Η πρόσκληση
(Προδημοσίευση)
(...)
Ἀποβιβάστηκα
στὸ λιμάνι κάτω ἀπὸ ἕναν θαμπό, κίτρινο
οὐρανό. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας
νὰ ἐντοπίσω κάποιον ποὺ θὰ μποροῦσε
νὰ εἶναι ὁ κ. Συμεών. Στὴν προβλήτα
περίμεναν ἐλάχιστοι ντόπιοι κι ἕνας
δυὸ ξένοι. Μάταια γυρνοῦσα τὸ βλέμμα
μου ἐρευνητικὰ ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν
ἄλλο – ἀδιάφορες ματιές, κανένα σημάδι,
μέχρι ποὺ σκόρπισαν ὅλοι. Ἔμεινα μόνος.
Το πράγμα άρχιζε στραβὰ – εἶχαν ξεχάσει
τὴν ἄφιξή μου; Ξαφνικά το μάτι μου
ἐπιασε μιὰ περίεργη κίνηση, χαμηλὰ
καὶ προς τ’ ἀριστερὰ μου. Στράφηκα κι
αντίκρισα δύο ἀνθρωπάκια – τὸ ὕψος
τους δὲν πρέπει νὰ ξεπερνοῦσε τὰ
ἑβδομῆντα ἑκατοστὰ – πού, προφανώς,
ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα περίμεναν κρυμμένα
στὴ σκιὰ, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
Πλησίασαν μὲ διστακτικές κινήσεις πρὸς
τὸ μέρος μου.
ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔκανε ἕνα βῆμα
μπροστὰ, μοῦ ἔτεινε τὸ χέρι (ὑψώνοντάς
το πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του) και είπε:
«Εἶμαι ὁ Συμεών, καλῶς ἤρθατε – ἀπὸ
δῶ ὁ βοηθός μου, ὁ Λάσκαρης». Τὸ ἄλλο
ἀνθρωπάκι, νεότερο σὲ ἡλικία, μοῦ
ἔσκασε ἕνα δειλὸ χαμόγελο. Τὸ χέρι
τοῦ Συμεὼν ἦταν λεπτό
καὶ παγωμένο, ἡ φωνή του σὰν γριπιασμένου
μικροῦ παιδιοῦ.
Εἶχα
μείνει ἐμβρόντητος. Ὁ Συμεὼν πῆρε τὸ
λόγο: «Ἐλπίζω νὰ μὴ σᾶς ἀπογοητεύσαμε!»
είπε χαμηλώνοντας ταπεινά το βλέμμα.
Μόλις κατάφερα νὰ ψελλίσω: «Τί λέτε,
ἀλίμονο…». Τὸ πρόσωπό του φωτίστηκε,
σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ μὲ κοίταξε. «Τὰ
καταφέρνετε μὲ τὴ βαλίτσα; Ναί; Παρακαλῶ,
ἀκολουθῆστε μας!» Αρχισαν νὰ χοροπηδᾶνε
στὸ λιθόστρωτο σαλτάροντας μὲ δύναμη
στὰ μεγάλα σκαλοπάτια. Ἀκολουθοῦσα
σαστισμένος, μὴ μπορώντας νὰ πάρω τὰ
μάτια μου ἀπὸ πάνω τους, ἐνῶ στὸ μυαλό
μου εἶχε κολλήσει ἡ σκέψη «πρέπει νὰ
μάθω πότε φεύγει τό ἑπόμενο πλοῖο γιὰ
Πειραιά!».
Ἀνεβαίναμε
ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὸ λιμάνι, πρὸς τὴν
κορυφὴ τοῦ λόφου. Προχωροῦσαν ἀκούραστοι,
μὲ εἶχαν ἀφήσει πίσω. Ἔξαφνα ἕνας
μεγάλος γάτος ἐμφανίστηκε λίγα μέτρα
μπροστὰ.
ὁ βοηθὸς τοῦ Συμεὼν ἔβγαλε ἀστραπιαία
ἀπὸ τὴν τσέπη του κάτι ποὺ ἔμοιαζε
μὲ στρακαστρούκα, τὸ ἄναψε καὶ τὸ
ἐκσφενδόνισε πρὸς τὸ μέρος του,
τρέποντας τὸν σὲ φυγή. Λίγο παραπάνω
κόλλησαν στὸ πεζούλι γιὰ νὰ ἀφήσουν
νὰ περάσει ἕνα γαϊδουράκι μὲ τὸν
ἀγωγιάτη του. Φτάσαμε στὸ τελευταῖο
σπίτι τῆς πλαγιᾶς, το προσπεράσαμε.
Δὲν ὑπῆρχε τίποτα παραπέρα. Κι ὅμως,
ἕνα σπίτι «μινιατούρα», σὰν μεγάλο
κουκλόσπιτο, χτισμένο ἀπὸ πέτρα, ὅμοιο,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μέγεθος, μὲ τὰ γειτονικὰ
ἀρχοντικά, πρόβαλε μπροστά μας. Πρὶν
χτυπήσουμε τὸ κουδούνι ἡ πόρτα ἄνοιξε
κι ἕνας χοντρὸς νάνος μὲ ὁλοστρόγγυλα
μάτια καὶ σκοροφαγωμένα γένια στάθηκε
στὸ κατώφλι: «Καλῶς ἤρθατε, κύριε
Συγγραφέα!» καὶ μοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι.
Ἔσκυψα μηχανικά, νὰ τὸν χαιρετήσω. Τὸ
τραχύ του χέρι μὲ γράπωσε καὶ μὲ τράβηξε
μὲ ἀφύσικη δύναμη, τὴν ἴδια στιγμὴ
ποὺ οἱ δύο ἄλλοι μὲ περδίκλωναν καὶ
μὲ ἔριχναν στὸ ἔδαφος. Βάλθηκαν νὰ
μὲ τραβοῦν καὶ νὰ μὲ σπρώχνουν στὸ
μικρὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας, ὅπου φράκαρα
στὸ ὕψος τῶν ὤμων. «Ἐλᾶτε, κύριε
Βελισάρη, τόσοι συγγραφεῖς πέρασαν ἀπὸ
δῶ, δὲν μπορεῖ ἐσεῖς νὰ μὴ χωρᾶτε
στὸν Οἶκο τῆς Γραφῆς!» Μὲ μιὰ τελευταία
προσπάθεια κατάφεραν νὰ μὲ περάσουν
ἀπὸ τὴν πόρτα – καὶ βρέθηκα σ’ ἕναν
θάλαμο ποὺ καταλάμβανε πολὺ μικρότερο
ὄγκο ἀπὸ τὸ σῶμα μου, ὅπου ἦταν
ἀδύνατον νὰ χωρέσω. Ἡ ἀντίληψη τοῦ
χώρου, οἱ τρεῖς γνωστὲς διαστάσεις
κατέρρεαν, ὁ κόσμος ποὺ γνώριζα χανόταν
μέσα σ’ ἕναν πρωτόγνωρο ἐφιάλτη. Ἡ
τελευταία αἴσθηση ποὺ εἶχα πρὶν
ξυπνήσω, λουσμένος στὸν ἱδρώτα, ἦταν
ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ κρατήσω
ἀνάμεσα στὰ δάχτυλά μου, ποὺ εἶχαν
μεταμορφωθεῖ σὲ χοντρούς, δύσκαμπτους
σωλῆνες, ἕνα σχεδὸν ἀόρατο νῆμα, πιὸ
λεπτὸ κι ἀπὸ μετάξι.
Ἔμεινα
νὰ κοιτῶ τὸ κενό μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια,
παίρνοντας βαθιὲς ἀνάσες, ἀνοιγοκλείνοντας
τὰ δάχτυλά μου, ἐπαναλαμβάνοντας στὸν
ἑαυτό μου ὅτι ἦταν μόνο ἕνα κακὸ
ὄνειρο.
(...)
Σημείωση:
Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από την πρώτη ενότητα της νουβέλας του Γιώργου Μητά "Το Σπίτι" (Κίχλη, 2014) που θα
βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων την Δευτέρα
20 Οκτωβρίου.