Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014












Dysfictional 
Circumstances




Oι περίοδοι πολέμου είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τους συγγραφείς καθώς προσφέρουν πλήθος θεμάτων για μυθιστορηματική εξερεύνιση - διαπροσωπικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά, πολιτικά. Ορισμένα θέματα, ωστόσο, παραμένουν απρόσιτα. Ο δωσιλογισμός και οι μυστικές καταδόσεις είναι ίσως το κυριότερο. Ο Γάλλος Romain Slocombe εκθέτει την ακανθώδη τούτη πλευρά του πολέμου στο πρόσφατο "Κύριε Διοικητά" (μτφρ. Έφη Κορομηλά - Πόλις, 2014) κάνοντάς την ακόμη πιο τραγική και αποκρουστική επιλέγοντας για ήρωά του, όχι ένα απλοϊκό κι απαίδευτο άτομο αλλά μία εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής που καταδίδει εγγράφως κι επωνύμως την νύφη του. Το βιβλίο είναι αυτή η επιστολή. 

Παρασημοφορημένος βετεράνος του Μεγάλου Πολέμου (ΠΠ1) όπου έχασε το αριστερό του χέρι, μεγαλοαστός και μέλος της περίφημης Γαλλικής Ακαδημίας με την ιδιότητα του συγγραφέα, ο Πωλ-Ζαν Υσσόν είναι ένθερμος υποστηρικτής του στρατηγού Πεταίν και της ιδεολογίας του - ανακωχή και στην συνέχεια συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής για το καλό και την ευημερία μιας ισχυρής Γαλλίας. Βαθιά συντηρητικός και βαθύτερα αντισημίτης, ο γηραιός Υσσόν ζει μια άνετη ζωή στο Παρίσι όπου με τους ομοϊδεάτες του -διάσημοι διανοητές και ο κύκλος τους- "...δεν διστάζαμε να βροντοφωνάζουμε, στα καθημερινά και εβδομαδιαία έντυπα στα οποία εκφράζαμε τη δίκαιη αγανάκτησή μας, αυτό που η τεράστια πλειονότητα των Γάλλων σκεφτόταν χαμηλόφωνα: οι Εβραίοι άρπαζαν τις δουλειές των συμπολιτών μας, κατέκλυζαν παρανόμως τη χώρα, εξαπέλυαν μια 'εβραϊκή επανάσταση' με την συνενοχή του Λεόν Μπλουμ." Είμαστε στο 1937 και τούτο συνέβαινε από τις αρχές της δεκαετίας μέχρι τουλάχιστον το 1942, όταν ο Υσσόν θα γράψει την επιστολή κατάδοσης της νύφης του, την οποία νύφη τού είχε συστήσει ο γιός του αρκετά νωρίτερα. 


Ο Ολιβιέ Υσσόν ακολουθεί σταδιοδρομία βιολιστή στην Συμφωνική Ορχήστρα του Παρισιού. Σε μια περιοδία της Συμφωνικής στην Γερμανία, την άνοιξη του 1932, γνωρίζει την Γερμανίδα ηθοποιό με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Έλσι Μπέργκερ, μια πολύ νέα κοπέλα με εντυπωσιακή, άρια εμφάνιση και με εξαιρετική μόρφωση την οποία θα αρραβωνιαστεί. Ο Ολιβιέ την συστήνει στους γονείς του το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η Ίλσε  Βόλφφσον -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- θα κερδίσει τις εντυπώσεις της επιφυλακτικής Μαργκερίτ, της μητέρας του Ολιβιέ ενώ η Ζαν, η αδερφή του "...που ήρθε να μας βρει στο τέλος της εβδομάδας, υιοθέτησε αμέσως τη νεαρή Γερμανίδα σαν μικρή της αδερφή." Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τον Πωλ-Ζαν Υσσό. "Αυτή η νεαρή Γερμανίδα είχε -και εξακολουθεί να έχει, τότε όμως ακόμη περισσότερο- έναν εντελώς δικό της τρόπο να σε κάνει να  νιώθεις αμέσως άνετα, μια εγκάρδια ομιλητικότητα, ένα αφοπλιστικό ενθουσιασμό και μια παιδικότητα που ερχόταν να μετριάσει την οξυδέρκεια και την ευαισθησία της, αξιοπρόσεκτες και η μεν και η δε. Η καλεσμένη μας  κάθισε στο πιάνο από το πρώτο κιόλας βράδυ της άφιξής της, ερμήνευσε για μας Lieder του Σούμπερτ και κάποια κομμάτια του Μπαχ. Εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από τους ώμους που άφηνε ακάλυπτους το αιθέριο φόρεμά της, κάτω από το χρυσάφι των μαλλιών που χάιδευαν τον σβέρκο της."   

Τούτη η μικρή λεπτομέρεια θα εξάψει το ερωτικό ενδιαφέρον του Πωλ-Ζαν Υσσό αλλά όχι μόνο προς στιγμήν. Τέτοιου είδους αφορμές θα αρχίσουν να συσσωρεύονται με κάθε τυπική οικογενειακή συγκέντρωση ώσπου, με την επέλαση των Ναζί στο Παρίσι και τον Ολιβιέ ήδη καταταγμένο στον γαλλικό στρατό (και αργότερα στο Λονδίνο ακολουθώντας την εξόριστη κυβέρνηση του στρατηγού de Gaulle), θα μετατραπούν σε δαμόκλειο σπάθη - η Ίλσε μόνη με τα δύο παιδιά της θα ζητήσει την προστασία του ισχυρού πεθερού της. Ο Πωλ-Ζαν Υσσόν δέχεται με την φυσικότητα που του επιτρέπει η συγγένειά τους και προσπαθεί να την προστατεύσει από τις καταδιώξεις που έχει εξαπολύσει η Γαλλική Αστυνομία κατά των Εβραίων καθώς του είναι ήδη γνωστή η εβραϊκή της καταγωγή - στην αρχή παρατηρώντας τα σκουρόχρωμα μαλλιά της εγγονής του και το χαρακτηριστικό σχήμα της μύτης που υποτίθεται πως φέρουν οι Εβραίοι κι αργότερα αναθέτοντας την υπόθεση σε ειδικό γραφείο ερευνών που θα επιβεβαιώσει τις υποψίες του.  Υποδόρια, ωστόσο, η εμμονή τον έχει κυριεύσει  - ούτε η ρήξη με τον γιο του, ούτε τα δύο εγγόνια του, ούτε η θλίψη από τον πνιγμό της αγαπημένης του κόρης Ζαν, ούτε καν η κατάρρευση και ο θάνατος της γυναίκας του Μαργκερίτ μπορούν να του αποσπάσουν την σκέψη. Το ίδιο ισχυρά αποδεικνύονται ο συντηρητισμός και ο αντισημιτισμός του - τα άρθρα του γίνονται ιδιαιτέρως αυστηρά και καταγγελτικά κι αυτό έχει ανεξέλεγκτες κι απάνθρωπες συνέπειες στην μικρή κοινωνία του Αντινύ όπου ζει. 


Σκηνοθέτης, μεταφραστής, εικονογράφος, σκιτσογράφος και φωτογράφος, ο Ρομαίν Σλοκόμπ έγινε συγγραφέας χωρίς να το επιδιώξει - ένα γκράφικ νόβελ, πολλές εικονογραφήσεις και μερικές ιστορίες για εφήβους τον οδήγησαν κάποια στιγμή να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για την σειρά Noire των εκδόσεων Gallimard. Το βιβλίο είχε επιτυχία κι αυτό τον ώθησε να γράψει με σύστημα - κάτι περισσότερο από ένα μυθιστόρημα το χρόνο. Το "Κύριε Διοικητά" βασίστηκε στην κρυφή ιστορία της μητέρας του που είχε κρύψει την εβραϊκή της καταγωγή από τα πεθερικά της φοβούμενη τον αντισημιτισμό τους. Ο ίδιος ανακάλυψε την καταγωγή της και την Εβραία Ρωσίδα γιαγιά του στα 20. Ανακάλυψε επίσης και κάποια γράμματα των γονιών του πατέρα του όπου άφηναν να εννοηθούν τα αντι-εβραϊκά τους αισθήματα κι αυτό ήταν που τον ενέπνευσε να γράψει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα - το κατά πόσο γνώριζαν ότι η νύφη τους ήταν Εβραία και παρόλα αυτά δεν είπαν ποτέ τίποτα γι' αυτό.

Στην δική του επιστολή ο Πωλ-Ζαν Υσσόν είναι ευθύς και απόλυτα σαφής σε μια προσπάθεια να αποδείξει την αδιαμφισβήτητη ειλικρίνεια των λόγων του.  Ουσιαστικά πρόκειται για μια απολογία όπου ο Υσσόν εξομολογείται με κάθε λεπτομέρεια την σύγχυση και την ενοχή του. Και αναποφάσιστος καθώς είναι για το τι πρέπει να πράξει στην συνέχεια, αφήνει την ευθύνη αυτή στον Χερ Στούρμπαννφυρερ Χ. Σέλλενχαμμερ, διοικητή της Κομμαντατούρ στο Αντινύ και παραλήπτη της επιστολής - εξοργιστικό κι εφιαλτικό αν σκεφτεί κανείς τί συνέβη στο Ολοκαύτωμα. Σε όλη την έκταση της επιστολής ο Υσσόν φροντίζει να δηλώνει με στοιχεία την στήριξή του στο έθνος και τους πολίτες του και ο Ρομαίν Σλοκόμπ -που έχει κάνει μια εξαιρετική πραγματολογική έρευνα-  έχει τοποθετήσει το υλικό του σε καίρια σημεία για να αποδεικνύουν στην πράξη τον πατριωτισμό του Υσσόν - εκτός από γραμμές του Πωλ Κλωντέλ και σχόλια για τον κινηματογράφο, την κλασσική μουσική και τα άρθρα εθνικοσοσιαλιστικών εφημερίδων, υπάρχει ένα πλήθος ιστορικών λεπτομερειών -με ημερομηνίες και χρονολογικές αναφορές- που τοποθετούν τις πεποιθήσεις του Υσσόν σε ένα πλαίσιο που τις κάνει να φαίνονται τόσο "δίκαιες"  και λογικές όσο και ειρωνικές και φρικιαστικές. Τα τεκμήρια 1, 2 και 3 που βρίσκονται μετά το τέλος του μυθιστορήματος όπως και οι πρόσθετες πληροφορίες που ακολουθούν εντείνουν την αίσθηση
αυτή και συγκινούν περισσότερο από κάθε τι άλλο - αποκαλύπτουν τις πραγματικές διαστάσεις της πράξης του μυθιστορηματικού Υσσόν καθώς έχουν αντληθεί από το ντοκιμαντέρ του Πέτερ Κλεμ Elsie Bergers Franzosische Familie που προβλήθηκε στην γερμανική τηλεόραση το 2008. Στο μυθιστόρημα βρίσκονται ενσωματωμένα και ορισμένα αυθεντικά άρθρα αντισημιτικού χαρακτήρα όπως και μία δήλωση προσχωρήσεως από τα οποία ο συγγραφέας άλλαξε μόνο ορισμένα ονόματα.

 

Να ζεις σημαίνει να λειαίνεις με λεπτότητα τις διαδικασίες στις οποίες είσαι υποταγμένος, έλεγε ο Μπρεχτ κι αυτό φαίνεται να εφαρμόζει ο Σλοκόμπ στην γραφή του - ψυχογραφεί εξαιρετικά τους πρωταγωνιστές του και αποκαλύπτει με ελεγχόμενο ρυθμό κι ένα ιδιαίτερα φροντισμένο, αν και σκληρό, ύφος  την φύση και την έκταση του φόβου, την ένταση του αιμομεικτικού έρωτα του Υσσόν για την Ίλσε καθώς και τις υπόλοιπες, οξείες, διακυμάνσεις  του ανθρώπινου ψυχισμού - οικογενειακή ευτυχία, λύπη κι απελπισία, μίσος, οργή, αντιπαλότητα, παραίτηση και μισαλλοδοξία, ανανδρία κι εγωισμός έως την απόλυτη βία για γερά στομάχια -  είναι η στιγμή που ο Υσσόν θα έρθει αντιμέτωπος με τον αντίκτυπο των αυστηρών εθνικιστικών άρθρων του. Παράλληλα ο συγγραφέας διατηρεί την αγωνιώδη εσώτερη σύγκρουση που βιώνει ο πρωταγωνιστής του - ποιό είναι, τελικά, πιο σημαντικό; Το ερωτικό πάθος ή το μέλλον της Γαλλίας;  

Είναι η πρώτη φορά στα πεντέμισι χρόνια που γράφω σε τούτο εδώ το μπλογκ που δεν θα αποκαλύψω το τέλος ενός βιβλίου. Tο προσπάθησα αλλά τελικά  έσβησα εκείνο το κείμενο - oι ανατροπές στην πλοκή είναι πολλές και φορές, σοκαριστικές και κάθε πλάγια αναφορά ήταν λίγη. Μπορώ ωστόσο να σας βεβαιώσω πως πρόκειται για ένα βιβλίο που θλίβει, φοβίζει, εντυπωσιάζει - ο καφκικός πέλεκυς που σπα τον πάγο της αδιαφορίας μέσα σου. Και μεταξύ άλλων, σε κάνει ν' αναρωτιέσαι για τα όρια της πολιτικής ορθότητας και της ιδεολογικής συνέπειας.









Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι λεπτομέρεια από πορτραίτο του Νορβηγού Vidkur Quisling το όνομα του οποίου (quisling) είναι συνώνυμο του δωσίλογου/προδότη του έθνους στα αγγλικά. Στην δεύτερη φωτογραφία εικονίζεται ο στρατηγός Πεταίν με τον συνεργάτη του Πιερ Λαβάλ, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης του Βισύ. Η τρίτη είναι μία σκηνή από το θαυμάσιο φιλμ νουάρ "Ministry of Fear" που σκηνοθέτησε ο Fritz Lang ενώ στην τελευταία εμφανίζεται ο συγγραφέας σε πρόσφατο -νομίζω- στιγμιότυπο που αντλήθηκε από εδώ.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014











Inside Time



Συνηθίζουμε να αποκαλούμε μελλοντολογικά τα μυθιστορήματα που οι πρωταγωνιστές τους ζουν βαθιά στο μέλλον και χρησιμοποιούν  προηγμένα επιτεύγματα της τεχνολογίας τα οποία οδηγούν σε δυστοπίες με τερατώδη συστήματα κοινωνικού προσδριορισμού. Πως χαρακτηρίζουν, όμως, μία νουβέλα που όταν εκδόθηκε πριν λίγα χρόνια θεωρήθηκε μελλοντολογική ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας και συμβαδίζει με την πραγματικότητα;

Στην "Παραβολή" (Καστανιώτης, 2006), το τέταρτο βιβλίο του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη, ο πρωταγωνιστής Χ. Α. Ρόντας αναλαμβάνει εκ μέρους της εταιρείας που εργάζεται, την τρισδιάστατη απεικόνιση προσώπων. Ως ειδικός παραλήπτης, επισκέπτεται τους ενδιαφερόμενους πελάτες και μιλά μαζί τους προσπαθώντας να αντλήσει όσες περισσότερες προσωπικές πληροφορίες μπορεί καθώς και να συλλέξει τα κατάλληλα αντικείμενα που θα προσδώσουν αληθοφάνεια στο ολόγραμμα που θα δημιουργήσει  στην συνέχεια το οποίο πρέπει να είναι πιστό ομοίωμα του ανθρώπινου πρωτοτύπου. Η Ισμήνη Καπάτου, μία μεγάλης ηλικίας χήρα, θα του αναθέσει την φασματική ανασύσταση του νεκρού συζύγου της. Το αποτέλεσμα θα την ικανοποιήσει τόσο που θα αναθέσει στον Χ. Α. Ρόντα ακόμη μία, πιο απαιτητική εργασία - την ανασύσταση και της υπόλοιπης οικογένειάς της σε μία γιορτινή συγκέντρωση, κάτι που τελικά θα αποβεί μοιραίο για κείνη. Μια άλλη ανάθεση θα γίνει από έναν αρκετά ευκατάστατο πατέρα που, γνωρίζοντας τον επικείμενο θάνατό του, δεν θέλει να αναστατώσει την πολύ άρρωστη κόρη του και προτιμά να διατηρήσει, έστω με αυτόν τον ψεύτικο τρόπο, την συνήθειά του να της διαβάζει κάποιες ώρες κάθε βράδυ. Τα πράγματα θα αποβούν κι εδώ το ίδιο μοιραία και για τον πατέρα αλλά και για τον Χ. Α. Ρόντα που θα ερωτευτεί την άρρωστη κοπέλα. 


Με σπουδές στον κινηματογράφο, εμπειρίες από τον διαφημιστικό χώρο και την τηλεόραση καθώς και τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είναι μία ξεχωριστική περίπτωση στον χώρο της πεζογραφίας. Η ιδιότυπη και αναγνωρίσιμη γραφή του σε υποβάλλει με την ισορροπία της μεταξύ ενός έντονα δοκιμιακού λόγου και μιας λογοτεχνικής voice-over αφήγησης. Ο απαιτητικός αυτός λόγος του συγγραφέα μού θύμισε τον W.G.Sebald αν και κατά έναν περίεργο τρόπο, η αφήγηση του Τζαμιώτη ρέει πιο εύκολα - οι δυνατές σκηνές που περιγράφει, όπως πχ εκείνες μεταξύ του Ρόντα και της άρρωστης κοπέλας που βρίσκεται απομονωμένη σ' ένα γυάλινο κουβούκλιο,  ή απλώς η άνεσή του στον χειρισμό της γλώσσας σε παρασύρουν, δεν σ' αφήνουν να εφησυχάσεις. Είναι σαν να διαβάζεις τον τριτοπρόσωπο, μακροπερίοδο λόγο του αγαπημένου Σαραμάγκου με μία πιο σφιχτή, όμως, υφή.

Εκτός από την γλώσσα, εκείνο που διαφοροποιεί την "Παραβολή" από τα άλλα μελλοντολογικά πεζογραφήματα είναι ο χρόνος της. Ρευστός κι άδηλος μπορεί να αναφέρεται σε εκατό χρόνια από τώρα ή ακριβώς στο τώρα - καθόλου μα καθόλου, απίθανο τη στιγμή που τα ολογράμματα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για την διασκέδασή μας. Εξού και η απορία μου πιο πάνω. "Ο χρόνος κάποτε γίνεται χώρος, μικραίνει όταν οι άνθρωποι μεγεθύνονται" γράφει ο συγγραφέας μεταθέτοντας την
σημασία του χρόνου στον ιδιωτικό χώρο και στο ίδιο το άτομο κι αυτό είναι ένα δεύτερο στοιχείο της νουβέλας που την κάνει κάπως "ανησυχητική" - η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι καταφεύγουν στην high-tech επιστήμη για να αντλήσουν την ελπίδα, τον έρωτα, την φροντίδα που αδυνατούν να παράξουν οι ίδιοι αλλά και να εισπράξουν από έναν άλλο άνθρωπο μεταβάλλουν την αίσθηση του πραγματικού και του σύνηθες που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις.
 

Αν δεν ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας που διαρρέει από την πυκνότητα της γραφής και τις λογοτεχνικές-υπαρξιακές αναζητήσεις του συγγραφέα, η νουβέλα θα ήταν ένα πανέξυπνο διανοητικό παιχνίδι. Δεν είναι. Ή μάλλον, δεν είναι μόνο αυτό. Ο ανθρώπινος παράγοντας, που φαίνεται να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος στην θεματογραφία του Κ.Δ.Τζαμιώτη, εμφανίζεται ιδιαίτερα δηκτικός και καταλυτικός στην "Παραβολή" - το ολόγραμμα του νεκρού συζύγου δεν θα μπορέσει να σώσει την κα Καπάτου που τελικά θα πνιγεί από ένα κομματάκι κόρας ψωμιού που σκαλώνει στο λαιμό ενώ η εικονική οικογένειά της συνεχίζει να διασκεδάζει στο γιορτινό τραπέζι που είχε στήσει η ίδια. Στην δεύτερη περίπτωση η κόρη ανακαλύπτει την πλάνη και ο πατέρας αποδεικνύεται ολοζώντανος ενώ ο Χ. Α. Ρόντας, έχοντας παραβεί όλους τους όρους της ανάθεσης, σκοτώνει τον πατέρα και κατακτά το αντικείμενο του πόθου του έστω και εικονικά.

Η πρωτότυπη νουβέλα του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη θέτει αρκετά ζητήματα για την ίδια τη ζωή και τον θάνατο αλλά και το διάστημα μεταξύ των δύο που τις περισσότερες φορές αφορά στην επίμονη επιδίωξη της ευτυχίας, την εξουσία, την αποστασιοποίηση, την απόρριψη, την έλλειψη. Και βεβαίως τον έρωτα. Η απάντηση που φαίνεται να αναδύεται μέσα από τις γραμμές είναι ο Άνθρωπος και η θέλησή του και, είτε επιστημονικής ή ρεαλιστικής φαντασίας, τούτη η λογοτεχνική παραβολή σε βοηθά να το αντιληφθείς αυτό πιο εύκολα και πιο απολαυστικά. 





 
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία είναι του D. T. Halloway. Στη δεύτερη, σχετικά πρόσφατη, φωτογραφία εμφανίζεται ο συγγραφέας.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014











Η πρόκληση
της λογοτεχνίας



Ο χώρος του παιδικού και νεανικού βιβλίου έχει αποδειχθεί αρκετά παραγωγικός  τελευταία μιας και οι καιροί της κρίσης προσφέρουν πολλά ερεθίσματα για δημιουργικές γραφές και θεματικές προσεγγίσεις που αποκωδικοποιούν το παρόν των νεαρών αναγνωστών με νέο αέρα. Το "Μια καινούργια μέρα αρχίζει" (Κοντύλι, 2013) της  εκπαιδευτικού Σταυρίνας Λαμπαδάρη είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση που ωστόσο προβληματίζει με το περιεχόμενό του αλλά και την κατηγοριοποίησή του ως λογοτεχνία.

Πρόκειται, κατ' αρχάς, για μία πολύ προσεγμένη έκδοση. Το εξώφυλλο είναι εικαστικά πολύ όμορφο και οι ζωγραφιές στις μέσα σελίδες του που έγιναν από την ομάδα μαθητών της συγγραφέως-εκπαιδευτικού είναι επίσης ωραίες και μίνιμαλ. Το ίδιο και  τα τυπογραφικά στοιχεία και το όλο στήσιμο του βιβλίου που προέκυψε όπως αναφέρει  η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, ως "αντίδωρο προς τους μαθητές μου της ΣΤ΄ τάξης της χρονιάς 2001-2002 στο Δημοτικό Σχολείο Κρυονερίου Ανατολικής Αττικής". Οι 181 σελίδες του χωρίζονται σε ενότητες με τίτλους όπως "Φροντίζω την υγεία μου", "Οι αισθήσεις μου", "Υγιείς συμπεριφορά", "Σχέσεις χτισμένες με σεβασμό", "Η γλώσσα μου", "Η τεχνολογία στη ζωή μου", "Σε κάθε μου βήμα δίνω χώρο στο καλό" καλύπτοντας σχεδόν όλους τους τομείς της καθημερινότητας ενός παιδιού του σήμερα. Στη συνέχεια, δίνονται με πρωτοπρόσωπη προστακτική οι αντίστοιχες συμβουλές για  κάθε ενότητα, δλδ για τα πάντα - από το τί θα φάει και τι θα πιει το παιδί, πως θα πρέπει να περπατά, να μιλά και να επικοινωνεί, πως να παίζει και πως να συμπεριφέρεται στην οικογένειά του, στους φίλους του και στους ξένους μέχρι τον τρόπο που πρέπει να κρατά σημειώσεις για τα μαθήματά του και να διαβάζει ποίηση ή λογοτεχνία.

Το βιβλίο πρακτικά εισάγει τους νέους στο πεδίο της γενικής ψυχολογίας με όρους  εκλαΐκευσης και είναι προσαρμοσμένο στο επίπεδο αντίληψης ενός προεφήβου. Αυτό  δεν είναι κακό μιας και η αυτοβελτίωση στην οποία στοχεύει η Στ. Λαμπαδάρη είναι ένα ζητούμενο για όλους μας και ξεκινά -κι αυτό - από την μικρή ηλικία. Στο παρελθόν είχαμε τα βιβλία Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής και Οικιακής Οικονομίας που εξυπηρετούσαν εν μέρει αυτόν το σκοπό και το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει" μπορεί να θεωρηθεί ένας σύγχρονος συνδυασμός τους με μια σημαντική, όμως, διαφορά. Εκείνα τα βιβλία ήταν γεμάτα επιστημονικές πληροφορίες, φωτογραφίες και παραδείγματα που υποδείκνυαν ένα σκεπτικό και αποδείκνυαν του λόγου το αληθές, ασκήσεις κι όλα τα υπόλοιπα που συναρτούν ένα εκπαιδευτικό εργαλείο και που σκοπό έχουν να ενεργοποιήσουν και να εξελίξουν την αντίληψη των παιδιών. Εδώ, ο λόγος του συγκεκριμένου βιβλίου είναι μονοδιάστατος κι επιτακτικός, με αρκετές λογοτεχνίζουσες και μεροληπτικές έως αφελείς εκφράσεις που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες εάν παγιωθούν στην αντίληψη ενός  παιδιού. Για παράδειγμα:

  • 361. Θέλω να αγαπώ και να με αγαπούν χωρίς διαπραγματεύσεις και όρους (σελ.176)
  • "Ευχαριστώ τον Θεό..." (σελ.69)
  • 257. Αγαπώ την εξυπνάδα και τη σοφία μου αγαπώ το μεγαλείο της ψυχής μου, (...) και, πάνω απ' όλα, αγαπώ την αγνότητα και την ομορφιά της συνεχούς μου προσπάθειας. (σελ 130)

Το γενικό ύφος του βιβλίου δίνει, σε μένα τουλάχιστον, την εντύπωση ότι απευθύνεται σε ψυχικώς ασταθή άτομα με προβληματική νοημοσύνη ή και αδύναμες κοινωνικές δεξιότητες, που χρειάζονται έναν οδηγό ζωής για να πορευτούν.  Ή στην καλύτερη περίπτωση να μην μπορούν να οριοθετήσουν μόνα τους τις  συναισθηματικές τους αντιδράσεις, πράγμα σχετικά αδύνατο για παιδιά της έκτης τάξης του δημοτικού. Η επιβολή των ορίων και η κατανόηση και η χρήση των καλών τρόπων πρέπει να έχουν γίνει ήδη μέχρι την ηλικία περίπου των τεσσάρων χρόνων ώστε η κοινωνικοποίηση του παιδιού να γίνει με ευκολία όταν πάει στο σχολείο. Όχι ότι μετά  είναι αργά να τα μάθει κανείς αλλά η νηπιακή ηλικία είναι η πιο δεκτική κι εύπλαστη  περίοδος για αυτό το σκοπό. Έτσι, τα βιβλία εθιμοτυπίας που απευθύνονται στα μικρά παιδιά είναι πολύ ελκυστικά – οι ιστορίες τους είναι ρεαλιστικές και η υπόδειξη της  καλής συμπεριφοράς γίνεται με λογοτεχνικό αφηγηματικό ύφος ενώ συνοδεύεται από παιγνιώδη και ζωηρή εικονογράφηση. Ενδεικτικά αναφέρω το “Εγώ και οι καλοί τρόποι” του Μάριο Κόρτε και τη σειρά του Μισέλ Πικμάλ “Ο μικρός φιλόσοφος”. Υπάρχει επίσης και το ανατρεπτικό χιούμορ και η αμεσότητα της Σοφίας Ζαραμπούκα η οποία στο “Καλοί τρόποι ή γουρουνιές” δεν αρκείται στην χαριτωμένη καταγραφή οδηγιών αλλά εμπλέκει στην πράξη μικρούς και μεγάλους αναγνώστες.

Η ηλικία στην οποία απευθύνεται το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει", το ενδιάμεσο μεταξύ παιδικότητας και εφηβείας, είναι μια ιδιαιτέρως αντιδραστική περίοδος κι οποιαδήποτε συμβουλή γίνεται δεκτή με πολύ αμφισβήτηση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο πεζογράφημα για τα παιδιά τούτης της ηλικίας που να είναι αμιγής οδηγός καλής αγωγής - κάθε εφηβικό μυθιστόρημα υποδεικνύει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς για συγκεκριμένα θέματα τη φορά. Εκτός αυτού όμως, σε τούτη την περίοδο οι νέοι έχουν επιτακτική ανάγκη από συζητήσεις που θα τους επιτρέψουν να εκφραστούν, να αλληλεπιδράσουν με τους μεγαλύτερούς τους, να μοιραστούν εμπειρίες με τους συνομηλίκους τους και να ασκήσουν την κρίση και την παρατηρητικότητά τους μαθαίνοντας συγχρόνως να εστιάζουν στη σωστή και χωρίς προκαταλήψεις εξέταση της σπουδαιότητας της κάθε σκέψης, ιδέας ή γεγονότος που προκύπτει κάθε στιγμή, σε κάθε  πτυχή της ζωής τους.

Είμαι σίγουρη πως προηγήθηκαν τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά της τάξης της πριν η συγγραφέας καταλήξει στην καταγραφή των συμπερασμάτων τους και την μετατροπή τους σε βιβλίο. Ωστόσο, το "Μια καινούρια μέρα..." δεν περιέχει ούτε μία από αυτές τις συζητήσεις καταγεγραμμένη ως παράδειγμα σκεπτικού, ούτε κάποιο άλλο υλικό που θα έδινε τροφή για σκέψη, ψυχαγωγία έστω. Κι έτσι, ο νεαρός αναγνώστης που θα θελήσει να το διαβάσει, θα στερηθεί ουσιώδεις νοητικές διεργασίες που οδηγούν στην εκβάθυνση του κάθε θέματος και συνεπώς στην εκγύμναση συγκεκριμένων πνευματικών, κυρίως, ικανοτήτων,  απαραίτητων για την ισορροπημένη ανάπτυξη του ατόμου. Κι αυτό που τελικά θα διαβάσει είναι οδηγίες καλής συμπεριφοράς και διαχείρισης των πάντων - μα, αυτό δεν κάνουν και οι γονείς στο σπίτι; 




Επανέρχομαι, όμως, στο λογοτεχνικό πεδίο διότι αυτό είναι η αφορμή του άρθρου.  Το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει" έχει χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία και βρίσκεται  στις προθήκες του τομέα της εφηβικής λογοτεχνίας ενώ δεν τηρεί την βασικότερη  προϋπόθεση γι' αυτό - την ύπαρξη μιας ιστορίας ή ενός μύθου που να συμβάλλει ταυτόχρονα και στην παιδεία και στην αυτογνωσία του νεαρού αναγνώστη. Η πραγματική λογοτεχνία, σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν απευθύνεται -παιδιά, εφήβους ή ενήλικες- το κάνει αυτό με τρόπο απείρως πιο διασκεδαστικό και αποδοτικό από το ξεφύλλισμα ενός εγχειριδίου ορθής διαβίωσης. Ας μην τα συγχέουμε.



Το κείμενο γράφτηκε για τον πάντα εξαιρετικό Αναγνώστη όπου και δημοσιεύτηκε την Δευτέρα 2 Ιουνίου.




Σημείωση: Οι δύο εικόνες συνιστούν έναν πίνακα της Μεξικανής εικονογράφου Erika Kuhn.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014









Άτιτλο




Και εγώ που κρυφοκοίταξα από τη σχισμή,
μιαν άλλη της στιγμής μου ‘λαχε να ζήσω
προτού χωθώ στου ξύλινου χρόνου την εγκοπή...







Πέμπτη 29 Μαΐου 2014








Brave
New
World




Είναι από τα βιβλία που ενώ νομίζεις ότι τα γνωρίζεις γιατί τα έχεις διαβάσει καλά, έχεις μελετήσει και δυο-τρία σχετικά άρθρα, εκείνα συνεχίζουν να σε εκπλήσσουν με την διορατικότητα του συγγραφέα τους και τα καινούργια στοιχεία που ανακαλύπτεις κάθε φορά που επιστρέφεις σ' αυτά. Το "Θαυμαστός καινούργιος κόσμος" (μτφρ Ανδρέας Αποστολίδης - ΔΟΛ, 2013) του Βρετανού διανοούμενου Aldous Leonard Huxley είναι τόσο πολυεπίπεδο και πολυθεματικό  που σε προκαλεί  να το ξαναδιαβάσεις όχι μόνο για την απόλαυση της λογοτεχνικής αφήγησής του αλλά και για να επανεξετάσεις τις απόψεις σου για πολλά δεδομένα του παρόντος.  

Βρισκόμαστε στο Λονδίνο το 632 μ.Φ. (μετά Φόρντ, δλδ στο 2540 μ.Χ.). Στο ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΩΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ο Διευθυντής με τον βοηθό του ξεναγούν μία ομάδα σπουδαστών στις εγκαταστάσεις του, παρουσιάζοντας και αναλύοντας συγχρόνως τις διάφορες τεχνολογικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να αναπαραχθεί το ανθρώπινο είδος με απώτερο σκοπό τη δημιουργία και παραγωγή ομοιόμορφων ανθρώπων που θα ανταποκρίνονται στο παγκόσμιο σύνθημα "Κοινότης, Ταυτότης, Σταθερότης". Έτσι τα έμβρυα κυοφορούνται σε αποστειρωμένες φιάλες και σε όλη την περίοδο μέχρι την επώασή τους βρίσκονται κάτω από συνεχή και απόλυτο έλεγχο - οι φιάλες μετακινούνται πάνω σε ιμάντες παραγωγής εργοστασίου και κατευθύνονται σταδιακά σε πέντε τομείς που διαφοροποιούνται με την αντίστοιχη μείωση της παροχής οξυγόνου. Έτσι, στον Τομέα Άλφα κατευθύνονται τα έμβρυα που προορίζονται για μεγάλοι ηγέτες και στοχαστές του Κόσμου ενώ στους επόμενους -Βήτα, Γάμμα και Δέλτα- τα έμβρυα που θα δώσουν λιγότερο εντυπωσιακούς ανθρώπους τόσο σωματικά όσο και, κυρίως, πνευματικά.  Στην τελευταία κατηγορία, την Έψιλον,  καταλήγουν τα έμβρυα που τους έχουν στερήσει μεγάλες ποσότητες οξυγόνου και προορίζονται για ανόητους, πειθήνιους χειρώνακτες.

Οι σπουδαστές θα ξεναγηθούν σε όλους τους θαλάμους του Κέντρου και θα παρακολουθήσουν από κοντά τις τεχνικές προγραμματισμού και ρύθμισης της συμπεριφοράς των μωρών  σύμφωνα πάντα με τις σαφείς οδηγίες της Παγκόσμιας Κυβέρνησης - για παράδειγμα, να μισούν τα βιβλία και τα λουλούδια και να γίνονται οι τέλειοι καταναλωτές, ενώ με υπνοπαιδεία τα μαθαίνουν τις άριστες ηθικές αρχές του Παγκόσμιου Κράτους.  Η ευτυχία και η σεξουαλική ευχαρίστηση διατίθενται σε δισκία, το πολύ δημοφιλές "σόμα" που λαμβάνεται ελεύθερα και το "όλοι ανήκουμε σε όλους" είναι η βασική ηθική αρχή του Παγκόσμιου Κράτους. 


Στο Κέντρο εργάζεται και ο κάπως απόμακρος και "δύσκολος" Μπέρναρντ Μαρξ - άντρας του Τομέα Άλφα που, όμως, υστερεί σωματικά. Ο Μπέρναρντ δεν έχει ομογενοποιηθεί με το περιβάλλον του Παγκόσμιου Κράτους κι αυτό φαίνεται στις συζητήσεις με τον φίλο του Χέλμχολτζ Ουάτσον, με τον οποίο μιλά για τα πάθη, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις φιλοδοξίες του. Οι "ανορθόδοξες" απόψεις που έχει για πολλά βασικά θέματα είναι που προκαλούν το ενδιαφέρον της εντυπωσιακής Λένινα Κράουν, του Τομέα Βήτα, που επίσης εργάζεται στο Κέντρο ως νοσοκόμα. Έτσι, όταν ο Μπέρναρντ τής προτείνει να τον συνοδεύσει σ' ένα ταξίδι στο Νέο Μεξικό, στον Άγριο Καταυλισμό, η Λένινα δέχεται με ευχαρίστηση, αν κι έχει ήδη δεσμό με τον Χένρυ Φόρντ, τον βοηθό του Διευθυντή του ΚΕκΠΕΑ. Ο Δευθυντής, ωστόσο, ανησυχεί περισσότερο από τον Χένρυ διότι σκοπεύει να εξορίσει τον Μπέρναρντ στην Ισλανδία και το ταξίδι αυτό του χαλά προσωρινά τα σχέδια.


Στον Άγριο Καταυλισμό, ο Μπέρναρντ και η Λένινα θα έρθουν σε επαφή με έναν ανθρώπινο πολιτισμό γερασμένο και πρωτόγονο, κάτι που θα σοκάρει την Λένινα η οποία θα πάρει αυξημένη δόση "σόμα" για να αντέξει την κατάσταση. Με την άφιξή τους, θα συναντήσουν τον Τζον, έναν ξανθομάλλη νεαρό που θα τους διηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, Λίντα, την οποία έσωσαν οι ιθαγενείς του χωριού είκοσι χρόνια πριν, όταν ο τότε σύντροφός της εξαφανίστηκε. Η Λίντα όμως, ως αυθεντική κάτοικος του Παγκόσμιου Κράτους, ήταν πολύ πρόθυμη να κοιμηθεί με κάθε άντρα της φυλής γι' αυτό οι χωρικοί την απομόνωσαν. Και ο Τζον που μεγάλωσε μαζί της, ήταν το ίδιο απομονωμένος από τα άλλα παιδιά και το σχολείο - έμαθε μόνος του ανάγνωση διαβάζοντας τα άπαντα του Σαίξπηρ. Ο Τζον ανυπομονεί να δει τον "Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο" που τόσο πολύ άρεσε στην μητέρα του να του διηγείται, γι' αυτό ο Μπέρναρντ τον προσκαλεί να πάει μαζί του. Μετά από άδεια του Διευθυντή, ο Μπέρναρντ, η Λένινα, ο Τζον και η Λίντα πετούν πίσω στο Λονδίνο. Στο Κέντρο, ο Διευθυντής  περιμένει τον Μπέρναρντ για να του ανακοινώσει την εξορία του αλλά ο Μπέρναρντ τού ανατρέπει τα σχέδια για ακόμη μία φορά καθώς του παρουσιάζει τον πρωτόγονο Τζον και την εξαθλιωμένη Λίντα που αποδεικνύεται πως είναι η κάποτε πανέμορφη γυναίκα με την οποία  ο Δ/ντής είχε δεσμό. Από την ντροπή του που αυτός, ένας ορκισμένος εργένης, είναι "πατέρας" και πολύ περισσότερο πατέρας ενός άξεστου πρωτόγονου, ο Διευθυντής παραιτείται.

Ο Τζον και ο Μπέρναρντ θα γίνουν αμέσως διάσημοι στο Λονδίνο. Τα ξενύχτια και η διασκέδαση  θα είναι καθημερινά και αυτό είναι κάτι που θα προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στον Τζον που δεν είναι καθόλου συνηθισμένος στην πολυκοσμία και στα μοντέρνα ήθη του Παγκόσμιου Κράτους. Τα πράγματα περιπλέκονται όλο και πιο πολύ για τον πρωτόγονο νέο που πιστεύει στην αγάπη και στο γάμο και ερωτεύεται τη Λένινα αποζητώντας κάτι περισσότερο από μια επαφή με "σόμα". Κάτι τέτοιο όμως για τους κατοίκους του Λονδίνου της μετά Φορντ εποχής είναι γελοίο κι ακατανόητο.  Η ζωή του και οι αντιδράσεις του θα παίρνουν ολοένα και πιο άσχημη τροπή όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους υπόλοιπους γύρω του ώσπου μια βίαιη εκδήλωση διαμαρτυρίας θα έχει εξίσου βίαιες και απρόβλεπτες συνέπειες για όλους. 



Πρωτοεκδόθηκε το 1932, και στην συνέχεια λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε πολλές φορές και σε πολλά κράτη του κόσμου εξαιτίας των προκλητικών για την εποχή σκέψεων του συγγραφέα  ενώ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1971. Παρ'όλα αυτά, ο "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος", όπως και τα εξίσου σημαντικά δυστοπικά μυθιστορήματα "Εμείς" του Ζιαμάτιν και "Φαρενάιτ 451" του Ρέι Μπράντμπερυ, έχει επηρρεάσει πολύ την πεζογραφία, επιστημονικής φαντασίας ή όχι - το "Μην μ' αφήσεις ποτέ" είναι το πρώτο που μού έρχεται στο νου.  Η επιρροή του βιβλίου είναι ωστόσο περισσότερο εμφανής στον κινηματογράφο - το θαυμάσιο Gattaca όπως και το Code 46 είναι μόνο δύο από μια πληθώρα ταινιών επιστημονικής φαντασίας που "ακουμπούν" πάνω στο βιβλίο του Χάξλεϋ όπως και στο 1984 του Όργουελ, βιβλίο με το οποίο συνήθως το συγκρίνουν. 

Στο "Επιστροφή στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο" που έγραψε μετά από σχεδόν 30 χρόνια, (δλδ το 1958), ο Χάξλεϋ διαπιστώνει πως ο πραγματικός κόσμος προσομοίαζε το δυστοπικό σύμπαν που είχε οραματιστεί στο βιβλίο του με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ' ότι είχε αρχικά προβλέψει. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι θα σκεφτόταν σήμερα που η τεχνολογία έχει εξελιχθεί τόσο (βλ. τεχνητή νοημοσύνη, τεχνητή γονιμοποίηση, βιονικά μέλη σώματος, κ.λπ), και ορίζει ήδη τη ζωή μας, η επιδίωξη της ατέρμονης ευτυχίας και της τελειότητας είναι πια η νόρμα (με ψυχοτρόπα φάρμακα και πλαστικές εγχειρήσεις) ενώ η εμφανισιακή ομοιομορφία καλύπτει άριστα την ανισότητα και την αδικία. Για την ευγονική δεν θέλω να σκεφτώ ποιά θα ήταν η αντίδρασή του καθώς είναι γνωστό πως ο Χάξλεϋ ήταν και πασιφιστής και ουμανιστής κι επιπλέον είχε κι έναν εθισμό στα παραισθησιογόνα. Απ' την άλλη όμως, καθώς είχε επίσης και μια ιδιαίτερη αίσθηση της σάτυρας, θα ήθελα πολύ να άκουγα τα σχόλιά του για την οπαδοποίηση της κοινωνίας με όρους ποδοσφαίρου - κι αυτό δυστοπία είναι, λαϊκίστικης μορφής.


Όταν έγραφα την σημερινή ανάρτηση, σκεφτόμουν πως  ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος υπήρχε πράγματι (τηρουμένων των αναλογιών, βεβαίως) και διήρκησε σχεδόν 15 χρόνια και τώρα, από την επίπλαστη ευδαιμονία και την τελειότητα της περιόδου ~1985-2000 έχουμε περιέλθει σε μία μίζερη στο βάθος της και εξαθλιωμένη κοινωνία (τηρουμένων πάντα των αναλογιών). Γι' αυτό δεν μπορώ να δω το "1984" του Όργουελ σε αντιδιαστολή με το "ΘΚΚ", μόνο ως συνέχεια του ενός στο άλλο.
 

Σύνθετο και διεισδυτικό, το "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" είναι ένα  βιβλίο που δεν μπορείς να ξεχάσεις εύκολα. Και παρόλο το ενοχλητικό  θέμα του δεν μπορείς να μην απολαύσεις την τόσο διαυγή γραφή του Χάξλεϋ και τον τρόπο που σε προκαλεί να σκεφτείς για τον άνθρωπο, τον ολοκληρωτισμό και την ουτοπία. Και εκτός αυτών, ποιό μυθιστόρημα θα "επαληθευτεί" στην συνέχεια.




Σημειώσεις: Η έκδοση περιέχει έναν κατατοπιστικό πρόλογο όπως επίσης κι ένα εκτενές σημείωμα του Άλντους Χάξλεϋ που δίνουν επιπρόσθετες πληροφορίες για το έργο και βοηθούν κατά πολύ στην κατανόησή του. Το πρώτο εικαστικό είναι το "Sunrise", ένα κολάζ του Βέλγου Sammy Slabbinck. Στην δεύτερη φωτογραφία ο Daniel Brühl  υποδύεται έναν ερευνητή ρομποτικής στο χαμηλών τόνων θρίλερ επιστημονικής φαντασίας "Eva" απ' όπου και η τρίτη φωτογραφία. Το εικαστικό είναι λεπτομέρεια εγκατάστασης της Gelah Penn κι έχει τίτλο "Clash by Night" (2009).

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

 

 

 

 

   Θυμήθηκα τον Μάνο...

 

 

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις».

Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων.

Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας -που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε.

Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς -όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.








Σημείωση: Ο τίτλος του κειμένου είναι "Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι" και δημοσιεύτηκε αρχικά τον Φεβρουάριο 1993, στο πρόγραμμα της αντιναζιστικής συναυλίας που είχε διοργανώσει τότε ο Μάνος Χατζηδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014










Her life 
without her



Εντός των τειχών ενός σπιτιού-πύργου κάπου στο Μαρούσι εκτυλίσσεται το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα. Στο "Καιροί τέσσερεις" (Πόλις, 2014) οι τέσσερις,  διαφορετικές μεταξύ τους, αφηγηματικές φωνές ακολουθούν τις εποχές που εναλλάσσονται και μεταξύ του φωτός του καλοκαιριού και της σκοτεινιάς του χειμώνα εκτυλλίσσονται πολλές αποχρώσεις  της ζωής με τρόπο άρτιο και συναρπαστικό.

Η Ρούλα, η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, είναι μια μικρασιάτισσα αρχόντισσα που ήρθε στην Αθήνα λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης με την μητέρα της, Βαρβάρα, και την οικογενειά τους. Με την υγεία της σε φθίνουσα κατάσταση (είναι διαβητική) και  κλεισμένη πλέον στον εαυτό της, αναπολεί το παρελθόν - τέσσερις γενιές γυναικών όλες τους μοναχοκόρες και αναγκασμένες να μεγαλώσουν μόνες τα παιδιά τους καθώς οι άντρες της οικογένειας είτε έφευγαν, όπως στην περίπτωση του διπλωμάτη πατέρα της που δεν έδινε καμμία σημασία ούτε σ' εκείνη αλλά ούτε και στην μητέρα της που αναγκαζόταν να τον εκβιάζει χρησιμοποιώντας την για να του αποσπάσει χρήματα. Είτε πέθαιναν, όπως στην περίπτωση του προ-πάππου της. Η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς που εμφανίζεται κατά διαστήματα σε όλη την αφήγηση, διηγείται με την ιδιότυπη και απολαυστική γλώσσα της, την ιστορία της δικής της μητέρας, της Ευφροσύνης η οποία, με τον αδίστακτο τρόπο της Τερέζ Ντεκερού, δολοφονεί τον άντρα της.

Η Ρούλα έχει μία κόρη, την Πέρσα, και την διεκδικεί με τον ίδιο τρόπο των προγόνων της - την μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι οι κόσμος θα ήταν καλύτερο μέρος χωρίς τους άντρες και την επιμονή να της κληροδοτήσει τα εθυμοτυπικά της παρασκευής γλυκών του κουταλιού. Αντίθετα με τις γυναίκες τριών γενιών πίσω στο γενεαλογικό δέντρο της, η Ρούλα αποτυγχάνει. Η Πέρσα φεύγει από το σπίτι στα 18 της για σπουδές ζωγραφικής στην Γαλλία συντροφιά με τον φίλο της. Η Ρούλα δεν θα της το συγχωρέσει ποτέ. Ούτε ακόμη κι όταν πεθαίνει - ο όρος που της θέτει για να αποκτήσει το πυργόσπιτο είναι να μην έχει ποτέ της σχέση με άντρα.

Τον ίδιο όρο επιβάλλει και στην Ευρυδίκη, την πιστή "δούλα" όπως την αποκαλεί, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται στο σπίτι. Η Ευρυδίκη, όπως και η φασματική μορφή της γιαγιάς Ερατώς, είναι παντογνώστης αφηγητής - παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα ενώ ενεργεί για το καλό όλων των ενοίκων του σπιτιού ακόμη κι όταν δεν τους συμπαθεί καθόλου. Όπως στην περίπτωση της  μικροσκοπικής αλλά μακιαβέλιας μεσίτριας, της Φώφης η οποία με προσποιητή κολακεία καταφέρνει να αποσπάσει την εύνοια της Ρούλας αλλά και την επικαρπία του μικρού σπιτιού στον κήπο.

Ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της Ρούλας και της Πέρσας, η Ευρυδίκη θα δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες στον βοηθό  του συμβολαιογράφου που αναλαμβάνει να εκτελέσει την διαθήκη ώστε να βρει την Πέρσα που για πέντε χρόνια δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ο Χαριτόπουλος, ο μόνος άντρας πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος έχει τα χαρακτηριστικά του χειμώνα - φωτοευαίσθητος, τυπικά ψυχρός και μάλλον άκαμπτος. Ο Χαριτόπουλος ψάχνει με επιμονή την Πέρσα - πρώτα επαγγελματική κατόπιν όμως θα την ερωτευθεί εμμονικά και κτητικά. Η  Πέρσα θα ανταποκριθεί με έναν τρόπο παράξενο, παρορμητικό αλλά σαν αποστασιοποιημένο, και θα εγκατασταθεί στο υπόγειο του σπιτιού του που της παραχωρεί για να ζωγραφίζει ανενόχλητη. 
 


Ένα πράγμα που ξέρει καλά η συγγραφέας είναι να αποκωδικοπεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές  μια και ως Managing Partner της εταιρείας έρευνας αγοράς QED, έχει να κάνει με ερωτηματολόγια και ποσοτικές έρευνες που καταγράφουν τις προτιμήσεις και τις διαθέσεις των ανθρώπων. Το πρώτο της μυθιστόρημα, δεν έγινε φυσικά βάση ερωτηματολογίων έχει, ωστόσο, την ίδια αμεσότητα - ο μαγικός ρεαλισμός που δίνει υπόσταση στην διαίσθηση ειναι μετρημένος γι' αυτό το κείμενο δεν γλιστρά στον μελοδραματισμό και τα φλας-μπακ δεν σε αποσταθεροποιούν αλλά σε κάνουν να σκεφτείς πιο εστιασμένα τη στιγμή που o καταπιεσμένος γυναικείος λόγος φανερώνει τους καλά κρυμμένους τρόπους επιβολής της μνήμης και χειραγώγησης της επόμενης -θηλυκής- γενιάς.

Το σπονδυλωτό τούτο μυθιστόρημα, εκτός από τους μύθους της Δήμητρας και της Περσεφόνης που έχει στα θεμέλια του, περικλείει και ισχυρές αντιθέσεις που επικαλύτπουν η μία την άλλη - τα πρέπει τα θέλω, οι κοινωνικές επιταγές τις προσωπικές χρεωκοπίες. Η οικογενειακή παράδοση και η περιουσία που περνά από την μία γενιά στην επόμενη την ατομικότητα που ασφυκτιά να εκδηλωθεί. Η Χριστίνα Καράμπελα γράφει για τα εν οίκω με μια γλώσσα όλβια, δυνατή και συνεπή προς το ύφος των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και τους ρυθμούς της αφήγησής τους, κάτι που συγκρατεί το κείμενο από τις έντονα ποπ-αισθηματικές αποχρώσεις που του δίνουν η υπερβολική χρήση συμβόλων και συμβολισμών.  Είναι σαν η συγγραφέας να ακολουθεί την συμβουλή που έδιναν οι παλιές μαγείρισσες - το φαγητό θέλει τον χρόνο του και το γλυκό τον τρόπο του.

Στο επίμετρο του βιβλίου, η φασματική υπόσταση της γιαγιάς Ερατώς περιφέρεται στον κήπο "πλήρης απογοητεύσεων και άνευ σκοπού" καθώς παρατηρεί πως παρόλο το ψύχος του χειμώνα, τα πράγματα έχουν πια ευδοκιμήσει με έναν τρόπο που  αποδοκιμάζει - η Φώφη, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Ρούλας έχει εγκατασταθεί στον επάνω όροφο του πυργόσπιτου με το παιδί της και οικειοποιείται με λαιμαργία την περιουσία της Πέρσας η οποία παραμένει εξαφανισμένη - όχι στο Παρίσι
αυτή τη φορά αλλά σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας  που την πηγαίνει μέχρι τα προγονικά της εδάφη στη Σμύρνη. Και η Ευρυδίκη, συνεχίζει να επιστατεύει το σπίτι με την ίδια πάντα αφοσίωση ενώ προβάλλει πάνω στο νήπιο της Φώφης όλες τις προσδοκίες και την αγάπη της για την Πέρσα. Όσο για τον Χαριτόπουλο, αναλαμβάνει το συμβολαιογραφικό γραφείο και διατηρεί την εμμονή του για την Πέρσα - την περιμένει να επιστρέψει για να περάσουν ακόμη έναν χειμώνα μαζί.  

Είναι δύσκολο να διακρίνω ποιό στοιχείο τελικά επικρατεί σε ένα τόσο πληθωρικό μυθιστόρημα.  Θα μπορούσα απλώς να πω για τις μυρωδιές, τα χρώματα και τις γεύσεις των φρούτων και των γλυκών που βρίσκονται σε κάθε σχεδόν σελίδα του αλλά υπάρχουν τόσα άλλα - η σχέση μάνας-κόρης με τα συνέκδοχά της, η σκληρότητα και η βία σ' ένα μητριαρχικό περιβάλλον, η αδυσώπητη όψη του φεμινισμού ή το ανεκπλήρωτο του ερωτικού πόθου των γυναικών της οικογένειας που βρίσκουν διέξοδο στην παρασκευή γλυκών του κουταλιού. Θα μπορούσε να είναι η αποποίηση της παράδοσης ως ο μόνος τρόπος για να κατακτήσει κανείς την αυτονομία του  όπως κι εκείνη η ατομικότητα που αναφέρω πιο πάνω έναντι ενός κοινωνικού προβληματισμού που απουσιάζει εντελώς από το κείμενο.

Όσο και να το θεωρητικοποιήσω, όμως, εκείνο που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση είναι η γλωσσική αρτιότητα της Χριστίνας Καράμπελα, η δυναμικότητα των μυθιστορηματικών χαρακτήρων της και η επιδεξιότητα με την οποία συνυφαίνει τόσα πολλά νήματα σε μία ενιαία αφήγηση που λέει πολλά περισσότερα απ' ότι  ένας ορθολογιστής μπορεί να σου πει για την ζωή. 






Σημειώσεις: Τo "Η Έρημος, Αρμονία σε Κόκκινο"  και το "Κύπελλο από Πορτοκάλια" είναι λάδια του Henri Matisse. Το τρίτο εικαστικό, "Το Σαλιγκάρι" (που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) είναι επίσης του Ματίς αλλά πρόκειται για ένα κολάζ κομματιών χαρτιού που ο καλλιτέχνης ζωγράφισε κι έκοψε σε διάφορα σχήματα ενώ βρίσκονταν στην τελευταία δημιουργική περίοδο της ζωής του - η υγεία του ήταν πολύ ασθενής κι ο ίδιος κλινήρης λόγω αρθρίτιδας. Είναι αξιοσημείωτο το πως, παρ' όλα αυτά, ο Ματίς διατηρεί την φωτεινότητα και τις διαβαθμίσεις των (πολλών) χρωμάτων της παλέτας του. Και τούτη ακριβώς είναι η αίσθηση που σου μεταδίδουν οι λέξεις της Χριστίνας Καράμπελα.