Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014














Μια φορά κι έναν καιρό



της Ναντίν Γκόρντιμερ



 
Κάποιος μου έγραψε ζητώντας να συνεισφέρω σε μια ανθολογία με ιστορίες για παιδιά. Απάντησα πως δεν γράφω παραμύθια. Και ανταπαντά πως σε ένα πρόσφατο συνέδριο/έκθεση βιβλίου/σεμινάριο ένας συγκεκριμένος πεζογράφος είπε ότι κάθε συγγραφέας οφείλει να γράψει τουλάχιστον μία ιστορία για παιδιά. Σκέφτομαι να στείλω μια κάρτα λέγοντας πως δεν δέχομαι ότι 'οφείλω' να γράψω οτιδήποτε.
     Και μετά χθες βράδυ ξύπνησα – ή μάλλον με ξύπνησαν χωρίς να γνωρίζω τι ήταν αυτό που με είχε ξεσηκώσει. 
      Μία φωνή στον θάλαμο αντήχησης του υποσυνείδητου; 
      Ένας ήχος.
    Ένα τρίξιμο σαν κι αυτό που προκαλείται όταν μεταφέρεται το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο κατά μήκος του ξύλινου πατώματος. Αφουγκράστηκα. Ένιωσα τους ακουστικούς πόρους των αυτιών μου να διαστέλλονται από την αυτοσυγκέντρωση. Ξανά: το τρίξιμο. Το περίμενα· περίμενα να ακούσω αν μου υποδείκνυε ότι κάποια πόδια κινούνταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, προχωρώντας στον διάδρομο – μέχρι την πόρτα μου. Δεν έχω κάγκελα ασφαλείας, ούτε όπλο κάτω από το μαξιλάρι, αλλά έχω τους ίδιους φόβους όπως οι άνθρωποι που παίρνουν αυτά τα μέτρα προφύλαξης, και τα τζάμια των παραθύρων μου μοιάζουν με λεπτό διαφανές στρώμα πάγου, μπορούν να θρυμματιστούν όπως ένα κρασοπότηρο. Μία γυναίκα δολοφονήθηκε (όπως το έθεσαν) μέρα μεσημέρι σε ένα σπίτι δύο τετράγωνα πιο πέρα, πέρυσι, και τα άγρια σκυλιά που φρουρούσαν έναν γέρο χήρο και την συλλογή του από ρολόγια αντίκες στραγγαλίστηκαν  προτού ο γέρος μαχαιρωθεί από τον εποχικό εργάτη που είχε απολύσει χωρίς αποζημίωση.   Παρατηρούσα την πόρτα, αναπαριστώντας την εικόνα της με το μυαλό μου παρά βλέποντάς την, στο σκοτάδι. Έμεινα  εντελώς ακίνητη -ήδη ένα θύμα- αλλά η αρρυθμία της καρδιάς μου έπαιρνε φτερά, χτυπώντας μια από δω και μια από κει στους τοίχους του σώματος-κλουβιού. Πόσο θαυμάσια συντονισμένες είναι οι αισθήσεις, ακριβώς μέσα απ’ την ακινησία, ύπνος! Δεν θα μπορούσα ποτέ να αφουγκραστώ τόσο έντονα μες τους περισπασμούς της μέρας·  διάβαζα κάθε ισχνό ήχο, αναγνωρίζοντας και κατηγοριοποιώντας την αντίστοιχη πιθανή απειλή. 
     ‘Όμως έμαθα ότι ούτε απειλούμουν αλλά ούτε και είχα γλιτώσει. Δεν υπήρχε κανένα ανθρώπινο βάρος να πιέζει τα σανίδια· το τρίξιμο ήταν οι ξαφνικές συστολές και διαστολές που συνήθως έχουν τα υλικά. Έγινε το  επίκεντρο του άγχους και ήμουν μέσα του. Ήμουν στο μέσο του. Το σπίτι που με περιβάλλει ενώ κοιμάμαι  είναι χτισμένο σε υποσκαμμένο έδαφος· πολύ κάτω από το κρεβάτι μου, το πάτωμα, τα θεμέλια του σπιτιού, οι κλιμακωτές σήραγγες  και οι δίοδοι των χρυσωρυχείων έχουν κουφώσει τον βράχο, και όταν κάποια επιφάνεια σείεται, αποκολλάται και πέφτει, τρεις χιλιάδες πόδια κάτω από τη γη,  ολόκληρο το σπίτι μετακινείται ελαφρώς, προκαλώντας ανησυχητική πίεση  στις αντίρροπες δυνάμεις που συγκρατούν τα τούβλα, το τσιμέντο, το ξύλο και το γυαλί ως δομημένη κατασκευή γύρω μου. Τα φτερουγίσματα της καρδιάς μου μειώθηκαν σταδιακά όπως αναπτύσσεται η τελευταία υπόκωφη νότα σε ένα από τα ξυλόφωνα που κατασκεύαζαν οι μετανάστες ιθαγενείς των Τσόπι και των Τσόνγκα  που ίσως να δούλευαν ως χρυσοθήρες εκεί κάτω,  κάτω από μένα μέσα στη γη εκείνη τη στιγμή. Η κλιμακωτή σήραγγα όπου βρίσκονταν ο καταρράχτης ίσως ήταν σε αχρηστία, στάζοντας νερό  από τις σπασμένες φλέβες της· ή μπορεί τώρα να έθαβαν άντρες εκεί κάτω στον πιο βαθύ από τους τάφους.   
       Δεν μπορούσα να βολευτώ σε μια θέση όπου ο νους θα άφηνε το σώμα μου – θα με ελευθέρωνε για να κοιμηθώ ξανά. Έτσι άρχισα να λέω στον εαυτό μου μια ιστορία· ένα παραμύθι.

Σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα προάστιο, σε μια πόλη, ήταν ένας άντρας και η σύζυγός του που αγαπιούνταν πολύ και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Είχαν ένα μικρό αγόρι, και το αγαπούσαν πολύ. Είχαν μία γάτα κι έναν σκύλο που το μικρό αγόρι τα αγαπούσε πολύ. Είχαν ένα αυτοκίνητο κι ένα τροχόσπιτο για τις διακοπές, και μία πισίνα που ήταν περιφραγμένη ώστε το μικρό αγόρι και οι φίλοι του να μην πέσουν μέσα και πνιγούν. Είχαν μια υπηρέτρια που ήταν απολύτως αξιόπιστη κι έναν πλανόδιο κηπουρό τον οποίο τους είχαν συστήσει ανεπιφύλακτα οι γείτονές τους. Διότι όταν άρχισαν να ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, η σοφή γριά μάγισσα, η μητέρα του συζύγου, τους είχε προειδοποιήσει να μην προσλάβουν τον οποιοδήποτε από τον δρόμο. Υπέγραψαν σε μια ασφαλιστική εταιρία για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, απέκτησαν άδεια κατοχής για τον σκύλο, ασφαλίστηκαν για τις περιπτώσεις φωτιάς, πλημμύρας και κλοπής, και δήλωσαν συμμετοχή στην τοπική Περιπολία της Γειτονιάς, η οποία τους προμήθευσε μία πλακέτα για την εξωτερική πύλη τους που έγραφε ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ πάνω από την σιλουέτα ενός επίδοξου εισβολέα. Η σιλουέτα φορούσε μάσκα· δεν μπορούσε κανείς να πει αν ήταν μαύρη ή λευκή, και συνεπώς αποδείκνυε πως ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δεν ήταν ρατσιστής. 
   Δεν ήταν δυνατό να ασφαλίσεις την κατοικία, την πισίνα ή το αυτοκίνητο για φθορές από ταραχές. Υπήρχαν ταραχές, αλλά ήταν εκτός πόλης, στο μέρος όπου άνθρωποι  ενός άλλου χρώματος  ζούσαν σε καταυλισμούς. Αυτοί οι άνθρωποι δεν επιτρέπονταν να βρίσκονται στο προάστιο εκτός κι αν ήταν αξιόπιστες υπηρέτριες ή κηπουροί, έτσι δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς, ο σύζυγος είπε στη σύζυγο. Ωστόσο εκείνη φοβόταν πως κάποια μέρα αυτοί οι άνθρωποι θα έφταναν στον δρόμο τους και θα ξήλωναν την πλακέτα ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ και θα άνοιγαν τις πύλες και θα ορμούσαν μέσα… Ανοησίες, αγαπητή μου, είπε ο σύζυγος, υπάρχει η αστυνομία και οι στρατιώτες και καπνογόνα και όπλα για να τους κρατήσουν μακριά μας. Αλλά για να την ευχαριστήσει –διότι την αγαπούσε πάρα πολύ και πράγματι λεωφορεία καίγονταν, αυτοκίνητα πετροβολούνταν, και η αστυνομία πυροβολούσε μικρούς μαθητές σε εκείνες τις συνοικίες που βρίσκονταν μακριά από το προάστιο, εκτός οπτικού και ηχητικού πεδίου – κανόνισε να εγκατασταθούν ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες. Όποιος σταματούσε στην πινακίδα ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΘΕΙ και προσπαθούσε να ανοίξει τις πύλες θα έπρεπε να ανακοινώσει τις προθέσεις του πατώντας ένα κουμπί και μιλώντας σ’ ένα μικρόφωνο που αναμετέδιδε το μήνυμα στο σπίτι. Το μικρό αγόρι  ήταν κατενθουσιασμένο από την συσκευή και την χρησιμοποιούσε σαν ασύρματο όταν έπαιζε κλέφτες κι αστυνόμους με τους μικρούς φίλους του.
     Οι ταραχές κατεστάλησαν, αλλά υπήρχαν πολλές διαρρήξεις στο προάστιο και κάποιοι κλέφτες έδεσαν και κλείδωσαν μια άλλη έμπιστη υπηρέτρια σ’ ένα ντουλάπι ενώ έλειπε ο εργοδότης της. Η έμπιστη υπηρέτρια των δύο συζύγων και του μικρού αγοριού ήταν τόσο αναστατωμένη από αυτή την ατυχία που συνέβη στη φίλη της η οποία, όπως κι εκείνη, είχε συχνά την ευθύνη για τα υπάρχοντα  δύο συζύγων και ενός μικρού αγοριού, που ικέτευσε τους εργοδότες της να βάλουν μπάρες ασφαλείας στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, και να εγκαταστήσουν ένα σύστημα συναγερμού.  Η σύζυγος είπε, Έχει δίκιο, ας λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν την παραίνεσή της. Έτσι από κάθε παράθυρο και πόρτα του σπιτιού όπου ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα τώρα έβλεπαν τα δέντρα και τον ουρανό μέσα από κάγκελα. Κι όταν η γάτα του μικρού αγοριού προσπάθησε να μπει στο σπίτι σκαρφαλώνοντας απ’ τον φεγγίτη για να του κάνει συντροφιά στο μικρό του κρεβάτι το βράδυ, όπως συνήθως έκανε, έβαλε σε λειτουργία τον συναγερμό τρελαίνοντας το σπίτι. 
   Στον συναγερμό συχνά απαντούσαν -όπως φαινόταν- άλλοι συναγερμοί, σε άλλα σπίτια, που τους έβαζαν σε λειτουργία κατοικίδιες γάτες ή πεινασμένα ποντίκια. Οι συναγερμοί συνομιλούσαν ο ένας με τον άλλο μέσα από τους κήπους με τσιρίδες και βελάσματα και οιμωγές που όλοι σύντομα συνήθισαν, έτσι ώστε το πανδαιμόνιο δεν ξεσήκωνε τους κατοίκους περισσότερο  απ’ ότι το κόασμα  των βατράχων και το μουσικό τρίξιμο των τζιτζικιών. Οι συνομιλίες των ηλεκτρονικών Αρπυιών κάλυπταν τους εισβολείς  που πριόνιζαν τις σιδερένιες μπάρες και παραβίαζαν τα σπίτια, παίρνοντας στερεοφωνικούς εξοπλισμούς, τηλεοράσεις, κασετόφωνα, φωτογραφικές μηχανές και ραδιόφωνα, κοσμήματα και ρούχα, και μερικές φορές ήταν τόσο πεινασμένοι ώστε καταβρόχθιζαν τα πάντα από το ψυγείο ή σταματούσαν με θράσος στα ντουλάπια ή τα μπαρ των κήπων για να πιουν το ουίσκι. Οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν πλήρωναν αποζημίωση  για ένα απλό μολτ, απώλεια που γίνονταν ακόμα πιο οδυνηρή από την επίγνωση του ιδιοκτήτη ότι οι κλέφτες δεν θα μπορούσαν καν να εκτιμήσουν αυτό που  έπιναν.

   Κι έπειτα ήρθε ο καιρός που όσοι από τους ανθρώπους εκείνους δεν ήταν έμπιστοι υπηρέτες ή κηπουροί περιφέρονταν στο προάστιο γιατί δεν είχαν δουλειά. Κάποιοι  γίνονταν φορτικοί: ζητούσαν να ξεχορταριάσουν ή να βάψουν μια σκεπή· οτιδήποτε, baas*, κυρία. Αλλά ο άντρας και η σύζυγός του θυμήθηκαν την προειδοποίηση να μην προσλάβουν  τον οποιοδήποτε απ’ τον δρόμο. Κάποιοι έπιναν αλκοόλ και βρόμιζαν τον δρόμο με πεταμένα μπουκάλια. Κάποιοι ικέτευαν, περιμένοντας από τον άντρα ή τη σύζυγό του να βγουν με το αυτοκίνητό τους από τις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες.  Κάθονταν παράμερα με τα πόδια τους στα αυλάκια του δρόμου, κάτω από τις τζακαράντες που έκαναν τον δρόμο να μοιάζει με πράσινο τούνελ  -διότι ήταν ένα όμορφο προάστιο,  που το χαλούσε μόνο η παρουσία τους-  και μερικές φορές αποκοιμιόντουσαν ακριβώς μπροστά από τις πύλες στο καταμεσήμερο. Η  σύζυγος δεν  άντεχε ποτέ να βλέπει κάποιον να πεινάει. Έστελνε την έμπιστη υπηρέτρια έξω με ψωμί και τσάι, αλλά η έμπιστη υπηρέτρια έλεγε ότι εκείνοι ήταν τεμπέληδες και tsotsis**, που θα έρχονταν και θα την έδεναν και θα την έκλειναν  στο ντουλάπι. Ο σύζυγος είπε, Έχει δίκιο. Λάβε σοβαρά υπ’ όψιν την παραίνεσή της. Το μόνο που κάνεις είναι να τους ενθαρρύνεις με το ψωμί  και το τσάι σου. Ψάχνουν την ευκαιρία τους… Κι έπαιρνε μέσα το τρίκυκλο του μικρού αγοριού από τον κήπο  κάθε βράδυ, γιατί αν και το σπίτι ήταν σίγουρα ασφαλισμένο, διπλοκλειδωμένο και με τον συναγερμό σε λειτουργία, ακόμα μπορούσε κάποιος να σκαρφαλώσει  τον τοίχο ή τις ηλεκτρονικά ελεγχόμενες πύλες  και να εισβάλλει στον κήπο.
    Έχεις δίκιο, είπε η σύζυγος, τότε ο τοίχος πρέπει να ψηλώσει. Και η σοφή γριά μάγισσα, η μητέρα του συζύγου, πλήρωσε τα επιπλέον τούβλα  ως χριστουγεννιάτικο δώρο  στον γιο της και τη σύζυγό του – το μικρό αγόρι πήρε μία στολή αστροναύτη κι ένα βιβλίο με παραμύθια.

   Ωστόσο κάθε εβδομάδα υπήρχαν όλο και περισσότερες αναφορές για εισβολές: μέρα-μεσημέρι και στα μαύρα μεσάνυχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας, ακόμη και στο θαυμάσιο καλοκαιρινό σούρουπο – μία συγκεκριμένη οικογένεια  δειπνούσε ενώ λεηλατούσαν τις κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο. Ο άντρας και η σύζυγός του συζητούσαν για την πρόσφατη ένοπλη ληστεία στο προάστιο όταν την προσοχή τους τράβηξε η γάτα του μικρού αγοριού η οποία  κατέφθανε με άνεση από τον επτά ποδών  τοίχο, έχοντας κατέβει πρώτα  στηρίζοντας γοργά τα  τεντωμένα μπροστινά πόδια της πάνω στην εντελώς κάθετη επιφάνεια και στη συνέχεια, με μια χαριτωμένη εκτίναξη, να προσγειώνεται εντός της ιδιοκτησίας με την ουρά της να θροΐζει στον αέρα. Ο ασβεστωμένος τοίχος ήταν σημαδεμένος από τα πήγαινε-έλα της γάτας· και από την πλευρά του τοίχου που έβλεπε στο δρόμο υπήρχαν μεγαλύτερες μουντζούρες από κοκκινόχωμα που μπορεί να είχαν γίνει από το είδος εκείνο των σκισμένων αθλητικών παπουτσιών, που βλέπει κανείς στα πόδια των άνεργων τεμπέληδων, τα οποία δεν είχαν κανέναν αθώο προορισμό. 

     Όταν ο άντρας, η σύζυγος και το μικρό αγόρι έβγαζαν τον σκύλο για τη βόλτα του στους δρόμους της γειτονιάς δεν σταματούσαν πια για να θαυμάσουν ετούτο το θέαμα από τριαντάφυλλα ή εκείνο το τέλειο γκαζόν· ήταν κρυμμένα πίσω από μια σειρά διαφορετικών ειδών περιφράξεων, τοίχων και συσκευών. Ο άντρας, η σύζυγος, το μικρό αγόρι και ο σκύλος προσπέρασαν μια αξιόλογη πρόταση: υπήρχε μια χαμηλού κόστους  επιλογή από κομμάτια σπασμένων γυαλιών  ενσωματωμένα στο τσιμέντο  της κορυφής των τοίχων σε όλο το μήκος τους, υπήρχαν σιδερένιες γρίλιες που οι άκρες τους είχαν σχήμα λόγχης, υπήρχαν προσπάθειες να συμφιλιωθεί η αισθητική της αρχιτεκτονικής των φυλακών με το ύφος Ισπανικής Έπαυλης (με κάγκελα βαμμένα ροζ) και τις γύψινες υδρίες των νεοκλασικών προσόψεων (δωδεκάιντσα δόρατα με σχήμα κεραυνού που εξείχαν σαν πτερύγια ψαριού και βαμμένα κατάλευκα). Ορισμένοι τοίχοι είχαν μία μικρή πινακίδα στερεωμένη, που έγραφε το όνομα και το τηλεφωνικό νούμερο της εταιρίας που ήταν υπεύθυνη για την εγκατάσταση των συσκευών. Ενώ το μικρό αγόρι και ο σκύλος έτρεχαν μπροστά, ο σύζυγος και η σύζυγος έμεναν να συγκρίνουν την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητα της  κάθε είδους περίφραξης σε σχέση με την εμφάνισή της· και μετά από μερικές εβδομάδες που σταματούσαν για λίγο μπροστά στον έναν φράχτη ή στον άλλον δίχως να χρειάζεται να μιλήσουν, και οι δύο κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μόνο έναν από αυτούς άξιζε να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους. Ήταν ο πιο άσχημος αλλά ο πιο αποτελεσματικός σε αυτό που πρότεινε με το στυλ στρατοπέδου-συγκέντρωσης, δίχως μπορντούρες, μόνο εμφανή αποτελέσματα. Τοποθετημένος  κατά μήκος του τοίχου, αποτελείτο από ένα συνεχές σπιράλ  σκληρού και γυαλιστερού μετάλλου με οδοντωτές απολήξεις που κατέληγαν σε πριονωτές λεπίδες, έτσι ώστε να μην υπάρχει τρόπος να σκαρφαλώσεις  από πάνω ή να περάσεις μέσα από το τούνελ που σχημάτιζε δίχως να μπλεχτείς στα δόντια του. Δεν θα υπήρχε διέξοδος, μόνο μια πάλη που θα μάτωνε όλο και πιο πολύ, ένα όλο και πιο βαθύ, πιο κοφτερό αγκίστρωμα και σκίσιμο της σάρκας. Η σύζυγος ανατρίχιασε με την όψη του. Έχεις δίκιο, είπε στον σύζυγο, ο καθένας θα το σκεφτόταν διπλά… Κι έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν  την παραίνεση που υπήρχε γραμμένη σε μία μικρή πινακίδα στερεωμένη στον τοίχο: Συμβουλευτείτε την ΔΟΝΤΙΑ ΔΡΑΚΟΥ, Τους Ανθρώπους Για Την Απόλυτη Ασφάλεια.

      Την επόμενη μέρα ένα συνεργείο εργατών πήγε και τέντωσε τις σπείρες του οδοντωτού συρματοπλέγματος γύρω  από όλους τους τοίχους του σπιτιού όπου ο σύζυγος, η σύζυγος, το μικρό αγόρι, το κατοικίδιο σκυλί και η κατοικίδια γάτα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.  Το φως του ήλιου έπεφτε απότομα, πέρα από τις οδοντωτές απολήξεις, στην μαρκίζα του κοφτερού συρματοπλέγματος που περικύκλωνε το σπίτι αστράφτοντας και τυφλώνοντας.  Ο σύζυγος είπε, Δεν πειράζει. Θα θαμπώσει με τον καιρό. Η σύζυγος είπε, Κάνεις λάθος. Εγγυούνται πως είναι ανοξείδωτο. Και περίμενε μέχρι το μικρό αγόρι να απομακρυνθεί με το παιχνίδι πριν πει, Ελπίζω η γάτα να προσέξει… Ο σύζυγος είπε, Μην στεναχωριέσαι, αγαπητή μου, οι γάτες πάντοτε προσέχουν πριν πηδήσουν. Και ήταν αλήθεια ότι από εκείνη την ημέρα η γάτα κοιμόταν στο κρεβάτι του μικρού αγοριού και έμενε στον κήπο, δίχως να ρισκάρει ποτέ να παραβιάσει την ασφάλεια.  

      Ένα βράδυ, η μητέρα διάβασε στο μικρό αγόρι πριν κοιμηθεί ένα παραμύθι από το βιβλίο που η σοφή γριά μάγισσα τού είχε δώσει για τα Χριστούγεννα. Την επόμενη μέρα το μικρό αγόρι προσποιήθηκε  ότι ήταν ο Πρίγκιπας που αψηφά κάτι φοβερούς θάμνους με αγκάθια και μπαίνει στο Παλάτι για να φιλήσει την Ωραία Κοιμωμένη και να την φέρει πίσω στην ζωή: Έσυρε μια σκάλα στον τοίχο, το λαμπερό τούνελ του συρματοπλέγματος ήταν αρκετά φαρδύ για να  χωρέσει το μικρό αγόρι που τρύπωσε μέσα, και με το πρώτο τρύπημα  των κοφτερών απολήξεων στα γόνατα και στα χέρια και στο κεφάλι του ούρλιαξε και πάλεψε και μπερδεύτηκε πιο βαθιά σ’ ένα κουβάρι. Η έμπιστη υπηρέτρια και ο πλανόδιος κηπουρός, που ήταν η “μέρα” του, έφθασαν τρέχοντας, η πρώτη για να δει  και να ουρλιάξει, και ο πλανόδιος κηπουρός για να σκίσει τα χέρια του προσπαθώντας να φτάσει το μικρό αγόρι. Τότε ο άντρας και η σύζυγός του όρμισαν στον κήπο και για κάποιο λόγο (η γάτα, μάλλον) ο συναγερμός άρχισε να χτυπά και η σειρήνα του ενώθηκε με τα ουρλιαχτά ενώ η πετσοκομμένη μάζα του μικρού αγοριού που αιμορραγούσε ελευθερώθηκε από το συρματόπλεγμα ασφαλείας με πριόνια, κόφτες, μπαλτάδες, και το μετέφεραν  -ο άντρας, η σύζυγος, η υστερική έμπιστη υπηρέτρια και ο κηπουρός που έκλαιγε- μέσα στο σπίτι.

 


 

______________________________________________

* αφεντικό. Πρόκειται για λέξη με ολλανδική προέλευση.
                                                  ** νεαροί κακοποιοί, στα αφρικάνερ.







 
Σημείωση:  Το πιο πάνω διήγημα είναι ένα από τα δεκαέξι που περιλαμβάνει η συλλογή "Jump and Other Stories" (Penguin, 1992). Το "Once Upon a Time", όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του, μεταφράστηκε για το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης  όπου και δημοσιεύτηκε στις 4 Νοεμβρίου. Το σκίτσο είναι της συγγραφέως και δημοσιεύτηκε στο Harper's Bazaar τον Οκτώβριο 1976,

Δεν υπάρχουν σχόλια: