Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

 

 

 

 

 

Δεν κάνουμε θέατρο

  


    

...για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας."

 

Κάρολος Κουν








Σημείωση: Το στιγμιότυπο είναι από την παράσταση Sunday in the Park with George, που ανέβηκε το 2014 στο θέατρο Signature (Arlington) από τον θρυλικό  Steven Sondheim ο οποίος  μετέγραψε  σε μιούζικαλ  τον  πίνακα  A Sunday Afternoon on the Island of La Grande Jatte του Georges Seurat.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

 

 

 

 

Happiness is 

 


 ...simply a temporary condition 

that proceeds unhappiness. 

Fortunately for us, it works the other way around 

as well. But it's all a part of the carnival, 

isn't it?”

 

 

Federico Fellini







Σημείωση: Το εικαστικό είναι μία αυτοπροσωπογραφία του Giorgio de Chirico με αποκριάτικη στολή ( c.1948 )

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

 




Τα παιδιά, η μουσική

κι ένα Όσκαρ




Το Λος Άντζελες είναι η δισκογραφική πρωτεύουσα του κόσμου. Η Διεύθυνση Παιδείας της συγκεκριμένης περιφέρειας (Los Angeles Unified School District) παρέχει δωρεάν επισκευασμένα μουσικά όργανα στους μαθητές της – μία από τις ελάχιστες Γενικές Διευθύνσεις Παιδείας στην Περιφέρεια που απομένουν κι επιμένουν να το κάνουν αυτό.  

Σε μία κοινή αποθήκη  στην καρδιά του L.A., μία φούχτα αφοσιωμένοι τεχνίτες επισκευάζουν πάνω από 80.000 μουσικά όργανα μαθητών – είναι το μεγαλύτερο εργαστήριο του είδους στην Αμερική που παρέχει αυτή την υπηρεσία, συνεχόμενα από το 1959. Για να έχετε ένα μέτρο για την σημαντικότητα αυτής της κίνησης σκεφτείτε την παιδική/νεανική ορχήστρα της Βενεζουέλας Simón Bolívar ή, όπως είναι πιο γνωστή, El Sistema και τον κοινωνικό αντίκτυπό της. 

Ο Chris Bower, ένας από τους δύο σκηνοθέτες του The Last Repair Shop, ντοκιμαντέρ μικρού μήκους υποψήφιο στην κατηγορία του για τα φετινά Βραβεία της Ακαδημίας, το οποίο γυρίστηκε στην συγκεκριμένη αποθήκη, λέει: "Ως ένα από τα εκατομμύρια παιδιά που αποφοίτησαν από την Unified School District του Los Angeles, περνούσα κάθε στιγμή που μπορούσα με το πιάνο του σχολείου. Εκεί βρήκα ένα ασφαλές μέρος, εκεί βρήκα την φωνή μου. Αυτές ήταν οι θεμελιώδεις στιγμές που με ώθησαν στην σχολική μπάντα. Στο Τζούλιαρντ. Στα Όσκαρ. Να εκπληρώσω τα πιο τρελά μου όνειρα και να γνωρίσω τους ήρωές μου ως μουσικός και συνθέτης μουσικής ταινιών."




Στο φιλμ μερικά από αυτά τα αμερικανάκια που χρησιμοποιούν τα μεταχειρισμένα κι επισκευασμένα  μουσικά  όργανα  στο σχολείο τους δίνουν –εμβόλιμα στην κεντρική αφήγηση– την δική τους, προσωπική, αντίληψη για την ενασχόλησής τους με την μουσική. Εμβόλιμα διότι τα σαράντα λεπτά της ταινίας είναι ουσιαστικά για τέσσερις χαρακτήρες που εργάζονται στο Τελευταίο Κατάστημα Επισκευών και τις ζωές τους, οι οποίες –χαλασμένες κι επισκευασμένες, όπως και των μουσικών οργάνων που περνούν από τα χέρια τους– είναι αφιερωμένες στο να προσφέρουν κάτι (πολύ) περισσότερο από τις επισκευές και την μουσική των οργάνων στα παιδιά των σχολείων του μεγαλύτερου δισκογραφικού κέντρου του κόσμου.




Δείτε το. 

Κέρδισε το φετινό Όσκαρ Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους.







Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι η "Παιδική Χορωδία" του Γεωργίου Ιακωβίδη. Οι δύο φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την ταινία.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

 

 

 

bits & bobs 

  




 
Κι ενόσω η προγραμματισμένη συνάντηση καθυστερούσε, αξιοποίησα τον κενό χρόνο με μια επίσκεψη σε κοντινό βιβλιοπωλείο. Δίχως κάποιο συγκεκριμένο πλάνο αγορών ή λίστα τίτλων TBR. Μόνος σκοπός μου να ενημερωθώ in situ για όσο χρόνο διαρκεί ένας καφές.   

Πρώτο τμήμα του μεγάλου διαδρόμου οι Τέχνες. Ξέροντας πως φέτος το ενδιαφέρον στα εικαστικά θα τραβήξει ο Caspar David Friedrich με τις περισσότερες από 10 εκδηλώσεις κι εκθέσεις στη Γερμανία που σηματοδοτούν τα 250 χρόνια από την γέννησή του μεγάλου Ρομαντικού του 18ου αι., κοίταξα μήπως βρω κάτι σχετικό. Ήμουν όμως πιο τυχερή – η μικρή μονογραφία του "περσινού" κλασικού Johannes Vermeer, στο ράφι στο βάθος, σήμαινε πως δεν ήταν εντέλει εξαντλημένη, όπως πίστευα, και πως θα μάθαινα κάτι περισσότερο για την διαύγεια του φωτός, τα πλούσια σε βαθύτητα χρώματα και τη λεπτότητα με την οποία ο μπαρόκ Ολλανδός αποδίδει την πολυπλοκότητα της άσημης, εντός των οικιακών τειχών, καθημερινότητας του 17ου αι. Ίσως έγραφε και για την βία της εποχής που καλύπτει η ομορφιά των έργων του. Θα ήμουν εντελώς ανόητη εάν το άφηνα στη θέση του.

Φωτεινό κίτρινο και φλογερό πορτοκαλί – η επόμενη στάση στον επόμενο διάδρομο. Εάν ήταν μόνον η έντονη μονοχρωμία των εξωφύλλων που έκαναν τα δύο βιβλία λογοτεχνίας να ξεχωρίζουν, θα προσπερνούσα. Δεν προσπέρασα, ωστόσο, χάρη στα ονόματα των δύο συγγραφέων τους. Θα επανέλθω με σχετικές λεπτομέρειες μόλις τα διαβάσω.
 
   
Την πρώτη φορά που αγόρασα Τα ημερολόγια της Εστέρ ( μτφρ. Αριάδνη Λουκάκου – ποταμός, 2017ήταν για δώρο και δεν μπόρεσα να διαβάσω τις εξομολογήσεις της 10χρονης Γαλλίδας.  Εννοείται πως όταν το είδα μπροστά μου δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Όχι γιατί είναι ένα μακροχρόνιο best seller στη Γαλλία, αλλά διότι τα σκίτσα του  Riad Sattouf έχουν μια ιδιαίτερη, δυναμική κίνηση  κι επιπλέον η Εστέρ θεωρείται το σύγχρονο θηλυκό αντίστοιχο του μικρού Νικόλα. Δεν πρόκειται, όμως, για το αποκύημα της φαντασίας του βραβευμένου γάλλου κομίστα και σκηνοθέτη. Η Εστέρ Α. είναι ένα υπαρκτό κορίτσι που εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις της στον Σατούφ κι αυτός στην συνέχεια, με το δικό του ανατρεπτικό χιούμορ και το πενάκι του,  τις έκανε  αντικείμενο της κομικής στήλης του στο Le Nouveu Orbs – το εβδομαδιαίο γαλλικό περιοδικό όπου εργαζόταν εκείνη την εποχή αφότου είχε εγκαταλείψει την θέση του στο Charlie Hebdo. Η Εστέρ Α. είναι ένα παιδί της εποχής της, με την φρεσκάδα, τον αυθορμητισμό και την καυστική παρατηρητικότητα ενός φυσιολογικού παιδιού που απορεί με τις οξύμωρες και σουρεαλιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Η οικογένεια, το σχολείο, η ποπ κουλτούρα, η πολιτική ορθότητα που γίνεται γελοιότητα, ο ρατσισμός, η βία· η μόδα, ο καταναλωτισμός, τα αγόρια, το σώμα – ζητήματα που θίγει με ευθύβολη ειλικρίνεια η νεαρά και φέρνει σε δύσκολη θέση τους μεγάλους. Ετούτο το βιβλίο της Εστέρ, το οποίο είναι το πρώτο από μία σειρά τριών ημερολογίων και το μόνο  μέχρι στιγμής που κυκλοφορεί στα ελληνικά,  έχει ένα μειονέκτημα για τους ενήλικους αναγνώστες – χρειάζεσαι οπωσδήποτε γυαλιά πρεσβυωπίας, και στην δική μου περίπτωση, ειδικό φως ανάγνωσης, για να διαβάσεις την μικρή γραμματοσειρά και να δεις τα τόσα στοιχεία που ο Σατούφ βάζει σε ένα καρέ. Αμελητέα εντέλει λεπτομέρεια καθώς είναι απολαυστικότατο.
 
 
Το ανεξάρτητο, πρωτοπόρο πνεύμα του John Cassavetes και, ομολογώ, η μακρινή εντοπιότητα*,  με οδήγησαν στο  "Τζον Κασαβέτης, Μην πιστεύεις την αλήθεια" (αρχισυνταξία Γιώργος Παπαδημητρίου – Κυψέλη, 2022) – μία συλλογή 17 κειμένων για τις 11 από τις 12 ταινίες που συνιστούν την φιλμογραφία του Ελληνοαμερικανού auteur. Παράλληλα ωστόσο, συνιστούν και μία έμμεση βιογραφία του καθώς παρατίθενται, εκτός από τις πληροφορίες για την καταγωγή και την οικογένειά του, και στοιχεία της ζωής και της ιδιοσυγκρασίας του που είναι άμεσα συνυφασμένα με το έργο του. Όπως πχ η εμμονή του για ανεξαρτησία που τον οδήγησε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε crowdfunding ώστε να χρηματοδοτήσει την πρώτη ταινία του Σκιές (1959). Ή, ότι αυτοσχεδίαζε συνεχώς – από το χτίσιμο των αληθινών διαλόγων έως  την ολοκλήρωση της παραγωγής και την προβολή των ταινιών του.  Για την μουσική επένδυση των Σκιών δε, αφού απέρριψε τον Miles Davis, προσέγγισε τον Charles Mingus ο οποίος "...δέχτηκε να συνεργαστεί με έναν 'όμοιό' του στην δημιουργική τρέλα και τα ντουζένια. Ο Τζον του 'κανε τα χατίρια, αλλά ο Τσάρλι διαφωνούσε με τις ακατέργαστες συνθέσεις που βιάστηκε να ενσωματώσει ο φουριόζος Τζον." Ή, ότι το ανήσυχο πνεύμα του, ο αυθορμητισμός και ο παρορμητισμός του τον οδηγούν να γίνει ανθρώπινα σημειολογικός: "...στα χαοτικά (κι όμως τόσο εύλογα δομημένα τελικά) καρέ των Συζύγων (1970)  ελλοχεύει το making of της ζωής..." 
 
Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως οι αρθρογράφοι-κριτικοί, μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Παππάς, ορίζοντας τον χωροχρόνο εξέλιξης του Κασσαβέτη –με την σύνδεση του έργου του με την ιστορία του κιν/φου αλλά και με το παρόν μας– ερμηνεύουν  παράλληλα τον άνθρωπο που αποτύπωσε σε φιλμ –ευθύτερα από οποιονδήποτε άλλον– τις ταπεινές προσωπικές αλήθειες της ανθρώπινης συνθήκης και θεμελίωσε έτσι, με την αυτοσχεδιαστική αισθητική του και την αίσθηση vérité που αποπνέουν οι ταινίες του, τον Νέο Ανεξάρτητο Κινηματογράφο στις ΗΠΑ. Κι επιπλέον, διασαφηνίζουν αυτό που σήμερα αναζητείται σε πολλούς τομείς: το πάθος και η δημιουργία καινούργιων σημείων αναφοράς.   
   
 
  
Να περιδιαβάζεις πάγκους γεμάτους βιβλία και να αφήνεσαι: να παρατηρείς τις συμβιώσεις που ορίζει η τυχαιότητα και το χέρι του υπαλλήλου· να αγγίζεις τα εξώφυλλα και να περιεργάζεσαι τις διάφορες υφές των χαρτιών, το βάρος και τις διαστάσεις τους, τα χρώματα και τις γραμματοσειρές τους· να διαβάζεις ανερμάτιστα τις περιλήψεις στα οπισθώφυλλα και  τα αφτιά·  να επιλέγεις, να απορρίπτεις και να συνδιαλέγεσαι με τις διαθέσεις τις στιγμής και τις προκατασκευασμένες  TBR λίστες, ίσως και με τις γνώμες φίλων, πιο πιθανό με την κριτική – αυτή η ενεργή σύζευξη των αισθήσεων είναι η υπεροχή της φυσικής παρουσίας σε ένα βιβλιοπωλείο. Η οποία, συν τοις άλλοις, συμβάλλει σημαντικά, όπως και η ανάγνωση, στην μείωση της αρτηριακής πίεσης, των σφυγμών της καρδιάς και συνεπώς του άγχους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση,  για την επικείμενη συνάντηση.
 
Φεύγοντας υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως η επόμενη φορά θα διαρκέσει όσο μία κούπα αχνιστό τσάι.  My cuppa.
 



 
 
 

_______ 

 * Ο J. C. γεννήθηκε στην Λάρισα ενώ μέλη της οικογένειας Κασσαβέτη εγκαταστάθηκαν αργότερα στον Βόλο και την Ζαγορά Πηλίου.



Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης είναι μία αφηρημένη δική μου. Η δεύτερη είναι λεπτομέρεια από το οπισθόφυλλο του graphic novel του Σατούφ. Στην επόμενη, ο Τζον Κασσαβέτης βρίσκεται στο ιδιωτικό του στούντιο. Το εικαστικό στο τέλος είναι λεπτομέρεια από το The Art of Painting, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις και πιο πολύπλοκο στη σύνθεση και εικονογραφία έργο του Johannes Vermeer όπου το μοντέλο ποζάρει ως Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

 

 

 

 

η ομορφιά 

 


δεν ήταν ποτέ σε ισορροπία με το χρόνο,


πάντα τον καταργούσε.


.

 

 

 

 

 

Ο πιο πάνω στίχος είναι της Μάγιας Κολτσίδα από την ποιητική συλλογή "Επισκευές στην Ουτοπία" (Πατάκης, 2Ο16) η οποία, ως πρωτόλεια, διαθέτει την φρεσκάδα και την οξυδέρκεια του αυθόρμητου στοχασμού. Διαθέτει, ωστόσο, και ευρύτητα πνεύματος, ευδιάκριτη και αισθητικά αρμονική εικονοποιΐα που, επιπλέον, συμπυκνώνει κι εμβαθύνει στο συναίσθημα. Η Κολτσίδα εκκινεί από κάτι μικρό και απτό, όπως " ...το καλάθι με τα μήλα", "Σκόρπια τρίμματα ψωμιού", ένα "Καλώδιο από χαλκό", για να εστιάσει στην ατελή επικοινωνία της σημερινής εποχής, να ξηλώσει τις ούγιες των γυναικείων παραμυθιών ("Παραμύθι", "Φαίδρα", "Το δάχτυλο της πριγκίπισσας βρίσκει το αδράχτι") και να στοχαστεί για την κενότητα ("Refurbishment"), την ελευθερία, την αγάπη ("Was ist liebe") την ποίηση ("Γιατί μια αρχιτεκτόνισα γράφει ποίηση") και τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη συνθήκη. Οι λέξεις της έχουν αντληθεί από μια ρεαλιστική πραγματικότητα και, ίσως γι' αυτό, έχουν μιαν ανεπαίσθητη μελαγχολία ενώ οι συνθέσεις της, που δεν υποκύπτουν στον εμφατικό λυρισμό της πρώτης φοράς ή την τραγικότητα του επικείμενου θανάτου της, έχουν τον ρυθμό, την κίνηση και την νοηματική πολυπλοκότητα μιας ποίησης προς ωρίμανση. 

Σε μια χρονιά που ξεκίνησε με αρκετές ασχημοσύνες (> δύο συνεχιζόμενοι πόλεμοι, θεομηνίες στην πόρτα μας, κ.ά.), ο συγκεκριμένος στίχος της Κολτσίδα μοιάζει να προκαλεί μία και μόνη ευχή-προτροπή για το 2024:  


Ας καταργήσουμε το χρόνο!







Σημείωση: Η βίντεο-εγκατάσταση είναι του σύγχρονου ολλανδού σχεδιαστή και εικαστικού Maarten Baas κι έχει τίτλο "Real Time".

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

 

 

 

 


Σημειώσεις Ενός

   Καλοκαιριού  





"Η χρονιά του 1961 θ' αρχίσει με τη βαρυσήμαντη δήλωση της Απογευματινής: 'Παταγώδης αποτυχία των αστρολόγων το 1969', για να πάρει τη σκυτάλη ο Μαρής και ο Μπέκας: 'Ίλιγγος – ΄Ολα εμφανίζονται ανεξήγητα και μεταφυσικά' συνδυάζοντας στην εφημερίδα απολαυστικά για την εποχή του το ελαφρό ανάγνωσμα με το αστυνομικό αφήγημα."

Έτσι τελειώνει ο Πρόλογος του Ίλιγγος (Άγρα, 2013)  και θα συμφωνήσω με την εκτίμηση του υπογράφοντος Ανδρέα Αποστολίδη για το βιβλίο του Γιάννη Μαρή – είναι πράγματι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Έχει, όμως, πολλές περισσότερες αποχρώσεις από μία ιστορία μυστηρίου ή ένα απλό whodunnit.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Γεραλέξης, λογιστής σε υπερωκυάνιο,  ξυπνά στο μπάνιο μιας έπαυλης και συνειδητοποιεί πως είναι κλεισμένος σε ένα άγνωστο μέρος. Κι επιπλέον, βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με έναν νεκρό, επίσης εντελώς άγνωστο. Παρά τη ζάλη και τον πανικό που τον κυριεύει, καταφέρνει να δραπετεύσει και να γυρίσει στο δωμάτιο του αθηναϊκού ξενοδοχείου που διαμένει – είναι σε άδεια και σκοπεύει να επιστρέψει στο νησί του. Το επεισόδιο όμως ετούτο θα ματαιώσει τα σχέδια.




Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βαραίνουν  (ποιός ήταν ο νεκρός δίπλα του; ποιος τον νάρκωσε; γιατί βρέθηκε κλεισμένος στην έπαυλη της Εκάλης;) ο Γεραλέξης θα απευθυνθεί στην αστυνομία. Την υπόθεσή του θα αναλάβει, ανόρεχτα είναι η αλήθεια, ο Αστυνόμος Μπέκας η φυσιογνωμία του οποίου φέρνει στο νου τον γάλλο συνάδελφό του Ζυλ Μαιγκρέ. Ανάμεσα στις επιρροές του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο Κ. Καλφόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης, είναι πράγματι και ο Ζωρζ Σιμενόν.  Παρά τον μπρίσκο αέρα που του προσδίδει ο Μίμης Πλέσσας, o Αστυνόμος Μπέκας, όπως και ο Μαιγκρέ, είναι χαμηλών τόνων, εσωστρεφής κι απότομος αλλά επίμονος για την λύση της κάθε υπόθεσης που αναλαμβάνει. Ωστόσο, ο έλληνας αστυνομικός έχει ένα ελαφρώς δύσθυμο δημοσιοϋπαλληλικό ύφος που τον διαφοροποιεί –στην διάθεση, όχι στην εμφάνιση ή στην γενικότερη στάση του– από τον γάλλο συνάδελφό του αλλά και από την περσόνα του Σταύρου Ξενίδη που τον υποδύθηκε στις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του Μαρή.

Ο Μπέκας και ο Γεραλέξης θα περιηγηθούν στην Ομόνοια, με τα ξενοδοχεία και τα λαϊκά καμπαρέ, σε συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, σε χαμόσπιτα στο Δρογούτι αλλά και στο αστικό προάστιο του Διονύσου, στην ερημιά της Βούλας (όπου βρέθηκε στην συνέχεια πεταμένος ο νεκρός), στην αρχαία Επίδαυρο. Μαζί τους, ο αναγνώστης συναντά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους της κάθε περιοχής. Γνωρίζει, επίσης, τον Γραικό (δεύτερος μηχανικός στο ίδιο πλοίο με τον Γεραλέξη και φίλος του), τον επαγγελματία παλαιστή Γιώργο Λογοθέτη, μία "πριγκίπισσα" – την τροτέζα Άννα,  και τον  Καταπάνο – έναν βασιλιά του αθηναϊκού υποκόσμου. Ο μεγάλος κακός της ιστορίας, ένας τυχοδιώκτης ακαθόριστης εθνικότητας αλλά διεθνούς εμβέλειας ονόματι Ισαάκ Γιοβέλ ή Αράντο Κάστρο,  εμφανίζεται μόνον δια του έργου του – έχει γεμίσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας με αντίγραφα των μυκηναϊκών εκθεμάτων του, προωθώντας τα πρωτότυπα στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά, από τις δύο, που ο Γιάννης Τσιριμώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ασχολείται λογοτεχνικά με το ζήτημα της Αρχαιοκαπηλίας και γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, μάντης πραγματικών κακών – λίγους μήνες αργότερα από την δημοσίευση των κεφαλαίων του μυθιστορήματος, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής θα απασχολήσει μία παρόμοια υπόθεση.

 


Η αγωνιώδης αναζήτηση της χαμένης μνήμης και η δίνη του αγνώστου είναι το κεντρικό θέμα της πλοκής που ο Γιάννης Μαρής εμπνεύστηκε από τον κινηματογραφικό "Δεσμώτη του Ιλίγγγου" του Ά. Χίτσκοκ. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά προσδίδοντας στην αφήγηση επιπλέον αποχρώσεις μελοδράματος, ταξιδιωτικού πεζογραφήματος και χρονογραφήματος καθώς ενσωματώνει στην πλοκή λεπτομέρειες που αντανακλούν κοινωνικές αναφορές και ανθρωπογεωγραφικές παρατηρήσεις  που σκιαγραφούν εύγλωττα το ζωντανό μωσαϊκό της Αθήνας, της Ελλάδας καλύτερα, του '60, κάτι που εντέλει καθιστά το συγκεκριμένο έργο του λιγότερο ελαφρύ απ' ότι θα περίμενε κανείς. Τα συστατικά που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας με πρόδηλο τρόπο –κοινωνικές αντιθέσεις, ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες κι ένοχα μυστικά, κλισέ, εξιδανικεύσεις, στερεότυπα, κ.ά.– δεν παρουσιάζονται εδώ. Αντ' αυτών, υπάρχουν ψήγματα χιούμορ που στηλιτεύουν το τότε σύγχρονο παρόν:  "Οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν το κότερο του Νικολαΐδη με ένα τρεχαντήρι..."

 



Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε ογδόντα εννέα συνέχειες στον ημερήσιο Τύπο και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε μορφή βιβλίου παρά μόνον το 2013 όταν και εκδόθηκε η παρούσα πρώτη έκδοσή του κι αυτός είναι ένας λόγος για να το διαβάσει κανείς – δεδομένης της αποσπασματικότητάς του, και της μη επιμέλειάς του από τον συγγραφέα (κάτι που συνήθιζε όταν εκδιδόταν ένα βιβλίο του) το μυθιστόρημα έχει εξαιρετικά συνεκτική δομή και ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός κι ελεγχόμενος σε όλη την εξέλιξη της πλοκής. Οι δε χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι επίπεδοι ή στεγνοί παρ'  όλο το λιτό, ανεπιτήδευτο, ύφος της γραφής του. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο είναι η δεξιότητα του Γιάννη Μαρή να επικοινωνεί άμεσα και με οικείο, πειστικό κι ενδιαφέρον έως αγωνιώδες τρόπο την ιστορία του ενώ παράλληλα ψυχαγωγεί τον κάθε αναγνώστη δίχως να ευτελίζει την γλώσσα, την νοημοσύνη ή τον ψυχισμό του. Αυτός δεν είναι, άλλωστε, στόχος της λογοτεχνίας; 




 





Σημειώσεις: Το εικαστικό της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια του ομότιτλου με την ανάρτηση έργου του  Γιώργου Χατζημιχάλη. Το ασπρόμαυρο σκίτσο είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου από τον Φ. Δελλή – ακόμη ένας λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο. Η φωτογραφία της κόμμωσης της Tippi Hedren είναι από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου. Στο τέλος, το πορτραίτο του συγγραφέα από τον Μ. Γαλλία κι έχει αντληθεί από το αυτί του βιβλίου. 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

 
 
 
 
Νόημα στο Αφηρημένο 

 
 
 

Το να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί αφηρημένες έννοιες δεν είναι εύκολο. Μπορείς να επιστρατεύσεις την φαντασία και την παντομίμα για να ορίσεις τις απλές όπως είναι τα συναισθήματα. Δεν είναι, όμως, αρκετό για τα πιο σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά όπως, για παράδειγμα, τις ιδέες και τις αντιλήψεις. Χρειάζονται, τότε, όχι μόνον συγκεκριμένες λέξεις αλλά και παραδείγματα που θα κάνουν την αφηρημένη έννοια απτή και οικεία και γι' αυτό κατανοητή στο παιδί. 

Αυτό κάνει ο Κυριάκος Χαρίτος στο πρόσφατο "Το Όλο και το λίγο" (Καστανιώτης, 2Ο22) – επιστρατεύει παιδικές εμπειρίες και καθημερινές καταστάσεις για να δώσει υπόσταση σε έννοιες όπως, τα μεγέθη και το βάρος, η απόσταση, η ποσότητα, η χωριτικότητα, η δύναμη. Και πετυχαίνει να τους δώσει σαφές νόημα με την σύγκριση αντιθέτων. Έτσι, σε κάθε αριστερή σελίδα, συγκεντρώνονται οι πολλές εκφάνσεις του γενικού, το Όλο του τίτλου – τα στοιχεία της φύσης, η κίνηση των πραγμάτων και  η κινητικότητα των πολιτών,  οι ανθρώπινες αισθήσεις και οι απάνθρωπες καταστάσεις όπως είναι η προσφυγιά. Κι αυτό, το κάθε Όλο, έρχεται σε αντίθεση με το Λίγο που απεικονίζεται στην δεξιά σελίδα και είναι μία λεπτομέρεια από την οικεία καθημερινότητα του παιδιού – ένα σπασμένο παιχνίδι, ένας κεφτές, μία μουντζούρα από μολύβι, ένας μπέμπης με ένα κατσαρόλι, δυο σφιχτά κοτσίδια.  Έτσι, με την αντιπαραβολή  φαινομένων, καταστάσεων κι εμπειριών της ζωής τους που εναλλάσσονται, οι μικροί αναγνώστες μαθαίνουν τις πρώτες απλές αφηρημένες έννοιες.

Μην μπερδευτείτε: δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με θεωρίες και κανόνες αλλά για μία σαν-παραμύθι αφήγηση που απευθύνεται, καταρχάς, σε παιδιά 4 με 6 ετών. Εξού και η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, παιγνιώδης, με εύρος κι ευφάνταστες συνθέσεις ενώ η έμμετρη μορφή της αποπνέει έναν ανάλαφρο λυρισμό. Δεν είναι βέβαια η πλούσια κι ενθουσιώδης γλώσσα τού "Για Φαντάσου", είναι όμως το ίδιο ζωντανή και εικονοπλαστική. Σε αυτό προσθέτει και η ανάγλυφη εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή που παίζει με την σκιαγράφηση και τις υφές σε μία γήινη, λεπτοδουλεμένη κι ελκυστική χρωματική παλέτα η οποία, ωστόσο, είναι ελαφρώς μουντή κι επίπεδη – περίμενα μεγαλύτερες διαβαθμίσεις στην φωτεινότητα των χρωμάτων ώστε να τονίζουν την πολυπλοκότητα και την κάθε διαφορά που απορρέει από τα κείμενα: την έλλειψη, την απόσταση, την ένταση, την σημαντικότητα, το βάθος.

Παρ' όλα αυτά, και παρά την συνεχόμενη αντιπαράθεση του Όλου με το Λίγο, η από κοινού –συγγραφέα και εικονογράφου– αφήγηση είναι γοργή, όμορφη και διασκεδαστική ενώ, παράλληλα, ασκεί την πνευματική νοημοσύνη των μικρών αναγνωστών στην ενσυναίσθηση και την συλλογιστική. Τους δείχνει, επίσης, και την σχετικότητα – τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από το μικρό εγωιστικό πλαίσιο της παιδικής ηλικίας προσλαμβάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, μία ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας και του κόσμου. 

Δεν βλέπουμε τίποτα στ' αλήθεια εάν δεν το καταλάβουμε, είπε ο βρετανός ζωγράφος John Constable. Και με τούτο το βιβλίο τα παιδιά διακρίνουν πράγματι το μεγάλο και σημαντικό από το μικρό και τετριμμένο και εστιάζουν στο ουσιώδες – αυτό το "λίγο ακόμα" που συμπληρώνει το Όλο και διαφεύγει κάθε ρητού ορισμού. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.