Ιδιωτικές ιστορίες
Ένα από τα στοιχεία που εκτιμώ πολύ στην γραφή του κολομβιανού Juan Gabriel Vásquez είναι το σύγχρονο, "αντιδραστικό" ύφος του – δεν εμφανίζει ούτε στο ελάχιστο κάτι από τον παραδοσιακό μαγικό ρεαλισμό της Λατινικής Αμερικής. Φυσικό επακόλουθο εάν σκεφτεί κανείς τις λογοτεχνικές επιρροές του που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους Β. Ουγκώ, Ε.Μ. Φόστερ, Τζόζεφ Κόνραντ, Φίλιπ Ροθ και Σωλ Μπέλοου. Το αποδεικνύει και το "Οι πληροφοριοδότες" (μτφρ. Αχιλλέα Κυριακίδη – Ίκαρος, 2015), το εντυπωσιακό πρώτο μυθιστόρημά του και το δεύτερο βιβλίο του που εκδίδεται στα ελληνικά. Και στα δύο, εκτός από την συνέπεια του ύφους, βασικός μοχλός της αφήγησης είναι το ταξίδι και η αναζήτηση της αλήθειας. Καμβάς εδώ, η ιδιωτική ζωή ενός έθνους, όπως ερμηνεύει ο Μπαλζάκ την Ιστορία.
Ο Γκαμπριέλ Σαντόρο είναι ένας δημοσιογράφος που με το πρώτο του βιβλίο ασχολείται με μία από τις σκοτεινές περιόδους της κολομβιανής ιστορίας. Όταν τον Νοέμβριο 1943 η Κολομβία τάσσεται ανοιχτά υπέρ των συμμάχων οι ΗΠΑ, φοβούμενες μία πέμπτη φάλαγγα των Ναζί στην Λατινική Αμερική, της ζητούν να συντάξει μία λίστα με τους συμπαθούντες των Ναζί την οποία κατόπιν θα παραλάμβανε το FBI. Η Κολομβία, υπό την απειλή της μη χρηματοδότησής της, συντάσσει μαύρες λίστες τις οποίες στην συνέχεια δημοσιοποιεί στις εφημερίδες της εποχής. Στις λίστες αυτές συμπεριελήφθησαν και γερμανοί μετανάστες –στην πραγματικότητα, όλοι οι μετανάστες που προέρχονταν από χώρες του Άξονα– ασχέτως των πεποιθήσεών τους καθώς θεωρήθηκαν συλλήβδην φιλοναζιστές με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις και περιουσίες να δημευτούν, υπολύψεις να σπιλωθούν και όλοι ανεξαιρέτως οι γερμανοί μετανάστες να βρεθούν κρατούμενοι σε ιδιότυπες φυλακές –απομονωμένα ξενοδοχεία που λειτούργησαν ως στρατόπεδα συγκέντρωσης– με την κατηγορία της (πιθανής) κατασκοπίας.
Το "Μια ζωή στην εξορία" βασίζεται στις διηγήσεις της Σάρας Γκούτερμαν, μίας Γερμανίδας εβραϊκής καταγωγής που είχε εγκατασταθεί στην χώρα λίγο πριν την έναρξη του ΠΠ2 και υπήρξε οικογενειακή φίλη του Γκαμπριέλ – ο εύπορος πατέρας της, Κόνραντ Ντερέσερ, είχε ανοίξει προπολεμικά το Nueva Europa, ένα πολυτελές ξενοδοχείο που προσέλκυε τους μεγαλοαστούς της Μπογκοτά. Εκεί πήγαινε ο πατέρας του Γκαμπριέλ, φοιτητής ακόμη της Νομικής, για να μάθει γερμανικά από τον πατέρα της Σάρας. Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα κολλητό του – τον συνομήλικο Ενρίκε, γιο του Κόνραντ.
Οι κριτικές για το πρώτο βιβλίο του Γκαμπριέλ είναι εγκωμιαστικές, εκτός από μία, ιδιαιτέρως δηκτική – του διακεκριμένου καθηγητή Γκαμπριέλ Σαντόρο, του πατέρα του (πατέρας και γιός έχουν το ίδιο όνομα στο μυθιστόρημα του Βάσκες κι αυτό έχει τις δικές του συνδηλώσεις). Η σχέση πατέρα-γιου θα ψυχρανθεί και οι δυό τους θα διατηρήσουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Θα αναγκαστούν, ωστόσο, να επικοινωνήσουν ξανά όταν ο πατέρας Σαντόρο αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας και χρειάζεται την παρουσία του γιου του. Λίγους μήνες αργότερα, ο πατέρας Σαντόρο θα σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα έξω από το Μεντεγίν και ο Γκαμπριέλ θα θελήσει να ερευνήσει τις αιτίες του ατυχήματος και την αψυχολόγητη, κατ' αυτόν, συμπεριφορά του πατέρα του ο οποίος πριν καλά-καλά αναρρώσει κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Εκτός από την ερωτική ζωή του κυρίου καθηγητή με την φυσιοθεραπεύτριά του, ο Γκαμπριέλ θα ανακαλύψει το ξεχασμένο παρελθόν του πατέρα του και τους πληροφοριοδότες – εκείνους που βοήθησαν στο να καταρτιστούν οι μαύρες λίστες. Εκτός από τα διεφθαρμένα κυβερνητικά στελέχη, ο καθένας είχε την εξουσία να καταδώσει όσους νόμιζε ότι ήταν συμπαθούντες του ναζιστικού καθεστώτος. Και το έκανε χωρίς ενδοιασμούς ή ιδιαίτερη διασταύρωση των στοιχείων του.
"Μία από τις πιο αυθεντικές νέες φωνές" σύμφωνα με τον Μάριο Βάργκας Γιόσα, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες γράφει ένα περίτεχνο μυθιστόρημα που δεν του λείπουν, ωστόσο, οι ατέλειες – κάπου επαναλαμβάνεται, αλλού φλυαρεί, υπάρχει και μία κάμψη στον ρυθμό της αφήγησης. Αντισταθμίζονται όμως με τις έντονες διακυμάνσεις στην πλοκή – την σοκαριστική για τον Γκαμπριέλ ανακάλυψη πως ο πατέρας του ήταν ένας από τους πληροφοριοδότες· το γεγονός ότι οι πληροφορίες του ήταν εναντίον του αδελφικού του φίλου που, επιπροσθέτως, ήταν φανερά αντι-ναζιστής· την αποκαλυπτική συνέντευξη που έδωσε λίγες ώρες μετά το θάνατο του πατέρα του η Ανχελίνα, η ερωμένη του, σε μια μεσημεριανή εκπομπή όπου ανακοινώνει δημοσίως το προσωπικό μυστικό του γηραιού Σαντόρο· την απόφαση του Γκαμπριέλ να γράψει ένα δεύτερο βιβλίο, συνέχεια του πρώτου, που το ονομάζει "Οι πληροφοριοδότες" κι όπου συμπεριλαμβάνει και το γεγονός ότι ο Κόνραντ Ντερέσερ, μην μπορώντας να χειριστεί την επαγγελματική και οικογενειακή του καταστροφή, αυτοκτόνησε. Αυτό το δεύτερο βιβλίο θα διαβάσει ο Ενρίκε Ντερέσερ –ο αδερφός της Σάρας– ο οποίος θα αποκαλύψει στον Γκαμπριέλ τον λόγο που ο πατέρας του ταξίδεψε μέχρι το Μεντεγίν.
Πιο πυκνογραμμένο από το σπουδαίο "Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν", το πρωτόλειο του κολομβιανού συγγραφέα είναι μία θαυμάσια χαρτογράφηση των δύο εποχών που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα – της περιόδου 1988-1990 και της δεκαετίας 1940. Πρωτίστως όμως "Οι Πληροφοριοδότες" είναι ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών του – ο Κάρλος Φουέντες θαύμαζε τον τρόπο που ο Βάσκες καταγράφει αυτήν "την γκρίζα περιοχή των ανθρώπινων πράξεων και της επίγνωσης όπου η ικανότητά μας να κάνουμε λάθη, να προδίδουμε και να αποκρύπτουμε, δημιουργεί μία αλυσιδωτή αντίδραση που μας καταδικάζει να ζούμε σε έναν κόσμο δίχως ικανοποίηση".
Αυτός ο κόσμος ανασυστήνεται στο μυθιστόρημα χάρη στον εντυπωσιακό έλεγχο της γλώσσας και την τεχνική της αφήγησης που κατέχει ο Βάσκες – το δεύτερο στοιχείο που εκτιμώ στην γραφή του. Προς στιγμήν, μου έφερε στο νου το σφυχτoδεμένο στυλ του Νόρμαν Μάνεα. Το συγγραφικό ύφος του Κολομβιανού, όμως, είναι δυναμικό και σαφές. Η γραφή του πλούσια λεξιλογικά κι επιμέρους ποιητική, με δραματικές έως τραγικές αποχρώσεις· με κομψό χιούμορ, μια ευδιάκριτη αλλά διακριτική αίσθηση μοναχικότητας και –ακόμη ένα στοιχείο που εκτιμώ– οξυδερκείς παρατηρήσεις που σε κάνουν να προβληματίζεσαι για τον ανθρώπινο ψυχισμό, την κειμενική πραγματικότητα, την ιδιωτική λήθη και την συλλογική μνήμη· την εξουσία, την προδοσία και την σιωπή.
Είναι, εν τέλει, ένα
σημαντικό βιβλίο για εκείνους που γράφουν την ιστορία κι αυτούς που την ζουν.
Σημείωση: Το εικαστικό έχει τίτλο "Νεκρή Φύση στη Σιωπή" (1942) και προκάλεσε σάλο στα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής καθώς ο κολομβιανός Carlos Correa δεν περιορίστηκε στις παραδοσιακές νεκρές φύσεις με τους θρησκευτικούς συμβολισμούς που συνηθίζονταν τότε αλλά, με τούτο τον συνδυασμό γεωμετρικής αφαίρεσης και κυβισμού, δήλωνε την ανάγκη για μία τέχνη ανοιχτή στην πραγματική ζωή.