Δευτέρα 28 Μαΐου 2018










Ongame




Δεν διάβασα πολύ τώρα τελευταία. Θα μπορούσα να βρω αρκετές δικαιολογίες γι' αυτό, ευφάνταστες και λογικοφανείς. Προτίμησα όμως να εστιάσω στο βιβλίο εκείνο που θα με έβγαζε από την αναγνωστική μου οκνηρία. Θα με "ξεβόλευε". Το Μυθιστόρημα (Γαβριηλίδης, 2018) του Θωμά Συμεωνίδη με τον ιδιότυπο τρόπο του κάνει ακριβώς αυτό, με περισσότερους από εναν τρόπους. 

Καταρχάς, ο πρωταγωνιστής του Μυθιστορήματος δεν έχει όνομα αλλά μία δεικτική αντωνυμία: ΑΥΤΟΣ. Αποστασιοποιείται έτσι απο τον αφηγητή που παρατηρεί  αντικείμενα, ανθρώπους και γεγονότα που υπάρχουν γύρω του και μπαινοβγαίνουν στην καθημερινότητα ΑΥΤΟΥ: Η Ελένη και η Μαρίν, μία θεατρική παράσταση, μια διαδρομή από δωμάτιο σε δωμάτιο, μία ψείρα, μία σχεδία, η αποβάθρα του μετρό, το βαγόνι του μετρό, ένας κλοσάρ, ένα κείμενο τελειωμένο και σφραγισμένο μέσα σε μια φιάλη. Δύο φάκελοι -ένας μπλε κι ένας πορτοκαλής-, δύο πόρτες κι ένα κίτρινο κουτί. Μία δημόσια υπηρεσία. Η Φανή, ένας λοχίας, το σκάμμα σε μια παιδική χαρά· μια γυναικεία τσάντα που άλλαξε χρώμα από τα άνθη και τη γύρη· μία επίσκεψη στο νοσοκομείο που δεν έγινε, η Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Το αρχιτεκτονικό γραφείο "Εντουάρ και Σία" και ο μαθητευόμενος Σαρλ. 

Θα μπορούσα να γράψω πολλές περισσότερες εικόνες μιας και τα πρώτα δεκαοκτώ μικρά κεφάλαια του βιβλίου είναι γεμάτα με λεπτομέρειες και περιστάσεις που αναδύονται άναρχα στην αφήγηση – η απουσία μίας εμφανούς, συμβατικής δομής στην αφήγηση είναι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου που ανέτρεψε τις αναγνωστικές μου συνήθειες και, επιπλέον, διότι εναλλάσσεται μεταξύ ενδοσκόπησης και δεικτικής παρατήρησης του κανονικού. Φαινομενικά τυχαίες, οι λεπτομέρειες αυτές είναι πάντοτε αλληλένδετες, αν και όχι φανερά με την πρώτη, με τον παράλογο τρόπο που έχει η μοντερνιστική γραφή να εξουδετερώνει τον χωροχρόνο και την αλληλουχία. Μέσα από αυτήν τη δίνη της αφήγησης, ωστόσο, σχηματίζεται με ευκρίνεια η ανθρώπινη –ενσώματη και ευαίσθητη– υπόσταση ΑΥΤΟΥ που σαν άλλος Κραππ των ημερών μας, έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. "τι κάνατε αλήθεια τόσα χρόνια; Γιατί, ύστερα από τόσα αισθάνεστε τόσο έντονα μοναξιά και απομόνωση;" (...) "Γιατί χάνετε τον χρόνο σας τότε, γιατί χάνετε το πρωινό σας ανακυκλώνοντας τα ίδια και τα ίδια για να καταλήξετε στα ίδια πάλι; Σας ρωτάω, Γιατί;" Με πρόδηλη αμηχανία, που γυρνά σε δυσφορία ή σιωπή, ΑΥΤΟΣ προσπαθεί να προσδιορίσει την ταυτότητά του αντιμετωπίζοντας τα καθημερινά εμπόδια: την παράνοια της γραφειοκρατίας των γαλλικών δημόσιων υπηρεσιών, την απαξίωση στο επαγγελματικό του περιβάλλον και τον ανταγωνισμό που καλλιεργείται εκεί, τις εύθραστες κοινωνικές σχέσεις με φίλους, γνωστούς, πελάτες του γραφείου, με ΑΥΤΗ.  



Οι αλλοπρόσαλλες, κωμικοτραγικές, καταστάσεις που συναντά ΑΥΤΟΣ και η εναγώνια προσπάθειά του να πει την ιστορία του μου θύμισαν τον Τρίστραμ Σάντυ.  Όπως επίσης κι αυτό το πυκνό κολάζ εικόνων που συνθέτει ο Συμεωνίδης, σαν του Λώρενς Στερνμε παρωδίες ανθρώπων και καταστάσεων. Στον αντίποδα όμως του Ιρλανδού συγγραφέα και του ήρωά του, ο Θωμάς Συμεωνίδης δίνει σ' ΑΥΤΟΝ την επίγνωση του αναπόδραστου  και άγχος. "Κρύβουμε την αυτογνωσία μας με άγχος" είχε πει ο Τζον Τσίβερ και το άγχος ΑΥΤΟΥ, ένας ενδόμυχος υπαρξιακός φόβος, σχεδόν τον παραλύει μπροστά στις αντιφάσεις της γλώσσας και των περιστάσεων που βιώνει – ο κόσμος γύρω του δεν βγάζει νόημα ενώ κάθε  σκέψη του, κάθε  πρόταση που εκστομεί, κάθε πράξη του γλιστρά ύπουλα στο αντίθετό τηςΤο αποκορύφωμα ετούτης της εντελώς αντιφατικής συνθήκης αναπτύσσεται στο κεφάλαιο 19 που, για να μιμηθώ τον Στερν, θα μπορούσε άνετα να τιτλοφορείται "Η ζωή και οι απόψεις του Εντουάρ, μεγαλομανούς κυρίου από σόι". Εδώ, ΑΥΤΟΣ υπομένει τον παραληρηματικό μονόλογο του επικεφαλής του αρχιτεκτονικού γραφείου όπου εργάζεται. Στις εξήντα πέντε σελίδες του κεφαλαίου, που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση από τα υπόλοιπα ολιγοσέλιδα του βιβλίου, ο Εντουάρ τανύζει την αφήγηση εκτός των ορίων της εύλογης πραγματικότητας ανατρέποντας συνεχώς την νοηματική ισορροπία καθώς μιλά με απρόβλεπτα άλματα του νου: από την ιστορία της καταγωγής του και τις πολλές εντυπωσιακές συγγένειες στην ονοματοδοσία της οδού Λουίζης Ριανκούρ· από τα μολύβια λίγων εκατοστών που πρέπει να χρησιμοποιούν οι ασκούμενοι του γραφείου του μέχρι την περιπέτειά του με την Μαριόν, την γραμματέα εξ αποστάσεως· και από την αποστήθιση των λημμάτων μιας εγκυκλοπαίδειας εικοσιπέντε τόμων στον υπολογισμό της νέας μονάδας μέτρησης Ed που εμπνεύστηκε για την κατασκευή της κατοικίας του ζεύγους Φριξ και για την δημιουργία της οποίας λάβαινε υπόψη "...την ηλικία, το ύψος, την περιφέρεια μέσης, καρπού, αστραγάλου, λαιμού και γοφών του χρήστη"




"Δεν υπάρχουν αυστηρές διακρίσεις μεταξύ του πραγματικού και μη πραγματικού" θα έλεγε ο Χάρολντ Πίντερ εάν διάβαζε το Μυθιστόρημα. Του λογικού και του μη λογικού, θα διευκρίνιζε ΑΥΤΟΣ έχοντας ήδη βιώσει για μεγάλο διάστημα μια παλαβή αναίρεση της πραγματικότητάς του. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που στο 24ο, και τελευταίο, κεφάλαιο του βιβλίου, μόνος κι εξαντλημένος από την σύγκρουση με το παράλλογο, ΑΥΤΟΣ απομακρύνεται στην σιωπή του ορίζοντα με μια παραδοχή: "...δεν ξέρω, ώς εδώ, φτάνει, αρκετά, αρκετά."  Το μικρό αγόρι και η Μαρία που είχε μόλις συναντήσει στις μνήμες της παιδικής ηλικίας στα αμέσως προηγούμενα κεφάλαια δεν μπόρεσαν να σιγάσουν την αγωνία του, ούτε και την τρομερή ημικρανία που του προκάλεσε ο Εντουάρ. 

Διαβάζοντάς το σκεφτόμουν το πόσο κοντά είναι το παράλογο στον ρεαλισμό που ζούμε. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, μία μέρα σας σε κεντρικό κατάστημα Εφορίας, σε ώρα αιχμής – η εμπειρία τούτη, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο που εκφράζεται, δεν διαφέρει και πολύ από το αντίστοιχο περιστατικό που συμβαίνει σ' ΑΥΤΟΝ. Γι' αυτό, και για τη όλη επίγευση που σου αφήνει, θα έλεγα πως το Μυθιστόρημα είναι μία σύγχρονη αντήχηση του εφαρμοσμένου Θεάτρου του Παραλόγου. Διόλου τυχαία, θαρρώ, η επιρροή του Σάμιουελ Μπέκετ μιας και ο Συμεωνίδης έχει μελετήσει το έργο του ιρλανδού δραματουργού και ήδη μεταφράσει τους "Τρεις Διαλόγους" και την "Τελευταία Τριλογία" του. Εδώ, όμως, ο συγγραφέας κάνει μνεία και σε ελληνικές πηγές: τον Σεφέρη και τον Χειμωνά, μικρά αποσπάσματα των οποίων παραθέτει στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου. Έτσι, αφενός  προϊδεάζει τον αναγνώστη για το συγγραφικό ύφος του –και οι δύο Έλληνες είναι πρωτοπόροι του μοντερνισμού στην Ελλάδα–, αφετέρου εξηγεί τον τίτλο του βιβλίου, και εμμέσως, την δημιουργία του:

"...ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία. ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω με κάποιον ειρμό μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο και τα πρόσωπα του μυθιστορήματος"  

Πρωτότυπο και πολύσημο, μελαγχολικό και οξυδερκές, το Μυθιστόρημα φρεσκάρει το πεζογραφικό τοπίο τόσο με την διάρθωση όσο και με την αντισυμβατική γραφή του – καίριος και θελκτικός ο συνδυασμός λιτής γλώσσας και θεατρικότητας. Δεν θα το έλεγα εύκολο ανάγνωσμα, ούτε όμως δύσκολο. Μόνο μια διαφορετική, πιο απαιτητική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αναγνωστική εμπειρία όπου ο συγγραφέας χειρίζεται εντέχνως στοιχεία φιλοσοφίας, τέχνης και αρχιτεκτονικής για να μας κάνει να σκεφτούμε για την σύγχρονη απομόνωση και την έλλειψη επικοινωνίας· την ασημαντότητα της ύπαρξης, το ά-λογο της ανθρώπινης συνθήκης και τα όρια της αφηγηματικής αλήθειας.











Σημείωση: Το απόσπασμα για τον Μύθο και την Ιστορία είναι η σημείωση του Γιώργου Σεφέρη στην πρώτη έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής Μυθιστόρημα (1935).  // Η πρώτη φωτογραφία είναι του συγγραφέα. Το κολάζ ανήκει στον Robert Rauschenberg κι έχει τίτλο Scanning (1963). Η λιθογραφία, στο τέλος, του Richard Hamilton – ο Marcel Duchamp με τον οποίο έπαιζε τακτικά σκάκι ο Σ. Μπέκετ.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018













Σφύζων βωβός






Πριν από λίγες ημέρες, αναζητούσα κάτι να με αποσπάσει από διάφορες σκέψεις και το άγχος ενός επικείμενου ταξιδιού. Εκ των πραγμάτων, μυαλό για διάβασμα δεν υπήρχε κι έτσι κατέληξα στο ότι μία ταινία θα ήταν το ιδανικό αντίδοτο για τον διανοητικό αποσυντονισμό μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, και πάλι την αναζήτηση, για την κατάλληλη ταινία αυτή τη φορά, μέχρι που βρήκα μία, με αέρα διεθνούς παραγωγής, εντυπωσιακές κριτικές και πολυβραβευμένη. 


Η υπόθεσή της, σχετικά απλή: στα μέσα της δεκαετίας του '60, ένα παιδί μεγαλώνει στο Παρίσι με την πορτογαλίδα γιαγιά του που το υπεραγαπά και κάνει τα πάντα για να το ευχαριστήσει – οι γονείς του έχουν πεθάνει και ο νεαρός Γάλλος είναι μονίμως μελαγχολικός. Το αγόρι λατρεύει τα ποδήλατα και η γιαγιά θα του αγοράσει ένα μικρό στην αρχή. Αργότερα, το αγόρι θα εξελιχθεί σε πρωταθλητή της ποδηλασίας. Στην διάρκεια του φημισμένου Γύρου της Γαλλίας, η Μαφία θα τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει σε μια μεγαλούπολη, την Μπελβίλ. Η επίμονη γιαγιά, που την ακολουθεί ο σκύλος της οικογένειας, θα κάνει και πάλι τα πάντα για να τον σώσει – θα διασχίσει τον Ατλαντικό και θα βρεθεί άφραγκη, νηστική  κι εξαντλημένη κάτω από μια γέφυρα να περνά τις νύχτες της προσπαθώντας να σκεφτεί μία λύση. Εκεί θα συναντήσει τρεις ηλικιωμένες αδερφές – οι πάλαι ποτέ διάσημες Τρίδυμες της Μπελβίλ θα της προσφέρουν φιλοξενία και θα την βοηθήσουν να εντοπίσει τον εγγονό της και να τον απελευθερώσει από τους μαφιόζους.  

Κι αυτό είναι το μόνο απλό στο Belleville Rendez-vous, μια ιδιότυπη, περίεργα όμορφη ταινία κινουμένων σχεδίων για ενήλικες. Όχι ότι δεν μπορούν να την δουν παιδιά (από 13+) αλλά δεν θα μπορέσουν να βγάλουν νόημα από τις πολλές συνδηλώσεις των εικόνων. Για παράδειγμα, η αρχική σεκάνς της ταινίας είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμάκι σαν τα πρώιμα του Ντίσνευ όπου δείχνει τους Django Reinhardt, Τζοζεφίν Μπέικερ, Φρέντ Ασταίρ σε μια σειρά σουρρεαλιστικών σκηνών. Υπάρχουν επίσης και μερικά γκροτέσκα πλάνα από τα παρισινά καμπαρέ. Και τα δύο παραδείγματα μεταφέρουν μεν άψογα το κλίμα εκείνης της εποχής και τις περσόνες των καλλιτεχνών, είναι δε μη πολιτικώς ορθά σήμερα και θα χρειαστεί να εξηγήσετε αρκετά πράγματα.

Στον μακρυνό αντίποδα των φορμαλιστικών καρτούν της Ντίσνεϋ, η ταινία ετούτη έχει πολλές κι έντονες χρωματικές παλέτες ενώ μία επίστρωση σέπιας της προσδίδει την αχλή του παρελθόντος. Οι χαρακτήρες (οι πρωταγωνιστές αλλά και οι δεύτεροι ρόλοι)  είναι ιδιόρρυθμες καρικατούρες – η γιαγιά έχει τραχιά χαρακτηριστικά, μια μικρή αναπηρία στο ένα της πόδι και την επιμονή παλαιάς κοπής· οι ποδηλάτες τεράστιους, τετραγωνισμένους μυς στα πόδια· ο πιστός Μπρούνο μεγάλες  ολοστρόγγυλες διαστάσεις από την ακινησία κι  επίσης μια ιδιαίτερη "παβλόφια" σχέση με τα τραίνα που περνούν έξω από το σπίτι. Οι  δε Τρίδυμες της Μπελβίλ... Με κορμούς και κινήσεις που μιμούνται εκείνα των ψηλών παικτών του μπάσκετ, διατηρούν ακόμη τα μακριά μαλλιά και την κοκεταρία της νεότητάς τους, ακόμη και στον ύπνο. Και παρόλο που είναι γερασμένες εξακολουθούν να τζαμάρουν θαυμάσια επί σκηνής (χρησιμοποιώντας τις οικιακές συσκευές τους).





Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Η ταινία είναι του Sylvain Chomet.  Οι συνολικά έξι ταινίες που έχει σκηνοθετήσει μέχρι σήμερα –ανάμεσά τους το The Illusionist– αν και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, είναι όλες συναρπαστικές, πολυεπίπεδες και με σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο. Αυτό ισχύει και στο Belleville Rendez-vous όπου ο γάλλος σκηνοθέτης καταφέρνει να συνδυάσει πολλά ετερόκλητα ποτ πουρί στοιχεία και να συγχρονίσει τα ονειρικά τοπία με τον ρεαλισμό και τα διακριτικά πολιτισμικά σχόλια  με την οξυδερκή σάτυρα. Ένα μικρό παράδειγμα: η Μπελβίλ. Η πόλη είναι μία μείξη χαρακτηριστικών της Νέας Υόρκης, του Μόντρεαλ και του Κεμπέκ ενώ οι κάτοικοί της παραπέμπουν ευθέως στην αμερικανική ευζωία των χάμπουργκερς και τον καπιταλισμό. 

Η πλοκή εκτυλίσσεται αργά, κατανοητά και δίχως λόγια. Ακριβώς. Τα πάντα στην κινηματογραφική αφήγηση δίνονται με παντομίμα. Οι εύγλωττες κινήσεις του σώματος, του προσώπου και των ματιών· η θέση και η κίνηση των αντικειμένων, η διαρρύθμιση των χώρων – όλα επικοινωνούν άπταιστα τις διαθέσεις, τις προθέσεις  και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων: την πολυμήχανη κι αντιδραστική γιαγιά και την επιθυμία της να προστατεύσει τον εγγονό της· την πειθήνια μελαγχολία του εγγονού· τις προπονήσεις· την δυσαρέσκεια της γιαγιάς για τα παράδοξα της φιλοξενίας των τριών αδερφών· τις μυστικές κινήσεις των μαφιόζων που μοιάζουν με όρθια μαύρα φέρετρα που όταν βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλο "κουμπώνουν" σαν τα τουβλάκια των Lego. 

Πώς να μην αλλάξει μετά η διάθεση; Το εκκεντρικό ύφος της ταινίας είναι καταλυτικό. Έπαιξε όμως ρόλο και το βασικό κομμάτι της μουσικής επένδυσης που επαναλαμβάνεται συχνά στην διάρκεια των 78 λεπτών που διαρκεί η ταινία. Το ομότιτλο ρυθμικό Belleville Rendez-vous μοιάζει να βγήκε από τα roaring '30s. Σε όλη την ταινία άλλωστε υπάρχει πολύ μουσική τζαζ –αλλά και Μότσαρτ, Γκλεν Γκουλντ να παίζει Μπαχ, Αμάλια Ροντρίγκεζ να τραγουδά φάντος– που συνοδεύει την εξέλιξη της πλοκής και μοιάζει να περιδιαβαίνει τις δεκαετίες – από την δεκαετία του 1930 περνά στις επόμενες για να φτάσει στο τέλος της ταινίας με μια υποψία σόουλ των '70s. Είναι σχεδόν ανεπαίσθητο αυτό το πέρασμα μα εξισορροπεί θαυμάσια την αρκετά μεγάλη δόση νοσταλγίας που αποπνέει η κωμική ετούτη περιπέτεια. Σαν μια μετα-σύγχρονη παραγωγή του Μπάστερ Κίτον.




Ίσως είμαι υπερβολική. Ελάχιστα όμως. Ετούτη η ταινία είναι ό,τι πιο πρωτότυπο, γοητευτικό και ευφυές έχω δει τελευταία. Πραγματική ψυχαγωγία.














Σημείωση: Η ταινία έχει βραβευτεί με César για την Καλύτερη Μουσική Επένδυση Ταινίας, και με τα Genie Award για την Καλύτερη Ταινία Κινημένων Σχεδίων και  BBC Four World Cinema Award το 2004. Ήταν υποψήφια για δύο βραβεία  Όσκαρ το 2004 και για το βραβείο Grammy Καλύτερου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά. 

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018










Ο Άνθρωπος 

 και ο Ουρανός 







Λέγεται πως μία εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Πόσες λέξεις άραγε ισοδυναμούν οι εικόνες μιας αναγκαστικής περιπέτειας που εκτείνεται σε 96 σελίδες; Τόσες έχει το "Ο Ακίμ τρέχει" (μτφρ. Τώνια Νενοπούλου-Δρόσου – Επόμενος Σταθμός, 2017) – μία ιστορία που εικονογράφησε η  Claude Κ. Dubois για να εξηγήσει στους μικρούς αναγνώστες τις καταστάσεις που ζουν οι συνομήλικοί τους σε εμπόλεμες περιοχές και το πώς κάποιος γίνεται πρόσφυγας.

Ο Ακίμ είναι ένας μικρούλης που ζει στο χωριό του. Μία μέρα, στρατιώτες καταλαμβάνουν το χωριό και ο Ακίμ αρχίζει να τρέχει για να σώσει την ζωή του. Κάποια στιγμή, φτάνει σε ένα άλλο χωριό όπου χωρίζεται από την οικογένειά του και τότε, μία ξένη γυναίκα αναλαμβάνει να τον φροντίζει. Οι στρατιώτες, όμως, θα καταλάβουν και αυτό το χωριό κι ετούτη την φορά ο Ακίμ δεν θα προλάβει να τρέξει - θα τον φυλακίσουν με τους υπόλοιπους χωριανούς. Θα βρει,όμως, τρόπο να δραπετεύσει και τότε αρχίζει και πάλι να τρέχει. Να τρέχει συνέχεια. Μέχρι να συναντήσει κι άλλους πρόσφυγες σαν αυτόν σε ένα βουνό. Όλοι μαζί θα καταφέρουν να διασχίσουν το ποτάμι στα σύνορα της χώρας και να φθάσουν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην άλλη πλευρά. Εκεί, τον περιμένει μία μεγάλη έκπληξη.  





Όπως σε ένα storyboard ταινίας, η γαλλίδα εικονογράφος και συγγραφέας αφηγείται με σκίτσα την ζωή του Ακίμ που είναι η ζωή δεκάδων χιλιάδων άλλων παιδιών που καταλήγουν ασυνόδευτα σε χώρες και στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων – σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία πάνω από 2.000 ανήλικοι πρόσφυγες, που βρίσκονται στην χώρα μας χωρίς τους γονείς τους, παραμένουν εκτός δομών φιλοξενίας, και ο αριθμός αυτός παρουσιάζει αυξητικές τάσεις κάθε μήνα. Με σκούρες μολυβιές και νεροχρώματα σε αποχρώσεις της γης, η Ντυμπουά εικονογραφεί τον πόλεμο, τον καθημερινό φόβο, την μοναξιά, τον πόνο, τον θάνατο. Οι  ζωγραφιές της, εύγλωττες και μεστές νοημάτων, δίνουν στα παιδιά μια ολοκληρωμένη εικόνα της μετανάστευσης και της καθημερινής πραγματικότητας του πολέμου. Αναπόφευκτα, προκαλούν δυνατά συναισθήματα, σκέψεις κι ερωτήσεις που δεν νομίζω ότι μπορούν να απαντηθούν εύκολα. 

Η Κλωντ Κ. Ντυμπουά αφιέρωσε το βιβλίο ετούτο στην μητέρα της που ήταν επίσης ένα χαμένο παιδί στην διάρκεια του Β'ΠΠ. Ξέρετε, πρόσφυγες δεν είναι μόνο όσοι προέρχονται από τις μακρινές εξωτικές χώρες της Ανατολής ή της Αφρικής. Ο καθένας, οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να γίνει πρόσφυγας όταν ο πόλεμος του στερήσει το σπίτι του, την οικογένειά του, το δικαίωμά του να ζήσει και να προοδεύσει με ασφάλεια. Κι αυτός είναι ο λόγος που κάνει αυτό το βιβλίο απαραίτητο ανάγνωσμα για τα παιδιά παρόλο που ως θέμα είναι δύσκολο και θλιβερό: τους μαθαίνει την ενσυναίσθηση και την υπευθυνότητα, και δίνει ρεαλιστικές, απτές, διαστάσεις στους όρους αλληλλεγγύη, σεβασμός κι ανθρωπισμός – τα Ανθρώπινα Δικαιώματα χρειάζονται στην πράξη για να προστατεύουν τους ανθρώπους και την δυνατότητά τους να ονειρεύονται και να προοδεύουν ακόμη κι όταν οι συνθήκες είναι πολύ σκληρές. Φωτεινά παραδείγματα  ο Ζυλιέν Μακαλού και η Yusra MardiniΚι αυτό ξεκινά με μία σπίθα, σαν την ερώτηση του Ακίμ: όταν τελικά επανασυνδέεται με την μητέρα του την ρωτά "Τι σημαίνει ουρανός;"













Σημείωση: Η πρώτη και η τελευταία φωτογραφία είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου. Στην δεύτερη, η εικονογράφος και συγγραφέας καθώς σχεδιάζει. Δείτε εδώ μία εκπληκτική θεατρική παρουσίαση του βιβλίου από την γερμανική ομάδα θεάτρου compagnie toit végétal