Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021
Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021
A way of certifying
experience
Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021
Ένα τεράστιο πεδίο
ελευθερίας
...που ο καθένας μπορεί να πει τα πάντα ( ... ) γι' αυτό η λογοτεχνία είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Αποκαθιστά την πολυπλοκότητα και την αμφισημία σε έναν κόσμο που τις έχει αποσύρει. Μπορεί να ακροαστεί, χωρίς εξωραϊσμούς και αυταρέσκεια, ό,τι πιο άσχημο, πιο επικίνδυνο και πιο ανίερο παράγουν οι κοινωνίες μας. Η λογοτεχνία ζητάει χρόνο μέσα σ' έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι γρήγορα, που η εικόνα και το θυμικό κατατροπώνουν την ανάλυση. Για να παίξει όμως πλήρως τον ρόλο της, πρέπει να μείνει στο ύφος της και στα ιδανικά της.
Η λογοτεχνία είναι το ουσιώδες ή τίποτα. Αυτή η αντίληψη δεν εντέλλεται την απουσία της ηθικής, απαιτεί μία "υπερηθική", έγραφε ο Ζωρζ Μπατάιγ.
*
Το "Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες" (μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου – Στερέωμα, 2Ο18) είναι ένα μόλις 69 σελίδων βιβλίο που περιλαμβάνει έξι κείμενα της γαλλόφωνης Μαροκινής Leïla Slimani τα οποία αγγίζουν σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και, παρ' όλη την ελαφρώς ρομαντική χροιά τους, διακρίνονται για τον δυναμισμό, την απροκάλυπτη αμεσότητα και την ευκρίνεια της σκέψης της.
Τρία άρθρα είναι μικρά διηγήματα: Στο ομότιτλο "Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες" και στο "Περιμένοντας τον Μεσσία" η συγγραφέας προτάσσει, όπως και στα υπόλοιπα άρθρα της αλλά και γενικότερα στο έργο της, την ανεκτικότητα, την απόρριψη των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, και την υπεράσπιση των πεποιθήσεων και των αξιών του δυτικού πολιτισμού. Το "Ένα αλλού", ωστόσο, είναι ένα τεκμήριο υπεράσπισης της ελευθερίας του νου και της λογοτεχνίας – η Ριμ, η πρωταγωνίστρια του διηγήματος, μεγαλώνοντας σε ένα σκληρό περιβάλλον, βρίσκει διέξοδο στα ταξίδια της ανά τον κόσμο με οδηγούς τους Μάντελσταμ, Τολστόι, Φώκνερ, Φιτζέραλντ και άλλους λογοτέχνες που, μέσα από τις σελίδες των έργων τους, την ξεναγούν στα διάφορα μήκη και πλάτη της γης.
Στο πρωτοπρόσωπο κι εξομολογητικό "Γαλλίδα, αλλοδαπών γονέων" η Σλιμανί, που γεννήθηκε το 1981 στο Μαρόκο και έφτασε στη Γαλλία για σπουδές στα 17 της, ομολογεί με θάρρος και υπερηφάνεια τον σύνθετο εαυτό της: «Είμαι το παιδί όλων αυτών των ξένων και είμαι Γαλλίδα. Είμαι μετανάστρια, Παριζιάνα, ελεύθερη γυναίκα, σίγουρη ότι μπορείς να αυτοπροσδιοριστείς χωρίς να πρέπει να ακυρώσεις τους άλλους. Ότι η εθνικότητα δεν είναι ούτε δόξα, ούτε τιμή».
Ετούτη η πολλαπλή ταυτότητά της, συνδυαζόμενη με την διπλή υπηκοότητα –την Μαροκινή και την Γαλλική–, την καθιστά ικανή να διακρίνει τις ευαίσθητες λεπτομέρειες των δύο πολιτισμών που συνήθως υπερκαλύπτονται από την κεκτημένη ταχύτητα της προόδου και τα ταχύτατα αντανακλαστικά των ανθρώπων να συμπορευτούν. Τέτοιες λεπτομέρειες, που μορφοποιούν και δίνουν νόημα στην απτή πραγματικότητα, και την Ιστορία παρεμπιπτόντως, μαζί με την έντονη δίψα της για ελευθερία σκέψης και έκφρασης, συνιστούν το όραμα της Σλιμανί για την χώρα: "Να με τι θα ήθελα να μοιάζει η Γαλλία του 2Ο16: με τα χαρούμενα και ατέλειωτα χριστουγεννιάτικα δείπνα της, εκεί που ο καθένας είχε την θέση του, εκεί που κανείς δεν κατέκρινε, ούτε αυτούς που είχαν μεθύσει ούτε τους άλλους που λέγανε αυτό που νοιώθανε. Εκεί που οι γέροι δεν κορόιδευαν τις κουβέντες των πιο νέων, εκεί που οι βλάσφημοι διασκέδαζαν όλο το τραπέζι. Εκεί που, στο τέλος, δεν απέμενε παρά μόνον η σιγουριά ότι είναι προνόμιο να είμαστε όλοι μαζί σ' έναν κόσμο όπου, παρ' όλα αυτά, τα πάντα έχουν βαλθεί να μας χωρίσουν."
Δημοσιογράφος, δημοφιλής συγγραφέας βραβευμένη με Goncourt (2O16) και εκπρόσωπος του γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν στον Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας, η Λεϊλά Σλιμανί, με τα κείμενά της, συμβάλλει ουσιαστικά στο ζήτημα του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών. Και αν κάτι κάνει την ολιγοσέλιδη ετούτη συλλογή αξιοδιάβαστη δεν είναι μόνο το ότι συνιστά μια καλή αρχή για να γνωρίσει κάποιος μία από τις πιο φωτεινές νέες πένες της Γαλλίας. Είναι και το ότι η συγγραφέας καταταδεικνύει εύστοχα και συγκινησιακά αφενός τον πλούτο της διαπολιτισμικότητας και την συγκολλητική ιδιότητα του ανθρωπισμού, κι αφετέρου την ικανότητα της λογοτεχνίας να προβάλει έναν δικαιότερο κόσμο και να μάχεται γι' αυτόν.
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία εικονίζει την Εθνική Βιβλιοθήκη της Βρετανίας.
Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021
Ars longa.
Vita brevis?
Είναι από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς και φέτος, διακόσια είκοσι χρόνια από την γέννησή της, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου βρίσκεται στο προσκήνιο με τη νέα έκδοση της Αυτοβιογραφίας της (με Εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά – Μεταίχμιο, 2Ο21). Πρόκειται για το τελευταίο βιβλίο που έγραψε κι ένα από τα ελάχιστα δείγματα του έργου της που υπάρχουν σήμερα.
Γεννημένη στη Ζάκυνθο στην αρχή του 19ου αι., η συγγραφέας μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον από γονείς που κατάγονταν από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, η ανατροφή της ήταν πολύ αυστηρή, ασφυκτικά περιορισμένη και απολύτως σύμφωνη με τα πατριαρχικά ήθη της εποχής. "Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων οπού περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την εξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε διά τας πολιτικάς υποθέσεις και διά τας οικιακάς δεν είε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα έλειπον." Τα οποία παιδιά έπρεπε να υπακούουν στις βουλές όλων, ιδίως τα κορίτσια.
Η εκπαίδευσή της δεν ξέφυγε από αυτό το πλαίσιο – σε ηλικία οκτώ χρονών η Ελισάβετ δεν ήξερε καν την αλφάβητο, κάτι που ήταν σύνηθες για τα περισσότερα κορίτσια τότε. Η συγκυρία, ωστόσο, συντέλεσε να έχει κατά καιρούς οικοδιδασκάλους – τρεις κληρικούς που της ενέπνευσαν "μεγάλον ζήλον δια τα γράμματα" και ενθάρρυναν τον διακαή πόθο της να μάθει ελληνικά και να ασχοληθεί με την συγγραφή.
Ακόμη κι έτσι, μπορεί κανείς να δει πως το ύφος της είναι ξεχωριστό – η γλώσσα της μία μείξη των προφορικών ελληνικών της εποχής με τους κανόνες και το εξελληνισμένο λεξιλόγιο των ιταλικών και των γαλλικών που επίσης μελετούσε η Μουτζάν με το ίδιο πάθος όπως τα ελληνικά. Μου θύμισε το ιδίωμα του Παπαδιαμάντη, σε άγουρο στάδιο όμως, πολύ πιο λιτό και με έναν ακατάβλητο ορθολογισμό – η Ελισάβετ χρησιμοποιεί λογικά επιχειρήματα αλλά και ορμητικό συναίσθημα, που γίνεται αισθητό στους αναγνώστες, συνθέτοντας έτσι έναν λόγο στοχαστικό και ευθύ ως αντίδραση και βολή στις παράλογες κοινωνικές επιταγές της εποχής για το φύλο της.
Διαβάζεται ως ηθογραφικό χρονικό ή ημερολόγιο μιας σπαρακτικής ζωής – από τις πρώτες προσπάθειες αποστήθισης μιας προσευχής και την σύνταξη μιας μικρής επιστολής προς τον πατέρα της έως την ολοκλήρωση ενός θεατρικού έργου, την συνειδητοποίηση της σκλαβιάς της και τον επερχόμενο γάμο της, η ζωή της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου είναι μια συνεχής λαχτάρα για γνώση, ένας αγώνας για να καλλιεργήσει την σκέψη της, να διαμορφώσει την ταυτότητά της, να αυτονομηθεί και να ασχοληθεί με τα γράμματα και την συγγραφή. Nα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του εαυτού της – πνεύμα, ψυχή και σώμα. Ωστόσο η Αυτοβιογραφία της δεν είναι απλώς το ψυχογράφημα μιας αριστοκράτισας, μία ακατάπαυστη προβολή των επιθυμιών της και μόνον. Η Μουτζάν θέτει το δικό της προσωπικό αδιέξοδο στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής σκιαγραφώντας έτσι την βαθιά υποτιμητική θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα – σχεδόν απόλυτος περιορισμός των γυναικών στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες, η ζωή τους στον απόλυτο έλεγχο του πατέρα ή συζύγου. "Οι Ζακύνθιοι μόνον μίαν φοράν τον μήνα επιτρέπουν εις τας συζύγους των να πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, εις τας αδελφάς των και θυγατέρας των μίαν φοράν τον χρόνον, το μεσονύκτιον και με μπαούτα..."(μαύρη βελούδινη προσωπίδα - απαραίτητο εξάρτημα της επτανησιακής γυναικείας ενδυμασίας τότε). Και αργότερα, προμελετημένος γάμος με προσφορά προίκας και ιδιαίτερα σκληρός βίος στις οικογένειές τους: "...μία εξαδέλφη μου πρώτη και μία δεύτερη, κοράσια με φρονιμάδα, με ευμορφίαν, με ευγένειαν, και με καλόν προικιόν υπανδρεύτηκαν και απερνούσαν την πλέον χειρότερην ζωήν, οπού ημπορεί να περάσει γυναίκα εις τον κόσμον."
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021
Admired Silence
Σε έναν από τους σημαντικότερους ζώντες αφρικανούς λογοτέχνες απονεμήθηκε φέτος το Νόμπελ Λογοτεχνίας: στον πεζογράφο και κριτικό Abdulrazak Gurnah για "την ασυμβίβαστη και γεμάτη κατανόηση εμβάθυνσή του στις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας και τη μοίρα των προσφύγων στο μεταίχμιο μεταξύ πολιτισμών και ηπείρων."
Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι ο πρώτος μαύρος αφρικανός λογοτέχνης που βραβεύεται από το 1986 –όταν είχε βραβευτεί ο Wole Soyinka–, ο πρώτος Τανζανός και ο πρώτος μαύρος συγγραφέας από το 1993 – χρονιά που βραβεύτηκε η Τόνι Μόρρισον. Γεννήθηκε στην Ζανζιβάρη το 1948 κι έφτασε στη Βρετανία το 1968 ως μετανάστης για σπουδές έχοντας δραπετεύσει από τη νήσο για να γλιτώσει από τις διώξεις κατά των Αράβων πολιτών στη διάρκεια της Επανάστασης της Ζανζιβάρης. Στη συνέχεια εργάζεται ως καθηγητής και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο τμήμα της Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Κεντ μέχρι την συνταξιοδότησή του.
Στα μυθιστορήματά του ασχολείται πάντοτε με τους απόκληρους και η κυρίαρχη θεματολογία του είναι η ταυτότητα και η μετανάστευση και ο τρόπος που αυτές διαμορφώνονται από τα απότοκα της αποικιοκρατίας. "Δεν πρόκειται πάντοτε για την αναζήτηση ασύλου, μπορεί να είναι για τόσους πολλούς λόγους – εμπόριο, εκπαίδευση, έρωτας," λέει η εκδότρια του στον οίκο Bloomsbury και προσθέτει πως ο Γκούρνα είναι τόσο σπουδαίος όσο ο Chinua Achebe ενώ η γραφή του "είναι ιδιαίτερα όμορφη και σοβαρή αλλά, επίσης, χιουμοριστική και ευγενική και ευαίσθητη. Ένας εξαιρετικός συγγραφέας που γράφει για πραγματικά σημαντικά ζητήματα."
Ευκαρία, λοιπόν, να γνωρίσουμε αυτόν τον αξιοσημείωτο συγγραφέα που αποστρέφεται τις στερεότυπες περιγραφές και ανοίγει το βλέμμα μας σε μια πολιτιστικά διαφοροποιημένη Ανατολική Αφρική, άγνωστη σε πολλούς.
Σημείωση: Η κεφαλίδα της ανάρτησης είναι ο τίτλος του πέμπτου μυθιστορήματος του νομπελίστα πλέον συγγραφέα, Admiring Silence (1996), σε παράφραση. / Το πορτρέτο του Γκουρά είναι φιλοτεχνημένο από τον σουηδό Niklas Elmehed, υπεύθυνο για τα επίσημα πορτρέτα των βραβευμένων με Νόμπελ. / Μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ το βίντεο της ανακοίνωσης.