"Η Βάλι είχε τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο τελικά θα εμφανιζόταν όπως είχαν συμφωνήσει, μια και είχε πάρει ήδη τα λεφτά, αλλά το βράδυ τον βρήκαν στο τέλος του χωριού να τις περιμένει μ' ένα τσιγάρο στο δεξί του χέρι. Στο σκοτάδι μπορούσαν να δουν την κάφτρα και τον καπνό που φυσούσε, λες και ήθελε να τους κάνει κάποιο νόημα, παρόλο που δεν είχαν συμφωνήσει προηγουμένως για κάτι τέτοιο. Πίσω από τα τελευταία σπίτια εξαφανίστηκε μαζί τους στα χωράφια , όπου το έδαφος ήταν σκληρό από τον πρώτο παγετό. Η μητέρα μου φορούσε τα καλά της ψηλοτάκουνα παπούτσι από ανοικτό καστόρι, τα είχε αγοράσει σ' ένα μικρό μαγαζί στο Πάπα που το φθινόπωρο είχε δύο μοντέλα, και με αυτά τα παπούτσια περπατούσε τώρα μέσα στα χωράφια με το καλαμπόκι, τα τελευταία χωράφια της χώρας μας, μέσα σε απομεινάρια από τα καλάμια του καλαμποκιού που, αν και ήταν περασμένη η εποχή τους, ξεφύτρωναν ακόμα από το έδαφος. Εκεί σκάλωναν οι κάλτσες της και σκιζόντουσαν, τα παγωμένα πόδια της έμπλεκαν και της έβγαιναν τα παπούτσια κι αναγκαζόταν να γονατίσει για να τα βρει ψαχουλεύοντας με τα χέρια. Δεν έκανε το παραμικρό παράπονο όταν μπλεκόταν στα σπαρτά που είχαν απομείνει στα χωράφια. Αλλά από μέσα της ευχόταν να μην είχαν ανέβει ποτέ σ' αυτό το τρένο, ποτέ να μην είχε ακουλουθήσει αυτό τον ξένο, και προσευχόταν μ' όλη της την ψυχή κάθε φορά που έπρεπε να πέσει στο χώμα, επειδή το φως κάποιου προβολέα περνούσε ξυστά πάνω από το κεφάλι της.
Μόνο το αχνό φως ενός μισοφέγγαρου ξάνοιγε λίγο το απόλυτο σκοτάδι, και η μητέρα μου γλιστρούσε συνεχώς, σκόνταφτε, έπεφτε και χτυπούσε τα χέρια της, τα γόνατά της, το πρόσωπό της. Η Βάλι την σήκωνε από τη ζώνη του παλτού της κι έβριζε, και ο χωρικός γύριζε το κεφάλι του κι ακουμπούσε το δάχτυλό του στα χείλη, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει. Σε τίποτα σχεδόν δεν έδινε προσοχή η μητέρα μου εκείνη τη νύχτα. Ούτε τον ουρανό που μετά από πολλές εβδομάδες συννεφιά ήταν πεντακάθαρος, γεμάτος αστέρια, ούτε στο κρύο, ούτε στους ξένους μπροστά και πίσω της που προχωρούσαν συγκεντρωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο. Κοίταζε μόνο τα πόδια της, προσέχοντας να τα βάζει το ένα μπροστά στο άλλο για να μην της βγαίνουν τα παπούτσια. Από τη νύχτα εκείνη στη μνήμη της έμειναν μόνο οι σκισμένες της κάλτσες.
Όταν πια είχαν αφήσει πίσω τους το τελευταίο χωράφι και προχωρούσαν κάτω από λίγα δέντρα, σ' ένα κομμάτι γης που φαινόταν να μην ανήκει σε κανέναν, αναγκάστηκαν να πέσουν γαι άλλη μια φορά στο χώμα. Μια φωτεινή δέσμη ξύρισε τα χωράφια, στην αρχή γρήγορα και μετά πιο αργά, και σταμάτησε μπροστά τους, τους βύθισε όλους σ' ένα μουντό κίτρινο φως. Η μητέρα μου μπορούσε να δει την κάθε τρίχα στο παλτό της Βάλι. Έμειναν όλοι ξαπλωμένοι στο έδαφος σαν δεμάτια που είχαν ξεμείνει μετά το θερισμό. Ένα κορίτσι άρχισε να ψιθυρίζει κάτι που ακουγόταν σαν στίχος από ποίημα. Η μητέρα μου άπλωσε το χέρι της και το κορίτσι το έπιασε σφιχτά, αργότερα η Βάλι έλεγε πως το φεγγάρι φαινόταν εκείνη τη στιγμή σαν να το είχαν καρφιτσώσει στον ουρανό, σαν να κινδύνευε να πέσει από στιγμή σε στιγμή. (...) Ο χωρικός τούς έδειξε σε ποιά κατεύθυνση έπρεπε να προχωρήσουν κι εξαφανίστηκε γρήγορα πίσω από μια συστάδα δέντρων. Η μητέρα μου και η Βάλι άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, λίγο από φόβο, λίγο από χαρά, και η μητέρα μου γύρισε ακόμα μια φορά το κεφάλι της πίσω, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιος τους είχε οδηγήσει εκεί, κάποιος που δεν ήταν παρά ένας ξένος και τώρα είχε στα χέρια του το δαχτυλίδι της.
Πίσω από τα σύνορα, σε μια νέα χώρα, μοιράζανε σε μια σκηνή κουβέρτες. Έδωσαν και στη μητέρα μου και στη Βάλι. Κάποιος είπε στη γλώσσα μας, παρακαλώ πάρτε, και τους έβαλε από μια κανάτα σε κάτι ποτήρια τσάι. Η μητέρα μου, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα, βγήκε έξω από τη σκηνή, κοίταξε πρώτα τα βρόμικα παπούτσια της και μετά τον ουρανό που τώρα φαινόταν μικρός, επίπεδος, κοντινός, και όχι πια απέραντος.
Κάποιος μιλούσε γερμανικά, συστήθηκε στη μητέρα μου μόνος του ως Μάτε Παλ, μια και δεν υπήρχε εκεί κανείς που να μπορεί να τον συστήσει, και προσφέρθηκε να τη βοηθήσει μεταφράζοντας. Τη ρώτησε, σε ποιά χώρα θέλεις να πας; Της μητέρας μου της ήταν αδιάφορο, ίσως στην Αγγλία, ή στην Αμερική, απάντησε, ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε τη Βάλι. Η Βάλι πρότεινε τη Γερμανία. Η Γερμανία είναι καλή επιλογή, είπε ο Μάτε Παλ, ήθελε κι εκείνος να πάει στη Γερμανία. Τους είπε ότι έπρεπε να σταθούν σε εκείνη τη σειρά, να γραφτούν στη λίστα, όνομα και ημερομηνία γέννησης, και η μητέρα μου με τη Βάλι μπήκαν σ' εκείνη τη σειρά και γράψανε τα ονόματά τους με ένα μολύβι που έβγαλε ο Παλ από το σακάκι του. Στεκόταν δίπλα στη μητέρα μου, κοίταζε τα γράμματά που έγραφε το ένα πίσω από το άλλο πάνω στη λίστα και πήρε από μόνος του το ελεύθερο να τη φωνάζει με το μικρό της, Κάταλιν της είπε, απλά Κάταλιν."
Σημείωση: Το απόσπασμα θα μπορούσε να είναι η εξιστόριση μίας από τις τόσες γυναίκες πρόσφυγες για την περιπέτεια της φυγής της από την Συρία. Είναι, ωστόσο, η αφήγηση μιας γυναίκας που εγκαταλείπει την οικογένειά της και το εξίσου ασφυκτικό καθεστώς της Ουγγαρίας το 1956 για να ζήσει στην απέναντι πλευρά των συνόρων, στην ελεύθερη και πολιτισμένη Δύση. Η Κάταλιν είναι η ηρωίδα του "Ο κολυμβητής" (μτφρ. Λένα Σακαλή - Μελάνι, 2007) που διαβάζω τώρα. // Το πρώτο εικαστικό, "Campfire" από την ενότητα "Helga" (1982) και το δεύτερο, "Winter" (1946), ανήκουν στον Αμερικανό Andrew Wyeth.