόλο το ψύχος του χειμώνα, τα πράγματα έχουν πια ευδοκιμήσει με έναν τρόπο που  αποδοκιμάζει - η Φώφη, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Ρούλας έχει εγκατασταθεί στον επάνω όροφο του πυργόσπιτου με το παιδί της και οικειοποιείται με λαιμαργία την περιουσία της Πέρσας η οποία παραμένει εξαφανισμένη - όχι στο Παρίσι
αυτή τη φορά αλλά σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας  που την πηγαίνει μέχρι τα προγονικά της εδάφη στη Σμύρνη. Και η Ευρυδίκη, συνεχίζει να επιστατεύει το σπίτι με την ίδια πάντα αφοσίωση ενώ προβάλλει πάνω στο νήπιο της Φώφης όλες τις προσδοκίες και την αγάπη της για την Πέρσα. Όσο για τον Χαριτόπουλο, αναλαμβάνει το συμβολαιογραφικό γραφείο και διατηρεί την εμμονή του για την Πέρσα - την περιμένει να επιστρέψει για να περάσουν ακόμη έναν χειμώνα μαζί.  

Είναι δύσκολο να διακρίνω ποιό στοιχείο τελικά επικρατεί σε ένα τόσο πληθωρικό μυθιστόρημα.  Θα μπορούσα απλώς να πω για τις μυρωδιές, τα χρώματα και τις γεύσεις των φρούτων και των γλυκών που βρίσκονται σε κάθε σχεδόν σελίδα του αλλά υπάρχουν τόσα άλλα - η σχέση μάνας-κόρης με τα συνέκδοχά της, η σκληρότητα και η βία σ' ένα μητριαρχικό περιβάλλον, η αδυσώπητη όψη του φεμινισμού ή το ανεκπλήρωτο του ερωτικού πόθου των γυναικών της οικογένειας που βρίσκουν διέξοδο στην παρασκευή γλυκών του κουταλιού. Θα μπορούσε να είναι η αποποίηση της παράδοσης ως ο μόνος τρόπος για να κατακτήσει κανείς την αυτονομία του  όπως κι εκείνη η ατομικότητα που αναφέρω πιο πάνω έναντι ενός κοινωνικού προβληματισμού που απουσιάζει εντελώς από το κείμενο.

Όσο και να το θεωρητικοποιήσω, όμως, εκείνο που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση είναι η γλωσσική αρτιότητα της Χριστίνας Καράμπελα, η δυναμικότητα των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και η επιδεξιότητα με την οποία συνυφαίνει τόσα πολλά νήματα σε μία ενιαία αφήγηση που λέει πολλά περισσότερα απ' ότι  ένας ορθολογιστής μπορεί να σου πει για την ζωή. 






Σημειώσεις: Τo "Η Έρημος, Αρμονία σε Κόκκινο"  και το "Κύπελλο από Πορτοκάλια" είναι λάδια του Henri Matisse. Το τρίτο εικαστικό, "Το Σαλιγκάρι" (που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) είναι επίσης του Ματίς αλλά πρόκειται για ένα κολάζ κομματιών χαρτιού που ο καλλιτέχνης ζωγράφισε κι έκοψε σε διάφορα σχήματα ενώ βρίσκονταν στην τελευταία δημιουργική περίοδο της ζωής του - η υγεία του ήταν πολύ ασθενής κι ο ίδιος κλινήρης λόγω αρθρίτιδας. Είναι αξιοσημείωτο το πως, παρ' όλα αυτά, ο Ματίς διατηρεί την φωτεινότητα και τις διαβαθμίσεις των (πολλών) χρωμάτων της παλέτας του. Και τούτη ακριβώς είναι η αίσθηση που σου μεταδίδουν οι λέξεις της Χριστίνας Καράμπελα.