Αν υπακούς σε όλους τους κανόνες,
χάνεις όλη την ομορφιά.
Katharine Hepburn
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν είναι καθόλου ο άνθρωπος των τύπων και των κανόνων. Ωστόσο, υπάρχει ένας κανόνας που τηρεί με αξιοθαύμαστη συνέπεια, ένας εσωτερικός νόμος, που, υποθέτω, προέκυψε από τον τρόπο ζωής του και τον εκφράζει απόλυτα. Στο Complete Unknown (Καστανιώτης, 2009), το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφικής τριλογίας του, αναφέρει ότι "πρέπει να ζούμε έντονα το κάθε λεπτό, την κάθε στιγμή, αλλά με μια αισθητική που εντέλει είναι η ηθική μας, πρέπει να ρουφάμε το ποτήρι της ζωής μέχρι τον πάτο".
Ακολουθώντας το "πιστεύω" του αυτό, ο Κωνσταντίνος Τζούμας βρίσκεται στις αρχές της δεκαετίας του '70 στον "ομφαλό" της Αμερικής, τη Νέα Υόρκη. Η περιοδεία με το σχήμα μοντέρνου χορού της Ζουζούς Νικολούδη έχει φτάσει στο τέλος της κι ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουν το δρόμο της επιστροφής, ο Κων/νος Τζούμας αποφασίζει να μείνει.
"Το πούλμαν σταμάτησε. Σηκώθηκα και για να αποφύγω τους υγρούς αποχαιρετισμούς, φώναξα ένα γεια και κατέβηκα κρατώντας τη βαλίτσα μου σαν να μην έτρεχε τίποτα. Παρ' όλα αυτά τα αυτιά μου έπιασαν κάτι φορτισμένα "Καλή τύχη", "Καλή επιτυχία", το στομάχι μου σφίχτηκε και καθώς αποχαιρετούσα το πούλμαν της Ζουζούς, νετάρισα το θολό βλέμμα μου απέναντι, πάνω στη γέφυρα που ξανοιγόταν μπροστά μου ατέλειωτη, με τις αντανακλάσεις της τσουχτερής λιακάδας και το Μανχάταν να διαγράφεται γυαλιστερό και ατσάλινο μέσα από υπόλευκη αχλύ, όπως στις ταινίες, και ίσως γι' αυτό οικείο".
"Το πούλμαν σταμάτησε. Σηκώθηκα και για να αποφύγω τους υγρούς αποχαιρετισμούς, φώναξα ένα γεια και κατέβηκα κρατώντας τη βαλίτσα μου σαν να μην έτρεχε τίποτα. Παρ' όλα αυτά τα αυτιά μου έπιασαν κάτι φορτισμένα "Καλή τύχη", "Καλή επιτυχία", το στομάχι μου σφίχτηκε και καθώς αποχαιρετούσα το πούλμαν της Ζουζούς, νετάρισα το θολό βλέμμα μου απέναντι, πάνω στη γέφυρα που ξανοιγόταν μπροστά μου ατέλειωτη, με τις αντανακλάσεις της τσουχτερής λιακάδας και το Μανχάταν να διαγράφεται γυαλιστερό και ατσάλινο μέσα από υπόλευκη αχλύ, όπως στις ταινίες, και ίσως γι' αυτό οικείο".
A Greekman in New York, λοιπόν! Για τρία χρόνια ('71 - '73) ο νεαρός καλλιτέχνης γεύεται στην κυριολεξία όλες τις εντάσεις των γεύσεων της ζωής ως κανονικός "παίκτης" - συλλέκτης εμπειριών αυτοπροσδιορίζεται. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, a complete unknown, ο Κων/νος Τζούμας αφομοιώνεται άνετα από το περιβάλλον, γνωρίζει την "καλογυαλισμένη" ζωή στην Αμερική, ελίσσεται ανάμεσα στις πολλές όψεις της και παραμένει στον αφρό των ημερών με απαράμιλλο στυλ και μ' αυτό το μπλαζέ ύφος που τον διακρίνει - ύφος που στην κυριολεξία τον σώζει από παράδοξες κι επικίνδυνες καταστάσεις μερικές φορές, αλλά και που πληγώνει επίσης κάποιες σημαντικές άλλες.
Sex, rock and let it roll! θα μπορούσε να είναι με τρεις λέξεις η σύνοψη του βιβλίου γιατί αυτό συμβαίνει στην Νέα Υόρκη το '70: μια παρέλαση της τόσο κραυγαλέας ματαιοδοξίας των πλούσιων αμερικανών, ένα ατελείωτο vanity fair, ένας παρεξηγημένος κοσμοπολιτισμός που "... ίσως έχει να κάνει, μεταξύ άλλων, και με το σνομπάρισμα των αισθημάτων...". Αυτή η έλλειψη κάποιου νοήματος ή, κυρίως, σκοπού, η επανάληψη μιας διαρκούς ευδαιμονίας που περιορίζεται σε υλικά αγαθά και απολαύσεις είναι κάτι που με κούρασε στην ανάγνωση και μ' έβαλε στον πειρασμό να αφήσω το βιβλίο μισοτελειωμένο. Ευτυχώς, ο εικοσιεπτάχρονος -τότε- Τζούμας το αντιλαμβάνεται εγκαίρως και μολονότι το βιώνει "χωρίς να το κάνει θέμα", συλλογίζεται ότι "το κενό που παρ' όλα αυτά νιώθω, έχει να κάνει μάλλον με τη διαπίστωση ότι η φιέστα της αφθονίας σε αδειάζει". Έτσι, η περιπλάνησή του παίρνει μιαν άλλη τροπή, εγώ συνεχίζω την ανάγνωση και ο συγγραφέας, πλήρης από εμπειρίες που όμως δεν γεμίζουν το κενό του, επιστρέφει στην Ελλάδα - σ' αυτό το σημείο σταματά και η αφήγηση.
Στο Complete Unknown, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, ο Κωνσταντίνος Τζούμας από την θέση του παρατηρητή αυτή τη φορά, αναθυμάται και αναπαριστά ζωντανά την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης - "βλέπεις" διασημότητες (στο εξώφυλλο υπάρχουν μόνο μερικές), γνωρίζεις ενδιαφέροντα "άσημα" πρόσωπα, ανοίκειες καταστάσεις, μοιράζεσαι σκέψεις για την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τέχνη, το θέατρο, τον χορό. Ο τρόπος που γράφει είναι ευθύς, στακάτος, ασταμάτητος. Απλώς καταιγιστικός. Το ιδιότυπο χιούμορ του και οι σουρρεαλιστικοί συνδυασμοί επιθέτων κι εννοιών είναι απολαυστικά. Ίσως κάποιοι το θεωρήσουν γκροτέσκο ή υπερβολικό αλλά δεν μπορείς να αμφισβητήσεις την παντελή έλλειψη προσποίησης και την αυθεντικότητα του λόγου του. Διαβάζοντάς τον, θυμήθηκα τον Αντώνη Σουρούνη που είχε πει ότι πρέπει πρώτα να ζήσεις και μετά να πιάσεις το μολύβι. Πόσο δίκαιο είχε...
Ήμουν στην παρουσίαση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζούμα στη πόλη μου και καθώς παρατηρούσα τον συγγραφέα, σκεφτόμουν ότι πράγματι διαθέτει "...απ' αυτήν την ευγενική ωριμότητα των ανθρώπων όταν ξεχειλίζουν από τέχνη, χωρίς να χάνουν το χιούμορ τους, την ειρωνία τους, τη φωτεινότητά τους. Γιατί είναι φωτεινοί, φωτίζονται από μέσα τους από κάτι άσβηστο." όπως λέει και ο ίδιος περιγράφοντας τις καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της εποχής. Την λίγη ώρα που τον άκουσα να μιλά (πήγα με αρκετή καθυστέρηση στην παρουσίαση) ανακάλυψα ότι αυτός ο "αέρας" που διεπνέει τόσο το βιβλίο όσο και τον ίδιο, οφείλεται στο ότι ο Κωνσταντίνος Τζούμας έχει κι έναν δεύτερο κανόνα που ακολουθεί, έστω και δίχως να το αναφέρει. Είναι η ευχή που του έδωσε η Ζουζού Νικολούδη λίγο πριν κατέβει από το πούλμαν:
"Μη χάσεις το χιούμορ σου κι αυτή την περιέργεια, αυτή την όρεξη που έχεις".
Σημείωση: Ο πίνακας είναι ο "Καθιστός άνδρας (ο Ντιέγκο)" του Αλμπέρτο Τζιακομέτι.