Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021
Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021
A way of certifying
experience
Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021
Ένα τεράστιο πεδίο
ελευθερίας
...που ο καθένας μπορεί να πει τα πάντα ( ... ) γι' αυτό η λογοτεχνία είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Αποκαθιστά την πολυπλοκότητα και την αμφισημία σε έναν κόσμο που τις έχει αποσύρει. Μπορεί να ακροαστεί, χωρίς εξωραϊσμούς και αυταρέσκεια, ό,τι πιο άσχημο, πιο επικίνδυνο και πιο ανίερο παράγουν οι κοινωνίες μας. Η λογοτεχνία ζητάει χρόνο μέσα σ' έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι γρήγορα, που η εικόνα και το θυμικό κατατροπώνουν την ανάλυση. Για να παίξει όμως πλήρως τον ρόλο της, πρέπει να μείνει στο ύφος της και στα ιδανικά της.
Η λογοτεχνία είναι το ουσιώδες ή τίποτα. Αυτή η αντίληψη δεν εντέλλεται την απουσία της ηθικής, απαιτεί μία "υπερηθική", έγραφε ο Ζωρζ Μπατάιγ.
*
Το "Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες" (μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου – Στερέωμα, 2Ο18) είναι ένα μόλις 69 σελίδων βιβλίο που περιλαμβάνει έξι κείμενα της γαλλόφωνης Μαροκινής Leïla Slimani τα οποία αγγίζουν σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και, παρ' όλη την ελαφρώς ρομαντική χροιά τους, διακρίνονται για τον δυναμισμό, την απροκάλυπτη αμεσότητα και την ευκρίνεια της σκέψης της.
Τρία άρθρα είναι μικρά διηγήματα: Στο ομότιτλο "Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες" και στο "Περιμένοντας τον Μεσσία" η συγγραφέας προτάσσει, όπως και στα υπόλοιπα άρθρα της αλλά και γενικότερα στο έργο της, την ανεκτικότητα, την απόρριψη των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, και την υπεράσπιση των πεποιθήσεων και των αξιών του δυτικού πολιτισμού. Το "Ένα αλλού", ωστόσο, είναι ένα τεκμήριο υπεράσπισης της ελευθερίας του νου και της λογοτεχνίας – η Ριμ, η πρωταγωνίστρια του διηγήματος, μεγαλώνοντας σε ένα σκληρό περιβάλλον, βρίσκει διέξοδο στα ταξίδια της ανά τον κόσμο με οδηγούς τους Μάντελσταμ, Τολστόι, Φώκνερ, Φιτζέραλντ και άλλους λογοτέχνες που, μέσα από τις σελίδες των έργων τους, την ξεναγούν στα διάφορα μήκη και πλάτη της γης.
Στο πρωτοπρόσωπο κι εξομολογητικό "Γαλλίδα, αλλοδαπών γονέων" η Σλιμανί, που γεννήθηκε το 1981 στο Μαρόκο και έφτασε στη Γαλλία για σπουδές στα 17 της, ομολογεί με θάρρος και υπερηφάνεια τον σύνθετο εαυτό της: «Είμαι το παιδί όλων αυτών των ξένων και είμαι Γαλλίδα. Είμαι μετανάστρια, Παριζιάνα, ελεύθερη γυναίκα, σίγουρη ότι μπορείς να αυτοπροσδιοριστείς χωρίς να πρέπει να ακυρώσεις τους άλλους. Ότι η εθνικότητα δεν είναι ούτε δόξα, ούτε τιμή».
Ετούτη η πολλαπλή ταυτότητά της, συνδυαζόμενη με την διπλή υπηκοότητα –την Μαροκινή και την Γαλλική–, την καθιστά ικανή να διακρίνει τις ευαίσθητες λεπτομέρειες των δύο πολιτισμών που συνήθως υπερκαλύπτονται από την κεκτημένη ταχύτητα της προόδου και τα ταχύτατα αντανακλαστικά των ανθρώπων να συμπορευτούν. Τέτοιες λεπτομέρειες, που μορφοποιούν και δίνουν νόημα στην απτή πραγματικότητα, και την Ιστορία παρεμπιπτόντως, μαζί με την έντονη δίψα της για ελευθερία σκέψης και έκφρασης, συνιστούν το όραμα της Σλιμανί για την χώρα: "Να με τι θα ήθελα να μοιάζει η Γαλλία του 2Ο16: με τα χαρούμενα και ατέλειωτα χριστουγεννιάτικα δείπνα της, εκεί που ο καθένας είχε την θέση του, εκεί που κανείς δεν κατέκρινε, ούτε αυτούς που είχαν μεθύσει ούτε τους άλλους που λέγανε αυτό που νοιώθανε. Εκεί που οι γέροι δεν κορόιδευαν τις κουβέντες των πιο νέων, εκεί που οι βλάσφημοι διασκέδαζαν όλο το τραπέζι. Εκεί που, στο τέλος, δεν απέμενε παρά μόνον η σιγουριά ότι είναι προνόμιο να είμαστε όλοι μαζί σ' έναν κόσμο όπου, παρ' όλα αυτά, τα πάντα έχουν βαλθεί να μας χωρίσουν."
Δημοσιογράφος, δημοφιλής συγγραφέας βραβευμένη με Goncourt (2O16) και εκπρόσωπος του γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν στον Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας, η Λεϊλά Σλιμανί, με τα κείμενά της, συμβάλλει ουσιαστικά στο ζήτημα του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών. Και αν κάτι κάνει την ολιγοσέλιδη ετούτη συλλογή αξιοδιάβαστη δεν είναι μόνο το ότι συνιστά μια καλή αρχή για να γνωρίσει κάποιος μία από τις πιο φωτεινές νέες πένες της Γαλλίας. Είναι και το ότι η συγγραφέας καταταδεικνύει εύστοχα και συγκινησιακά αφενός τον πλούτο της διαπολιτισμικότητας και την συγκολλητική ιδιότητα του ανθρωπισμού, κι αφετέρου την ικανότητα της λογοτεχνίας να προβάλει έναν δικαιότερο κόσμο και να μάχεται γι' αυτόν.
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία εικονίζει την Εθνική Βιβλιοθήκη της Βρετανίας.
Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021
Ars longa.
Vita brevis?
Είναι από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς και φέτος, διακόσια είκοσι χρόνια από την γέννησή της, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου βρίσκεται στο προσκήνιο με τη νέα έκδοση της Αυτοβιογραφίας της (με Εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά – Μεταίχμιο, 2Ο21). Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο που έγραψε κι ένα από τα ελάχιστα δείγματα του έργου της που υπάρχουν σήμερα.
Γεννημένη στη Ζάκυνθο στην αρχή του 19ου αι., η συγγραφέας μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον από γονείς που κατάγονταν από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, η ανατροφή της ήταν πολύ αυστηρή, ασφυκτικά περιορισμένη και απολύτως σύμφωνη με τα πατριαρχικά ήθη της εποχής. "Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων οπού περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την εξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε διά τας πολιτικάς υποθέσεις και διά τας οικιακάς δεν είε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα έλειπον." Τα οποία παιδιά έπρεπε να υπακούουν στις βουλές όλων, ιδίως τα κορίτσια.
Η εκπαίδευσή της δεν ξέφυγε από αυτό το πλαίσιο – σε ηλικία οκτώ χρονών η Ελισάβετ δεν ήξερε καν την αλφάβητο, κάτι που ήταν σύνηθες για τα περισσότερα κορίτσια τότε. Η συγκυρία, ωστόσο, συντέλεσε να έχει κατά καιρούς οικοδιδασκάλους – τρεις κληρικούς που της ενέπνευσαν "μεγάλον ζήλον δια τα γράμματα" και ενθάρρυναν τον διακαή πόθο της να μάθει ελληνικά και να ασχοληθεί με την συγγραφή.
Ακόμη κι έτσι, μπορεί κανείς να δει πως το ύφος της είναι ξεχωριστό – η γλώσσα της μία μείξη των προφορικών ελληνικών της εποχής με τους κανόνες και το εξελληνισμένο λεξιλόγιο των ιταλικών και των γαλλικών που επίσης μελετούσε η Μουτζάν με το ίδιο πάθος όπως τα ελληνικά. Μου θύμισε το ιδίωμα του Παπαδιαμάντη, σε άγουρο στάδιο όμως, πολύ πιο λιτό και με έναν ακατάβλητο ορθολογισμό – η Ελισάβετ χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα αλλά και ορμητικό συναίσθημα, που γίνεται αισθητό στους αναγνώστες, συνθέτοντας έτσι έναν λόγο στοχαστικό και ευθύ ως αντίδραση και βολή στις παράλογες κοινωνικές επιταγές της εποχής για το φύλο της.
Διαβάζεται ως ηθογραφικό χρονικό ή ημερολόγιο μιας σπαρακτικής ζωής – από τις πρώτες προσπάθειες αποστήθισης μιας προσευχής και την σύνταξη μιας μικρής επιστολής προς τον πατέρα της έως την ολοκλήρωση ενός θεατρικού έργου, την συνειδητοποίηση της σκλαβιάς της και τον επερχόμενο γάμο της, η ζωή της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου είναι μια συνεχής λαχτάρα για γνώση, ένας αγώνας για να καλλιεργήσει την σκέψη της, να διαμορφώσει την ταυτότητά της, να αυτονομηθεί και να ασχοληθεί με τα γράμματα και την συγγραφή. Nα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του εαυτού της – πνεύμα, ψυχή και σώμα. Ωστόσο η Αυτοβιογραφία της δεν είναι απλώς το ψυχογράφημα μιας αριστοκράτισας, μία ακατάπαυστη προβολή των επιθυμιών της και μόνον. Η Μουτζάν θέτει το δικό της προσωπικό αδιέξοδο στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής σκιαγραφώντας έτσι την βαθιά υποτιμητική θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα – σχεδόν απόλυτος περιορισμός των γυναικών στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες, η ζωή τους στον απόλυτο έλεγχο του πατέρα ή συζύγου. "Οι Ζακύνθιοι μόνον μίαν φοράν τον μήνα επιτρέπουν εις τας συζύγους των να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, εις τας αδελφάς των και θυγατέρας των μίαν φοράν τον χρόνον, το μεσονύκτιον και με μπαούτα..."(μαύρη βελούδινη προσωπίδα - απαραίτητο εξάρτημα της επτανησιακής γυναικείας ενδυμασίας τότε). Και αργότερα, προμελετημένος γάμος με προσφορά προίκας και ιδιαίτερα σκληρός βίος στις οικογένειές τους: "...μία εξαδέλφη μου πρώτη και μία δεύτερη, κοράσια με φρονιμάδα, με ευμορφίαν, με ευγένειαν, και με καλόν προικιόν υπανδρεύτηκαν και απερνούσαν την πλέον χειρότερην ζωήν, οπού ημπορεί να περάσει γυναίκα εις τον κόσμον."
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021
Admired Silence
Σε έναν από τους σημαντικότερους ζώντες αφρικανούς λογοτέχνες απονεμήθηκε φέτος το Νόμπελ Λογοτεχνίας: στον πεζογράφο και κριτικό Abdulrazak Gurnah για "την ασυμβίβαστη και γεμάτη κατανόηση εμβάθυνσή του στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και τη μοίρα των προσφύγων στο μεταίχμιο μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων."
Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι ο πρώτος μαύρος αφρικανός λογοτέχνης που βραβεύεται από το 1986 –όταν είχε βραβευτεί ο Wole Soyinka–, ο πρώτος Τανζανός και ο πρώτος μαύρος συγγραφέας από το 1993 – χρονιά που βραβεύτηκε η Τόνι Μόρρισον. Γεννήθηκε στην Ζανζιβάρη το 1948 κι έφτασε στη Βρετανία το 1968 ως μετανάστης για σπουδές έχοντας δραπετεύσει από τη νήσο για να γλιτώσει από τις διώξεις κατά των Αράβων πολιτών στη διάρκεια της Επανάστασης της Ζανζιβάρης. Στη συνέχεια εργάζεται ως καθηγητής και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο τμήμα της Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Κεντ μέχρι την συνταξιοδότησή του.
Στα μυθιστορήματά του ασχολείται πάντοτε με τους απόκληρους και η κυρίαρχη θεματολογία του είναι η ταυτότητα και η μετανάστευση και ο τρόπος που αυτές διαμορφώνονται από τα απότοκα της αποικιοκρατίας. "Δεν πρόκειται πάντοτε για την αναζήτηση ασύλου, μπορεί να είναι για τόσους πολλούς λόγους – εμπόριο, εκπαίδευση, έρωτας," λέει η εκδότρια του στον οίκο Bloomsbury και προσθέτει πως ο Γκούρνα είναι τόσο σπουδαίος όσο ο Chinua Achebe ενώ η γραφή του "είναι ιδιαίτερα όμορφη και σοβαρή αλλά, επίσης, χιουμοριστική και ευγενική και ευαίσθητη. Ένας εξαιρετικός συγγραφέας που γράφει για πραγματικά σημαντικά ζητήματα."
Ευκαρία, λοιπόν, να γνωρίσουμε αυτόν τον αξιοσημείωτο συγγραφέα που αποστρέφεται τις στερεότυπες περιγραφές και ανοίγει το βλέμμα μας σε μια πολιτιστικά διαφοροποιημένη Ανατολική Αφρική, άγνωστη σε πολλούς.
Σημείωση: Η κεφαλίδα της ανάρτησης είναι ο τίτλος του πέμπτου μυθιστορήματος του νομπελίστα πλέον συγγραφέα, Admiring Silence (1996), σε παράφραση. / Το πορτρέτο του Γκουρά είναι φιλοτεχνημένο από τον σουηδό Niklas Elmehed, υπεύθυνο για τα επίσημα πορτρέτα των βραβευμένων με Νόμπελ. / Μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ το βίντεο της ανακοίνωσης.
Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021
Fields
of
Opposition
Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές της βρετανικής ταινίας "Η Ανασκαφή" : ο Ρέιφ Φάινς και η Κάρυ Μάλιγκαν με τις τόσο μεστές κι ανάγλυφες ερμηνείες τους, και η αγγλική ύπαιθρος. Δεν περίμενα ότι μια ταινία για την ανασκαφή μίας αδιάφορης έκτασης θα είχε τόσο ρυθμό, ενδιαφέρον κι ευαισθησία. Κι εάν η κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου σε κρατά προσηλωμένο, πως θα είναι άραγε το ίδιο το βιβλίο;
Η
ιστορία του John Preston βασίζεται στην πραγματική ανασκαφή στο Σάττον Χου –μία
τοποθεσία βορειοανατολικά του Λονδίνου– όπου κάτω από τους άθικτους
χωμάτινους λόφους στην ιδιοκτησία της Ίντιθ Πρίττυ ανακαλύφθηκε θαμμένος
ο ασύλητος τάφος ενός πλοίου που έφερε μια πληθώρα τεχνουργημάτων της
αγγλοσαξωνικής εποχής, και ανάμεσά τους την παγκοσμίως γνωστή τελετουργική περικεφαλαία – ευρήματα που αποτελούν τον σημαντικότερο θησαυρό που βρέθηκε ποτέ στο ΗΒ.
Η
περιπέτεια της ανασκαφής ξεκινά λίγο πριν την κήρυξη του Β' ΠΠ – το καλοκαίρι του 1939, η
εύπορη χήρα Ίντιθ Πρίττυ αποφασίζει να μην περιμένει άλλο τους ειδικούς
του γειτονικού μουσείου του Ίπσουιτς και να ανοίξει τους λόφους που και
εκείνη και ο σύζυγός της υποψιάζονταν ότι κάτι έκρυβαν. Γι' αυτό ζητά την
βοήθεια του αυτοδίδακτου κι ευφυούς αρχαιολόγου Μπάσιλ Μπράουν
που, έχοντας μόλις απολυθεί από το μουσείο του Ίπσουιτς, αναλαμβάνει να ερευνήσει τις πιθανότητες οι λόφοι αυτοί να
περιέχουν κάτι. Μαζί του, δύο εργάτες που τον βοηθούν στην ανασκαφή και ο μικρός Ρόμπερτ - γιος της μεσήλικης Ίντιθ που
παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών από μακριά και ο οποίος από
φιλομαθή περιέργεια και μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του
Μπράουν τον ακολουθεί όπου και όταν του επιτρέπεται.
Παρά
τις αντικειμενικές δυσκολίες –διάβρωση του εδάφους από την αγγλική
βροχή αλλά και από τα κοπάδια κουνελιών που υποσκάπτουν αυθαίρετα τα
πάντα, κλέφτες που σύλησαν δύο από τους τρεις λόφους για μικροπράγματα,
ατύχημα που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του Μπράουν-, η ανασκαφή
προχωρά με σταθερό ρυθμό και μηδενικό αποτέλεσμα. Ώσπου, λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά την προσπάθεια, ο Μπράουν
αρχίζει να αποκαλύπτει τον σκελετό ενός πλοίου
πολύ μεγάλων διαστάσεων το οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του, δεν είχε
υπάρξει στο παρελθόν όμοιό του κι επιπλέον ανήκε σε μια σκοτεινή και άγονη --όπως
πίστευαν μέχρι τότε-- ιστορική περίοδο της βρετανικής ιστορίας.
Μόλις
η εκτίμησή του για τα πρώτα ευρήματα γίνεται γνωστή στους αρχαιολογικούς κύκλους, θα
αρχίσει και η διεκδίκηση της ανασκαφής. Αν και γίνεται σε
ιδιωτικό χώρο και υπό τις εντολές, και χρηματοδότηση, της Ίντιθ Πρίττυ,
την επίβλεψη των εργασιών αναλαμβάνει, με πρόσχημα το εθνικό κύρος και συμφέρον, το Βρετανικό
Μουσείο με τον αρχαιολόγο του Τσαρλς Φίλιπς να παραγκωνίζει τον Μπράουν και να καλεί το
νεαρό ζευγάρι των Πίγκοτ για να
επισπεύσει τις εργασίες. Η Πέγκυ Πίγκοτ υπήρξε στην
πραγματικότητα θεία του συγγραφέα, εξού και το ενδιαφέρον του Πρέστον
για την υπόθεση. Στο πεδίο εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο Ρόρυ Λόμαξ – ο νεαρός ανηψιός
της Ίντιθ που καταγράφει με την φωτογραφική του μηχανή τις πολλές όψεις
του αρχαιολογικού τόπου και των ευρημάτων ώστε να τα στοιχειοθετήσει.
Μεταξύ των δύο θα αναπτυχθεί μία δυνατή έλξη η οποία στην ταινία παίρνει
διαφορετική, μελοδραματική, υπόσταση, κι αυτή είναι μία από τις διαφορές των δύο ειδών.
Η ομορφιά και η επιβλητικότητα της φύσης είναι πιο εμφανής και εφελκυστική στην ταινία, αν και στο βιβλίο υπάρχει ένας βραδινός περίπατος στο δάσος και η αναφορά στην πρώτη ηχογράφηση του BBC σε εξωτερικό χώρο ενός κονσέρτου τσέλο της Μπεατρίς Χάρρισον με τη συνοδεία αηδονιών. Η διαρκής αναμέτρηση των πρωταγωνιστών με την Ιστορία, την μνήμη και την θνητότητα είναι ακόμη ένα στοιχείο που διαπερνά την ταινία με πολύ πιο εμφανή τρόπο. Το βιβλίο, ωστόσο, σε κερδίζει με τη λιτή γλώσσα του Πρέστον. Υπερβολικά λιτή, θα έλεγα, έως σχεδόν ανάλαφρη. Είναι όμως αρκετά γλαφυρή ώστε να προσδώσει τις ανάλογες αποχρώσεις στα συναισθήματα, τα ελαττώματα και τις συμπεριφορές των "σκονισμένων" πρωταγωνιστών – την αυτοκυριαρχία της Ίντιθ που παρ' όλα αυτά καταφεύγει στον πνευματισμό για να συμφιλιωθεί με τον θάνατο του συζύγου της· την φιλομάθεια, την περιέργεια και την επιμονή του Μπάζιλ· την απογοήτευση της Πέγκυ για τον γάμο της. Γενικώς, μπορώ να πω ότι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει αναγνωστική απόλαυση για όποιον μπορεί να εκτιμήσει τoυς ήσυχους τόνους του και τις διάσπαρτες σε όλο το κείμενο δεικτικές, υποφώσκουσες λεπτομέρειες.
Δεικτικές λεπτομέρειες είναι που ο Κώστας Πούλος κάνει ορατές στα πολύ μικρά διηγήματά του στο "Αμφίβια Τέρατα" (Μεταίχμιο, 2Ο21) Πρόκειται για ανεξήγητα συμβάντα, όπως είναι η ερμηνεία της λέξης "τέρατα" στα ελληνικά του Ομήρου, που συμβαίνουν απροσδόκητα στην επίμοχθη καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του και ενέχουν το ανθρώπινο δράμα – θάνατος, ηλικία, φόβος, απώλεια, ανεστιότητα, φθορά. Ενέχουν όμως και το αντίθετό του – έρωτας, επιθυμία, απόκλιση. Τα συμβάντα αυτά αρχικώς ερμηνεύονται ως σημεία θεϊκής ειρωνίας ή κάποιου άλλου είδους οιωνοί. Στην ουσία τους, ωστόσο, όπως δείχνει ο συγγραφέας είναι είτε συμπτώσεις είτε ανθρώπινη υπέρβαση. Είτε, επίσης, η ανατρεπτική ματιά του Πούλου που, με την χρήση ενός μινιμαλιστικού μαγικού ρεαλισμού, προεκτείνει την λογική με τον τρόπο της τέχνης για να δώσει τις διαφορετικές όψεις της προσπάθειας που κάνει κάθε άνθρωπος ώστε να αποσπάσει το λίγο εκείνο της ευτυχίας και κατανόησης που του αναλογεί. Όπως πχ. στο διήγημα "Γιούλα" όπου ένα ποτήρι της ομώνυμης υαλουργίας αφηγείται με ραγδαία σφαιρικότητα την ζωή του Λουκά – από ανέμελο φοιτηταριό σε αλκοολικό σε προχωρημένη αποσύνθεση, με ενδιάμεσο έναν χωρισμό. Ή, όπως στα "Κατοικίδια" όπου ένα ζευγάρι σκύλων υιοθετούν τα αφεντικά τους και παρατηρούν με κριτική διάθεση τις συνήθειές τους. Στο "Μπανάνες" ένα σουρεαλιστικό όνειρο ενσωματώνει την τρέλα και τον φόβο του αύριο ενός άντρα ενώ στο "Φι" η ιστορία ενός λαουτιέρη σε ένα νησί και του γιου του μοιάζει να επηρεάζεται με έναν μεταφυσικό τρόπο από τον βίαιο άνεμο που λυσσομανούσε την ημέρα της γέννησής του δεύτερου. Ένα πραγματικό δέντρο που είναι το μισό κάτω από την επιφάνεια της λίμνης Πλαστήρα είναι το αντικείμενο του ομότιτλου διηγήματος ενώ στο "Νόημα." ένας άντρας στοιχειώνεται από το κλαδί ενός δέντρου απ’ όπου είχε κρεμαστεί ο πατέρας του. Στην τσέπη κρατά ένα παλιό σημείωμα που αλλάζει νόημα κάθε φορά που το διαβάζει.
Στα περισσότερα από τα σαράντα μικροδιηγήματα του τόμου υπάρχει μία φωτογραφία στην αρχή τους, ένα ασπρόμαυρο στιγμιότυπο που μοιάζει να λειτουργεί ως εισαγωγική πρόταση της αφήγησης που ακολουθεί. Και αποδίδει, πιστεύω, το ύφος του συγγραφέα ενώ παράλληλα υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο Πούλος διοχετεύει την μακρά κι αξιόλογη εμπειρία του από τον χώρο του παιδικού βιβλίου στην ενήλικη πεζογραφία – ευθεία εστίαση στο μικρό και ουσιώδες με συμπυκνωμένη, χωρίς γλωσσικές εξάρσεις, αφήγηση η οποία παρ' όλες τις διακυμάνσεις και τις αδυναμίες της, κρατά σταθερό το ενδιαφέρον ακόμα κι αν η ματιά του αναγνώστη παρασυρθεί από την παιγνιώδη διάθεσή του (του συγγραφέα).
Στον αντίποδα των ήσυχων τόνων, η ασυνήθιστη γραφή μιας συγγραφέως που δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε. Τα παιδικά/εφηβικά βιβλία της Αλεξάνδρας Κ* έχουν μία έντονα φιλοπερίεργη κι αντισυμβατική ζωηράδα στον λόγο που είναι χαρακτηριστική των παιδιών και γι' αυτό θελκτική για τους αναγνώστες –μικρούς και μεγάλους–, ενώ το "Πώς φιλιούνται οι αχινοί", το πρώτο ενήλικο μυθιστόρημά της, είναι αρκετά jazz – αεράτο ύφος και αντισυμβατική κι εύστροφη γραφή με μαύρο χιούμορ που δεν συνιστούν, σε καμμία περίπτωση, βερμπαλισμό. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι σουρεαλιστικές περιγραφές της στο μυθιστόρημα, που εκ πρώτης αφήνει την εντύπωση ότι είναι κενό νοήματος, σου αφήνουν κάθε φορά ευδιάκριτες και συγκινητικά εύγλωττες εικόνες ανθρώπινων χαρακτήρων, καταστάσεων, συναισθημάτων.
Δεν ξέρω πως έχει μεταφερθεί αυτό το ιδιότυπο ύφος της στο θεατρικό "γάλα-αίμα" που συνέγραψε και ανέβηκε στην Μικρή Επίδαυρο στις 16 και 17 Ιουλίου. Όπως διαβάζω, όμως, είναι σε ένα αρκετά διαφορετικό επίπεδο – η συγγραφέας, που κλήθηκε να γράψει ένα πρωτότυπο έργο με βάση μία αρχαία τραγωδία, επέλεξε τα λόγια των πρωταγωνιστών της να απηχούν τον δεκαπεντασύλλαβο, μια φόρμα που είναι για κείνη τρομερά συγκινητική και την θεωρεί ταυτόσημη με τα σχήματα και τις εικόνες της Επιδαύρου. "Ταυτόχρονα όμως ήθελα να μην λέγεται καμία σύγχρονη λέξη που δεν θα λεγόταν τότε και καμία παλαιότερη που δεν θα ακουγόταν σήμερα. Έπαιξα με έναν πολύ απλό λεξιλόγιο και προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό το πλέξιμο να είναι το απροσδόκητο."
Από την περιγραφή και μόνον διαφαίνεται κάτι πολύ ενδιαφέρον έως προκλητικό και καίριο όταν ακούγεται από το στόμα μιας Μήδειας την οποία η Αλεξάνδρα Κ* τοποθετεί στην μετεμφυλιακή Πελοπόννησο. Κι αυτή η ανατρεπτική γραφή της, και ο αντίστοιχος λόγος, μού υπενθυμίζουν πως και το θέατρο είναι, εκτός των άλλων, εύφορο πεδίο αντιπαράθεσης και αντικομφορμισμού. «Δεν μπορεί κανείς να κάνει θέατρο βασιζόμενος στον φόβο και τους συμβιβασμούς. Χωρίς διαφωνία, δεν υπάρχει τέχνη» λέει ο Σάιμον Στόουν, ο αυστραλός σκηνοθέτης της "Ανασκαφής". Το ίδιο ισχύει και για την λογοτεχνία
Ωστόσο, εκείνο που τα διαχωρίζει, –όπως και κάθε τι άλλωστε που θέλει να προσδιορίζεται ως ανατρεπτικό–, από την κακότροπη αναρχία και την βαρετή, αν όχι επικίνδυνη, κενότητα είναι ο τρόπος που οι δημιουργοί επιλέγουν για να εκφράσουν την αντισυμβατικότητά τους, την διαφωνία ή την όποια άποψή τους. Οι πιο πάνω συγγραφείς το κάνουν με ελάχιστα μέσα και ουσιαστικά αποτελέσματα – λόγος που εκγυμνάζει την σκέψη του αναγνώστη/θεατή, και συγχρόνως εκθέτει και υπονομεύει τα λανθάνοντα, τα αυτονόητα και τους βλαπτικούς κανόνες.
Εntertainment reassuring.
Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι μία υδατογραφία του "ζωγραφικού αφηγητή" Ανδρέα Βουρλούμη, αντλημένο από το «Μπλοκ Εκστρατείας. Ζωγραφική περιήγηση στο Αλβανικό Μέτωπο» (Ίκαρος, 2ΟΟΟ). Η επόμενη εικόνα είναι στιγμιότυπο από την κινηματογραφική ταινία. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, στη συνέχεια, είναι από το διήγημα "Μπανάνες" της πιο πάνω συλλογής ενώ η φωτογραφία στο τέλος είναι από το ανακαινισμένο Κολοσσαίο όπου το 2ΟΟΟ, μετά από σχεδόν 15ΟΟ χρόνια, άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πολιτισμένο κοινό αυτή τη φορά που παρακολούθησε τον Οιδίποδα Τύραννο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου μας – στο στιγμιότυπο βλέπεται τα σκηνικά και τον φωτισμό της συγκεκριμένης παράστασης. Στιγμιότυπα από τις πρόβες της παράστασης της Αλεξάνδρας Κ* μπορείτε να δείτε εδώ.