Παρασκευή 29 Μαΐου 2015










Αστική ζωολογία


 


Ένα μέλημα της σύγχρονης παιδαγωγικής είναι το πως μπορεί να καλλιεργηθεί στα παιδιά μια αντισυμβατική σκέψη και μια συμπεριφορά δίχως στεγανά. Out-of-the-box, όπως λένε. Ωστόσο, στις περισσότερες από τις συμβουλές και τις έρευνες, τις αποδελτιώσεις μελετών κι εμπειριών και τα σχεδιάσματα μαθημάτων των δασκάλων, δεν διευκρινίζεται το γεγονός ότι υπάρχουν και κάποια στεγανά που είναι απαραίτητα γιατί μας προστατεύουν από επιβλαβείς συμπεριφορές και διευκολύνουν με συγκεκριμένο και δίκαιο τρόπο την συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία - οι νόμοι.

Η παιδική σειρά της Νομικής Βιβλιοθήκης καλύπτει αυτή την έλλειψη στην αγωγή του Πολίτη με την κυκλοφορία του "Ζητείται δικηγόρος με μουστάκια και ουρά" (2015) σε γουστόζικη εικονογράφηση του Mark Weinstein. Στις σελίδες του, η Ελένη Σβορώνου ασχολείται με την συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων στις πόλεις και την άθλια μεταχείρηση των δε από τους μεν. Πρωταγωνιστής είναι ο κοκκινοτρίχης Μπαρμπαρόσα - ένας σκυλάκος που μια οικογένεια περιμαζεύει από έναν λάκο με ασβέστη. Για κάποιον άγνωστο λόγο, η ίδια οικογένεια τον εγκαταλείπει αργότερα στον δρόμο. Καθώς περιφέρεται αδέσποτος και πάλι, ο Μπαρμπαρόσα συναντά στην λαϊκή ένα μπαρμπούνι που του υπόσχεται ότι θα τον πάει πίσω στην Λεμονάνθη - την αφεντικίνα του. Ο Μπαρμπαρόσα  με την μεγάλη ελπίδα ότι σύντομα θα βρει την αγαπημένη του Λεμονάνθη, "ελευθερώνει" τον Μπαρμπούνη από τον πάγκο του ψαρά και ξεκινούν να την βρουν.

Στον δρόμο τους θα συναντήσουν μία λεοπάρδαλη που βγαίνει από τη βιτρίνα ενός γουναράδικου, έναν παπαγάλο, ένα καναρίνι και μία σιαμέζα γάτα που το σκάνε από ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων. Επίσης, έναν πελαργό κι ένα δελφίνι που ξεγλιστρά από το δελφινάριο και θα τους συναντήσει στην ταράτσα όπου καταφεύγουν κάποια στιγμή όλοι· στη συνέχεια έναν γάϊδαρο, έναν κόκορα κι ένα κουνέλι.  Η περίεργη αυτή ομάδα διαμαρτύρεται για τις πολύ κακές συνθήκες διαβίωσης του καθενός τους και αποφασίζει ότι χρειάζεται όλοι τους να πάνε σχολείο γιατί μόνο αν μορφωθούν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Πρώτος και πιο θαρραλέος ο Μπαρμπαρόσα θα μπει στην τάξη με τα παιδιά για να μάθει την γλώσσα των ανθρώπων και τους νόμους τους. Οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν και θα τα πάνε πολύ καλά. Ώσπου φτάνει η στιγμή που πρέπει να εφαρμόσουν το σχέδιό τους και να πάνε στο δικαστήριο. Έχουν ήδη έναν άριστο νομομαθή - ο Μπαρμπαρόσα έχει μάθει τόσα πολλά ώστε τον έχουν ανακηρύξει δικηγόρο τους. Όλη αυτή η περιπέτεια, ωστόσο, αποδεικνύεται όνειρο κι έτσι ο Μπαρμπαρόσα θα γλιτώσει από το μεγάλο άγχος του.


Δεν είναι η πρώτη φορά που η παιδική λογοτεχνία ασχολείται με την κακοποίηση των ζώων. Ετούτη η έκδοση ωστόσο ξεχωρίζει γιατί διασαφηνίζει τις τόσο ευέλικτες και εξαιρετικά αναπροσαρμοζόμενες (ανάλογα με το συμφέρον και τις αρέσκειες του καθενός) έννοιες του δικαιώματος και της υποχρέωσης προσφέροντας άμεση, χειροπιαστή γνώση - στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι με τις κατηγορίες των ζώων  και τους σχετικούς όρους  που αφορούν τα δικαιώματά τους αλλά και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών τους.  Δίνονται, επίσης, αναλυτικές πληροφορίες για την καταπίεση, τον τραυματισμό και την κακοποίηση των ζώων καθώς και για τα αδέσποτα, οι οποίες συνοδεύονται από στοιχεία επικοινωνίας των κέντρων περίθαλψης και ιστοσελίδες φορέων που ασχολούνται με την προστασία τους.  Οι ασκήσεις που παρεμβάλλονται συμπληρώνουν την εικόνα του θέματος καθώς τονίζουν τα σημαντικά σημεία της ιστορίας και εμβαθύνουν στην κατανόησή τους. Αν και δεν νομίζω ότι κάποιο παιδί θα τις συμπληρώσει, ωστόσο,  η απλή και χιουμοριστική -κάποιες φορές- διατύπωσή τους κεντρίζει θαυμάσια την σκέψη τους.

"Ο δικηγόρος με μουστάκια και ουρά" δεν είναι το μόνο βιβλίο της σειράς. Κυκλοφορεί ταυτόχρονα με το "Ήταν το ίνδαλμά μου" (2015) σε μια εικονογράφηση, με δραματικές αποχρώσεις, του Θανάση Πέτρου. Εδώ, ο εύστοχος Βασίλης Παπαθεοδώρου ασχολείται με την βία στα γήπεδα και τα παρελκόμενα ζητήματα της χρήσης αναβολικών, της παραβατικότητας των ανηλίκων και τις συνέπειες των πράξεών τους - αξιόποινων και μη.  Και τα δύο βιβλία βοηθούν τους αναγνώστες τους να λειάνουν την κοινωνική συμπεριφορά τους καθώς εστιάζουν στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων, επεκτείνουν τις διαστάσεις τους και ερμηνεύουν τα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου -στον χώρο και στις σχέσεις- με κατανοητό τρόπο και ιδιαίτερο χιούμορ - η πνευματώδης και "σβέλτη" γλώσσα της Ελένης Σβορώνου στην πρώτη περίπτωση και η αμεσότητα του Βασίλη Παπαθεοδώρου στην δεύτερη, όχι μόνο θα διασκεδάσουν τους μικρούς και νεαρούς αναγνώστες αλλά θα τους αφυπνίσουν για καταστάσεις που θεωρούνται πλέον φυσιολογικές ενώ δεν είναι (πχ. το "δεν θέλω/χρειάζομαι κάτι, το πετάω"). Κι αυτό, όταν συνδυαστεί με τις νομοθετικές πληροφορίες που δίνονται, θα τους εμπλέξει σε συζητήσεις επί του πρακτέου δίνοντας διέξοδο, κατά έναν τρόπο, στην έμφυτη επιθυμία των παιδιών για δικαιοσύνη


Εκτός αυτών των δύο βιβλίων, έχουν προηγηθεί άλλοι έντεκα τίτλοι με προσεκτικά επιλεγμένα θέματα και προβληματισμούς οι οποίοι ακολουθούν  το ίδιο διαφωτιστικό μοτίβο - παροχή χρηστικών δεδομένων τα οποία σχετίζονται άμεσα με το κάθε ζήτημα ώστε να κατατοπίσει και να εξοικειώσει τους αναγνώστες της κάθε ηλικιακής ομάδας στους οποίους απευθύνονται με τους νόμους που ισχύουν σήμερα.  Η σειρά, που επιμελείται η έγκριτη συγγραφέας και βιβλιοκριτικός Μαρίζα Ντεκάστρο, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της UNESCO, της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο έθεσε υπό την αιγίδα του όλη τη σειρά. Και πιστεύω δικαίως καθώς δεν εμμένει στην απλή παράθεση του γράμματος του κάθε νόμου.

Το πνεύμα των νόμων είναι εκείνο που σηματοδοτεί
μια κοινωνία δίκαιη και λειτουργική και η παιδική σειρά της ΝΒ το μεταδίδει αυτό με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο - τη  λογοτεχνική προσέγγιση του κάθε ζητήματος η οποία κινητοποιεί τις συναισθηματικές δεξιότητες των αναγνωστών και οξύνει την παρατηρητικότητά τους ώστε να μπορούν να κατανοούν τις καταστάσεις, να διακρίνουν την διαφορετικότητα σε κάθε μία από αυτές και να υιοθετούν την αντίστοιχη συμπεριφορά· υπεύθυνα και με πραγματική γνώση. 

Υπεύθυνα και με πραγματική γνώση. Χμ... Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρότεινα την ανάγνωση του "Ζητείται δικηγόρος..." και σε συγκεκριμένους ενήλικες. Όπως για παράδειγμα  στην κυρία που κάθισε δίπλα μου στην τσαγερία, πριν λίγες μέρες και με πολύ-ρέουσα και λεπτομερή ευφράδεια εκθείαζε την νοστιμιά του αλόγου ως τροφή. "Σε αντίθεση με το γουρούνι που τρώμε..."  

Ο Μπαρμπαρόσα και οι φίλοι του, όπως και ο Ηλίας (του "Ήταν το ίνδαλμά μου"), δείχνουν στα παιδιά τον τρόπο να προστατεύσουν τους αδύναμους - ζώα αλλά και ανθρώπους. Πρωταρχική φροντίδα ετούτη για μια κοινωνία διότι, όπως γράφει πιο απλά ο 11χρονος Μάρκος στο εξώφυλλο του βιβλίου "Αν δεν προσέξουμε είναι σαν να διαλύουμε το ίδιο μας το σπίτι  μας".








Σημειώσεις: Η πρώτη εικόνα αντλήθηκε από εδώ ενώ η δεύτερη είναι από την εικονογράφηση του "Δικηγόρου με μουστάκια και ουρά". Στην τρίτη φωτογραφία  εμφανίζεται το "Ρώτα με γιατί", μία εγκατάσταση με διαδραστικό σάκο του μποξ, του Αλέξανδρου Ψυχούλη (2006).

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015










Ένας κήπος

στο σκοτάδι




Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αναρωτιέται "Πως φτάσαμε ως εδώ;" (μτφρ. Αριάδνη Μοσχονά - Κέδρος, 2014)  είναι το βιβλίο που συνέγραψαν από κοινού επτά Γαλλίδες συγγραφείς με κεντρικό θέμα τις συνέπειες που έχει η διακυβέρνηση ενός απολυταρχικού κόμματος στις ζωές των ανθρώπων. Το κάθε ένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου αφορά και μια ξεχωριστή οικογένεια  που, ωστόσο,  υποφέρει το ίδιο με τις υπόλοιπες από τους εξτρεμισμούς του νέου κόμματος -  το “εδώ” του  τίτλου.  Το πολύ κοντινό μέλλον στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή και οι άμεσες συνάφειες με την άνοδο της ακροδεξιάς παντού, δίνουν πολύ τροφή για  σκέψη και  ανησυχία - όπως θα διαπιστώσετε όταν το διαβάσετε, οι συνάφειες αυτές αγγίζουν κι εμάς.

Η ιστορία ξεκινά μια βραδιά εκλογών. Στο πρώτο κεφάλαιο, η Γαλλίδα Αν-Γκαέλ Μπαλπ  παρακολουθεί  το ζεύγος Νταρσάν που αγωνιά για τα αποτελέσματα των εκλογών. Την ίδια στιγμή, ο γιος τους Εκτόρ αναρωτιέται γιατί οι γονείς του δεν συμπαθούν τον φίλο του, τον Γουαλίντ, και γιατί η οικογένεια του Γουαλίντ παραμένει κλεισμένη στο σπίτι τους ενώ όλος ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους να γιορτάσει τη νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας. Μετά από αυτήν τη βραδιά, η ζωή όλων θα αλλάξει. Στο "Νερό κι αλάτι" η Κλεμαντίν Μποβέ περιγράφει το πως οι Μικλόν προβλέπουν την απειλή από τους Κανόνες που έχει αρχίσει να επιβάλλει ο νικητής των εκλογών και γι' αυτό αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους - χρησιμοποιούν το παλιό ιστιοπλοϊκό της γιαγιάς Λιζέλ ως κατοικία και κάνουν τον γύρο του κόσμου ελπίζοντας ότι θα βρουν ένα μέρος λιγότερο απαίσιο από αυτό που άφησαν.

Αντίθετα, η οικογένεια του Γουαλίντ μένει πίσω και ζει με τον φόβο που εξαπλώνεται στην πόλη. Στο "Όλες οι αποχρώσεις", της Σαντρίν Μπο, η Μαρούσια, η μητέρα του Γουαλίντ, βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση πανικού. Εκτός από τον διαρκή φόβο μην τυχόν ξεχάσει κάτι από όλα εκείνα που έχει επιβάλλει στην καθημερινή ζωή το Κόμμα (την ώρα του πρωινού εγερτηρίου, τα τρόφιμα που επιτρέπονται να φάνε, το χρώμα των ρούχων που πρέπει να φορούν, τις ασκήσεις γυμναστικής που πρέπει να κάνουν μόλις ξυπνήσουν για να είναι υγιείς), υπάρχει και ο τρόμος του χρωματόμετρου - μία κλίμακα χρωμάτων που ξεκινά από το λευκό και φτάνει ως το μαύρο. Από τις οκτώ αποχρώσεις μόνο τρεις είναι αποδεκτές - το λευκό, το υπόλευκο και το μπεζ. Οι πολίτες που κατατάσσονται στις υπόλοιπες αποχρώσεις (το καραμελί, το ανοιχτό καφέ, το μεσαίο καφέ, το σκούρο καφέ και το μαύρο) καταγράφονται και εκτοπίζονται. Είναι λογικό, λοιπόν, που η Μαρούσια φοβάται τόσο - εκείνη και ο Γουαλίντ, η Σάμια (η αδερφή του) και ο πατέρας τους έχουν το χρώμα της καραμέλας.                                                                 

Η "Ζωή... πατίνι", της Ανιές Λαρός, είναι η ιστορία του νεαρού Σιμόν Νοζέν που έχει χάσει το πόδι του και κάθε όρεξη για ζωή. Οι γονείς του προσπαθούν να αναπτερώσουν το ηθικό του αλλά ο Σιμόν παραμένει απαθής. Μέχρι που λαμβάνουν μια επιστολή από το Υπουργείο Σωματικής και Ψυχικής Υγείας που επιτάσσει τον Σιμόν να παρουσιαστεί στο Ίδρυμα ειδικής περίθαλψης Εσάρ όπου "θα υποβληθεί σε κατάλληλες θεραπείες και θα διαβιεί ανάλογα με τις ικανότητές του." Ο Σιμόν, τότε, θα αναγκαστεί να φορέσει το προσθετικό μέλος του και να υποστεί με πείσμα τον πόνο που του προξενεί ώστε όλη η οικογένειά του να περάσει σχεδόν ανενόχλητη από τον έλεγχο των φρουρών Επαγρύπνησης στα σύνορα και να καταφύγει σε συγγενικό τους σπίτι σε άλλη χώρα.


Το καλοκαίρι, στο μεταξύ, περνά και στο "Ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών", της Σεβρίν Βιντάλ, ο Μάρκος επιστρέφει στο σχολείο όπου όλοι φορούν στολές σε διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου ανάλογα με... Κανείς δεν ξέρει ακριβώς για ποιό λόγο τους διαχωρίζουν. Μαζί με τον Αρμάν, τον φίλο του, κάνουν πλάκα στο προαύλιο του σχολείου και συλλαμβάνονται. Ο γυμνασιάρχης κύριος Νταρσάν, ο πατέρας του Εκτόρ, τους τιμωρεί με μία μέρα στο Δωμάτιο (μία αίθουσα σκοτεινή όπου δεν επιτρέπεται να μιλάς) διότι τα δύο παιδιά, μέσα σε μισή ώρα, παρέβησαν έντεκα κανόνες της Μεγάλης Βίβλου της Ελευθερίας: "...κύριε Αρμάν, δεν έχετε το κούρεμα που επιβάλλει ο κανονισμός, τα σκορδόνια σας είναι λυμένα, και εκουσίως υβρίσατε το Κόμμα, συκοφαντήσατε τα ενεργά μέλη του. Προσελκύσατε την προσοχή των άλλων χρησιμοποιώντας  ειρωνεία, κάτι που απαγορεύεται. Εσείς και ο φίλος σας προβάλατε αντίσταση. Μάλιστα ένας από τους φρουρούς Επαγρύπνησης τραυματίστηκε ελαφρά στο γόνατο, εξαιτίας των βίαιων κινήσεών σας. Κύριε Μάρκο, εσείς επιχειρήσατε να παρέμβετε για να εμποδίσετε τη σύλληψη του ενόχου. Και εσείς προσβάλατε το φρουρό μας, περιγελώντας τον. Απαγορεύεται το χαμόγελο στην άκρη των χειλιών. Το προβλέπει το άρθρο 44 της Μεγάλης Βίβλου. Για να μην αναφερθώ στις άτοπες αναφορές σας περί μπελάδων. Άρα θα τιμωρηθείτε και οι δύο." 

Για τον Κεντάν όμως, τον πρωταγωνιστή του έκτου κεφαλαίου, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Στο "Σκληρό πρόσωπο της γης", της Φανί Ρομπέν, οι δύο μπαμπάδες του, ο Μπερτράν και ο Φρεντ ξυλοκοπούνται και λίγο αργότερα, συλλαμβάνονται. Για να γλιτώσει, ο Κεντάν το σκάει. Στον δρόμο γίνεται μάρτυρας μιας απίστευτης σκηνής - ο καθηγητής της μουσικής, κύριος Ιτέν καταδίδει σ' έναν άντρα με μαύρο αδιάβροχο "ένα κατεβατό ολόκληρο" από ανθρώπους και ανάμεσά τους τον Σιμόν. Αρχίζει να τρέχει μακριά πανικόβλητος για να ειδοποιήσει τον φίλο του μέχρι που η φουρνάρισσα θα τον σταματήσει και θα τον κρύψει στο αυτοκίνητό της για να μην τον  εντοπίσουν  οι φρουροί.                                                                                                                                   
Στους τέσσερις μήνες που εκτείνεται το μυθιστόρημα ο φόβος και οι έλεγχοι που σπέρνει το Κόμμα της Ελευθερίας έχουν μεταμορφώσει τους πολίτες - νιώθουν αδύναμοι και δυστυχισμένοι και κάθε άλλο παρά ελεύθεροι.  Κάποιοι, ωστόσο, αρχίζουν να αντιδρούν: ο Χοσέ Σάντσεθ, πατέρας του Γουαλίντ που δούλευε ως κλόουν πριν τις εκλογές, ανοίγει το βαλιτσάκι με τα σύνεργά του και μακιγιάρει την Μαρούσια σε ανοιχτότερη απόχρωση ώστε να πάρει την έγκριση του υπουργείου Εθνικής Προέλευσης. Ο Γουαλίντ και η αδερφή του Σάμια θα αναποδογυρίσουν σ' ένα βράδυ, όλα τα χρωματόμετρα στην γύρω περιοχή)· και ο Πάντρε, ο πατέρας του Μάρκου, κάνει πρόβες στο υπόγειο με το συγκρότημά του έχοντας σκεπάσει όμως τα ντραμς του με κουβέρτες για να καλύψει τον δυνατό ήχο των ροκ εναλλακτικών κομματιών που παίζει και που φυσικά απαγορεύονται. Μαζί του είναι ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, ο γερο-Ροζέ και ο Μπεν ο κιθαρίστας - ο πρώτος πυρήνας αντίστασης στο Κόμμα είναι μικρός, άηχος και θλιβερός. Ο δεύτερος όμως  θα είναι ηχηρός και μελωδικός. Στο τελευταίο κεφάλαιο, "Το τελευταίο τραγούδι", της Ανλίζ Ερτιέ, ο Σάσα προσπαθεί να πείσει τους γνωστούς του να ανασυγκροτήσουν την χορωδία τους. Η γηραιά κυρία Ποποντίς και ο κύριος Αλέν είναι οι πρώτοι συμμετέχοντες. Η κυρία Σάντσεθ το σκέφτεται λόγω του χρωματόμετρου ενώ η νεαρή Αλίξ  παραχωρεί το υπόγειο καταφύγιο του σπιτιού της ώστε οι τέσσερις τους να μπορούν να τραγουδούν δυνατά χωρίς να τους εντοπίζουν τα ηχόμετρα. Και προφανώς, όπως έχει δείξει η Ιστορία " ...μόνο αυτό μπορεί να μας σώσει: το λίγο θάρρος του καθενός."    


Οι περιπέτειες των επτά οικογενειών ήταν, φαντάζομαι, και μια περιπέτεια συγγραφής! Το αποτέλεσμα είναι ένα θαυμάσιο, καλοδουλεμένο βιβλίο που σε απορροφά εντελώς τις λίγες ώρες που διαρκεί η ανάγνωση. Το ύφος της γραφής, καταρχάς, δεν διαφέρει αισθητά μεταξύ των επτά διαφορετικών συγγραφέων. Η αφήγηση είναι από την οπτική του παιδιού της κάθε οικογένειας, η κλιμάκωση της ιστορίας ακολουθεί τον  γρήγορο, εφηβικό ρυθμό του και το πέρασμα από το ένα κεφάλαιο/κατάσταση στο επόμενο γίνεται τόσο ομαλά όπως το να περπατάς  στους δρόμους μιας γειτονιάς και να επισκέπτεσαι τα σπίτια των γνωστών σου – αυτή η οικειότητα αναδύεται από το κείμενο όταν διαβάζεις για τις επτά οικογένειες που ζουν κοντά η μία με την άλλη, τους γονείς που συνομιλούν κι ανταλλάσουν επισκέψεις, τα παιδιά που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο,  παίζουν μαζί και ερωτεύονται δίχως να υπάρχει περιορισμός από το θρήσκευμά τους, το χρώμα δέρματος και  την ηλικία τους, το επάγγελμα των γονιών ή την οικονομική κατάσταση του καθενός. Μετά τις εκλογές και την νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας, ωστόσο, το μυθιστορηματικό πλαίσιο μετατοπίζεται  στα άκρα του ρεαλισμού. Ενός ρεαλισμού που εμείς ως ενήλικες γνωρίζουμε ότι δεν είναι υποθετικός - τέτοιες ανελευθερίες, όπως  η διασπορά του φόβου και η επιβολή ομοιομορφίας στην εμφάνιση, η λογοκρισία και η πειθαρχημένη συμπεριφορά, η υπεροχή της λευκής φυλής και ο αποπαρασιτισμός της κοινωνίας από τους μετανάστες, οι διώξεις και ο εγκλεισμός των ατόμων με αναπηρίες και ο δοσιλογισμός, υπήρξαν πραγματικότατες στο παρελθόν. 

Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από 11 ετών, αν και οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες θα το απολαύσουν εξίσου - η γλώσσα είναι απλή (μόνο το όνομα του Γουαλίντ με δυσκόλευσε στην προφορά του), περιεκτική και καίρια·  οι διάλογοι σύγχρονοι και πνευματώδεις.  Οι ιδέες που πραγματεύεται το βιβλίο δεν είναι καθόλου δυσκολονόητες με τον τρόπο που δίνονται. Ωστόσο θεωρώ απαραίτητη την παρουσία ενός γονιού ή δασκάλου ο οποίος να μπορεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του παρελθόντος και να συζητήσει τις αντιδράσεις/γνώμες του κάθε νεαρού αναγνώστη που δεν είναι εύκολες στην προεφηβική ηλικία, ιδίως όταν αφορούν την Πολιτική και τις αυθαιρεσίες της. Ακόμη περισσότερο δε, που οι επτά συγγραφείς ακολουθούν τον κανόνα της σύγχρονης παιδαγωγικής που θέλει "ανοιχτές" αφηγήσεις κι ενεργή σκέψη στα έξωθεν ερεθίσματα.

Με το ίδιο σκεπτικό, το ερώτημα του τίτλου παραμένει αναπάντητο και ο ορισμός της ελευθερίας παραπλανητικός. Ο συγγραφέας και ακτιβιστής Στεφάν Εσσέλ, στον πρόλογο του βιβλίου, εξηγεί πως τα κείμενα μιλούν για όσα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχουμε συνεχώς - οι καιροί μας είναι, βλέπετε, επιρρεπείς στην επανάληψη. Και δεν προτρέπει  μόνο στην απλή ανάγνωση του βιβλίου αλλά, όπως και οι συγγραφείς, στην διερεύνιση των αιτιών του κάθε περιστατικού με παρατήρηση και κριτική σκέψη, και στην δράση που προκύπτει από αυτή τη διεργασία: "Από σήμερα έχετε τη δύναμη να πείτε όχι' σε ό,τι δε σας φαίνεται σωστό, να αγανακτήσετε ενάντια σε ό,τι σας εξεγείρει, να αντιμετωπίσετε με κριτικό πνεύμα ό,τι διαβάζετε και ό,τι δείχνουν στην τηλεόραση. Έχετε άποψη. Μπορείτε να τη μοιραστείτε με τους φίλους, τους γονείς, τους δασκάλους σας. (...) Ποτέ δεν είναι νωρίς για να αγωνιστείτε."         
                                      
 

Αυτό το πολυσυλλεκτικό (από άποψη συγγραφέων και προφίλ των πρωταγωνιστών του) βιβλίο αφυπνίζει την πολιτική συνείδηση στους νεαρούς αναγνώστες, τους ευαισθητοποιεί στις πολιτικές ακρότητες και στο αίσθημα της προσωπικής ευθύνης - η ψήφος δεν είναι υπόθεση των άλλων και η συνέπειές της βαραίνουν όλους. Και οι ενήλικοι του μέλλοντός μας αξίζει να το διαβάσουν μόνο γι' αυτό. Είναι όμως και συναρπαστικό ανάγνωσμα και συγκινητικό - ξέρει κανείς έναν καλύτερο τρόπο για να αλλάξει το παρόν μας;




Το κείμενο, ελαφρώς συντομευμένο και με διαφορετική εικονογράφηση, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά  στο έγκυρο η-περιοδικό Ο Αναγνώστης στις 7 Μαϊου 2015.




Σημειώσεις: Το πρώτο εικαστικό είναι ο Άγριος Κήπος του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και ακολουθούν λεπτομέρειες από πίνακες του κινηματογραφιστή και εικαστικού Peter Greenaway - οι The Audience: A Cast of 24 και The Audience: The Scholars αντίστοιχα. Στο τέλος, λεπτομέρεια της αφίσας του ελληνικού τμήματος της IBBY (Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου) για την φετινή Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. 

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015












Out in the dark
 



Η μάχη του Βερολίνου ήταν η τελευταία μεγάλη πολεμική επιχείρηση του Β΄ΠΠ στο έδαφος της Ευρώπης. Διήρκησε από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 2 Μαΐου 1945 όταν οι υπερασπιστές της πόλης παραδόθηκαν στις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού – όλοι  έχουμε δει την ασπρόμαυρη φωτογραφία με την έπαρση της κόκκινης σημαίας στο Ράιχστανγκ. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν την άλλη πλευρά της κατάληψης της πόλης κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα του "Μια γυναίκα στο Βερολίνο" (Anonyma – Eine Frau in Berlin) – μια ταινία που σοκάρει με την ήρεμη, απτόητη οξυδέρκεια της πρωταγωνίστριας και το πολύπλοκο ανθρώπινο συναίσθημα που αναδύεται μέσα από μία συγκεκριμένη κτηνωδία του πολέμου – τον βιασμό. 

Ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Γκερντ, αποχαιρετά την αγαπημένη του, μια
μορφωμένη δημοσιογράφο γύρω στα τριάντα, και φεύγει για την πρώτη γραμμή με την αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλά. Λίγο καιρό πριν, το ζευγάρι περνoύσε μια ανέμελη βραδιά  με γνωστούς και φίλους θριαμβολογώντας για την υπεροχή της πατρίδας τους. Η εικόνα διακόπτεται· το Βερολίνο βομβαρδίζεται. Στο επόμενο καρέ βλέπουμε την ανώνυμη γυναίκα να περνά μέσα από πεδία μάχης και ερείπεια για να φτάσει στο υπόγειο της πολυκατοικίας όπου περνά τις πρώτες μέρες της πτώσης του Βερολίνου μαζί με τους άλλους ενοίκους και γείτονες – ο Κόκκινος Στρατός με μάχες σε κάθε δρόμο κατευθύνεται προς το Ράιχστανγκ λεηλατώντας σπίτια και βιάζοντας γυναίκες, κάθε ηλικίας και εμφάνισης. Οι Ρώσσοι στρατιώτες θα εισβάλλουν και στο υπόγειο πειράζοντας και παίρνοντας μαζί τους τις γυναίκες που βρίσκονται εκεί. Η Ανώνυμη θα δώσει τα κλειδιά του διαμερίσματός της σε μια νεαρή κοπέλα διώχνοντάς την πριν την δουν οι Ρώσοι ενώ γλιτώνει ακόμη μία Γερμανίδα από τις ορέξεις τους. Εκείνη όμως θα υποστεί τον πρώτο βιασμό. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι, πολλοί βιασμοί. Όπως θα συμβεί και σε περισσότερες από 100.000 Βερολινέζες. "Πόσες φορές;" ρωτά τη φίλη της όταν συναντιούνται μετά από καιρό και είναι σαν να ρωτά "Τι κάνεις;" 


Οι μέρες περνούν  και οι συνθήκες γίνονται όλο και πιο σκληρές – η πόλη έχει αποκλειστεί από τον έξω κόσμο, η πείνα θερίζει κι εκείνες δεν έχουν καμμία απολύτως προστασία από τις ζωώδεις επιθέσεις των στρατιωτών.  Η Ανώνυμη, που μιλά ρωσικά, θα ζητήσει την βοήθεια του Ρώσου διοικητή δύο φορές. Εκείνος θα της αντιπαραθέσει την εύρωστη υγεία των στρατιωτών του και το τετριμμένο των ελάχιστων λεπτών που διαρκεί η πράξη. Τότε η Ανώνυμη παίρνει την απόφαση να επιλέγει εκείνη ποιός θα την πλησιάζει και ψάχνει, πάσει θυσία, να βρει έναν μεγαλόβαθμο Ρώσο αξιωματικό για προστάτη, κάτι που κάνουν και πολλές άλλες γυναίκες ως το απολύτως απαραίτητο κακό για την επιβίωσή τους. Ο πρώτος που εντοπίζει είναι ο Ανατόλ – ένας Τσιγγάνος υπολοχαγός που πριν στρατολογηθεί στον Κόκκινο Στρατό ήταν κτηνοτρόφος. Μην γελάτε, είναι τραγικό – τα πρώτα τμήματα εφόδου του Κόκκινου Στρατού  αποτελούνταν σε μεγάλο ποσοστό από άμαθους Ασιάτες (Καλμούχους, Τατάρους, Κιργίσιους, Αρμένιους, Τσετσένους, Αζερμπαϊτζανούς) στους οποίους κι αποδίδεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τις κτηνώδεις βιαιοπραγίες εναντίων των αμάχων γυναικών. 

Ο δεύτερος θα είναι ο διοικητής  που θα την επισκεφθεί στο διαμέρισμα της χήρας Witwe όπου φιλοξενείται. O ταγματάρχης Αντρέι Ρίμπκιν, ανήκει στους μορφωμένους Σοβιετικούς αξιωματικούς οι οποίοι, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών με υψηλού επιπέδου μόρφωση –  οι περισσότεροι γνώριζαν την γερμανική γλώσσα και σε πολλές περιπτώσεις εμπόδισαν τους Σοβιετικούς ασιατικής καταγωγής που είχαν υπό τις διαταγές τους να διαπράξουν βαρβαρότητες. Όπως όταν κάποιος χαμηλόβαθμος αξιωματικός ανακαλύπτει στο μισοκατεστραμμένο διαμέρισμα της Ανώνυμης έναν Γερμανό στρατιώτη με όπλο και απειλεί να τον σκοτώσει, ο ταγματάρχης Ρίμπκιν παρεμβαίνει δυναμικά και τον σώζει διακινδυνεύοντας την θέση του καθώς ο χαμηλόβαθμος τον προειδοποιεί πως θα τον αναφέρει. Είναι μια από τις φορές που ο ταγματάρχης αποδεικνύει το ενδιαφέρον του για την Ανώνυμη που δεν περιορίζεται στην απλή εναπόθεση υγρών. Εκτός από την Ανώνυμη, ο ταγματάρχης παίρνει υπό την προστασία του όλη την πολυκατοικία και τους προμηθεύει με άφθονα τρόφιμα και ποτά, κάτι που χαροποιεί ιδιαίτερα την χήρα Witwe που λειτουργεί ως διαχειρίστρια, κατά μία έννοια, της κατάστασης.


Η ταινία βασίζεται στο πραγματικό ημερολόγιο μιας ανώνυμης γυναίκας που κάθε βράδυ, για οκτώ εβδομάδες, καταγράφει τις προσωπικές εμπειρίες της από όλη ετούτη την περίοδο με απίστευτη νηφαλιότητα, πικρό χιούμορ και δίχως καμμία ενοχή – "Γελάω μέσα σε όλη αυτή την φρίκη. Τι πρέπει να κάνω; Στο κάτω-κάτω, είμαι ζωντανή, όλα θα περάσουν!" λέει. Το ημερολόγιο εκδόθηκε αρχικά στην Αμερική το 1954 και το 1959 στη Γερμανία όπου κατακρίθηκε σφοδρά για τον εντελώς πραγματιστικό τρόπο που η συγγραφέας αντιλαμβάνεται την επιβίωση. Περισσότερο όμως από αυτό, οι Γερμανοί κριτικοί θεώρησαν ύστατη προσβολή το ότι φανερώνει το αόρατο, δλδ το σώμα, τον πολλαπλό βιασμό του και, ιδίως αυτό, την αποδοχή του ως μέσο επιβίωσης – "σπήλωσε την τιμή των Γερμανίδων" είπαν.  Θιγμένη η συγγραφέας απαγόρευσε την επανέκδοση του για όσο διάστημα ζει και το ημερολόγιο περιέπεσε στην συλλογική σιγή με την οποία η Γερμανία χειρίστηκε αρχικά τον αποτροπιασμό για το άμεσο παρελθόν της.

Η επανέκδοση του ημερολογίου το 2003 συνοδεύτηκε απο την αποκάλυψη του ονόματος της συγγραφέως – ήταν η Γερμανίδα δημοσιογράφος Μάρτα Χίλλερς που είχε πεθάνει νωρίτερα, το 2001. Η δημοσιοποίηση του ονόματος πρόσθεσε κι άλλα στοιχεία στην διαμάχη για την αυθεντικότητα και την εγκυρότητα του ημερολογίου, όπως περίπου έγινε και με την έκδοση του "Καθαρίζοντας το Κρεμμύδι" του Γκύντερ Γκρας. Η περίπτωση της Χίλλερς ωστόσο ήταν πιο σοβαρή – ήταν ενήλικη και υπέρ της πατριωτικής πολιτικής του Χίτλερ αν και δεν συμμετείχε ποτέ ενεργά στο κόμμα του. Ομολογεί δε, πως "ο Ναζισμός είναι συναρπαστικός". Η απάντηση του εκδότη στους επικριτές της ήταν να συνοδεύσει την σύγχρονη έκδοση του ημερολογίου, που χαρακτηρίζεται πλέον ντοκουμέντο, με την επίσημη πιστοποίηση του Γερμανού ειδικού Βάλτερ Κεμπόβσκι ενώ η επόμενη του 2005 είχε και την διαβεβαίωση του Βρετανού ιστορικού Άντονι Μπίβερ για την αυθεντικότητά του – στον πρόλογο του βιβλίου που ο ίδιος έγραψε, το θεωρεί ως ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κομμάτια κοινωνικής ιστορίας που έδωσε ο Β΄ΠΠ.



Η ταινία του Max Färberböck είναι, όπως θα φαντάζεστε, καθηλωτική. Η επιβλητική μουσική του Zbiegnew Preisner συμβάλλει κατά πολύ όπως και η σχεδόν πιστή αναπαράσταση του κατεστραμμένου Βερολίνου. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών όμως είναι που μένουν στο μυαλό  για πολύ μετά το τέλος της – η  Nina Hoss αποδίδει με μεγάλη εκφραστική ακρίβεια τον τρόπο που κινείται η Ανώνυμη στο εφιαλτικό No man's land, τις σύνθετες ψυχολογικές διαδρομές και την στοχαστικότητά της ενώ σημαντική, επίσης, είναι και η ερμηνεία του Yevgeny Sidikhin για τις διακυμάνσεις του συγκρατημένου ψυχισμού του Αντρέι που θέτουν σε κίνδυνο την καριέρα του.  Η σχέση που δημιουργείται ανάμεσά τους θα μπορούσε να είναι το γλυκερό στοιχείο της ταινίας αλλά ευτυχώς δεν είναι. Συμβαίνει με δυσκολία και αποτυπώνει εύγλωττα τον κίνδυνο και την ένσταση της κατάστασης – πότε απόμακρη και τεταμένη, πότε τρυφερή κι άλλοτε μόνο μια διεκπεραίωση, ο ταγματάρχης Ρίμπκιν και η Ανώνυμη κινούνται με ένα είδος ενστικτώδους διπλωματίας που θα μπορούσε να θεωρηθεί καθρέφτης της πολιτικής κατάστασης των ημερών. Γύρω από τούτη την ευαίσθητη πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης αναπτύσσει  και τις ιστορίες των άλλων γυναικών του κτηρίου που προσθέτουν διαφορετικές διαστάσεις στην τραγική θέση τους. Όπως εκείνη της Ίλσε, του κάτω ορόφου, που δεν μπορεί τελικά να πείσει τον άντρα της, Ρώσος αξιωματικός που έχει αποσκιρτήσει, να παραμείνει μαζί της. Ή της νεαρής που ζει στο διαμέρισμα της Ανώνυμης – δηλώνει φασίστρια μπροστά στον Αντρέι εκθέτοντάς την Ανώνυμη. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου όλες οι γυναίκες της πολυκατοικίας συγκεντρώνονται στην κουζίνα του διαμερίσματος της χήρας Witwe και  γύρω από μια αχνιστή μυλόπιτα σχολιάζουν  και περιγελούν τους "ιππότες" τους. Πως αλλιώς να ξορκίσουν την φρίκη από τη ζωής τους; 

Το σπουδαίο με την ταινία είναι πως δεν παίρνει πολιτική θέση – παρουσιάζει και την ανθρώπινη πλευρά των Ρώσσων στρατιωτών ενώ δεν δικαιολογεί τις βαρβαρότητές τους ως αντίποινα στις φρικαλεότητες των Ναζί. Ο σκηνοθέτης έχει ισορροπήσει θαυμάσια σε ένα τόσο εύθραστο "σκοινί" αποφεύγοντας κάθε συναισθηματισμό και γραφική υπερβολή στην κινηματογράφηση των βιασμών που θα παρέπεμπε σε κάτι εύπεπτο κι επιφανειακό. Αντ' αυτού, δίνει έμφαση στον φόβο, την ξαφνική βία και τον αγώνα των γυναικών να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους σε μια περίοδο όπου, σύμφωνα με τους ιστορικούς, καταγράφηκε ο μεγαλύτερος μαζικός βιασμός γυναικών στην Ιστορία. 


Το οριστικό τέλος του Β΄ΠΠ για την Ευρώπη, ωστόσο, τέθηκε λίγο μετά την πτώση του Βερολίνου, στις 8 Μαΐου – σαν σήμερα, πριν από 70 ακριβώς χρόνια η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων με τους Ρώσσους. Κάπου σε αυτό το σημείο τελειώνει και η ταινία – με την διάδοση της είδησης της λήξης του πολέμου γίνονται αλλαγές στην διοίκηση του Βερολίνου. Ο Γκερντ επιστρέφει και ο Αντρέι παίρνει τιμητική μετάθεση – έτσι αποκαλούνταν υπηρεσιακά η Σιβηρία. Η Ανώνυμη αφήνει τον Γκερντ να παλεύει με την πραγματικότητα και πηγαίνει στο Διοικητήριο. Λίγες στιγμές πριν ο Αντρέι φύγει, τον αποχαιρετά σε μια από τις πιο έντονες σκηνές της ταινίας – οι τελευταίες της λέξεις είναι ένα ερώτημα που θα απαντήσει η σιωπή και η Ιστορία. Ο Γκερντ θα την εγκαταλείψει.

Όλη η ταινία είναι ένα συνεχές ερώτημα – πως χειρίζεται κανείς τον εαυτό του σε μια περίοδο όπου τα όρια της ηθικής και οι αξίες έχουν καταρρεύσει; Πως συνυπάρχεις όταν ο πόλεμος έχει αλλάξει τις έννοιες των λέξεων;  Και με ποιόν; 

Δύσκολες σκέψεις.









Σημειώσεις: Μπορείτε να δείτε το trailer της ταινίας (χωρίς την μουσική του Preisner). // Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε το 2007 από δύο εκδοτικούς οίκους (1 & 2) // Οι δύο πρώτες φωτογραφίες είναι στιγμιότυπα της ταινίας. Ο πίνακας, στην συνέχεια, ανήκει στον  Igor Babailov κι έχει τίτλο "My grand-mother told me". Στην δεύτερη φωτογραφία βλέπετε έναν κατεστραμένο δρόμο στο κέντρο του Βερολίνου στις 3 Ιουλίου 1945. Το εικαστικό είναι του Ρώσου καλλιτέχνη El Lissitzky που την περίοδο του μεσοπολέμου εργάστηκε στο Βερολίνο ως καλλιτεχνικός αντιπρόσωπος της Ρωσσίας προωθώντας την σύγχρονη Ρωσική Τέχνη στην Δυτική Ευρώπη.