Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009




Τα όνειρα του σήμερα
είναι η πραγματικότητα του αύριο



Ωστόσο, στο "Φλυαρία πάνω στον Νείλο" του Αιγύπτιου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχβούζ (μτφρ. από τα αραβικά Πέρσα Κουμούτση, Ψυχογιός, 1998) κανείς δεν φαίνεται να το πιστεύει.


Ένας δικηγόρος, ένας κριτικός τέχνης, ένας συγγραφέας, ένας ηθοποιός, μία μεταφράστρια, μία απατημένη νοικοκυρά, μία φοιτήτρια-επίδοξη ηθοποιός κι ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος συναντιούνται κάθε απόγευμα στο ποταμόπλοιο του τελευταίου και καπνίζουν αρειμανίως ναργιλέ. Το "κέφι" που πίνουν (το υγρό χαρμάνι του καπνού "εμπλουτισμένο"με χασίς) διαποτίζει κάθε σπιθαμή του μυαλού τους με αποτέλεσμα να αναλώνονται σε ανούσιες συζητήσεις, να μην κάνουν όνειρα και η πραγματικότητά τους να ξοδεύεται στη μιζέρια της επανάληψης και στην ανέμελη και ανώφελη "αιθαλολογία".

Μέχρι τη στιγμή που μία νέα, δραστήρια και φιλόδοξη δημοσιογράφος θα θελήσει να γίνει μέλος αυτής της παρέας. Η Σαμάρα Μπάχγκατ φέρνει έναν αλλιώτικο αέρα στο ποταμόπλοιο. Έχει έντονη κι ελκυστική προσωπικότητα. Έχει λεπτούς τρόπους, εκλεπτυσμένη γοητεία και μια απλή συμπεριφορά που προκαλεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια των ανδρών της παρέας διότι δεν είναι αυτό που θα περίμεναν από κάποια που θέλει να γίνει φίλη με μερικούς καθ' έξιν μαστουρωμένους. Η νεαρή γυναίκα ξεχωρίζει ακόμη κι από τον τρόπο που χειρίζεται την θηλυκότητά της: την "περιορίζει" φορώντας ρούχα κουμπωμένα ως τον λαιμό σε αντίθεση με τις άλλες δύο γυναίκες της συντροφιάς - ένδειξη του πόσο διαφορετική και σοβαρή την θέλει ο συγγραφέας να είναι. Τονίζω το "σοβαρή" διότι ο Ναγκίμπ Μαχβούζ, λίγο πριν τη μέση του βιβλίου και μέχρι το τέλος του, κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για την έννοια της σοβαρότητας και τον οδηγεί, πιστεύω, στον διαχωρισμό της από τη σοβαροφάνεια, τον καθωσπρεπισπό ή τον κομφορμισμό. Η Σαμάρα γίνεται σημείο τριβής μεταξύ των μελών της παρέας. Τους αναγκάζει να πάρουν θέση και να βγουν από την ανευθυνότητα και την παθητικότητά τους. Το σημειωματάριό της γίνεται η θρυαλλίδα γι' αυτό.

Ο Ανίς Ζάκι, ο οικοδεσπότης του ποταμόπλοιου, έχει αποτύχει και στην επαγγελματική και στην προσωπική του ζωή - ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό οφείλεται στον θάνατο της συζύγου και του παιδιού τους (το εισαγωγικό σημείωμα το αναφέρει καθαρά). Βρίσκεται μονίμως σε μια χαύνωση και όπως γράφει η Σαμάρα "πολλές φορές νομίζω πως είναι μισότρελος ή μισοπεθαμένος". Ωστόσο, σε μια έξαρση κινητικότητας ο Ανίς ανοίγει την τσάντα της Σαμάρα και κλέβει το σημειωματάριό της. Αυτά που διαβάζει τον βάζουν "στον κόπο" να δραστηριοποιήσει την σκέψη και τα αισθήματά του. Θυμώνει, γίνεται κυνικός, εριστικός, απειλητικός μέχρι την τελευταία σελίδα - αντιδρά όπως θα αντιδρούσε ο οποιοσδήποτε ήταν στερημένος από ζωή για πολλά χρόνια. "Ήθελα να δοκιμάσω να ξεστομίσω όσα δεν έπρεπε" λέει στη Σαμάρα. Τα πενήντα γρόσια που επίσης παίρνει μέσα από την τσάντα της, δεν είναι επειδή τα χρειάζεται αλλά όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι ένα είδος επικοινωνίας μαζί της!

Ο υπηρέτης του Ανίς, ο αμ Άμπντου, παρόλη την νωθρότητα που επικρατεί, εκτελεί τα καθήκοντά του χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση Με τις τεράστιες διαστάσεις του και την βουβή, υπαινισσόμενη δύναμή του είναι ο μοναδικός σταθερός σύνδεσμός τους με τον "έξω" κόσμο τις ώρες τις απόλαυσης, ο νηφάλιος μάρτυρας της παρακμής τους, ο μόνος που, εντέλει, μπορεί ο καθένας τους να εμπιστευθεί.

Ο ναργιλές αποδεικνύεται ένας ακόμη πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αυτού. Γύρω του θρονιάζονται οι φίλοι που τυπικά δεν έχουν κανένα λόγο να μην αισθάνονται καλά με τη ζωή τους: είναι όλοι τους μορφωμένοι, ευκατάστατοι, επαγγελματικά τακτοποιημένοι και μέσα σ' ένα πολιτικό καθεστώς απαγόρευσης (τέλη του '60, κυβέρνηση Νάσερ) έχουν την ελευθερία να γεύονται τις απολαύσεις που θέλουν. Ωστόσο, αυτοί προτιμούν να παραιτούνται από την οποιαδήποτε δραστηριότητα, πεποίθηση κι αρχή και να παραδίνονται στη ναρκωμένη ενατένιση και στο νυσταλέο στοχασμό περιμένοντας κάποιον άλλο να τους δώσει την απάντηση στους ακίνδυνους στοχασμούς τους. Ο δε Ανίς είναι σε τέτοιο βαθμό αποβλακωμένος από το χασίς που συνδιαλέγεται με συμπαντικές δυνάμεις και ιστορικά γεγονότα όλη την ώρα. Ο Ναγκίμπ Μαχβούζ βάζει τον ήρωά του να συνομιλεί με τον εαυτό του δίνοντας δραματικό τόνο στην αφήγηση αλλά αυτό δεν γίνεται κατανοητό παρά μόνο μετά από αρκετές σελίδες. Αυτή η εναλλαγή τριτοπρόσωπης αφήγησης με το δεύτερο πρόσωπο/εαυτό του Ανίς ήταν κάτι που με δυσκόλεψε στην ανάγνωση, τουλάχιστον μέχρι να το αντιληφθώ.

Δεν θυμάμαι να το αναφέρει κάπου ο συγγραφέας μα έχω την εντύπωση ότι η πόλη που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι το Κάιρο. Σ' ετούτη την πόλη γεννήθηκε η γνωστή ζωγράφος ΄Οπυ Ζούνη η οποία το 1965 μετανάστευσε στην Ελλάδα. Είναι γνωστή η πορεία της που οδηγεί στις αρχιτεκτονικές απόψεις της, τους γεωμετρικούς, φωτεινούς πίνακές της. Οι πρώτες της δημιουργίες, ωστόσο, ήταν κατά πολύ διαφορετικές. Οι "Τρεις Μάγοι" της (ο πιο κάτω πίνακας) είναι από αυτήν τη πρώτη περίοδο.

Λίγο πιο βόρεια, στην Αλεξάνδρεια, είχε μεταναστεύσει το 1916 ένας άλλος Έλληνας καλλιτέχνης: ο Βολιώτης στην καταγωγή ζωγράφος και κολαζίστας Αριστομένης Αγγελόπουλος. Στα σαράντα τέσσερα χρόνια που έζησε και δημιούργησε εκεί, διακρίθηκε για τα λεπταίσθητα πορτραίτα του και την ποιητική ζωγραφική του. Με την εγκατάστασή του στο Παρίσι, το 1960, αλλάζει το ύφος της ζωγραφικής του και κερδίζει την αναγνώριση τόσο για τον ιδιαίτερο τρόπο που χειρίζεται τα κομμάτια του χαρτιού και συνθέτει τα κολλάζ του όπως επίσης, και για την αφαιρετικότητα της παλέτας του. Και είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ο Αγγελόπουλος κάνει αυτή την επιτυχημένη στροφή στην τέχνη του όντας στην ηλικία των εξήντα.


Αντίθετα, οι ήρωες του Ν.Μαχβούζ που έχουν περίπου τα μισά του χρόνια, δεν τολμούν να κάνουν βήμα πιο πέρα απο το ποταμόπλοιο όπου αφήνονται μακαρίως στο ρυθμικό λίκνισμα του Νείλου - ο βασικός πρωταγωνιστής όλων των μυθιστορημάτων του Ν.Μαχβούζ. Προτιμούν να βρίσκονται σε μια διαρκή παραζάλη, μία παρατεταμένη αδιαφορία για το σήμερα και το μέλλον νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο ξεφεύγουν από την καθημερινότητά τους και ζουν τη ζωή τους αλλιώς. Δυστυχώς γι' αυτούς, ο Τζων Λέννον δεν είχε πει ακόμη ότι "η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όταν κάνεις άλλα σχέδια".

Σε αντίθεση με το "Μιραμάρ" που είχα διαβάσει παλιότερα και μου έχει αφήσει μια ευχάριστη αίσθηση παλιομοδίτικης νοσταλγίας, βρήκα αυτό το μυθιστόρημά του Ν.Μαχβούζ αρκετά στενόχωρο και αντιφατικό. Στο πρόσωπο του Ανίς Ζάκι, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει από τις επιταγές και το καθήκον απέναντι στην κοινωνία κι ακόμη χειρότερα, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Απ' την άλλη, με τη στάση και τον χαρακτήρα της Σαμάρα δηλώνει ότι υπάρχει διέξοδος: η αξιοποίηση όλου του δυναμικού που διαθέτει ο καθένας μας, ο δυναμισμός, ο έρωτας είναι στοιχεία που σε καθιστούν κυρίαρχο της ζωής και διαμορφωτή του μέλλοντός σου.

Αν και ολιγοσέλιδο (σελ.194) το βιβλίο είναι αρκετά απαισιόδοξο και με μια δόση ματαιότητας. Ωστόσο, μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ δύο αγαπημένους καλλιτέχνες. Θυμήθηκα, επίσης, και τον πατέρα μου που πήρε την απόφαση να κόψει το κάπνισμα μέσα σε δευτερόλεπτα - πέταξε την πίπα, τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Δεν είχε διαβάσει, βέβαια, το βιβλίο μα είμαι σίγουρη ότι αν το διάβαζε θα το έκανε σε πολύ λιγότερο χρόνο. Dreams should be clear to follow.



Σημείωση: Ο πρώτος πίνακας είναι το "Πλύσιμο στο Νείλο", του Περικλή Τσιριγώτη. Ο δεύτερος, όπως ανέφερα πιο πάνω, είναι "Οι Τρεις Μάγοι" της Όπυ Ζούνη και ο τρίτος πίνακας είναι κολλάζ του Αριστομένη Αγγελόπουλου με τίτλο "Δρόμοι της πόλης".



Δεν υπάρχουν σχόλια: