Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010





Beauty lies
in the eyes of the beholder
2


Ακούγοντας για τις επικείμενες αλλαγές/μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, μια εικόνα από το παρελθόν σφηνώθηκε στο μυαλό μου. Πρέπει να είναι από το 2000 ή 2001 όταν δούλευα σε μια περιοχή αρκετά υποβαθμισμένη τότε. Θυμάμαι πως κάθε φορά που  έφευγα από το φροντιστήριο -έχοντας τελειώσει τις ώρες μου-  έβλεπα έναν μικρό  να κάθεται μακριά από όλα τα υπόλοιπα παιδιά και να περιμένει να τον φωνάξουν για να αρχίσει το μάθημα.  Το παιδί αυτό ήταν σε κακή κατάσταση. Ρούχα και χέρια βρόμικα, το πρόσωπό του δε, γεμάτο με κατακόκκινα σπυριά με κίτρινες  και μαύρες μυτούλες, ήταν μονίμως ερεθισμένο από την απλυσιά και την έλλειψη σωστής διατροφής.  Ή ίσως από μια βεβιασμένη ενηλικίωση στα εννιά του. Είχα ακούσει τα διάφορα σχόλια που κυκλοφορούσαν για την μητέρα του -είχε πάει σε δύο ριάλιτι της τηλεόρασης και έκανε εκτός οθόνης ότι κάνουν εκεί- αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Άλλωστε δεν μπορούσα να κάνω κάτι, δεν ήταν μαθητής μου.  Μου αρκούσε, λοιπόν, το ότι γνώριζα την  αιτία της κατάστασής του.  Όμως, είχα παρατηρήσει ότι παρ' όλη την παραμέληση δεν έλλειπε ποτέ από τα μαθήματα και είχε πάντα μαζί τα βιβλία του. Άγραφα ή μισογραμμένα  δεν θυμάμαι αλλά η σάκα στην οποία τα έβαζε ήταν σε καλύτερη κατάσταση από εκείνο.

Ένα απόγευμα θα αντικαθιστούσα μία συνάδελφο  στο τμήμα της οποίας  ανήκε και ο μικρός.  Φώναξα όλα τα παιδιά, μπήκαμε στην τάξη κι ετοιμάστηκα να ξεκινήσω το μάθημα. Εκείνα όμως δεν έλεγαν να σταματήσουν να κοροϊδεύουν τον μικρό - ξέρετε τώρα, αν θέλουν τα παιδιά να κάνουν πλάκα δεν τα σταματά τίποτα. Ούτε καν η περιέργεια για την καινούργια miss. Προφανώς θεώρησαν ότι θα τους μιλούσα για λίγο μαλακά και ήπια  και  μετά  θα  συνέχιζα με το μάθημα όπως  οι άλλες συνάδελφοι - δλδ δεν θα έκανα τίποτα. Πράγματι, στην αρχή δεν έκανα τίποτα. Καθόμουν απλώς και τα κοιτούσα. Τι στο καλό! Κάποια στιγμή θα σταματούσαν. Θα λειτουργούσε  η αυτορρύθμιση των συγγραμάτων.

Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά κι εκείνα συνέχιζαν να με αγνοούν και να  πειράζουν ανελέητα τον μικρό. Τότε, με πολύ ψυχραιμία και σοβαρότητα, και κάτι παραπάνω θα έλεγα, τους είπα δυο  κουβέντες με έντονη, αυστηρή  φωνή.  Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιές δύο, μπορεί να ήταν και τρεις, μα ό,τι και να τους είχα πει "έπιασε". Σώπασαν αμέσως και δεν έβγαλαν μιλιά για αρκετή ώρα. Εγώ, σαν να μην συνέβη τίποτα, πήγα και κάθησα δίπλα στο θρανίο του μικρού κι αρχίσαμε να διαβάζουμε -εκείνος διάβαζε εγώ διόρθωνα- τις ασκήσεις που είχανε για το σπίτι. Μετά από λίγο, ένας ένας οι υπόλοιποι άρχισαν να  συμμετέχουν  στη συζήτηση που είχα ανοίξει με τον μικρό  λες και ο μικρός ήταν ένας από αυτούς. Ο δε μικρός είχε  μια τόσο περίεργη έκφραση όλη την ώρα στο πρόσωπό του που ακόμη  δεν μπορώ  να προσδιορίσω: έκπληξη; απορία; τρυφερότητα; επιφύλαξη; αποπληξία; Δεν ξέρω. Πάντως, τα μάτια του ήταν ό,τι πιο στρογγυλό, πιο γαλάζιο, πιο αληθινό έχω δει ποτέ στη ζωή μου...



Σημείωση: Η φωτό είναι του Όννικ Κρικόριαν. Τίτλος της "Socially vulnerable child".

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010





Beauty lies 
in the eyes of the beholder


Το "El secreto de sus ojos" είναι ένα θρίλερ που όπως τα περισσότερα του είδους στηρίζεται σ' έναν φριχτό βιασμό και φόνο. Θύμα εδώ είναι μία 23χρονη γυναίκα στο Μπουένος Άιρες του 1974. 25 χρόνια μετά, ο Μπένχαμιν Εσποζίτο, δικαστικός επιθεωρητής, ξανανοίγει τον φάκελο τον οποίο είχε κλείσει τότε δίχως να εξιχνιάσει λόγω ανωτέρας -πολιτικής- βίας. Έχει μόλις συνταξιοδοτηθεί και σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον άπλετο χρόνο που διαθέτει για να γράψει ένα βιβλίο με αυτό το υλικό.  Σ' αυτό το εγχείρημα θα τον βοηθήσει η εισαγγελέας και φίλη του Ιρένε Μενέντες Χέιστινγκς με την οποία είχαν χειριστεί την υπόθεση και με την οποία είναι από τότε -σαν από πάντα- κρυφά ερωτευμένος. Όπως φαίνεται όμως από τη ροή της ταινίας,  δεν πρόκειται απλώς για την συγγραφή ενός βιβλίου ή την εξιχνίαση ενός φόνου αλλά για κάτι βαθύτερο που έχει σημαδέψει τη ζωή του Μπενχαμιν  και συνεχίζει να τον στοιχειώνει μέχρι και σήμερα. Μέσα από το συνεχές travelling της μνήμης και τα flashback αναδύεται μια ιστορία αγάπης που επιμένει να υπάρχει ανομολόγητη και μετέωρη ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν.

Είναι φορές που αντί της ευθύτητας προτιμούμε έναν πλάγιο δρόμο για να πούμε κάτι σημαντικό είτε στην επαγγελματική είτε στην προσωπική μας ζωή και χρησιμοποιούμε  γι' αυτό μια πρόφαση, συνήθως ένα γεγονός ή μια κατάσταση με τον χειρισμό της οποίας είμαστε εξοικειωμένοι για να έχουμε την αίσθηση της ασφάλειας και την αυτοπεποίθηση ότι  εμείς ορίζουμε την εξέλιξη των πραγμάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να μην πληγώσουμε τους άλλους, να αποτρέψουμε δυσάρεστες καταστάσεις ή, βεβαίως, να γλιτώσουμε από προσωπικά Βατερλώ. Κάποιες άλλες φορές, αντίθετα, μας απομακρύνει από τον σκοπό μας ενώ σε κάποιες άλλες πάλι μας συνδέει με το ανεκπλήρωτο. Ο σκηνοθέτης Χουάν Χοσέ Καμπανέλα κινηματογραφεί αυτό το -με την τελευταία έννοια- λοξοδρόμημα με τόσο δεινό τρόπο που απέσπασε το φετινό Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. 

Το όλο στήσιμο της ταινίας πράγματι διαθέτει ένα βαρύ, θα έλεγα, αρτιστίκ αποτύπωμα που αφήνουν τα ολιγόχρωμα πλάνα, οι εσωτερικοί χώροι με την μασίφ ξύλινη επίπλωση και τα κοστούμια της πρωταγωνίστριας με το πλούσιο κόκκινο χρώμα τους. Επιβλητικές είναι οι σεκάνς του δικαστικού μεγάρου του Μπουένος Άιρες, το ίδιο συναρπαστική και η σκηνή του γηπέδου όπου επικρατεί αναταραχή  και η οποία αποδόθηκε με κάμερα στο χέρι. 


Υπάρχουν, επίσης, δύο σεκάνς που  θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι  έργο της εννοιολογικής τέχνης όπως την ορίζει ο Μάικλ Κρεγκ-Μάρτιν: "τόσο απλές που το περιεχόμενό τους μοιάζει προφανές αλλά και τόσο σύνθετες ώστε να παρέχουν μεγάλη ποικιλία για (...) νοητικό παιχνίδι." Βέβαια, οι συγκεκριμένες σεκάνς δεν προσφέρονται για παραπάνω από μια-δυο ερμηνείες μα το μυστικό που περιέχουν παραπέμπει στην αρχή σε κάτι απλό, τετριμμένο. Κι όπως συμβαίνει  και στην πραγματικότητα αυτό που είναι μπροστά μας είναι και το πιο δύσκολο να δούμε. Έτσι,  η εμφάνιση ενός ασήμαντου φωνήεντος αλλάζει την κινησιολογία μιας λέξης και την ζωή του Μπενχαμιν Εσποζίτο. Ή μάλλον  τον υποχρεώνει να αντικρίσει κατάματα τον αληθινό λόγο που επιδιώκει την συνεχή παρουσία της Ιρένε στην ζωή του. 

Το δυνατότερο σημείο της ταινίας είναι η  αφοσίωση  και η εμπιστοσύνη  που δείχνουν ο ένας  στον άλλον  οποιαδήποτε κι αν είναι η σχέση τους - ερωτική ή φιλική, δεν έχει και τόση σημασία. Το  "El secreto de sus ojos"  δεν  φτάνει στο ύψος της "Οι Ζωές των άλλων" -που επίσης ήταν outsider στα Όσκαρ του 2007-   παραμένει ωστόσο μια ταινία που αξίζει πολλά. Διαθέτει μεστές ερμηνείες, κοινωνικό και πολιτικό προφίλ, μυστικά και αργόσυρτο σασπένς που εντείνουν την αδημονία για την εξέλιξη - η αίσθηση του ρυθμού του σκηνοθέτη είναι άριστη. Ούτε μία στιγμή δεν ένιωσα την ανάγκη να σηκωθώ από το κάθισμά μου για να ξεμουδιάσω, πράγμα ασυνήθιστο για μένα που συχνά το μόνο που με κρατά  σχεδόν ακίνητη στην θέση  μου είναι το ότι σε λίγα λεπτά είτε θα κάνει διάλειμμα ή η ταινία θα τελειώσει. 

Τελικά, το μυστικό της ταινίας δεν βρίσκεται μόνο στο βλέμμα της πρωταγωνίστριας ή σ' ένα από  εκείνα των υπόλοιπων κεντρικών ηθοποιών της ταινίας.* Βρίσκεται  λίγο πιο πίσω από τα μάτια,  στην διάθεσή τους -όπως και του καθενός από μας εντέλει-  να δουν κι όχι απλώς να κοιτούν. Κι αυτό είναι όλη η ομορφιά.





Σημειώσεις: * Στα ισπανικά, το κτητικό επίθετο "sus"  δεν έχει αριθμό κι έτσι ερμηνεύεται ανάλογα με τα συμφραζόμενα είτε ως "του/της" είτε ως "τους". 2) Η μεσαία εικόνα είναι μεταξωτυπία του Michael Craig-Martin από την πρόσφατη δουλειά του "Αλφάβητο". Έχει τίτλο "A is for Umbrella". Ο καλλιτέχνης εκθέτει την δουλειά του (24.09 - 17.12.2010)  στην γκαλερί gagosian της Αθήνας.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010


Διαβάζοντας την σύνοψη στο οπισθόφυλλο του "Κάτι θα γίνει, θα δεις" (Πόλις, 2010) αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για ένα ευχάριστο βιβλίο. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα.

Ένας πατέρας που δεν έχει χρήματα να αγοράσει ένα κομμάτι ψωμί για το παιδί του, η Έλλη, που τρώει το σιμιγδαλένιο ομοίωμα του πρώην της, ο Γιάννης με το αυτοσχέδιο πλακάτ που κατεβαίνει στην πιο αποτυχημένη  απεργία από καταβολής κόσμου για να τιμήσει τον φίλο του που σκοτώθηκε εν ώρα εργασίας,  ένας νεαρός  που έχει πρότυπό του τον  μολυβένιο στρατιώτη του παραμυθιού, ο Μιχάλης, που ονειρεύεται να ταξιδέψει μέχρι την Ισπανία και να ζήσει εκεί με τον δυνατό ήλιο και τους στίχους του αγαπημένου του Ερνάντεθ αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή δουλεύει φτιάχνοντας παγάκια, ο μετανάστης και η Ελληνίδα φίλη του που κολλούν τα χέρια τους με λόγκο για να αποτρέψουν την απέλαση του νεαρού κι έτσι να μείνουν μαζί... 

Δεκαέξι ιστορίες για τους ανθρώπους που κατοικούν στα Μανιάτικα, τη Δραπετσώνα, τη Νίκαια, τα Καμίνια - συνοικίες που δεν  τις ξέρω παρά μόνο μέσα από στίχους παλιών λαϊκών τραγουδιών του '70 και του '80. Τις περπάτησα  όμως μέσα στις σελίδες των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου και πήρα μια δυνατή, πρώτη ιδέα. 

Αν και δημοσιογράφος στο επάγγελμα ο Χρήστος Οικονόμου καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, με ετούτο το δεύτερο βιβλίο του να αναδειχθεί σε συγγραφέα/λογοτέχνη ολκής για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η γλώσσα του που είναι ρεαλιστική και ρέουσα με μια υποδόρια συμπόνοια (όχι με την έννοια του οίκτου αλλά με εκείνη της βαθιάς συναισθηματικής κατανόησης και αποδοχής) για τους πρωταγωνιστές του που συγκινεί. Μου θύμισε τα γραπτά  της Λένας Κιτσοπούλου όπου κι εκείνη χρησιμοποιεί καθημερινές λέξεις, γυμνές από κάθε καλολογικό στοιχείο και δηθενιά.  Ο δεύτερος είναι το ότι επαναφέρει στη λογοτεχνία εκείνο με το οποίο θα έπρεπε να είναι ο βασικός κορμός της σχεδόν απαρέγκλητα - η υπεράσπιση του αδύναμου, του φτωχού, του περιθωριοποιημένου. Όπου περιθώριο  βλ. σήμερα όλους εκείνους που είναι αποκλεισμένοι από κάθε εκδοχή του σύγχρονου.  Οι σύγχρονοι Άθλιοι του Πειραιά, που υπάρχουν βέβαια και αλλού, μπορεί να έχουν αυτοκίνητα και κινητά έχουν όμως επίσης κι ένα αβέβαιο μέλλον που χρωματίζεται μελανά από την ανεργία, την αδικία, τα χρέη και τους νόμους που μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί για να υπερασπιζονται μόνο τους λίγους - μ' αυτή την έννοια, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πολιτικό.

Σίγουρα τούτη η συλλογή διηγημάτων δεν διαβάζεται ελαφρά τη καρδία και σίγουρα όχι εν μέσω καύσωνα όπως συνέβη μ' εμένα μα το συγκεκριμένο είναι ένα βιβλίο που  μου δωρίστηκε.  Όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Ένας κύριος με τον οποίο ανταλλάξαμε δύο βιβλιοφιλικές κουβέντες μπροστά στις προθήκες, έκανε την κίνηση και μου το χάρισε! Έτσι, out of the blue.

Yπήρξαν στιγμές που ήθελα να το αφήσω αλλά δεν το έκανα γιατί οι ιστορίες του μπορεί να είναι πολύ στενόχωρες έως "μαύρες" ωστόσο, δεν  σε καταβαραθρώνουν. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου αντέχουν μια πραγματικότητα που είναι το ίδιο απεχθής με την πιο νατουραλιστική απεικόνιση της τέχνης. Ωστόσο, κανείς τους  δεν διανοείται να μεταθέσει, να υποσκελίσει, να υπερπηδήσει  το όριο της αξιοπρέπειας. Όλοι τους συνεχίζουν να ζουν μέχρι εκεί που θα τους οδηγήσουν οι αντοχές τους έχοντας εμπιστοσύνη σε κάτι αδιευκρίνιστο που όμως φαίνεται τους συντηρεί. Προφανώς, "υπακούουν"  σ' αυτό που είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: If you're going through hell, keep going. Αν μη τι άλλο, μόνο στο σκοτάδι μπορείς να δεις τα άστρα, σωστά;

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010







Breaking and entering





Η υπόθεση της "Διάρρειξης", όπως είναι η ελληνική απόδοση του τίτλου είναι η εξής: ο Ουίλ, ένας δραστήριος, δημιουργικός και καταξιωμένος αρχιτέκτονας συζεί με τη Λιβ, την σουηδέζα σύντροφό του στο Λονδίνο του σήμερα. Η Λιβ έχει εγκαταλείψει την καριέρα της (είναι κάποιου είδους εικαστικός, δεν συγκράτησα κάτι συγκεκριμένο) κι έχει δοθεί αποκλειστικά στην ανατροφή της 13χρονης κόρης της, Μπι, που έχει διαγνωστεί με αυτισμό. Ο Ουίλ ομολογεί ότι νιώθει πως δεν υπάρχει χώρος για εκείνον στη ζωή της Λιβ αν παρ' όλα αυτά διεκδικεί όσο μπορεί τον ρόλο του και την θέση του πατέρα της μικρής. Νιώθοντας στην ουσία "εκτός" βρίσκει καταφύγιο στην Αμίρα, μια Γιουγκοσλάβα μετανάστρια που επιδιορθώνει ρούχα για  να ζήσει και  να μεγαλώσει τον γιο της Μίρο. Ο νεαρός  έφηβος, παλιός "γνώριμος" της αστυνομίας είναι  μέλος μιας "παρέας" (που συμπεριλαμβάνει και συγγενείς του) η οποία κάνει διαρρήξεις κυρίως σε γραφεία και κλέβει ακριβό τεχνικό εξοπλισμό. Ένα από τα γραφεία που ανοίγει ο Μίρο, και μάλιστα επανειλημμένως,  είναι κι εκείνο του Ουίλ. Ένα βράδυ, ο Ουίλ παρακολουθεί  τον Μίρο επί τω έργω και τον καταδιώκει χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, δεν λέει τίποτα στην Αμίρα για να διατηρήσει τη σχέση τους. Όταν η Αμίρα ανακαλύπτει ότι ο Ουίλ γνωρίζει και δεν κάνει κάποια κίνηση για να καταγγείλει τον κλέφτη στην αστυνομία γεμίζει άγχος και αμφιβολία για τα πραγματικά συναισθήματα του Ουίλ  και γίνεται καχύπτοτη έως εκδικητική. Ο δε Μίρο απελπίζεται όταν σκέφτεται  τις  ενδεχόμενες συνέπεις των πράξεών του. Από αυτή τη συναισθηματική σύγχυση τούς βγάζει η αστυνομία  όταν συλλαμβάνει τον Μίρο και την "παρέα" του.  Ο Μίρο βρίσκεται ένα βήμα μακριά απο τη φυλακή, η Αμίρα από την κατάρρευση και ο Ουίλ από την αποσύνθεση της ζωής του. 

Ο οσκαρικός Άντονι Μιγκέλα (ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει συνυπογράψει και το σενάριο του Nineσκηνοθετεί εδώ μια πολυεπίπεδη ιστορία, ένα δράμα με κυρίως ερωτικές και ψυχολογικές προεκτάσεις - οι σχέσεις  μεταξύ μητέρας και παιδιού που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής κι αγάπης, οι σχέσεις μεταξύ  συντρόφων, μεταξύ συναδέλφων, μεταξύ συνανθρώπων. Ήπιας έντασης μα ωστόσο αιχμηρό είναι και το κοινωνικό σχόλιο του  σκηνοθέτη για τους  μετανάστες  και την διαφορά των τάξεων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Υπογραμμίζω τη σκηνή όπου ο Ουίλ εμφανίζεται ενώπιον της Δικαστού μαζί με τη Λιβ η οποία και υποστηρίζει τη θέση του προς όφελος του νεαρού Μίρο - σκηνή που με έκανε να σκεφτώ διπλά για την φιλαλληλία στην εποχή μας  - σήμερα, η κάθε πράξη οφείλει να έχει το αντίστοιχο αντίτιμό της ή άμεση και ηχηρή ανταπόδοση, μια φιλαλληλία βλοσυρή, όπως θα έλεγε και η Αθηνά Κακούρη.

Ελαφρώς άχρωμος κι επίπεδος ο Τζουντ Λο όμως η  ωρίμανση της Ρόμπιν Ράιτ  είναι εντυπωσιακή Για την Ζυλιέτ Μπινός  δεν γίνεται λόγος  - είναι  αποδεδειγμένο πια ότι οι ρόλοι περιθωριακών γυναικών που εκπέμπουν σθένος κι έντονη fragility της εφαρμόζουν και  την αναδεικνύουν. H μουσική του επίσης οσκαρικού Γκάμπριελ Γιάρεντ  είναι ένας επίλογος που διαθέτει υπνωτιστική χροιά και  κάτι από την διαβρωτική ένταση του Λονδίνου.

Είχα πρόθεση  να γράψω σε τούτη η ανάρτηση  για μια συλλογή διηγημάτων  όμως  κατέληξα να γράφω για μια ταινία που είδα μόλις χθες βράδυ στη ΝΕΤ. Οι εξαιρετικοί συντελεστές του "Breaking and entering"  ήταν τόσο ισχυρός "μαγνήτης" που δεν ένιωσα καθόλου άσχημα που παρεξέκκλινα από την αρχική μου σκέψη. Ελπίζω  μόνο αυτό να μην σημαίνει κάτι δυσοίωνο για την συνέπεια και την προσήλωση στους σκοπούς και τους στόχους μου στην καινούργια περίοδο που ξεκίνησε.   

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010





I've got that feeling...



 

"This is the kind of autumn weather (...) I have always liked. 
I find the autumn stimulating, as spring is 
supposed to be for others. 
Autumn is the time..."

John Banville,

The Sea