Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012








Στην ομορφιά
και τα λάθη




Ενα "άσπρο-και-μαύρο" μυθιστόρημα με ενδιάμεσες αποχρώσεις, πολυδιάστατο και πνευματώδες έως πολύ αστείο κάποιες φορές είναι το "Στην ομορφιά που χάνεται" (Ψυχογιός, 2007 - σε μετάφραση της Μπελίκας Κουμπαρέλη). Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο της Zadie Smith όπου η Βρετανίδα συγγραφέας παρατηρεί και καταγράφει με πολύ προσοχή και οξυδέρκεια την πορεία δύο οικογενειών με ό,τι προεκτάσεις αυτή περιέχει. Και περιέχει πάμπολλες.

Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος  είναι η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αυτών οικογενειών. Από την μια, οι φιλελεύθεροι κι άθεοι Μπέλσι. Ο λευκός Άγγλος Χάουαρντ διδάσκει στο φημισμένο πανεπιστήμιο του Ουέλινγκτον, μία φανταστική πόλη έξω από τη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Τζερόμ, ο μεγαλύτερος γιος ασπάζεται τον χριστιανισμό προς μεγάλη αποδοκιμασία του πατέρα του, η Ζόρα αποτελεί πρότυπο φοιτήτριας κι ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα της στο πανεπιστήμιο ενώ ο βενιαμίν της οικογένειας, ο έφηβος Λίβαϊ προσπαθεί να αποκτήσει μια εντελώς δική του προσωπικότητα, πιο αυθεντική και πιο κοντά στο χρώμα του δέρματός του  υιοθετώντας το στυλ "του δρόμου" και των ράπερς. Ανάμεσά τους η Κίκι, η τζαμαϊκανής καταγωγής και μαύρου χρώματος μητέρα τους, προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες και να σώσει τον γάμο της  από το ξέσπασμα
της δεύτερης εφηβείας του Χάουαρντ. 

Απ' την άλλη, η επίσης διαφυλετική οικογένεια των Κιπς είναι το πρότυπο του συντηρητισμού. Με καταγωγή το εξωτικό Τρινιντάντ ο μαύρος Άγγλος Μόντι Κιπς διδάσκει σε βρετανικό πανεπιστήμιο ενώ η λευκή γυναίκα του Σαρλίν μεγαλώνει τα δύο τους παιδιά  -τον Μίκαελ και την Βικτόρια- σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές και τα αντίστοιχα ιδεώδη.  Εκτός, όμως, από τις αντιλήψεις τους περί ηθικής, η αντιπαλότητα των δύο οικογενειών έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι και ο Χάουαρντ και ο Μόντι είναι ιστορικοί της Τέχνης με την ίδια ειδικότητα: τον Ρέμπραντ. Ο Χάουαρντ εδώ και χρόνια προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα βιβλίο σχετικά με
το έργο του ενώ ο Μόντι, πιο "δραστήριος", αρθρογραφεί συχνά  ασκώντας δριμύτατη κριτική στα άρθρα του Χάουαρντ. Οι πορείες των δύο ανδρών (και των οικογενειών τους, βεβαίως) θα συναντηθούν αναπόδραστα όταν ο Μόντι καλείται να διδάξει την επόμενη χρονιά στο Ουέλινγκτον. Έχει προηγηθεί η σύντομη ερωτική ιστορία που είχε ο Τζερόμ με την κόρη του Κιπς, Βικτόρια - στις καλοκαιρικές του διακοπές στο Λονδίνο, ο νεαρός εργάστηκε για τον καθηγητή Κιπς και φιλοξενήθηκε από την οικογένειά του.

Με την άφιξη των Κιπς στο Ουέλινγκτον, η Κίκι θα γνωριστεί με την Καρλίν κι ανάμεσά τους θα δημιουργηθεί μια σύντομη μα ζεστή, ειλικρινής φιλία - αυτό είναι το πιο  στέρεο στοιχείο του μυθιστορήματος. Πέρα από αυτό, ο κόσμος γυρίζει με τον δικό του ρυθμό και ο καθένας με τις δικές του έγνοιες αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους. Τα παιδιά και των δύο οικογενειών θα "παρεκκλίνουν" από τις επιθυμίες των γονιών τους με την Βικτόρια να ανιχνεύει τον εαυτό της με τον πιο άγριο τρόπο. Ο Καρλ, ένας νεαρός της εργατικής τάξης που θα γνωρίσει ο Λίβαϊ σ' ένα υπαίθριο κονσέρτο, θα γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο ως ταλέντο, στη συνέχεια θα προσληφθεί ως υπεύθυνος της μουσικής βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου για να εξαφανιστεί στο τέλος καθώς δεν μπορεί να κατανοήσει τις επιταγές  ενός άλλου τρόπου ζωής και της προσδοκίες της Ζόρα. Η Κλερ, φίλη των Μπέλσι κι ερωμένη για ένα διάστημα του Χάουαρντ, δεν καταφέρνει να σταματήσει να υπονομεύει τον εαυτό της και ο Ερσίνσκι, συνάδελφος της Κλερ και του Χάουαρντ, δίνει μαθήματα "άνετης" συμπεριφοράς. Ο πατέρας του Χάουαρντ δυσκολεύεται να αποδεχτεί τον γιο του με την καινούργια του ταυτότητα και τον βλέπει ακόμη σαν μικρό παιδί και ο Χάουαρντ, έρμαιο λες τoυ ακαδημαϊσμού και των ορμών του, που όπως φαίνεται "αυτονομούνται",  κοιμάται με γυναίκες πέραν πάσης λογικής υποψίας.



Με όλα τα πιο πάνω, θα νομίζετε πως πρόκειται για ένα βιβλίο "αργό" και "βαρύ". Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο - είναι ένα μυθιστόρημα ανοιχτό, πανέξυπνο κι απολαυστικό, όπως ακριβώς και η γλώσσα του.  Ο ρεαλισμός της Ζέιντι είναι πραγματικός κι άμεσος αν και στις πρώτες σελίδες του είναι αμήχανος. Ομολογώ πως στην αρχή νόμιζα πως διάβαζα μια αμερικανιά, ένα βιβλίο-μεταγραφή sit-com επεισοδίων κι αυτό είναι ένα από τα μείον του μυθιστορήματος. Μην σας ξεγελάσει όμως αυτό. Το βιβλίο εξελίσσεται σε μια βαθιά ψυχογράφιση του κοινωνικού ψυχισμού και της πραγματικότητας της αμερικανικής (κυρίως) κοινωνίας - η σύγκρουση  λευκών με τους μαύρους, της ανώτερης μεσαίας αστικής τάξης με την εργατική και τους πλανόδιους μετανάστες, η κουλτούρα ως τρόπος ζωής έναντι της πρακτικότητας που απαιτεί η συμβίωση. Το "Στην Ομορφιά..." είναι γεμάτο ανθρώπους και οι σχέσεις τους περιγράφονται πληθωρικές, δυνατές και δηκτικές - θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμη γι' αυτό και για τις ανατροπές που περιέχει αλλά η ανάρτηση είναι ήδη μεγάλη και δεν νομίζω ότι θα το αντέξετε. Εκτός από το ενδο-οικογενειακό περιβάλλον, η συγγραφέας δίνει μια πολύ καλή εικόνα και του πανεπιστημιακού κατεστημένου: η ιεραρχία των καθηγητών, οι σχέσεις μεταξύ τους που ποικίλλουν από τις τυπικές έως τις ερωτικές, η συμπεριφορά τους προς τους φοιτητές και η σύνδεσή τους με την ευρύτερη κοινωνία - ένα μίνι campus novel ενσωματωμένο σ' ένα μυθιστόρημα που συνταιριάζει τις φιλοδοξίες και την αποτυχία, την συντροφικότητα και την απιστία, τη φιλία, τη διάρκεια, τη δίψα για μάθηση, τον πόθο και τον αγώνα για αποδοχή.

Ωστόσο, ο τίτλος του βιβλίου με γέμισε απορία. Προέρχεται από το δοκίμιο της Ελέιν Σκέρυ "On Beauty and Being Just" μα, σε τούτο το μυθιστόρημα που ακριβώς αναφέρεται; Προσπάθησα να το συνδέσω με το Χάουαρντς Εντ του Ε.Μ.Φόρστερ, του οποίου η Ζέιντι Σμιθ παραδέχεται πως είναι μια ελεύθερη μεταγραφή του στο σήμερα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω κάποια συγκεκριμένη σύνδεση. Όσο σκεφτόμουν, οι συνδέσεις που προέκυπταν ήταν πολλές και διάφορες. Μπορεί  λοιπόν, είπα, να αφορά στην ομορφιά της Τέχνης, ή την ομορφιά στην τέχνη, στον Ρέμπραντ και στις θεωρείες του. Ή στην εξωτική ομορφιά της τόσο γήινης Κίκι που μεταβάλλεται με τον χρόνο. Ή, στην νεανική ομορφιά της Ζόρα που βασανίζεται για -και βασανίζει- την εμφάνισή της. Ή στην αίσθηση της υπέρβασης του Τζερόμ για την θρησκεία που επέλεξε αφήνοντας πίσω του την απογοήτευση από την σχέση του με την Βικτόρια. Ή εκείνη  του Λιβάϊ που μάχεται με ισχυρή αφέλεια για το δίκιο των αδικημένων στην Αϊτή φθάνοντας μέχρι την κλοπή. 




Η συγγραφέας βέβαια, είναι σαφής: λέει πως ο τίτλος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ερμηνεία - απλώς της φάνηκε αναπόφευκτος. Δεδομένου όμως ότι η Σμιθ, στα προηγούμενα βιβλία της, ασχολείται με την οικογένεια ως συλλογική οντότητα, μία μίνι κοινωνία που δεν είναι πάντοτε υγιής, ο τίτλος φαίνεται
να αφορά περισσότερο στην ομορφιά των ανθρώπινων σχέσεων όπως αναπτύσσονται μέσα σε μια οικογένεια και γύρω από αυτήν:  "Χρειάζεται πολλή διπλωματία για να ζήσεις σε μια οικογένεια.... Ο καθένας λέει συνεχώς πως αγαπάει τον άλλο, αλλά υπάρχουν όλα τα είδη αγωνίας και φθόνου και πίεση κάτω από την επιφάνεια." Γι' αυτό ένα μέρος του εαυτού της, όπως ομολογεί, αντιστέκεται στην ιδέα της απόλυτης "ορθότητας" σε ότι αφορά στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Και μου αρέσει, ξέρετε, ιδιαίτερα που ο τίτλος τελικά μπορεί  να περιλαμβάνει και την ομορφιά των λαθών γιατί  "...πως αλλιώς θα βρούμε το βάθος του χαρακτήρα και της ψυχής;"







Σημειώσεις: 1) Η φωτογραφία εικονίζει ένα πάπλωμα κι ανήκει στην συλλογή του Μουσείου V&A Museum [εκτέθηκε (νομίζω) σε παλαιότερη έκθεσή του με τίτλο Quilts:1700 - 2010.] Kατασκευάστηκε κάπου ανάμεσα στο 1851 και στο 1900 κι έχει γίνει με συρραφή κομματιών πάνω σε υφασμάτινο καμβά. Οι δύο σιλουέτες στα αριστερά και δεξιά του κεντρικού μοτίβου βασίζονται στο γλυπτό του Hiram Powers "Η Ελληνίδα Σκλάβα" (1864) το οποίο απεικονίζει την σύλληψη ενός κοριτσιού στην διάρκεια του πολέμου
του 1821 στην Ελλάδα  και την έκθεσή του προς πώληση.  Μετά την παρουσίαση του γλυπτού στην Μεγάλη Έκθεση του 1851, έγινε ένα από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του δεύτερου μισού του 19ου αι. Τα αντίγραφά του σε μινιατούρες ήταν επίσης δημοφιλή και πιθανώς να είναι η πηγή έμπνευσης του παπλώματος. 2) Η υδατογραφία απεικονίζει τη γνωστή ρήση του Ε.Μ.Φόρστερ. Είναι έργο του Τομ Φίλλιπς στον οποίο ο ίδιος ο Φόρστερ απένειμε το Βραβείο Τέχνης του σχολείου του, το 1954. 3)Το καινούργιο, τέταρτο, μυθιστόρημα της Zadie Smith μόλις κυκλοφόρησε στην Βρετανία κι έχει τον τίτλο "NW" - στις αναγνώσεις μου προσεχώς.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012







                          
Δύο κόσμοι



Ένα υπόκωφο κι επιβλητικό, περισσότερο ψυχολογικής φύσεως παρά οτιδήποτε άλλο, μυθιστόρημα που αγγίζει τα όρια του Entwicklungsroman ("development novel") είναι "Η τυφλόμυγα" (Scripta, 1997, μτφρ. Κάτια Σπερελάκη). To μυθιστόρημα, που αποτελεί το συγγραφικό ντεμπούτο της αμερικανίδας Siri Hustvedt (πίσω στο 1992), παρομοιάστηκε με μια στοιχειωμένη ιστορία ανατροπών και είναι η πρώτη φορά που συμφωνώ με σύνοψη οπισθόφυλλου όπου αυτό αναφέρεται.

Η Άιρις Βέγκαν κάνει το μεταπτυχιακό της στη Νέα Υόρκη όπου ζει σε κατάσταση ένδειας. Στην διάρκεια του πρώτου χρόνου των σπουδών της θα έρθει αντιμέτωπη με τέσσερις δύσκολες καταστάσεις, η κάθε μία από τις οποίες θα αποσυνθέτει σταδιακά τον ψυχισμό της. Στην πρώτη, αναζητώντας εργασία θα γνωρίσει τον μυστυριώδη κ.Μόρνινγκ ο οποίος της ζητά κάτι ασυνήθιστο: να μαγνητοφωνεί την φωνή της, καθώς περιγράφει σχεδόν ψιθυρίζοντας άχρωμα, συγκεκριμένα αντικείμενα που θα τις δίνει ο ίδιος - ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη, ένα χρησιμοποιημένο κομμάτι βαμβακιού, ένα παλιό και πολυφορεμένο γυναικείο γάντι. Τα αντικείμενα αυτά, όπως της εξηγεί, ανήκαν σε μια νεκρή γυναίκα και παρ' όλο που το σχέδιο τής φαινόταν παράδοξο μέχρι τρέλας, δέχεται. "Ενιωθα να με ελκύει" λέει. Κρατώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις αποστάσεις, ανακαλύπτει ότι η κοπέλα ζούσε στο υπόγειο της ίδιας πολυκατοικίας με τον κ.Μόρνινγκ και δολοφονήθηκε χωρίς ποτέ να βρεθεί ο δολοφόνος. Η Άιρις τον υποψιάζεται και όταν του ζητά διευκρινήσεις, η μόνη εξήγηση που παίρνει είναι μια διφορούμενη αλλά σαφέστατη δήλωση: "Για ορισμένα πράγματα απλά δεν μιλάμε".

Η σχέση της με τον Στήβεν βρίσκεται στα όριά της και η φιλία της με τον κοινό τους φίλο Τζωρτζ θα σημάνει το τέλος της. Αφορμή η φωτογράφιση της  από τον Τζωρτζ και η δημόσια έκθεση ενός αλλόκοτου και υπαινικτικού πορτραίτου της με τον τίτλο "Σπονδή στον ερωτισμό". Η φωτογραφία θα έχει επιτυχία όμως η Άιρις νιώθει τρωτή και πληγωμένη. Όσο βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο καταφέρνει να διατηρήσει την ψυχραιμία και την ισορροπία της. Ωστόσο,  ο οπορτουνισμός και η μετέπειτα απομάκρυνση του Τζωρτζ καθώς και ο χωρισμός της από τον Στήβεν και η μετέπειτα εξαφάνισή του θα της στοιχίσουν - η Άιρις θα διανύσει μια μεγάλη περίοδο σχεδόν αδιαπέραστης απομόνωσης. "Αυτή η απομόνωση ήταν ένα είδος τελετουργίας, ένας τρόπος να αναγγείλω στον εαυτό μου ένα τέλος..."

Προφανώς εξαιτίας όλων των πιο πάνω, η Άιρις νιώθει τους πονοκεφάλους που ανέκαθεν είχε να δυναμώνουν - δεν μπορεί ούτε καν να διαβάσει για τις εξετάσεις της. Έτσι, αναγκάζεται να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Τα ξεσπάσματα της παρανοϊκής και αφασικής κυρίας Ο., της ασθενούς στο διπλανό κρεββάτι, και οι ξαφνικές επιθέσεις πάνω της τής υπενθυμίζουν και προοιωνίζουν με έναν εφιαλτικό τρόπο την δική της κατάληξη κι αυτό την ωθεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, έστω και για λίγο.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, το πιο ρεαλιστικό και ψυχικά βάναυσο κομμάτι του βιβλίου, η Άιρις θα μεταφράσει για τον καθηγητή της μία νουβέλα από τα γερμανικά. Η νουβέλα αυτη έχει σαδιστικές αποχρώσεις και ήρωα ένα μικρό αγόρι, τον Κλάους, που θα επιρρεάσει την Άιρις μέχρι το σημείο της παρενδυσίας και της παρέκλισσης -  κουρεύει τα μαλλιά της αγορίστικα ενώ τα βράδυα περιφέρεται σε μπαράκια του Μανχάταν φορώντας ένα αντρικό κοστούμι που υπήρχε ξεχασμένο στην ντουλάπα της από τις Απόκριες. Συστήνεται στους μπάρμεν ως "Κλάους, από το Κλαουζίνια" και πιάνει κουβέντα με αγνώστους. Τους ακούει να της εξομολογούνται την ιστορία της ζωής τους και την ίδια στιγμή βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ζέστη του καλοκαιριού, στην ένδεια της ψυχής και την σωματική αποστέωση. Ο καθηγητής Ρόουζ θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεός και θα την τραβήξει από το τέλμα της. Η έντονη έλξη που τους συνδέει θα εξελιχθεί σε ερωτική σχέση. Μια ερωτική σχέση με προαναγγελθείσα, όμως, κατάληξη - ο καθηγητής Ρόουζ είναι παντρεμένος. Δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει την οικογένειά του και θα συνεχίσει να δίνει την τρυφερότητα και την φροντίδα του στην Άιρις ώσπου να μπορέσει να αποδεχθεί το τέλος. Κι όταν αυτό επέρχεται, δεν θα είναι χωρίς συνέπειες - στην τελευταία τους ερωτική συνάντηση, ο καθηγητής Ρόουζ γίνεται βίαιος. Η Άιρις, ωστόσο, θα ξεπεράσει την αμηχανία της και θα πάψει να δέχεται τις επιθυμίες του - θα λύσει το φουλάρι με το οποίο της είχε δέσει τα μάτια και για πρώτη φορά μετά από καιρό, θα  αντικρίσει την ζωή της με καθαρό βλέμμα.


Οι περισσότερες αναφορές για την Siri Hustvedt (Χάστβεντ κι όχι Χούστβεντ όπως έχει λανθασμένα μεταφραστεί στα ελληνικά) εκκινούν πάντα από το γεγονός ότι είναι σύζυγος του  Paul Auster.  και είναι φυσικό να έχει ως ένα βαθμό επηρρεαστεί από αυτόν. Είναι όμως (και) λογοτεχνικά άδικο να εμμένουμε σε τούτη η αναφορά/σύγκριση καθώς η γραφή της έχει έναν δικό της, πολύ δυνατό, τόνο. Ο David Foster Wallace έχει αναφερθεί στο επίτευγμα της Hustvedt να ασχοληθεί στην "Τυφλόμυγα" επιτυχώς με την ανατροπή του φιλοσοφικού σκεπτικισμού. Ως μη ειδικός της Φιλοσοφίας, εκείνο που εγώ θεωρώ επιτυχημένο είναι η ψυχοφράφηση του κάθε ανδρικού χαρακτήρα που εμφανίζεται στη ζωή της Άιρις και η παρουσίαση των τρωτών σημείων τους. Επίσης, η ατμόσφαιρα της μιζέριας και της ψυχικής καταβύθισης της Άιρις είναι τόσο αληθοφανής και λεπτομερής που κυριολεκτικά ανατριχιάζεις - καθόλου τυχαία, λοιπόν, η επιλογή του ονόματός της ηρωίδας (iris = η ίριδα του ματιού που με την λειτουργία της βοηθά την όραση και την αίσθηση βάθους). Κάποια στιγμή διαβάζοντας το, μου πέρασε απ' το νου ο ισχυρός ρεαλισμός που σου εκχύει με την γραφή του ο Reymond Carver  - η μιζέρια και η ανθρώπινη υπόσταση που περιγράφει η Hustvedt έχουν την ίδια ένταση και σε διαπερνούν στα ίδια βάθη. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν είναι μινιμαλίστρια και αντίθετα με τον Carver που είναι απόλυτα γήινος, εκείνη ελλίσσεται άριστα σε δύο κόσμους - το όριο μεταξύ πραγματικότητας και  παράνοιας είναι εντελώς ρευστό, και τούτη η ευελιξία και άνεση της συγγραφέως μου προκάλεσε νευρικότητα.

Το τέλος στις περιπέτειες της Άιρις θα το προκαλέσει ο Πάρις, ένας εκκεντρικός κριτικός τέχνης, τον οποίο η Άιρις θεωρεί φίλο. Όταν του εμπιστεύεται την ιστορία της, ο Πάρις θα αποδειχθεί ένας μίζερος τυχοδιώκτης που τρέφεται από την απελπισία των θυμάτων του. Η Άιρις θα φύγει αηδιασμένη από το διαμέρισμά του, τρέχοντας προς την πραγματικότητα η οποία έχει ήδη μπει στο μυαλό της - ένας αισιόδοξος, "ισορροπημένος" επίλογος για ένα τόσο καλά δομημένο και γραμμένο βιβλίο που, ωστόσο, παραμένει σκοτεινό, άβολο και δίχως συγκεκριμένο μήνυμα.  




Διόρθωση: Το όνομα της συγγραφέως, αντίθετα με ότι γράφω πιο πάνω, μπορεί να προφερθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: στα αγγλικά ως Χάστβεντ και στα γερμανικά ως Χούστβεντ. Η ίδια όμως η συγγραφέας το προφέρει Χούστβεντ συνεπώς Χούστβεντ είναι η ορθή προφορά του.


Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012








A Big Read, indeed!


Μία εξαιρετική πρωτοβουλία με λογοτεχνικό ενδιαφέρον βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στο διαδίκτυο: το Moby-Dick Big Read ή The Big Read. Πρόκειται για μια on line έκδοχη του επιβλητικού αυτού έργου η οποία προέκυψε από ένα συμπόσιο και μία έκθεση, με κοινό θέμα τις φάλαινες, στον ειδικό χώρο τέχνης του Πανεπιστημίου του Πλίμουθ. Και τα δύο (συμπόσιο κι έκθεση) διοργανώθηκαν κι επιμελήθηκαν από  την εικαστικό Άντζελα Κοκαίην και τον συγγραφέα Φίλιπ Χόαρς, παθιασμένοι και οι δύο με τον  Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ.

Στην διάρκεια του Moby-Dick Big Read κάθε ένα από τα 135 κεφάλαια του τόμου θα διαβάζεται από διάσημους αλλά και απλούς ανθρώπους και στην συνέχεια θα ανεβάζεται και θα μεταδίδεται καθημερινά μέσω διαδικτύου σε μια σειρά από 135 downloadable podcasts τα οποία μπορείτε να ακούσετε ελεύθερα
εδώ. Κάθε ηχογράφιση δε, θα συνοδεύεται από μία εικαστική πρόταση.
 

Η αρχή έγινε ήδη με την Tilda Swinton που διάβασε το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο "Loomings" συνοδεία ενός πίνακα του YBA  Marcus Harvey, το "Albus" (2009).




Το δεύτερο κεφάλαιο , το "The Carpet-Bag", διάβασε ο Captain R. N. Hone και συνοδεύεται από τον πίνακα της  Clara Drummond με τίτλο "Cape-Horner in a great Hurricane" (2012)

Έπεται (μεγάλη) συνέχεια και θα προσπαθήσω να ανανεώνω τούτη την ανάρτηση με τα καινούργια podcasts για όσους ενδιαφέρονται. Ακόμη κι αν τα αγγλικά σας δεν βρίσκονται στο καλύτερο των επιπέδων ή, ακόμη κι αν δεν γνωρίζετε την γλώσσα μπορείτε να κάνετε ένα μικρό διάλειμμα δέκα με δέκα πέντε περίπου λεπτών (τόσο διαρκούν το κάθε ένα από τα δύο πρώτα κεφάλαια) και να αφεθείτε στην μαγεία της φωνής του κάθε αναγνώστη. Ίσως εκπλαγείτε από την ικανότητα της φαντασίας σας να αντιληφθεί το κείμενο.

Μόνη ένσταση: το κείμενο θα ακούγεται φυσικά στο πρωτότυπο κι έτσι θα χάσουμε την απόλαυση του κειμένου όπως το μετέφρασε/απέδωσε αριστοτεχνικά στα ελληνικά ο Α.Κ.Χριστοδούλου (επισκεφθείτε το blog του και διαβάστε ένα αναλυτικό άρθρο για τον ίδιο και την "εμμονή" του για τον Μόμπυ Ντικ και την μετάφρασή του εδώ). 



 
UpDates:

Τρίτο Κεφάλαιο: "The Spouter-Inn" (34:22'). Διαβάζει ο συγγραφέας Νάιτζελ Ουίλλιαμς και η ηχογράφιση συνοδεύεται από βίντεο του Τζακ Ράσκιν με τίτλο "Echo (amid the vault)"

Τέταρτο Κεφάλαιο: "The Counterpane" (10:00). Διαβάζει ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας Κέιλεμπ Κρέιν. Η εγκατάσταση είναι του Πέι Ουάιτ και τιτλοφορείται "California King"  (2006)

Πέμπτο Κεφάλαιο: "Breakfast" (5:15). Διαβάζει ο Musa Okwonga. Εικαστικό "Nourish" (1984) του Boyd Webb.

Έκτο Κεφάλαιο: "The Street" (6:17). Διαβάζει η Mary Norris. O "Queequeg" (2010) φιλοτεχνήθηκε από τον Timothy Woodman.


Έβδομο Κεφάλαιο: "The Chapel" (7:12). Διαβάζει ο ηθοποιός Κηθ Κόλλινς με συνοδευτικό πίνακα του εικαστικού Όλιβερ Κλεγκ που έχει τον τίτλο "Το ζήτημα δεν είναι τι κοιτάς αλλά τι βλέπεις".

Όγδοο Κεφάλαιο: "The Pulpit" (6:40). Διαβάζει ο Βρετανός μουσικός της ροκ Νικ Άτκινσον. Η εικαστικός Φιόνα Μπάννερ  αντιπαραθέτει την δική της εκδοχη στην ζωγραφική απεικόνιση του άμβωνα όπου απεικονίζεται ο Όρσον Ουέλς ως Πάτερ Μέιπλ να εκφωνεί το κήρυγμά του.


Ένατο Κεφάλαιο: "The Sermon" (26:55). Διαβάζει ο γνωστός ηθοποιός και συγγραφέας Σάιμον Κάλλοου. Τον "συνοδεύει" η εγκατάσταστη της Σούζαν Χίλλερ "Witness 2000, International testimonies or experiences of transmissions from other worlds."

Δέκατο Κεφάλαιο: "A Bosom Friend" (9:50). Διαβάζει ο πολυδιάστατος ηθοποιός Στήβεν Φράι. Το "Άτιτλο"(2007)  έργο ανήκει στον Ντέιβιντ Νούναν.

Ενδέκατο Κεφάλαιο: "Nightgown" (4:33). Διαβάζει ο τραγουδιστής των Pet Shop Boys Νηλ Τέναντ. Η φωτογραφία δείχνει το London Aquatic Centre 2005-2011, σχεδιασμένο από το γραφείο της διάσημης αρχιτεκτόνισσας Zaha Hadid.

Δωδέκατο Κεφάλαιο: "Biographical" (5:45). Διαβάζει ο Νεοζηλανδός συγγραφέας Witi Ihimaera. Προβάλλεται η απεικόνιση του Jeremy Wood "Meridians’ GPS drawing 2005, London".

Δέκατο Τρίτο Κεφάλαιο: "Wheelbarrow" (10:27). Διαβάζει η τραγουδίστρια της φάνκυ Mama Tokus. Η εγκατάσταση είναι το "Proposal for Memorial, 2011" του Alexis Rockman.



Η συνέχεια εδώ

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012








Two Worlds


In air heavy
with odor of crocuses,

sensual smell of crocuses,
I watch a lemon sun disappear,

a sea change blue
to olive black.

I watch lightning leap from Asia as
sleeping,

my love stirs and breathes and
sleeps again,



part of this world and yet
part of that.




(1989)






Σημείωση: Η φωτογραφία είναι της Ιωάννας Ράλλη.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012










Le voleur de nostalgie


Ένα από τα πιο σύνθετα, ευρηματικά και γοητευτικά βιβλία είναι το "Ο κλέφτης της νοσταλγίας" (Opera, 1999, σε λεπτοδουλεμένη μτφρ. Αχιλλέα Κυριακίδη). Στο δεύτερο τούτο βιβλίο του Hervé Le Tellier, οι ανατροπές διαδέχονται τις συνταγές μαγειρικής και το παρελθόν συνυφαίνεται  με το παρόν  με πολύ στυλ και ένταση.

Ένας δημοσιογράφος γράφει συνταγές για ζυμαρικά υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο. Μετά την δημοσίευση της πρώτης του συνταγής σ' ένα γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό, δέχεται μια επιστολή από έναν συνονόματό του αναγνώστη από την Φλωρεντία. Σαν κάτι πολύ φυσολογικό, του απαντά. Θέλοντας όμως να μάθει ποιός ακριβώς είναι ο άγνωστος με τον οποίο αλληλογραφεί, ο δημοσιογράφος στέλνει τρεις επιστολές σε όσους έχουν το ίδιο όνομα με το ψευδώνυμό του. Θα λάβει απαντήσεις από τους δύο - έναν 26χρονο έγκλειστο στις φυλακές της Πίζας κι έναν συνταξιούχο καθηγητή γαλλικών από την Μπολόνια. Ο τρίτος είναι εκείνος που του έστειλε το γράμμα στο γραφείο του περιοδικού. Από το ημερολόγιο που κρατά ο δημοσιογράφος, μαθαίνουμε πως  θα διατηρήσει τακτική αλληλογραφία (πάντα με το ψευδώνυμό του) και με τους τρεις ανταλλάσσοντας σκέψεις και στιγμές της καθημερινότητάς του. Με τον Γάλλο καθηγητή δε, θα μοιραστεί το πάθος του για ορισμένες αινιγματικές σημειώσεις που διάβασε στο περιθώριο ενός πολύ παλιού αντίτυπου του "Vita Nuova" του Δάντη. 

Είναι πρόκληση να διαβάζεις ένα επιστολικό μυθιστόρημα με τόσους διαφορετικούς αποστολείς κι ομολογώ πως στην αρχή, μέχρι να ξεχωρίσω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ψευδώνυμου προσώπου χρειάστηκε να επιστρέψω στις αρχικές σελίδες δυο και τρεις φορές.  Ο συγγραφέας όμως φροντίζει να αποζημιώσει τον αναγνώστη γι' αυτή την μικρή "δυσκολία" με ισορροπημένες δόσεις "βραδυφλεγούς" έντασης και  ανατροπών - όταν ο ένας αρχίζει να υποκλέπτει την ζωή του άλλου και να οικειοποιείται ανθρώπους, συναισθήματα και καταστάσεις του, η ανάγνωση αλλάζει ρυθμούς. Τούτος ο τυχωδιοκτισμός δι' αλληλογραφίας εμπλουτίζεται και μ' ένα κυνήγι γνώσεων και σημειώσεων ώστε ο δημοσιογράφος να μπορέσει ν' αποκαλύψει το (υποτιθέμενο;) μυστικό που κρύβεται στον πίνακα του Πάολο Βερονέζε  "ο Γάμος της Κανά".

"Ο κλέφτης..." θεωρείται φόρος τιμής στον Ίταλο Καλβίνο κι αυτό είναι σε μεγάλο ποσοστό ενδεικτικό του ύφους του λε Τελιέ - οι αφηγηματικές τεχνικές εναλλάσσονται, η κορύφωση της πλοκής δεν είναι γραμμική αλλά διασπασμένη και η διαμόρφωση της φόρμας είναι προσεκτικά σχεδιασμένη να ακολουθεί ένα υποδόριο μοτίβο - εδώ αφορά σ'ένα στρατιωτικό παιγχνίδι. Η προσήλωση του συγγραφέα σε ένα σταθερό μοτίβο είναι άλλωστε ένα από τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής ομάδας Oulipo στην οποία ανήκει και ο Ερβέ λε Τελλιέ. Τα μέλη του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας συνδυάζουν την λογοτεχνία με τα μαθηματικά κι έχουν ως κεντρικό άξονα δημιουργίας τις δεσμεύσεις. Ο λε Τελλιέ λέει πως τον ενδιαφέρει η λογοτεχνία που γράφεται με δεσμεύσεις διότι οι δεσμεύσεις είναι ένα εργαλείο που διευρύνει τη δημιουργικότητα και δεν χρειάζεται να είναι πάντα ορατές - ακόμη κι αν  ο αναγνώστης δεν το ανακαλύψει, το κείμενο παραμένει εξίσου απολαυστικό. Για παράδειγμα, στο σημείο που ο ψευδώνυμος από την Φλωρεντία εξηγεί την ανάπτυξη του στρατιωτικού παιχνιδιού με μια αλγεβρική εξίσωση, εγώ που ως γνωστό έχω δυσκολία με την κατανόηση των μαθηματικών, απλώς γύρισα τη σελίδα χωρίς να υποστώ καμμία αναγνωστική "επίπτωση".

Ο Ερβέ λε Τελιέ, αυτοσυστήνεται ως κάποιος που  "του αρέσουν οι μελαγχροινές γυναίκες, τα μακαρόνια και το κόκκινο κρασί, όχι κατ' ανάγκην με αυτή τη σειρά." Ο αναγνώστης, ωστόσο,  θα διαπιστώσει σε τούτο το βιβλίο κι άλλα συστατικά που καθιστούν την γραφή του αξιομνημόνευτη: τα φουζίλι, τα νιόκι και τα μπουκατίνι "αναμειγνύονται" με έναν λεπτό ερωτισμό και  φιλοσοφικούς στοχασμούς ενώ συνδιάζονται επίσης με το χιούμορ και μια διακριτική διακειμενικότητα. O  "Κλέφτης..." διαβάζεται απνευστί κι εκείνο που τελικά μένει είναι η αίσθηση πίσω από τις λέξεις: μια απροσδιόριστη θλίψη, μία νοσταλγία για ένα κάτι που σου διαφεύγει. Όπως και στις μελωδίες των γαλλικών chansons.






Σημειώσεις: Αφορμή για την γνωριμία μου με  τον Ερβέ λε Τελιέ υπήρξε το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το "Αρκετά μιλήσαμε γι' αγάπη" για το οποίο διάβασα εδώ. Ο συν-blogger Librofilo στην εκτενή παρουσίασή του διαπιστώνει το πως έχει ωριμάσει το απολαυστικό ύφος του Γάλλου συγγραφέα δεκατρία βιβλία μετά. Η φωτογραφία ανήκει στον Tsalapetino και απεικονίζει σκαναρισμένα σπαγγέτι. Έχει τίτλο "Τοπίο - Ευδαίμων Αρκαδία" και το άντλησα από εδώ.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012










 Επί σκοπόν!




"Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας."



Τριαντάφυλλα στο παράθυρο 
από την Υψικάμινο (1935)