Ongame
Δεν διάβασα πολύ τώρα τελευταία. Θα μπορούσα να βρω αρκετές δικαιολογίες γι' αυτό, ευφάνταστες και λογικοφανείς. Προτίμησα όμως να εστιάσω στο βιβλίο εκείνο που θα με έβγαζε από την αναγνωστική μου οκνηρία. Θα με "ξεβόλευε". Το Μυθιστόρημα (Γαβριηλίδης, 2018) του Θωμά Συμεωνίδη με τον ιδιότυπο τρόπο του κάνει ακριβώς αυτό, με περισσότερους από εναν τρόπους.
Καταρχάς, ο πρωταγωνιστής του Μυθιστορήματος δεν έχει όνομα αλλά μία δεικτική αντωνυμία: ΑΥΤΟΣ. Αποστασιοποιείται έτσι απο τον αφηγητή που παρατηρεί αντικείμενα, ανθρώπους και γεγονότα που υπάρχουν γύρω του και μπαινοβγαίνουν στην καθημερινότητα ΑΥΤΟΥ: Η Ελένη και η Μαρίν, μία θεατρική παράσταση, μια διαδρομή από δωμάτιο σε δωμάτιο, μία ψείρα, μία σχεδία, η αποβάθρα του μετρό, το βαγόνι του μετρό, ένας κλοσάρ, ένα κείμενο τελειωμένο και σφραγισμένο μέσα σε μια φιάλη. Δύο φάκελοι -ένας μπλε κι ένας πορτοκαλής-, δύο πόρτες κι ένα κίτρινο κουτί. Μία δημόσια υπηρεσία. Η Φανή, ένας λοχίας, το σκάμμα σε μια παιδική χαρά· μια γυναικεία τσάντα που άλλαξε χρώμα από τα άνθη και τη γύρη· μία επίσκεψη στο νοσοκομείο που δεν έγινε, η Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Το αρχιτεκτονικό γραφείο "Εντουάρ και Σία" και ο μαθητευόμενος Σαρλ.
Θα μπορούσα να γράψω πολλές περισσότερες εικόνες μιας και τα πρώτα δεκαοκτώ μικρά κεφάλαια του βιβλίου είναι γεμάτα με λεπτομέρειες και περιστάσεις που αναδύονται άναρχα στην αφήγηση – η απουσία μίας εμφανούς, συμβατικής δομής στην αφήγηση είναι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου που ανέτρεψε τις αναγνωστικές μου συνήθειες και, επιπλέον, διότι εναλλάσσεται μεταξύ ενδοσκόπησης και δεικτικής παρατήρησης του κανονικού. Φαινομενικά τυχαίες, οι λεπτομέρειες αυτές είναι πάντοτε αλληλένδετες, αν και όχι φανερά με την πρώτη, με τον παράλογο τρόπο που έχει η μοντερνιστική γραφή να εξουδετερώνει τον χωροχρόνο και την αλληλουχία. Μέσα από αυτήν τη δίνη της αφήγησης, ωστόσο, σχηματίζεται με ευκρίνεια η ανθρώπινη –ενσώματη και ευαίσθητη– υπόσταση ΑΥΤΟΥ που σαν άλλος Κραππ των ημερών μας, έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. "τι κάνατε αλήθεια τόσα χρόνια; Γιατί, ύστερα από τόσα αισθάνεστε τόσο έντονα μοναξιά και απομόνωση;" (...) "Γιατί χάνετε τον χρόνο σας τότε, γιατί χάνετε το πρωινό σας ανακυκλώνοντας τα ίδια και τα ίδια για να καταλήξετε στα ίδια πάλι; Σας ρωτάω, Γιατί;" Με πρόδηλη αμηχανία, που γυρνά σε δυσφορία ή σιωπή, ΑΥΤΟΣ προσπαθεί να προσδιορίσει την ταυτότητά του αντιμετωπίζοντας τα καθημερινά εμπόδια: την παράνοια της γραφειοκρατίας των γαλλικών δημόσιων υπηρεσιών, την απαξίωση στο επαγγελματικό του περιβάλλον και τον ανταγωνισμό που καλλιεργείται εκεί, τις εύθραστες κοινωνικές σχέσεις με φίλους, γνωστούς, πελάτες του γραφείου, με ΑΥΤΗ.
Οι αλλοπρόσαλλες, κωμικοτραγικές, καταστάσεις που συναντά ΑΥΤΟΣ και η εναγώνια προσπάθειά του να πει την ιστορία του μου θύμισαν τον Τρίστραμ Σάντυ. Όπως επίσης κι αυτό το πυκνό κολάζ εικόνων που συνθέτει ο Συμεωνίδης, σαν του Λώρενς Στερν, με παρωδίες ανθρώπων και καταστάσεων. Στον αντίποδα όμως του Ιρλανδού συγγραφέα και του ήρωά του, ο Θωμάς Συμεωνίδης δίνει σ' ΑΥΤΟΝ την επίγνωση του αναπόδραστου και άγχος. "Κρύβουμε την αυτογνωσία μας με άγχος" είχε πει ο Τζον Τσίβερ και το άγχος ΑΥΤΟΥ, ένας ενδόμυχος υπαρξιακός φόβος, σχεδόν τον παραλύει μπροστά στις αντιφάσεις της γλώσσας και των περιστάσεων που βιώνει – ο κόσμος γύρω του δεν βγάζει νόημα ενώ κάθε σκέψη του, κάθε πρόταση που εκστομεί, κάθε πράξη του γλιστρά ύπουλα στο αντίθετό της. Το αποκορύφωμα ετούτης της εντελώς αντιφατικής συνθήκης αναπτύσσεται στο κεφάλαιο 19 που, για να μιμηθώ τον Στερν, θα μπορούσε άνετα να τιτλοφορείται "Η ζωή και οι απόψεις του Εντουάρ, μεγαλομανούς κυρίου από σόι". Εδώ, ΑΥΤΟΣ υπομένει τον παραληρηματικό μονόλογο του επικεφαλής του αρχιτεκτονικού γραφείου όπου εργάζεται. Στις εξήντα πέντε σελίδες του κεφαλαίου, που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση από τα υπόλοιπα ολιγοσέλιδα του βιβλίου, ο Εντουάρ τανύζει την αφήγηση εκτός των ορίων της εύλογης πραγματικότητας ανατρέποντας συνεχώς την νοηματική ισορροπία καθώς μιλά με απρόβλεπτα άλματα του νου: από την ιστορία της καταγωγής του και τις πολλές εντυπωσιακές συγγένειες στην ονοματοδοσία της οδού Λουίζης Ριανκούρ· από τα μολύβια λίγων εκατοστών που πρέπει να χρησιμοποιούν οι ασκούμενοι του γραφείου του μέχρι την περιπέτειά του με την Μαριόν, την γραμματέα εξ αποστάσεως· και από την αποστήθιση των λημμάτων μιας εγκυκλοπαίδειας εικοσιπέντε τόμων στον υπολογισμό της νέας μονάδας μέτρησης Ed που εμπνεύστηκε για την κατασκευή της κατοικίας του ζεύγους Φριξ και για την δημιουργία της οποίας λάβαινε υπόψη "...την ηλικία, το ύψος, την περιφέρεια μέσης, καρπού, αστραγάλου, λαιμού και γοφών του χρήστη".
"Δεν υπάρχουν αυστηρές διακρίσεις μεταξύ του πραγματικού και μη πραγματικού" θα έλεγε ο Χάρολντ Πίντερ εάν διάβαζε το Μυθιστόρημα. Του λογικού και του μη λογικού, θα διευκρίνιζε ΑΥΤΟΣ έχοντας ήδη βιώσει για μεγάλο διάστημα μια παλαβή αναίρεση της πραγματικότητάς του. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που στο 24ο, και τελευταίο, κεφάλαιο του βιβλίου, μόνος κι εξαντλημένος από την σύγκρουση με το παράλλογο, ΑΥΤΟΣ απομακρύνεται στην σιωπή του ορίζοντα με μια παραδοχή: "...δεν ξέρω, ώς εδώ, φτάνει, αρκετά, αρκετά." Το μικρό αγόρι και η Μαρία που είχε μόλις συναντήσει στις μνήμες της παιδικής ηλικίας στα αμέσως προηγούμενα κεφάλαια δεν μπόρεσαν να σιγάσουν την αγωνία του, ούτε και την τρομερή ημικρανία που του προκάλεσε ο Εντουάρ.
Διαβάζοντάς το σκεφτόμουν το πόσο κοντά είναι το παράλογο στον ρεαλισμό που ζούμε. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, μία μέρα σας σε κεντρικό κατάστημα Εφορίας, σε ώρα αιχμής – η εμπειρία τούτη, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο που εκφράζεται, δεν διαφέρει και πολύ από το αντίστοιχο περιστατικό που συμβαίνει σ' ΑΥΤΟΝ. Γι' αυτό, και για τη όλη επίγευση που σου αφήνει, θα έλεγα πως το Μυθιστόρημα είναι μία σύγχρονη αντήχηση του εφαρμοσμένου Θεάτρου του Παραλόγου. Διόλου τυχαία, θαρρώ, η επιρροή του Σάμιουελ Μπέκετ μιας και ο Συμεωνίδης έχει μελετήσει το έργο του ιρλανδού δραματουργού και ήδη μεταφράσει τους "Τρεις Διαλόγους" και την "Τελευταία Τριλογία" του. Εδώ, όμως, ο συγγραφέας κάνει μνεία και σε ελληνικές πηγές: τον Σεφέρη και τον Χειμωνά, μικρά αποσπάσματα των οποίων παραθέτει στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου. Έτσι, αφενός προϊδεάζει τον αναγνώστη για το συγγραφικό ύφος του –και οι δύο Έλληνες είναι πρωτοπόροι του μοντερνισμού στην Ελλάδα–, αφετέρου εξηγεί τον τίτλο του βιβλίου, και εμμέσως, την δημιουργία του:
"...ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία. ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω με κάποιον ειρμό μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα του μυθιστορήματος"
Πρωτότυπο και πολύσημο, μελαγχολικό και οξυδερκές, το Μυθιστόρημα φρεσκάρει το πεζογραφικό τοπίο τόσο με την διάρθωση όσο και με την αντισυμβατική γραφή του – καίριος και θελκτικός ο συνδυασμός λιτής γλώσσας και θεατρικότητας. Δεν θα το έλεγα εύκολο ανάγνωσμα, ούτε όμως δύσκολο. Μόνο μια διαφορετική, πιο απαιτητική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναγνωστική εμπειρία όπου ο συγγραφέας χειρίζεται εντέχνως στοιχεία φιλοσοφίας, τέχνης και αρχιτεκτονικής για να μας κάνει να σκεφτούμε για την σύγχρονη απομόνωση και την έλλειψη επικοινωνίας· την ασημαντότητα της ύπαρξης, το ά-λογο της ανθρώπινης συνθήκης και τα όρια της αφηγηματικής αλήθειας.
Σημείωση: Το απόσπασμα για τον Μύθο και την Ιστορία είναι η σημείωση του Γιώργου Σεφέρη στην πρώτη έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής Μυθιστόρημα (1935). // Η πρώτη φωτογραφία είναι του συγγραφέα. Το κολάζ ανήκει στον Robert Rauschenberg κι έχει τίτλο Scanning (1963). Η λιθογραφία, στο τέλος, του Richard Hamilton – ο Marcel Duchamp με τον οποίο έπαιζε τακτικά σκάκι ο Σ. Μπέκετ.