Δεν ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πέρασα εντός των τοιχών. Ήταν όμως το μόνο όπου δεν διάβασα όσο και όπως θα ήθελα – ξέρετε, να ανοίγεις ένα βιβλίο και να το κλείνεις για να πιάσεις το επόμενο. Διαλείμματα μόνο για βουτιές στη θάλασσα, ένα ποτήρι νερό, ένα φρούτο. Ίσως και μια-δυο κουβέντες, για να βεβαιωθείς ότι δεν έχει ατονίσει η ικανότητα ομιλίας.
Φέτος, προς μεγάλη μου απογοήτευση κυριάρχησε το διαδίκτυο – από άρθρο σε άρθρο και από ρουμπρίκα σε μουσικό βιντεάκι του youtube, το σύννεφο ανέπτυξε πανεύκολα την επιρροή του. Υπήρξαν, ωστόσο, καλ
ά αναγνωστικ
ά διαλείμματα. Εύκολ
α στην αρχή, όπως το
"Adlerian Theory: an introduction" (Createspace, 2009) και το
"L2 Learning & Language Teaching" (Routledge, 2013)
– βιβλία που φρεσκάρισαν τις γνώσεις μου και μου υπενθύμισαν τους λόγους που εξακολουθώ να διδάσκω στην εξω-λογοτεχνική πλευρά της ζωής μου.
Συνέχισα
με παιδική λογοτεχνία κι ένα βιβλίο που προορίζεται για την εκπαίδευση.
Το "Έρικα" (μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο - Καλειδοσκόπιο, 2015) είναι η βιογραφία μίας γυναίκας που γλίτωσε από το Ολοκαύτωμα όταν ήταν μωρό – η μητέρα της πήρε την γενναία απόφαση να την πετάξει από το τραίνο που μετέφερε εκείνη κι εκατοντάδες άλλους Εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το μωρό σώθηκε από ανθρώπους που την μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί κι έζησε ευτυχισμένα μέχρι τις μέρες μας για
να πει την ιστορία της στην συγγραφέα
Ruth Vander Zee την οποία γνώρισε
τυχαίως το 19
95. Η συγγραφέας, αφού παράλλαξε το όνομα της γυναίκας,
μετέφερε την ιστορία της με ευσύνοπτο τρόπο σε τούτο βιβλίο. Λόγω της
δομής, της μικρής έκτασης και της απλότητας του κειμένου το βιβλίο
απευθύνεται σε παιδιά από 8 ετών και άνω· τονίζω το "και άνω" διότι κάλλιστα διαβάζεται και από μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά (
όπως βεβαίως και από ενήλικους αναγνώστες) καθώς
λειτουργεί ως ιστορία αφύπνισης για τα σημάδια ρατσισμού και
αντισημιτισμού που εμφανίζονται με ανησυχητική συχνότητα και σφοδρότητα
στις μέρες μας
. Η υπέροχη, φωτορεαλιστική και δεικτική
εικονογράφηση του
Roberto Innocenti συμπληρώνει το κείμενο
και του
δίνει μια υποβλητική ατμόσφαιρα που σε εμπλέκει συναισθηματικά στην
αφήγηση η οποία, παρόλο το ζοφερό θέμα της, αναδίδει ελπίδα. Το "Έρικα"
θα μπορούσε να διαβαστεί και ως συνέχεια του
"Πως φτάσαμε ως εδώ;" για
να καταδειχτ
εί, εκτός τ
ης ομοιότητας και της μεγάλης συνάφει
άς του παρελθόντος με το παρόν
, και η δυναμική μιας απόφασης. Η ιστορία, τελικά, αφορά άμεσα και τα παιδιά.
Σε περίοδο πολέμου και η επόμενη επιλογή. Ο Σάκης Σερέφας μας υπενθυμίζει ότι οι λέξεις "πολυπολιτισμικότητα" και "πολυφυλετικότητα" είναι σύγχρονοι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν κάτι παλιό και οικείο – την ομαλή συμβίωση ανθρώπων πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων. Στο πρόσφατο "Έξω χιονίζει" (Πόλις, 2016) με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την έλευση των ξένων στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη (οι δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με τη
δικαιολογία να παράσχουν υποστήριξη προς την Σερβία και τη Ρωσία στο
Μεγάλο Πόλεμο) διοργανώνεται μία θεατρική παράσταση. Στην σκηνή γνωστού κινηματοθεάτρου, ένα μέντιουμ με διάφορα τεχνάσματα εμφανίζει στο κοινό τα εκτοπλάσματα έξι στρατιωτών της Αντάντ. Οι Άγγλοι Richard Johnson και John Smith, ο Γάλλος Achille Breton, ο Ιταλός Pietro Loretti, ο Ρώσος Nikita Smirnov και ο Ινδός Bambalam αφηγούνται χαρακτηριστικά περιστατικά από την καθημερινότητά τους και δίνουν την αίσθηση και τον ρυθμό της εποχής. Για τις ζωντανές, περιεκτικότατες μαρτυρίες τους, βέβαια, ευθύνεται η συγγραφική δεξιοτεχνία του Σερέφα και το πολύ ιδιαίτερο,
στροβοσκοπικό αφηγηματικό ύφος του που συνδέει την Ιστορία με το παρόν σε μία νουβέλα που απομυθοποιεί και καυτηριάζει
εν μέσω ψύχους και απάθειας.
Αλλαγή κλίματος με κάτι πιο θερμό. Ως γνήσιος εκπρόσωπος του βρόμικου ρεαλισμού, ο Pedro Juan Gutiérrez χρησιμοποιεί τις γνωστές αναφορές του σε ιδρώτα-αίμα-σπέρμα με αναπάντεχο, εξαιρετικά ελλειπτικό τρόπο, ως μοτίβο για μία συλλογή 55 μικρο- (έως μικρο-μικρο-) διηγημάτων που αναδίδουν την ποιητική ατμόσφαιρα ενός ασπρόμαυρου φιλμ. Οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς ότι οι ήρωες τού Η Μελαγχολία των Λιονταριών (μετάφραση και επίμετρο Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη - Μεταίχμιο, 2012) είναι, όπως και στο υπόλοιπο έργο του Κουβανού συγγραφέα, οι συνηθισμένοι βρομο-διάβολοι – ένας άντρας που δηλητηριάζει συστηματικά τη σύζυγό του, ένας ηλικιωμένος γιατρός που ειδικεύεται σε εκτρώσεις και παρθενορραφές, λιοντάρια του τσίρκου που βυθίζονται σε κατάθλιψη όταν δεν τρέφονται στην ώρα τους, τραβεστί, αυτόχειρες, φυλακισμένοι, και άλλοι έκπτωτοι που αγωνίζονται να οξύνουν την αίσθηση της ζωής μέσα τους. Ανάμεσά τους μερικά σοκολατένια ποντίκια, και ο ίδιος ο Γκουτιέρες που, σαν άγγελος του Βιμ Βέντερς, περιπλανάται σ' ετούτο το γκροτέσκο σύμπαν και καταγράφει τις περιπέτειες ψυχών και σωμάτων με υποδειγματική συμπύκνωση, καίρια επιλογή λέξεων και μια ισχυρή δόση σκεπτικισμού. Μαγικός παρακμιακός ρεαλισμός.
Το πρώτο βιβλίο της Margaret Drabble που διάβασα ήταν ένα έργο της ωριμότητάς της και στάθηκε αφορμή για το δεύτερο, εκείνο που θεωρείται το πιο ώριμο, από άποψη δομής, εμβάθυνσης και ολοκλήρωσης χαρακτήρων – το The Needle's Eye (Penguin Modern Classics 2011) πρωτοεκδόθηκε το 1972 και συνοδεύτηκε από διθυραμβικές κριτικές. Εκείνο που με προσέλκυσε, ωστόσο, ήταν η δήλωση της συγγραφέως ότι για πρώτη φορά τότε -είχαν προηγηθεί πέντε μυθιστορήματά της- μπόρεσε να συμπεριλάβει κάποια σημαντικά για εκείνη πράγματα με τρόπο συνειδητό και σχεδόν αποστασιοποιημένο. Τριτοπρόσωπη, πολυεπίπεδη αφήγηση και πολυδιάστατοι χαρακτήρες συνθέτουν το μυθιστόρημα τούτο που αρχικά θεωρήθηκε φεμινιστικό. Η ιστορία της Ρόουζ Βασιλείου, όμως, είναι επίσης χιουμοριστική, πολυθεματική και πολύ ανθρώπινη – στοιχεία που χαρακτηρίζουν έντονα το σύνολο του μέχρι τώρα έργου της. Η Ρόουζ αρνείται, με περιπετειώδη τρόπο, τα πλούτη της οικογένειάς της και αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής της και των τριών παιδιών της. Οι αντισυμβατικοί όροι που έχει θέσει αρχίζουν να κλονίζονται όταν ο πρώην σύζυγός της κινείται νομικά για να της αποσπάσει την κηδεμονία των παιδιών. Ο Σάιμον Κάμις, άτολμος κι εσωστρεφής δικηγόρος που έχει συμβιβαστεί με έναν ανούσιο γάμο, θα της προσφέρει νομικές συμβουλές. Οι δύο αυτοί, εκ διαμέτρου αντίθετοι, χαρακτήρες θα δημιουργήσουν μια στέρεη, πλατωνική σχέση η οποία, ωστόσο, δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την επανασύνδεση της Ρόουζ με τον Κρίστοφερ.
Και ο απαραίτητος κλασικός για το καλοκαίρι – ο Joseph Conrad να καταγράφει σκέψεις για την οικογένειά του, την εφηβική του ηλικία και την εκπαίδευσή του στη ρωσική Πολωνία, το πρώτο μπάρκο στην Μασσαλία και τα ταξίδια του στην Αφρική, την μεγάλη επιρροή που είχε πάνω του ο θείος Ταντέους.
Να εξομολογείται τις αιτίες που τον οδήγησαν στις κομβικές αποφάσεις της ζωής του, μεταξύ των οποίων και η επιλογή της αγγλικής γλώσσας
– πόσο τον κατανοώ ως προς αυτό!
Να σημειώνει, επίσης, παρατηρήσεις για την συγγραφή, την λογοτεχνική κριτική και την ανθρώπινη φύση.
Στο
"Προσωπικό Ημερολόγιο" (μτφρ. Ν. Ντινοπούλου, Α.Κουτσού - Printa, 2000) αναβιώνει μια μεγάλη χρονική περίοδο που εκτείνεται από την εποχή του Ναπολέοντα έως και το 1895 (έτος συγγραφής του "Η τρέλλα του Άλμαγιερ") και οι αρκετές σημειώσεις της έκδοσης επεξηγούν και διευκρινίζουν με ακρίβεια τις ιστορικές, γενεαλογικές, κ.ά. λεπτομέρειες της εποχής και της ζωής του συγγραφέα. Ο ίδιος έγραψε και τα δύο προλογικά σημειώματα που υπάρχουν στην ελληνική έκδοση και τα οποία είχαν αρχικά, συνοδεύσει δύο διαφορετικές εκδόσεις του "Ημερολογίου" στα αγγλικά – κάτι που προσθέτει ενδιαφέρον στο βιβλίο. Δεν θα έλεγα το ίδιο, όμως, για το επίμετρο του νομπελίστα Czeslaw Milosz που αναλύει διεξοδικά την ζωή και την ποίηση του πατέρα του Κόνραντ, εκτός κι αν συμπεριελήφθη για λόγους εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.
Κάπως έτσι, η ισχύς του διαδικτύου εξουδετερώθηκε αργά και σταθερά, όπως λένε. Θα ήταν, ωστόσο, πολύ καλύτερα αν ακολουθούσα την συμβουλή της Zadie Smith και αποσυνδεόμουν εντελώς διότι όλη αυτή η προσήλωση σε μια οθόνη δημιούργησε σκέψεις, αρκετά σ
τενόχωρες, για οριστική αναστολή των αναρτήσεων
– το διαδίκτυο αναλώνει πολύ χρόνο, αλλ
οιώνει την ικανότητα διεξοδικής σκέψης και αφαιρεί από την "ελεύθερη", απρόσκοπτη ανάγνωση. Κι αυτό το τελευταίο μου έχει λείψει.
Διασκέδασα, λοιπόν, τις προθέσεις μου με ένα ψυχαγωγικό αστυνομικό, το "Το τέλος του δρόμου" (με εικονόγραφηση του Μιχάλη Γάλλια - Άγρα, 2016) ενός συγγραφέα που γνώρισα μόλις το 2012.
Τότε, στο "Καλοκαίρι του Φόβου" (ΔΟΛ), με εξέπληξαν ευχάριστα οι λιτές περιγραφές του Γιάννη Μαρή οι οποίες, ωστόσο, σε τοποθετούν με ακρίβεια και στυλ στην εποχή και στην ατμόσφαιρα της υπόθεσης. Το "Τέλος..." όμως δεν είναι ένα από τα γνωστά αστυνομικά μυθιστορήματα του συγγραφέα. Είναι μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα του 1956 – περίοδος κατά την οποία το μυθιστόρημα γράφτηκε και δημοσιεύτηκε (τον επόμενο χρόνο, για να είμαι ακριβής) σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ακρόπολις". Δεν το έχω τελειώσει ακόμη –διασκέδαση γαρ– ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι παρόλο που το βιβλίο δεν είναι στην επικράτεια του Αστυνόμου Μπέκα, η επιδέξια γραφή του Αθηναίου συγγραφέα ίσως αποκαλύψει τη λύση ενός άλλου μυστήριου – εκείνου της υπονόμευσης του εαυτού.
Σημείωση: Το πρώτο εικαστικό είναι η λιθογραφία City of Words του Αμερικανού Vito Acconci. Ακολουθεί λεπτομέρεια από άτιτλο έργο φωτοχημικής ζωγραφικής του Δημήτρη Μεραντζά που μου έφεραν στο νου οι θάλασσες του Κόνραντ. Τέλος, ένα ανθρωπομετρικό του Yves Klein, το Anthropométrie sans titre (ANT 19, 1960).