Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014













"Με την επιστράτευση...




...φύγανε και τα δύο τα αγόρια. Και ο Χαράλαμπος και ο Τάκης.  Ο Χαράλαμπος ήτανε ήδη επάνω, ενάμιση χρόνο φαντάρος. Ο Τάκης ήταν στα δεκαεπτά. Ήταν η 28η Οκτωβρίου. Στις 26 ήταν του Αγίου Δημητρίου, γιόρταζε ο μικρός και ήρθε η θεία μου κι έφερε ένα κουτί κουραμπιέδες. Εν τω μεταξύ η μάνα δεν μας άφηνε να πάρουμε, να μην χαλάσουμε το κουτί τους κουραμπιέδες – τους είχε βολεμένους, να περάσει η γιορτή και μετά. Τη Δευτέρα το πρωί που πήγαμε στο σχολείο, βγήκε ο διευθυντής έξω, ήταν ο κ.Αλβανός, στο 3ο δημοτικό σχολείο πηγαίναμε τότε και  είπε «κηρύχτηκε ο πόλεμος», μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο, οι μακαρονάδες, και θα τους φάμε, ζήτω εμείς, που δεν νοιώθαμε κιόλας, τέλος πάντων... Μετά μας διώξαν, δεν κάναμε μάθημα εκείνη τη μέρα, πήγαμε σπίτια μας. Μόλις μπήκαμε, «μαμά, φέρε τους κουραμπιέδες να τους φάμε. Έγινε πόλεμος!» Εμείς το νομίζαμε γιορτή.

(...)

Ακούμε κάποια ώρα πυροβολισμούς, απέξω είχε στάρια, το σπίτι της Ρένας είχε κτήμα, και πιάσανε κόσμο, τους έβαλαν μέσα στ’ αυτοκίνητα να πάνε να τους εκτελέσουν. Τον έναν τον εκτέλεσαν  εκεί απ' έξω… και ακούσαμε το αυτοκίνητο που έφευγαν και ανοίξαμε και είδαμε  το παλικάρι  μέσα στα στάρια. Χυμένο το αίμα…. 

(...)

Όταν ο πατέρας σου γύρισε από τον πόλεμο είχε τόσα γένια που δεν τον αναγνώριζες. Και η μάνα μου ήτανε στη  πόρτα και άμα έβλεπε φαντάρο, ρωτούσε: Μήπως είδατε τον Χαράλαμπο; Τον είδαμε, είναι καλά, είναι καλά, της λέγανε εκείνοι. Κάποια ώρα, νάσου ο πατέρας σου από τη γωνία. Αγνώριστος. Γένια, μαλλιά μέχρι κάτω. Πλησιάζει, ψείρα, ψείρα, ψείρα… στη κοιλιά, στα μαλλιά…. Κοιτάζει η μάνα μου και ρωτά: παιδάκι μου, μήπως είδες το Χαράλαμπο; Εγώ είμαι μάνα. Εγώ είμαι. Ανάσταση! Τον πιάνει αγκαλιά τον φιλά. Τον βάζει να πλυθεί."






Σημείωση: "Το Δάσος" που εικονογραφεί την ανάρτηση είναι χάραγμα σε πέτρα της Βάσως Κατράκη.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014










"Why at the beginning of things 
is there always light?"



Με ερώτηση ξεκινά το "The Narrow Road to the Deep North" του Αυστραλέζου Richard Flanagan που βραβεύτηκε πριν λίγες μέρες με το Man Booker Prize 2014. Οι κριτικές μιλούν για ένα μυθιστόρημα άγριας ομορφιάς που αφορά τις πολλές μορφές του έρωτα και του θανάτου, του πολέμου και της αλήθειας, και έναν άντρα που ενηλικιώνεται και προχωρά μόνο για να ανακαλύψει όλα εκείνα που έχασε στην πορεία. Διαβάστε εδώ ένα πολύ μικρό απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.

Όσο για την απάντηση, μέχρι να διαβάσουμε το βιβλίο, θα μπορούσε να είναι τα λόγια του βραβευμένου συγγραφέα από συνέντευξή του: "If you choose to take your compass from power, in the end you find only despair. But if you look around the world you can see and touch – the everyday world that is too easily dismissed as everyday – you see largeness, generosity, hope, change for the better. It’s always small but it’s real. We need politics like we need a good sewerage system – it should run properly and efficiently. But over the last century we have made a fetish of politics and we believe too much in it; we invest too much of ourselves in it and we don’t recognise the wonder in ourselves.”






Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014








Η πρόσκληση

(Προδημοσίευση)



(...)

Ἀποβιβάστηκα στὸ λιμάνι κάτω ἀπὸ ἕναν θαμπό, κίτρινο οὐρανό. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας νὰ ἐντοπίσω κάποιον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ κ. Συμεών. Στὴν προβλήτα περίμεναν ἐλάχιστοι ντόπιοι κι ἕνας δυὸ ξένοι. Μάταια γυρνοῦσα τὸ βλέμμα μου ἐρευνητικὰ ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο – ἀδιάφορες ματιές, κανένα σημάδι, μέχρι ποὺ σκόρπισαν ὅλοι. Ἔμεινα μόνος. Το πράγμα άρχιζε στραβὰ – εἶχαν ξεχάσει τὴν ἄφιξή μου; Ξαφνικά το μάτι μου ἐπιασε μιὰ περίεργη κίνηση, χαμηλὰ καὶ προς τ’ ἀριστερὰ μου. Στράφηκα κι αντίκρισα δύο ἀνθρωπάκια – τὸ ὕψος τους δὲν πρέπει νὰ ξεπερνοῦσε τὰ ἑβδομῆντα ἑκατοστὰ – πού, προφανώς, ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα περίμεναν κρυμμένα στὴ σκιὰ, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Πλησίασαν μὲ διστακτικές κινήσεις πρὸς τὸ μέρος μου. ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔκανε ἕνα βῆμα μπροστὰ, μοῦ ἔτεινε τὸ χέρι (ὑψώνοντάς το πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του) και είπε: «Εἶμαι ὁ Συμεών, καλῶς ἤρθατε – ἀπὸ δῶ ὁ βοηθός μου, ὁ Λάσκαρης». Τὸ ἄλλο ἀνθρωπάκι, νεότερο σὲ ἡλικία, μοῦ ἔσκασε ἕνα δειλὸ χαμόγελο. Τὸ χέρι τοῦ Συμεὼν ἦταν λεπτό καὶ παγωμένο, ἡ φωνή του σὰν γριπιασμένου μικροῦ παιδιοῦ.

Εἶχα μείνει ἐμβρόντητος. Ὁ Συμεὼν πῆρε τὸ λόγο: «Ἐλπίζω νὰ μὴ σᾶς ἀπογοητεύσαμε!» είπε χαμηλώνοντας ταπεινά το βλέμμα. Μόλις κατάφερα νὰ ψελλίσω: «Τί λέτε, ἀλίμονο…». Τὸ πρόσωπό του φωτίστηκε, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ μὲ κοίταξε. «Τὰ καταφέρνετε μὲ τὴ βαλίτσα; Ναί; Παρακαλῶ, ἀκολουθῆστε μας!» Αρχισαν νὰ χοροπηδᾶνε στὸ λιθόστρωτο σαλτάροντας μὲ δύναμη στὰ μεγάλα σκαλοπάτια. Ἀκολουθοῦσα σαστισμένος, μὴ μπορώντας νὰ πάρω τὰ μάτια μου ἀπὸ πάνω τους, ἐνῶ στὸ μυαλό μου εἶχε κολλήσει ἡ σκέψη «πρέπει νὰ μάθω πότε φεύγει τό ἑπόμενο πλοῖο γιὰ Πειραιά!».

Ἀνεβαίναμε ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὸ λιμάνι, πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ λόφου. Προχωροῦσαν ἀκούραστοι, μὲ εἶχαν ἀφήσει πίσω. Ἔξαφνα ἕνας μεγάλος γάτος ἐμφανίστηκε λίγα μέτρα μπροστὰ. ὁ βοηθὸς τοῦ Συμεὼν ἔβγαλε ἀστραπιαία ἀπὸ τὴν τσέπη του κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ στρακαστρούκα, τὸ ἄναψε καὶ τὸ ἐκσφενδόνισε πρὸς τὸ μέρος του, τρέποντας τὸν σὲ φυγή. Λίγο παραπάνω κόλλησαν στὸ πεζούλι γιὰ νὰ ἀφήσουν νὰ περάσει ἕνα γαϊδουράκι μὲ τὸν ἀγωγιάτη του. Φτάσαμε στὸ τελευταῖο σπίτι τῆς πλαγιᾶς, το προσπεράσαμε. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα παραπέρα. Κι ὅμως, ἕνα σπίτι «μινιατούρα», σὰν μεγάλο κουκλόσπιτο, χτισμένο ἀπὸ πέτρα, ὅμοιο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μέγεθος, μὲ τὰ γειτονικὰ ἀρχοντικά, πρόβαλε μπροστά μας. Πρὶν χτυπήσουμε τὸ κουδούνι ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χοντρὸς νάνος μὲ ὁλοστρόγγυλα μάτια καὶ σκοροφαγωμένα γένια στάθηκε στὸ κατώφλι: «Καλῶς ἤρθατε, κύριε Συγγραφέα!» καὶ μοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι. Ἔσκυψα μηχανικά, νὰ τὸν χαιρετήσω. Τὸ τραχύ του χέρι μὲ γράπωσε καὶ μὲ τράβηξε μὲ ἀφύσικη δύναμη, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ οἱ δύο ἄλλοι μὲ περδίκλωναν καὶ μὲ ἔριχναν στὸ ἔδαφος. Βάλθηκαν νὰ μὲ τραβοῦν καὶ νὰ μὲ σπρώχνουν στὸ μικρὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας, ὅπου φράκαρα στὸ ὕψος τῶν ὤμων. «Ἐλᾶτε, κύριε Βελισάρη, τόσοι συγγραφεῖς πέρασαν ἀπὸ δῶ, δὲν μπορεῖ ἐσεῖς νὰ μὴ χωρᾶτε στὸν Οἶκο τῆς Γραφῆς!» Μὲ μιὰ τελευταία προσπάθεια κατάφεραν νὰ μὲ περάσουν ἀπὸ τὴν πόρτα – καὶ βρέθηκα σ’ ἕναν θάλαμο ποὺ καταλάμβανε πολὺ μικρότερο ὄγκο ἀπὸ τὸ σῶμα μου, ὅπου ἦταν ἀδύνατον νὰ χωρέσω. Ἡ ἀντίληψη τοῦ χώρου, οἱ τρεῖς γνωστὲς διαστάσεις κατέρρεαν, ὁ κόσμος ποὺ γνώριζα χανόταν μέσα σ’ ἕναν πρωτόγνωρο ἐφιάλτη. Ἡ τελευταία αἴσθηση ποὺ εἶχα πρὶν ξυπνήσω, λουσμένος στὸν ἱδρώτα, ἦταν ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ κρατήσω ἀνάμεσα στὰ δάχτυλά μου, ποὺ εἶχαν μεταμορφωθεῖ σὲ χοντρούς, δύσκαμπτους σωλῆνες, ἕνα σχεδὸν ἀόρατο νῆμα, πιὸ λεπτὸ κι ἀπὸ μετάξι.

Ἔμεινα νὰ κοιτῶ τὸ κενό μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια, παίρνοντας βαθιὲς ἀνάσες, ἀνοιγοκλείνοντας τὰ δάχτυλά μου, ἐπαναλαμβάνοντας στὸν ἑαυτό μου ὅτι ἦταν μόνο ἕνα κακὸ ὄνειρο.  

                                                     (...)









Σημείωση: Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από την πρώτη ενότητα της νουβέλας του Γιώργου Μητά "Το Σπίτι" (Κίχλη, 2014) που θα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων την Δευτέρα 20 Οκτωβρίου.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014











 Sites of Reason 

 

Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το όνομα του Hans Fallada ακούγεται πια συχνά. 
Η παραμονή του στην Γερμανία του Γ' Ράιχ τη στιγμή που όλοι οι ομότεχνοί του την εγκατέλειπαν με συνοπτικές διαδικασίες, ίσως είναι ο λόγος που ο Ρούντολφ Βίλχελμ Φρίντριχ Ντίτσεν -όπως είναι το πραγματικό του όνομα- παρέμενε στην αφάνεια και μόλις πρόσφατα το έργο του έχει αποκτήσει την αναγνώριση και την αποδοχή των βιβλιόφιλων καθώς  το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του μεταφράζονται κι επανεκδίδονται γνωρίζοντας επιτυχία σε πολλές χώρες. Στο τραγικό "Ο Πότης" (σε μετάφραση και με επίμετρο της Έμης Βαϊκούση - Κίχλη, 2013), ο Φάλλαντα καταγράφει με ανατριχιαστικό ρεαλισμό την πορεία του  Έρβιν Ζόμερ, ενός επιτυχημένου κι ευϋπόληπτου επιχειρηματία, προς την εκούσια κατάστροφή του.

Ο Πότης χωρίζεται σε 64 μικρά κεφάλαια που διευκολύνουν τον ρυθμό της ανάγνωσης, ιδίως στις πρώτες σελίδες όπου ο Ζόμερ αφηγείται αρκετά προβλέψιμες καταστάσεις: μία λάθος κίνηση αποφέρει σημαντική ζημία στην επιχείρησή του κι εκείνος προσπαθεί να το κρύψει από την σύζυγό του, Μάγδα. Αρχίζει να πίνει για να κατευνάσει τις ενοχές του -
το αλκοόλ μετασχηματίζει θαυμάσια και το αίσθημα κατωτερότητας που βρίσκει ευκαιρία να εκδηλωθεί. Όταν η Μάγδα τον ρωτά για το ποτό, ο Έρβιν την κατηγορεί ότι είναι δικό της το φταίξιμο γιατί διευθύνει την επιχείρηση καλύτερα από εκείνον κι επίσης ότι θέλει να του πάρει την περιουσία του.  Μετά από αυτό, η Μάγδα επιμένει να συμβουλευτεί έναν ειδικό γιατρό, ο Έρβιν όμως αρνείται, εγκαταλείπει την συζυγική εστία και καταφεύγει σ' ένα πανάθλιο δωμάτιο που νοικιάζει από έναν Πολωνό απατεώνα. Σύντομα όμως θα επιστρέψει - νύχτα, μεθυσμένος και με σκοπό να κλέψει το ασημένιο σερβίτσιο της Μάγδας -κι ό,τι άλλο με εμπορεύσιμη αξία μπορέσει να βάλει στην βαλίτσα του- για να αγοράσει αλκοόλ και να πληρώσει το νοίκι.  Η Μάγδα θα τον αντιληφθεί, ο Έρβιν θα την απειλήσει και η υπηρέτρια του σπιτιού θα καλέσει την αστυνομία.
 

Από την στιγμή αυτή και μετά, η ανάγνωση σε απορροφά - ο Έρβιν αφηγείται με άκρως παραστατικό τρόπο την φυλάκισή του πρώτα και κατόπιν την εισαγωγή του στο άσυλο όπου μεταφέρεται μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Σε τούτη την πινακοθήκη ψυχικά και σωματικά ταλαιπωρημένων ανθρώπων, όπως το περιγράφει ο ίδιος, οι συνθήκες διαβίωσης και οι χαρακτήρες είναι ενοχλητικά ευκρινείς.  Ο κοντούλης και κουτσός Κούρμαν, ένας άκακος τρόφιμος  που εχθρεύονταν τους κομμουνιστές· ο εντυπωσιακός εξηντάρης Κεμπ που ήταν ακατάβλητος στην δουλειά, και ο μικρόσωμος πενηντάρης Τσάιζε, αδιόρθωτος κλέφτης, ήταν οι τρεις έγκλειστοι με τους οποίους ο Ζόμερ μπορούσε να πει δυο ήρεμες κουβέντες. Υπήρχαν όμως μαζί τους  ο σχιζοφρενής Σάξονας, ο Λαξ, ένας νεαρός άδωνις που προερχόταν από καλή οικογένεια και είχε διαπράξει  κάποτε ένα ποινικό αδίκημα κι ένας ηλικιωμένος επιληπτικός, διαβόητος “ξυλοκοπηματίας” που ήταν εξαιρετικά ευέξαπτος και χωρίς αναστολές – και να σκοτώσει θα μπορούσε και δεν θα ξάφνιαζε και κανέναν. Ο άξεστος και δειλός Μπουκ, ένας  τσαγκάρης που εξακολουθούσε να ασκεί την τέχνη του και μέσα στο άσυλο, έμπλεκε συνεχώς σε καβγάδες, που συνοδεύονταν από αισχρότατο υβρεολόγιο κι εξελισσόταν σε άγριους ξυλοδαρμούς. Ο Χανς Χάγκεν, με μια ομορφιά απαστράπτουσα και αθλητικό παρουσιαστικό, ήταν παθολογικός απατεώνας  κι έκανε οχτώ εβδομάδες στην απομόνωση γιατί έσπασε κάποιον στο ξύλο. Κάποια στιγμή πέρασε από εκεί και ο Πολιακόφ, ο Πολωνός απατεώνας από τον οποίο ο Έρβιν νοίκιασε το άθλιο δωμάτιο  και ο οποίος έκλεψε τελικά τα ασημικά και τις καταθέσεις του Έρβιν. Από εκδίκηση που ο Έρβιν τον κατέδωσε στην αστυνομία, ο Πολιακόφσκι τον δαγκώνει στην μύτη σημαδεύοντάς τον για πάντα.  Η λίστα -και η φρίκη- δεν έχει τελειωμό. 


Στο εκτενέστατο επίμετρο, όπως και στο φωτογραφικό παράρτημα που βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες της καλαίσθητης τούτης έκδοσης, δίνεται η επεισοδιακή ζωή του συγγραφέα πλαισιωμένη με σημαντικές λεπτομέρειες που θα μπορούσε να επισκιάσει το μυθιστόρημα  καθώς "Ο Πότης" συνιστά ουσιαστικά μια μικρή αυτοβιογραφία του Φάλλαντα. Το εξής, πραγματικό, επεισόδιο έγινε αφορμή για την συγγραφή του: πάνω σε έναν διαπληκτισμό με την πρώτη του σύζυγο Σούζε με την οποία είχε ήδη χωρίσει, ο Φάλλαντα πυροβολεί στον αέρα. Το περιστατικό καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από τους γείτονες και καταγράφεται  ως απόπειρα φόνου που ακολουθείται από την φυλάκισή του και στην συνέχεια, την αναγκαστική εισαγωγή του Φάλλαντα σε ίδρυμα.  Η διαβίωση, ή καλύτερα η επιβίωσή του, εκεί αποτελεί το υλικό του Πότη καθώς λίγες ημέρες μετά από την εισαγωγή του, ο Φάλλαντα ζήτησε γραφική ύλη για να γράψει με την πρόφαση ότι πρέπει να ολοκληρώσει την εργασία που του είχε αναθέσει ο Γκέμπελς - ναι, ο διαβόητος αξιωματικός των Ες Ες είχε ενθουσιαστεί με το προηγούμενο βιβλίο του, το "Λύκος ανάμεσα σε Λύκους", που θεώρησε εξόχως επικριτικό για την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και γι' αυτό του ανέθεσε να συγγράψει, μεταξύ άλλων, ένα μυθιστόρημα που θα προοριζόταν για σενάριο μιας ταινίας που θα χρηματοδοτούσε το Ναζιστικό κράτος και θα κατέγραφε τη ζωή μιας γερμανικής οικογένειας στις αρχές της δεκαετίας 1930, την άνοδο των Ναζί και την δύναμη τους να επιλύουν τα προβλήματα που δημιουργούσαν ο πόλεμος και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αδύναμος ως χαρακτήρας και πιεσμένος από τα άθλια οικονομικά του ο Φάλλαντα δέχτηκε αλλά ποτέ δεν το ολοκλήρωσε. "Ο Πότης" πήρε την θέση του.  

Το μυθιστόρημα θεωρείται, πλέον, ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που γράφτηκαν την περίοδο του ναζισμού. Ωστόσο, δεν περίεχει ίχνος σχετικής αναφοράς - η χρονική τοποθέτηση του συγγραφέα είναι ασαφής. Υποθέτω πως ο  Φάλλαντα τοποθετεί την πλοκή του Πότη στην περίοδο του Μεσοπολέμου από τον τρόπο ντυσίματος του Ζόμερ και την ανεμπόδιστη τρυφηλότητα που απόλαυσε με τα λεφτά που σήκωσε από την τράπεζα θέλοντας να δραπευτεύσει από τις ευθύνες του. Όπως επίσης και από το μεσοαστικό σπίτι του, η φροντίδα, η τάξη και η ασφάλεια του οποίου κάνει τις περιγραφές της διαβίωσης των κατώτατων κοινωνικών στρωμάτων ιδιαίτερα ζοφερές κι ανάγλυφες - έδαφος ιδανικά εύφορο για την καλλιέργεια της ναζιστικής ιδεολογίας που ακολουθεί. Η αποπνικτική πανσιόν του Πολωνού Πολιακόβσκι είναι ένα παράδειγμα· το χάνι που μπεκροπίνει ο Ζόμερ κι ερωτεύεται την σερβιτόρα, επίσης. 

Η γραφή του Χανς Φάλλαντα  είναι συνταρακτική - η πολύ προσεγμένη μετάφραση της Έμης Βαϊκούση αναδεικνύει το με ακρίβεια και λιτό ύφος του ενώ το δράμα και η τραγικότητα που εκλείονται από την κοινωνική διάσταση του μικρόκοσμου του ασύλου έχει οδηγήσει αρκετούς στη σύγκρισή του με τους Ρώσους κλασικούς. Καθόλου άδικα ως προς αυτό. Όμως, η νατουραλιστική, σαν ρεπορτάζ, καταγραφή των όσων συμβαίνουν στο άσυλο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την μύχια ενδοσκόπηση που "ειδικεύονται" οι Ρώσοι κλασικοί. Το παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας (εδώ): "...δεν κρίνω, αλλά προσπαθώ να περιγράψω το Κακό, χωρίς να παρεμβάλλω δικές μου αξιολογικές κρίσεις".  Δεν θυμάμαι κάτι σχετικό στους Ρώσους κλασικούς αλλά το χιούμορ του Φάλλαντα είναι αυτοσαρκαστικό, υπονομευτικό, καυστικό, σαν την πρώτη γουλιά του ποτού: "Σήκωσα το ποτήρι, δίστασα λίγο, το κατέβασα μονορούφι. Το κάψιμο έκοβε την ανάσα, στραβοκατάπια, όμως υποχρέωσα το υγρό να κατέβει στο λαρύγγι μου. Το ένιωσα να κυλάει καυτό, καυστικό, οξύ, και το στομάχι μου κατακλύστηκε από ένα ξαφνικό αίσθημα θέρμης, μιας απολαυστικής θέρμης." Όσο για την ρωσική λογοτεχνική παράδοση στους απαγορευμένους έρωτες, ο Φάλλαντα απέχει παραγάγγας - η ιστοριούλα του Έρβιν με την σερβιτόρα είναι ανάξια λόγου μιας που γίνεται από την αρχή φανερό πως είναι δημιούργημα του αλκοόλ ενώ η σχέση του Έρβιν με την Μάγδα έχει ουσιαστικά τελειώσει πριν καν από το επεισόδιο με τα ασημικά. Και η Μάγδα, αποξενωμένη εντελώς πλέον από τον Έρβιν κι έχοντας την διαβεβαίωση του αρχίατρου πως η τωρινή υπόθεσή του βρίσκεται σε καλό δρόμο, του ανακοινώνει πως συνδέεται με τον Χάινριχ Χάιντσε και σκοπεύουν να παντρευτούν.


"Ο Πότης" θα μπορούσε να είναι μία αλληγορία για τον κόσμο του Κακού όπως εκδηλώθηκε με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, και ένα θαυμάσιο παράδειγμα του διλήμματος μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας, προσωπικότητας και ιδεολογίας - η επιλογή φαντάζει εύκολη αρκεί να βρει κανείς την κατάλληλη δικαιολογία. Και ο Έρβιν Ζόμερ την έχει στο μπουκάλι: από την αστική αξιοπρέπεια και την προσπάθεια να ανακτήσει μια καινούργια νηφαλιότητα που θα του επιτρέψει να ανακτήσει τον έλεγχο της επιχείρησης, της οικογένειας και της ζωής του επιλέγει να παραμείνει σ' έναν τόπο μηδενισμένο και χαμερπή, όπου ακόμη και η σκέψη, κάθε φορά που προσπαθεί να δραπετεύσει, αποτυγχάνει με μπεκετικό τρόπο - κάθε φορά και καλύτερα.







Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι στιγμιότυπο από βίντεο της Emily Roysdon με τίτλο Sense and Sense. Στην ενδιάμεση φωτογραφία είναι ο συγγραφέας και το επιτοίχιο γλυπτό στο τέλος είναι του Tim Hawkinson.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014








‘The great, the inevitable 
subject of the novel, 
is always . . . 


 time.’








Τα λόγια ανήκουν στον φετινό νικητή των βραβείων Νόμπελ για την Λογοτεχνία, Patrick Modiano. Περισσότερο όμως από την νοσταλγία για τον χρόνο που περνά, το μεγαλύτερο θέμα στα μυθιστορήματά του είναι ο άνθρωπος που λείπει. Σαν τον "Άνθρωπο που Περπατά" του Alberto Giacometti. (Η φωτογραφία αντλήθηκε από εδώ).

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014














Λι



"Χαμηλή καταχνιά σκέπαζε τις δύο πολιτείες που εμάς δεν μας εμπόδιζε να βλέπουμε τα παρδαλά φώτα που δε σβήνουνε μέρα νύχτα. Καθόμουνα μοναχός στην τραπεζαρία. Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ' ένα μαντήλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ' το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι ίσαμε έξι μηνών. Έπαιζε  με τη στριφτή πλεξίδα της. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με τέχνη και χάρη χωρίς να κρατηθεί πουθενά. Φορούσε μια πάνινη μπλούζα κι ένα στενό μαύρο παντελόνι. Στο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο μπαμπού. Σενιάρισε με μια κίνηση των ώμων το μωρό στην πλάτη της. Έδειχνε ίσαμε οχτώ χρονώ. Το μουτράκι της ήταν άσχημο μα δεν χόρταινες να βλέπεις τα μάτια της, που χόρευαν αδιάκοπα.
- Τι θέλεις, ρώτησα. 
- Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα."

Έτσι ξεκινά η γνωριμία ενός ναυτικού με ένα ζητιανάκι που εξελίσσεται σε μια συγκινητική ιστορία φιλίας και πατρικής αγάπης. Η ιστορία της Κινεζούλας Λι (Άγρα, 2010) είναι ένα από τα ελάχιστα πεζά που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας και εκτείνεται σε μόνο 51 σελίδες μικρού μεγέθους. 

Θα μπορούσε να είναι ένα όμορφο παραμύθι - η ατμόσφαιρα του αγκυροβολημένου καραβιού και του λιμανιού, η ζωή του κοριτσιού στο Σαμπάν (πλωτή κατοικία) και η βόλτα τους στην μεγαλούπολη, ο εθιμικός τρόπος ζωής και οι νοοτροπίες των Κινέζων, η αντισυμβατικότητα, η ευγένεια και η φαντασία της Λι, αναδύονται τόσο έντονα, σαν παραμυθική μυθοπλασία που θα έλεγε κι ο Aleksandr Grin.

Η γραφή του Καββαδία είναι όμως βιωματική  και πολύ πλούσια σε εμπειρίες κι αυτό είναι που κάνει το "φτωχό" πεζογραφικό του έργο ιδιαίτερα ξεχωριστό. Το "Λι" είναι ένα μικρό αφήγημα της ζωής του που το αναπαριστά με μεγάλη αισθαντικότητα και άψογη δημοτική. Η ιδιωματική γλώσσα των ναυτικών δεν βαραίνει το κείμενο που, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς από έναν ποιητή, είναι απολύτως λιτό και ισορροπημένο.  

Precious.






Σημείωση: Το βιβλίο κοσμείται από το ιδεόγραμμα του ονόματος Λι, που εμφανίζεται στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του βιβλίου σε διάφορες παραλλαγές και το οποίο καλλιγραφήθηκε από τον Κινέζο ηθοποιό και ζωγράφο Tielin Zhang για την συγκεκριμένη έκδοση. Στην φωτογραφία, μαριονέτα του φημισμένου Michael Meschke.