Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014











Ένα αθώο βιβλίο


Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που έχω διαβάσει είναι το "Τα μαλλιά του Φιν" (Πόλις, 2014) της Εύας Στεφανή. Τα είκοσι οκτώ μικρά αφηγήματα που αποτελούν τούτη τη συλλογή ανήκουν στον κόσμο του παράδοξου και μέσα στα λίγα λεπτά που χρειάζονται για να τα διαβάσεις, εκτείνουν απροσδόκητα τα όρια εκείνου που ορίζουμε ως λογοτεχνία.  


Πλάτη - Έχασα τις μπότες μου και έμεινα μέσα γιατί πού να πάω χωρίς τις μπότες. Όταν ξημέρωσε είχα μια πράσινη καμπούρα. Στον καθρέπτη είδα ότι μια φιστικιά φύτρωσε στην πλάτη μου. Κάτω από το δέντρο ξάπλωναν μητέρες και παιδιά απολαμβάνοντας τη σκιά. 

Βυθός - Έχω ένα βάρος στην κοιλιά. Ζητώ να με εγχειρίσουν. Παίρνω ένα λεπίδι και μια κουτάλα να βοηθήσω στην εκσκαφή. Στην αρχή βγάζω λίγη άμμο και άσπρες πέτρες. Προχωράω πιο βαθιά και πέφτω πάνω σε μια μαλακιά μάζα. Ένα βουνό από φύκια. Συνεχίζω να ψάχνω αλλά το λεπίδι και η κουτάλα γλιστράνε δίχως να σκοντάφτουν πουθενά. Θεραπεύτκα; Μπα. Πετάω τα εργαλεία και βάζω το χέρι μου στο ανοιχτό σώμα που  καίει. Πιάνω κάτι. Μια αλυσίδα. Την τραβάω προς τα έξω και ιδού η αιτία του κακού. Το παλιό ρολόι του μπαμπά. 

Η μούγγα - Από καιρό δεν μιλάμε πια. Πού και πού του δίνω μια φάπα για να φωνάξει και να σπάσει η μούγγα. Δεν φωνάζει αλλά παίρνει το χέρι μου και το ακουμπάει στο κεφάλι του. 


 

Μετά το μούδιασμα που σου αφήνει η πρώτη ανάγνωση, η μικρή τούτη συλλογή σού αποκαλύπτει  την αδιαπραγμάτευτη δύναμη των λέξεων να δίνουν εικόνες και την ικανότητα της συγγραφέως, που εκτός από ντοκιμαντερίστρια είναι και εικαστικός, να αιχμαλωτίζει  άναρχες σκέψεις με την τόλμη, την ευελιξία και τον παιγνιώδη τρόπο που σου επιτρέπει η γλώσσα του σουρεαλισμού. Ενός ιδιότυπου ονειρικού ρεαλισμού, καλύτερα, που θυμίζει παλιό παραμύθι ή στιγμιότυπα από ταινίες του Τιμ Μπάρτον.  

Λίμνη - Έβγαλε τα ρούχα της και  φόρεσε την ειδική στολή της λίμνης που της δώσανε. Ένα μακρύ νυχτικό με φτερά. Παντού μύριζε ροδόνερο. Κατάπινε για να συγκρατήσει τη μυρωδιά. Κρατούσε δυο βαριά κουπιά. Νόμιζε πως πετούσε. Κάθε τόσο γύριζε γύρω γύρω να δει το τοπίο αλλά έβλεπε μόνο κεφάλια από άλλους χλωμούς κωπηλάτες που χαμογελούσαν και νόμιζαν πως πετούσαν.

Ουσιαστικά όμως πιστεύω ότι πρόκειται για την γραπτή αποτύπωση του ανεξιχνίαστου που καλύπτει το κενό ανάμεσα στο ενύπνιο και την πραγματικότητα· γι' αυτό δεν είναι, τελικά, καθόλου αθώο βιβλίο. Ιδιαίτερο ανάγνωσμα και ευαίσθητη γραφή που ίσως δυσκολέψει κάποιους· ο Ερρίκος Χόφμαν και ο Πετροτσουλούφης του, ωστόσο, θα το εκτιμούσαν ιδιαίτερα. 





Σημείωσεις: Το ασπρόμαυρο σχέδιο είναι λεπτομέρεια του εξώφυλλου του βιβλίου που βασίζεται σε έργο του Ζάφου Ξαγοράρη από την ενότητα "Υπόγεια και Αιωρήσεις". 

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014








Και πάλι...




...κούτες με στολίδια, 
τηλέφωνα, ραντεβού και προγράμματα, 
προμήθειες (γλυκών και βιβλίων),
προετοιμασίες,
   

   στην ώρα τους!  





Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014












Ο νεαρός άγνωστος



Ο W.G.Sebald έλεγε πως αντιστεκόταν στην λήθη με την συγγραφή - μόνο έτσι δεν θα υπέκυπτε στο βάρος των αναμνήσεων που τον  κατέκλυζαν πολύ συχνά και πολύ ξαφνικά. Ο κάθε συγγραφέας, υποθέτω, κάνει το ίδιο  δίνοντας στην λέξη μία διαφορετική ερμηνεία κι ένα προσωπικό συγκινησιακό φορτίο. Ο τρόπος, ωστόσο, που  ο Laurent Mauvignier το κάνει στο  "Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη" (σε μτφ και με επίμετρο του Σπύρου Γιανναρά - Άγρα, 2014)  προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση. Μία απνευστί ένταση.



Βάση του ολιγοσέλιδου αφηγήματος του Γάλλου συγγραφέα είναι ένα περιστατικό που πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων. Στο εμπεριστατωμένο επίμετρο της έκδοσης αναφέρονται οι σχετικές λεπτομέρειες - ο 25χρονος Μικαέλ Μπλαιζ, Γάλλος με καταγωγή από τη Μαρτινίκα, συλλαμβάνεται σ' ένα σουπερμάρκετ Carrefour στη Λυών να πίνει ένα κουτάκι μπύρα μην έχοντας την πρόθεση να το πληρώσει. Έτσι τουλάχιστον υποστήριξαν οι τέσσερις άντρες της ιδιωτικής ασφάλειας που τον συνέλαβαν και στην συνέχεια τον μετέφεραν σε ειδικό χώρο (βλ. αποθήκη) όπου και τον ανέκριναν με υπερβάλλοντα ζήλο. "Μηχανική ασφυξία λόγω συμπίεσης του θωρακικού κλωβού και απόφραξης των ανωτέρων οδών" αναφέρει το πιστοποιητικό θανάτου του.

Ο Λωραίν Μωβινιέ αποφεύγει τον εύκολο συναισθηματισμό που θα επέφερε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε ένα τόσο κοινότοπο, πλέον, γεγονός - ένας μελαψός άντρας συλλαμβάνεται και ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου. Και παρ'όλες τις απλές λέξεις που χρησιμοποιεί, το κείμενο είναι απαιτητικό. Ο Μωβινιέ γράφει μία μονοκόμματη πρόταση που  εκτείνεται σε 60 σελίδες όπου ο αφηγητής απευθύνεται στον αδερφό του θύματος ιστορώντας του την σύλληψη του άστεγου αδελφού του. Δεν περιορίζεται ωστόσο στον τρόπο που παρουσίασαν το θέμα τα Μέσα. Ο αφηγητής εξετάζει και την άποψη ενός συγγενή του θύματος που ισχυρίστηκε πως ο Μπλαιζ έπασχε από κατάθλιψη μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αφηγείται και από την σκοπιά του εισαγγελέα, και από εκείνη των σεκιουριτάδων και των οικογενειών τους όπως επίσης και των αστυνομικών και των περαστικών. Η αφήγηση διαπερνά κάθε συναφές όριο μιας "τακτοποιημένης" κοινωνίας και  φωτίζει πλευρές της που συνήθως κρατούμε αθέατες - τον ρατσισμό και την ανεξέλεγκτη βία προς τους αδύναμους,
την μοναξιά του αποσυνάγωγου, το ψέμα και την προσποίηση της κοινωνίας, την αποποίηση ευθυνών, την διαφορετικότητα και την αντιμετώπισή της.

Μου θύμισε το εμβληματικό "Πεθαίνω σαν χώρα". Δεν έχει βέβαια τον ποιητικό και πυρετώδη ειρμό του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ωστόσο το ίδιο εντυπωσιακό - ο μακροπερίοδος λόγος του Μωβινιέ μετατρέπει έναν απλό λογοτεχνικό μονόλογο σε μία καταγγελτική φωνή που διαπερνά την σκέψη του αναγνώστη. Δίχως πάθος, δάκρυ ή οργή, δίχως καν ένα όνομα για το θύμα ή συγκεκριμένες ημερομηνίες, ο συγγραφέας αποφεύγει την ταύτιση με το συγκεκριμένο και στρέφει την προσοχή στο απολύτως σημαντικό - το θύμα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, οπουδήποτε, οποτεδήποτε.


"και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πώς κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πώς είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν οι φύλακες να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα που τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν, εκεί, ανάμεσα στους άλλους που ψώνιζαν,..."

"...εμένα γιατί με υποτιμήσατε έτσι; αλήθεια με υποτιμήσατε εξαιτίας μιας φόρμας κι ενός κοντομάνικου; εξαιτίας των μαλλιών μου; του προσώπου μου; της φυσιογνωμίας μου; αυτός είναι αλήθεια ο λόγος που θεωρήσατε πως μπορείτε να ξεσπάσετε πάνω μου;" 

"...αφού είχαν ραντεβού κι εκείνος δεν πήγε, ούτε την επομένη δεν πήγε σε εκείνο το μπαρ όπου είχαν συναντηθεί και μιλήσει, εκεί όπου είχαν αμέσως αισθανθεί μια έλξη ο ένας για τον άλλον, το είχε κι αυτό πιστέψει ο αδελφός σου, κι ίσως ήταν αλήθεια, έχουμε ανάγκη να το πιστέψουμε γιατί διαφορετικά ο κόσμος είναι αβίωτος, πραγματικά αβίωτος, δεν πρόλαβαν να κάνουν έρωτα κι ύστερα, να, την ώρα που ετοιμαζόταν να συναντήσει κάποιον, εκείνη ή εκείνον, την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει από τη λήθη, αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, εκείνος που περπατούσε συχνά στο δρόμο στην περιοχή του Μονπαρνάς και τριγύριζε από το πρωί, όπως εκείνο το πρωί που δεν είχε κουράγιο να πάει να κάνει ένα ντους στην πισίνα, ούτε να ξυριστεί, ούτε τίποτα, δεν είχε τη δύναμη, παρά μονάχα να χαζεύει τα περιστέρια και τα σπουργίτια που πετούν μέσα στο σταθμό και κάθονται στα γυμνά μπετά πάνω από τους ανθρώπους, τις βαλίτσες και τις τσάντες, κι είναι όπως στους καθεδρικούς ναούς, με τα περιστέρια και τα σπουργίτια που γουργουρίζουν, σαν εγκλωβισμένα, κάτω από το σκελετό, όπως και τα τρυγόνια μέσα στους αχυρώνες, θυμίζει καλοκαίρι, άνοιξη, τα παιδικά σας χρόνια όταν πηγαίνατε με τους γονείς σας -θυμάσαι; εκείνος που το είπε κι είμαι σίγουρος πως ούτε εσύ  το είχες ξεχάσει- να δείτε τους χωρικούς με τα γδαρμένα από το κακό κρασί μάγουλα, θυμόταν όσα δεν πρόκειται να ξαναδεί γιατί οι φύλακες τον απάλλαξαν απ' την όραση κι απ' την ακοή, αλλά κι απ' την ελπίδα ακόμη, την ελπίδα που τον κράτησε μέχρι την ύστατη στιγμή είμαι σίγουρος, δεν μπορεί να έγινε διαφορετικά, όταν βρισκόταν στην κόψη του τέλους, άγγιζε ήδη το τέλος, γλιστρούσε προς αυτό, νομίζω, όταν η ζωή έφευγε ενώ εκείνος συνέχιζε να σκέφτεται, θα σταματήσουν να χτυπάνε, θα ξαναβρώ την ανάσα μου, δεν μπορεί να τελειώνουν όλα εδώ,.." 


Το βιβλίο του Μωβινιέ δεν είναι ιδιαίτερα ευκολοδιάβαστο ούτε ευχάριστο, αξίζει όμως την προσοχή του αναγνώστη διότι τον κρατά μέχρι και την τελευταία λέξη. Ωστόσο, όταν μεταφέρθηκε στην σκηνή, ο μονόλογος που ερμήνευσε ο Laurent Cazanave στην παράσταση σύγχρονου χορού του Angelin Preljocaj δεν μπόρεσε να κρατήσει το κοινό του - οι κριτικές μιλούν για πολλή και αναιτιολόγητη βία που ώθησε τους θεατές να φύγουν στα μισά. Καταλαβαίνω τις δυσκολίες μιας τέτοιας μεταφοράς και τις ενδεχόμενες υπερβολές της σκηνοθεσίας ωστόσο, δεν μπορώ να καταλάβω -ακόμη- ποια είναι η ποσότητα βίας που ανεχόμαστε στην καθημερινότητά μας ενώ δεν την σηκώνουμε στην σκηνή...





Σημειώσεις: Για την ιστορία, ο ένας από τους τέσσερις σεκιούριτι αφέθηκε ελεύθερος υπό δικαστική επιτήρηση ενώ δώθηκε, στη συνέχεια, επίσημη βεβαίωση πως δεν θα υπάρξει παρόμοια ετυμηγορία για τους υπόλοιπους τρεις. Ο πίνακας είναι ένα Άτιτλο του Αμερικανού εικαστικού Christopher Wool

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014








The Why  

of the Wind


We must learn better
What we are and are not.
We are not the wind.
We are not every vagrant mood that tempts
Our minds to giddy homelessness.
We must distinguish better
Between ourselves and strangers.
There is much that we are not.
There is much that is not.
There is much that we have not to be.





Πρέπει να μάθουμε καλύτερα
Αυτό που είμαστε κι αυτό που δεν είμαστε.
Δεν είμαστε άνεμος.
Δεν είμαστε η κάθε περαστική διάθεση που βάζει σε πειρασμό

Το νου μας να είμαστε μες την τρελή χαρά και άστεγοι.
Πρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τη διαφορά
Ανάμεσα στον εαυτό μας και τους ξένους.
Είναι πολλά αυτά που δεν είμαστε.
Είναι πολλά αυτά που δεν υπάρχουν.
Είναι πολλά αυτά που δεν πρέπει να γίνουμε.









Σημειώσεις: Απόσπασμα από το ομότιτλο ποίημα της Laura (Riding) Jackson που μπορείτε να διαβάσετε στο πρωτότυπο εδώ. Στην φωτογραφία ο Gerhard Richter σε ώρα εργασίας.