Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

 

 




The Rolling Form 

  

   

Η ιστορία της ταινίας "My Mexican Bretzel"  δεν θα μπορούσε να είναι πιο συνηθισμένη: μία σύζυγος αφηγείται την εύπορη ζωή της στο πέρασμα είκοσι χρόνων. Τίποτα άλλο, ωστόσο, δεν είναι συνηθισμένο σε τούτο το σύγχρονο mockumentary που, αν και φαινομενικά αργόσυρτο και απλό, επαναπροσδιορίζει την ουσία του κινηματογράφου και τον φορμαλιστικό πειραματισμό όπως και την σχέση μας με τον χωροχρόνο.

Καταρχάς, η ταινία είναι μία συρραφή των διαφόρων καρέ από τις ερασιτεχνικές ταινίες μικρού μήκους που είχε γυρίσει ο παππούς της Nuria Giménez Lorang στα ταξίδια του με την γιαγιά της. Παρακολουθώντας για ώρες τα 50 καρούλια φιλμ με τα 300 αδιάφορα πλάνα, η ισπανίδα σκηνοθέτρια επινόησε το προσωπικό ημερολόγιο της Vivian Barrett – μιας γυναίκας που ζει την εποχή της με άνεση και συχνές διακοπές σε θέρετρα διαφόρων χωρών. Την δεκαετία του '40, ο σύζυγός της Léon Barrett (πλούσιος βιομήχανος, αν θυμάμαι καλά) κατατάσσεται στην πολεμική αεροπορία, μάχεται κι επιστρέφει με σοβαρό πρόβλημα ακοής εξαιτίας ενός αεροπορικού ατυχήματος που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Δεν είναι εύκολο να συνηθίσει τη νέα άηχη κατάσταση και την "ακινησία" που αυτή του επιβάλλει (δεν μπορεί να ξαναπετάξει), αλλά η ζωή κυλά και το ζευγάρι συνεχίζει να ταξιδεύει ανά τον κόσμο είτε για αναψυχή είτε για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του Léon που είναι πλέον εμπορικός αντιπρόσωπος του Lovedyn – ένα νέο ελπιδοφόρο αντικαταθλιπτικό σκεύασμα στην δημιουργία του οποίου συμμετείχε. 

Έπειτα, η ηχητική επένδυση της ταινίας είναι η ελάχιστη δυνατή. Η στοχαστική, μελαγχολική φωνή της πρωταγωνίστριας ακούγεται να μονολογεί σποραδικά, και οι σκέψεις της (που τις βλέπουμε και ως υπότιτλους) συνοδεύουν ορισμένες από τις εικόνες, σαν να τις επεξηγούν. Οι ελάχιστοι ήχοι που, επίσης, ακούγονται στιγμιαία στις ενδιάμεσες παύσεις υπονοούν το συναίσθημα ή τον σκοπό της αντίστοιχης σκηνής: ο ήχος των καταδρομικών αεροπλάνων, το φτερούγισμα μιας κουκουβάγιας που εφορμά στο θύραμά της, ο ήχος μιας γόνδολας που κινείται στο νερό ή το πέρασμα ενός τραίνου, κύματα να σπάνε σε βράχια· μια φωνή που αναγγέλλει την εκκίνηση αυτοκινητιστικών αγώνων – το ζευγάρι βρίσκεται στο ράλι του Le Mans, στη Γαλλία, όπου το 1955 έγινε το χειρότερο ατύχημα στην ιστορία του αθλήματος. Είναι μια περίοδος καμπής για τον Léon κι αυτό το κομβικό σημείο για τη ζωή ενός φανατικού  της αυτοκίνησης δεν θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα. 

Ο ήχος της μηχανής προβολής καλύπτει τον υπόλοιπο χρόνο των 97' της ταινίας. Ετούτη η εσκεμμένη έλλειψη μουσικής ή άλλης γνώριμης ηχητικής επένδυσης δίνει μια έντονα δραματική χροιά στον αισθητικά όμορφο και τρυφηλό βίο του ζευγαριού και αναδεικνύει την υποκείμενη προσωπική ιστορία  της Βίβιαν – μια ιστορία απουσίας κι αποξένωσης  που γίνεται σταδιακά απρόβλεπτη.  




Με σπουδές στην Δημοσιογραφία, τις Διεθνείς Σχέσεις και το Ντοκιμαντέρ, η Νούρια Χιμένεθ ξεκίνησε την σκηνοθετική πορεία της το 2016 με ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους - το Kafeneio. Το Mexican Bretzel είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της και είναι εντελώς ανορθόδοξη όχι μόνον ως προς το όλο concept και την εκτέλεσή του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο εμπλέκει τον θεατή στην αφήγηση και τον κρατά σε εγρήγορση – μετά την ανυπομονησία των πρώτων λεπτών για την υποτίθεται-γνώριμη συνέχεια, η αμηχανία μπροστά στον επαναληπτικό ήχο της κινηματογραφικής μηχανής και ύστερα η σχεδόν άβολη αίσθηση μπροστά στο άγνωστο εκράν (στην οθόνη του η/υ για την ακρίβεια. Στην πραγματική μεγάλη οθόνη ενός κινηματογράφου η επίδραση, υποθέτω, θα είναι πιο έντονη) και στην οικειότητα που δημιουργείται από αυτό το "κενό" στην αφήγηση, σαν εκμυστήρευση, των ενδόμυχων σκέψεών της. Κι έπειτα η ένταση τού να αφουγκράζεσαι το παρελθόν και να ανιχνεύεις τις ανεπαίσθητες κινήσεις που προδίδουν την πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα – το χαμόγελο που σοβαρεύει, τα χέρια που ντύνονται με γάντια, το βλέμμα που μελαγχολεί, την διαβάθμιση των αποχρώσεων στα επιχρωματισμένα καρέ που τείνει να σκουραίνει καθώς η σχέση της Βίβιαν με τον Λεόν αλλάζει.

"Δεν υπάρχει ιστορία που δεν είναι αλήθεια", λέει ο Chinua Achebe. Ωστόσο, το ντοκυμαντερικό ετούτο δράμα προβοκάρει την ρήση του – αν και οι πρωταγωνιστές Ilse G. Ringier και Frank A. Lorang υπήρξαν στην πραγματικότητα και όλα τα καρέ είναι κομμάτια της αληθινής ζωής τους, η ταινία δεν είναι η ζωή τους – οι πληροφορίες που παίρνουμε και για τους δύο δεν είναι παρά ελάχιστες κι επιφανειακές. Η ταινία αφηγείται κάτι  ψεύτικο ενώ μετατρέπει τους ίδιους, άθελά τους και μετά θάνατον, σε ηθοποιούς. “Τα ψέματα είναι ένας άλλος τρόπος να πεις την αλήθεια”,  γράφει στο ημερολόγιό της η Βίβιαν και η κινηματογραφική σιωπή που την περιβάλλει υπογραμμίζει το οντολογικό υπόβαθρο της ταινίας – εγείρει πολλά από τα ρεαλιστικά ζητήματα που απασχολούν τις γυναίκες για την ζωή και τον έρωτα μέχρι σήμερα: οι επιλογές και ο ρόλος τους, οι προσδοκίες των άλλων και της κοινωνίας που πρέπει να εκπληρώσουν, οι απρόβλεπτες επιθυμίες και το κόστος τους. 



"Είναι μία διαρκής έρευνα για πατήματα, αλλά στο τέλος υπάρχει μόνο μία βεβαιότητα που είναι ο θάνατος. Κι έτσι είναι. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο η ταινία αντικατοπτρίζει μία αλήθεια." λέει η σκηνοθέτης. Κι ωστόσο,  ο δεξιοτεχνικότατος χειρισμός ενός τυχαίου υλικού από μέρους της παρουσιάζει έναν σαφή οπτικό στοχασμό για το ουσιώδες και το άπειρο· για την σχέση μας με τις έννοιες, τις ερμηνείες και τα φαινόμενα· την ζωή – εν κινήσει και γενικώς.





Σημειώσεις: Το 11ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας διεξήχθη διαδικτυακά, μέσω του  ιστότοπου της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, από 16 έως 26.10.2020 // Η πρώτη εικόνα είναι στιγμιότυπο από την ταινία "The Mysteries of Château du Dé" (1929) του Man Ray που εκτός από εικαστικός υπήρξε και μικρομηκάς ενώ η δεύτερη, στιγμιότυπο της πιο πάνω ταινίας. Στο τέλος, χαρακτηριστική λεπτομέρεια μίας παζλ προσωπογραφίας του Charis Tsevis