Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014









Ακούω συχνά,


...συνήθως μάλιστα από επίσημα χείλη, πως επικεντρώνομαι υπερβολικά στις αδυναμίες των ανθρώπων· ότι προτιμώ να ζωγραφίζω το σκοτάδι παρά το φως. ΄Ελα όμως που η λογοτεχνία ζει απ' αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Αυτό που ενοχλεί τους αναγνώστες μου δεν είναι τόσο ότι μ' αρέσει να ανακατεύω μαύρο και άσπρο στους πιο αντιπροσωπευτικούς ήρωές μου, ότι προσπαθώ οι περιγραφές μου να θυμίζουν τόσο πολύ την πραγματική ζωή κι ότι ξέρω να αναδεικνύω τόσο ανάγλυφα αυτή την ελάχιστη απόσταση απ' το Καλό στο Κακό, έτσι ώστε κι ο ίδιος ο αναγνώστης να νιώθει πως κινδυνεύει από κάτι που του θυμίζει πράγματα επώδυνα, απωθημένα... Τους ενοχλεί κυρίως που εγώ δεν κρίνω, αλλά προσπαθώ να περιγράψω το Κακό, χωρίς να παρεμβάλλω δικές μου αξιολογικές κρίσεις [...].





Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από επιστολή του Hans Fallada στον καθηγητή Hölscher (28.04.1940). Αντλήθηκε από το πλούσιο πληροφοριακό υλικό που βρίσκεται ενσωματωμένο ως ξεχωριστό παράρτημα στο "Ο Πότης" (μτφ και επίμετρο της Έμης Βαϊκούση - Κίχλη, 2013) το οποίο ξεκίνησα να διαβάζω - είμαι περίεργη για το ανάγλυφο των περιγραφών που αναφέρει πιο πάνω ο συγγραφέας και την έλλειψη αξιολογικών κρίσεων για το Κακό από έναν άνθρωπο που βούτηξε μέσα του...

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014












Where edges meet




Είναι το νέο αίμα της γερμανικής λογοτεχνίας - το βιβλίο του "Η μέτρηση του κόσμου"  έγινε μια αναπάντεχη επιτυχία εντός συνόρων εκτοπίζοντας τον Πάτρικ Ζισκίντ και το “Άρωμα” του από τον θρόνο των ευπωλύτων που κατείχαν από το 1985. Εκτός συνόρων, η επιτυχία του  συγκεκριμένου μυθιστορήματος μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες κερδίζοντας τα εύσημα για τον νεαρό συγγραφέα. Ωστόσο, ο τριανταεννιάχρονος σήμερα, Daniel Kehlmann  ήταν ήδη δημοφιλής με το προηγούμενο βιβλίο του, το "Εγώ και ο Καμίνσκι"(μτφρ. Κώστας Κοσμάς - Καστανιώτης, 2008) ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με αρκετά καλά στοιχεία  που, όμως, δεν με ενθουσίασε.

Η ιδέα που έχει ο Σεμπάστιαν Ζόλνερ είναι μεγαλειώδης – να γράψει την βιογραφία του τελευταίου επιζώντος μιας μεγάλης γενιάς ζωγράφων.  Ως δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης, θεωρεί τον εαυτό του ιδανικό συγγραφέα γι' αυτό, και την επιτυχία του βιβλίου σίγουρη. Μόνο που αυτή εξαρτάται από έναν πολύ βασικό παράγοντα – τον θάνατο του ζωγράφου που θα προσδώσει στο βιβλίο συλλεκτική, συγγραφική και εισπρακτική αξία. Ο Σεμπάστιαν υπολογίζει πως μέχρι να τελειώσει την συγγραφή του βιβλίου το ζήτημα θα έχει τακτοποιηθεί από μόνο του καθώς ο Μάνουελ Καμίνσκι είναι ήδη υπέργηρος. Με την έγκριση του εκδότη του, ο Σεμπάστιαν προγραμματίζει μια προσωπική συνέντευξη με τον ζωγράφο. Το σχέδιο στη συνέχεια είναι απλό - θα ενσωματωθεί στην οικογένεια του ζωγράφου και θα εκμαιεύσει όσα περισσότερα προσωπικά κι άγνωστα στοιχεία γι' αυτόν είναι δυνατόν.
 

Στα χρόνια του, ο Μάνουελ Καμίνσκι είχε προκαλέσει αίσθηση με την ζωγραφική του - μαθήτευσε δίπλα στον Ματίς και παρήγαγε ένα δικό του ιμπρεσσιονιστικό, πιο σκούρο, ύφος που, μερικώς, οφείλονταν στην σταδιακή τύφλωσή του. Τώρα, φορά μονίμως ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και ζει αποκομμένος από κάθε δημοσιότητα στις Άλπεις. Μαζί του μένει η κόρη του, Μίριαμ, η οποία εκτός από "κηδεμόνας" είναι και η ατζέντισσά του - φροντίζει με απόλυτη λεπτομέρεια το ποιοί, πότε και πού θα συναντηθούν με τον πατέρα της, ακόμη και το τί θα συζητήσουν στην λίγη ώρα που τους διαθέτει ο ζωγράφος. Ο Σεμπάστιαν, ωστόσο, είναι αποφασισμένος - την αγνοεί θρασύτατα και αυτο-προσκαλείται στο δείπνο της οικογένειας ενώ στην συνέχεια δωροδοκεί την οικονόμο του σπιτιού ώστε ο Καμίνσκι να μείνει απολύτως μόνος στο σπίτι. Την επόμενη μέρα, ο νεαρός δημοσιογράφος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και εξερευνά όλο το σπίτι και το ατελιέ του ζωγράφου αλλά, προς απογοήτευσή του, η έρευνα δεν αποδίδει κάτι σημαντικό ενώ ο Καμίνσκι, με φανερά τα σημάδια της άνοιας, φλυαρεί χωρίς να του πει ιδιαίτερα πράγματα για τη ζωή του. Έτσι, ο Σεμπάστιαν γίνεται ανελέητος: με κίνδυνο να του προκαλέσει σοκ από την ενδεχόμενη έκπληξη, αποκαλύπτει στον Καμίνσκι πως η Τερέζα, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του που νόμιζε νεκρή, είναι στην πραγματικότητα ζωντανή και του προτείνει να τον οδηγήσει στο σπίτι της με την προοπτική να αλιεύσει σπάνιες προσωπικές λεπτομέρειες για το βιβλίο του. Ο Καμίνσκι δέχεται αμέσως. 



Γεννήθηκε στο Γερμανία αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στην Αυστρία, χώρα καταγωγής του σκηνοθέτη πατέρα του ο οποίος την είχε εγκαταλείψει στα τέλη της δεκαετίας του '40 για να επιστρέψει το 1981. Σήμερα ο Ντάνιελ Κέλμαν εργάζεται στο Βερολίνο και ταξιδεύει ανάμεσα στη Γερμανία και την Αυστρία ή οποιοδήποτε άλλο μέρος χρησιμοποιεί ως χώρο εργασίας  του, με μεγάλη άνεση. Την ίδια άνεση επιδεικνύει και στην συγγραφή - η πλοκή που στήνει σε τούτο το μυθιστορήμα ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στο μεταμοντέρνο παρόν μας και σ' ένα παρελθόν δίχως μεμψιμοιρίες ή νοσταλγικές αναπολήσεις ενώ ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός μέχρι τέλους. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, οι καταστάσεις είναι προβλέψιμες και οι σκηνές, όπως για παράδειγμα στο σαλόνι της Τερέζας όπου προσπαθούν να συζητήσουν οι τέσσερίς τους (η Τερέζα, ο σύζυγος της, ο Καμίνσκι και ο Σεμπάστιαν)  ή αργότερα στην αίθουσα τέχνης, οι διάλογοι και το όλο στήσιμο των κινήσεων και των διαλόγων μεταξύ των καλλιτεχνών, θυμίζουν παιδικό σκετς. Οι χαρακτήρες του, γενικά, είναι επίπεδοι με εξαίρεση τον γηραιό Μάνουελ Καμίνσκι, που είναι στέρεα δομημένος και σε βάθος με μια δυναμικότητα που παρασύρει τον νεαρό δημοσιογράφο - αντί να τον οδηγήσει κατευθείαν στο σπίτι της Τερέζας, ο Σεμπάστιαν κάνει πολλές ενδιάμεσες στάσεις για να ικανοποιήσει τις ανάγκες αλλά και να υποστεί τις ιδιοτροπίες του γέροντα. 

Εκείνο που αναπτερώνει την ανάγνωση είναι ορισμένες απροσδόκητες τροπές που δίνει ο συγγραφέας στην πλοκή προς το τέλος του μυθιστορήματος. Όταν, για παράδειγμα, οι δύο ταξιδιώτες καταλήγουν άκρως ταλαιπωρημένοι στο διαμέρισμα της Έλγκε, της πρώην συντρόφου του Σεμπάστιαν που τώρα λείπει. Θα περίμενε κανείς ότι μετά την επεισοδιακή περιπλάνηση του σαββατοκύριακου θα έπεφταν και οι δύο για ύπνο για να ξεκουραστούν· αντί γι' αυτό όμως, ο Σεμπάστιαν τραβολογά τον Καμίνσκι στα εγκαίνια έκθεσης μιας γκλάμορους γκαλερί. Μικρή λεπτομέρεια: ο Καμίνσκι έχει ήδη πάρει, ως συνήθως κάθε βράδυ την ίδια ώρα, τα υπνωτικά χάπια του.  

Η γραφή του Κέλμαν έχει πράγματι κάτι διαφορετικό - είναι γρήγορη, ελλειπτική, εριστική. Ωστόσο, το τόσο χαρακτηριστικό "επιμελώς ατημέλητο" ύφος του χρειάζεται, πιστεύω, ένα πιο προσεκτικό φινίρισμα - αυτή την αίσθηση μου άφησε η ελληνική έκδοση. Όσο για το χιούμορ του που ενθουσίασε τους κριτικούς, είναι πολυδιάστατο: ειρωνικό, εγωιστικό, προκλητικό - σαν αυτό που συναντάμε σε μια slapstick κωμωδία του βωβού κινηματογράφου. Και είναι, αναμφίβολα, καυστικό και αποκαλυπτικό για τον κόσμο της τέχνης και της δημοσιογραφίας: οι καλλιτεχνικοί παράγοντες στην γκαλερί εμφανίζονται αδαείς, καιροσκόποι και αριβίστες ολκής, ο εκδότης του Σεμπάστιαν αδιαφορεί πλήρως για το πρότζεκτ διότι το έχει ήδη αναθέσει σε άλλον ενώ ο Καμίνσκι και η Μίριαμ έχουν ήδη τη δική τους ατζέντα στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται ο νεαρός Ζόλνερ. Το χιούμορ του Αυστρο-γερμανού συγγραφέα είναι, επίσης, αρκετά δυνατό για να ανατρέπει την τρυφερότητα που υφέρπει στο κείμενο αφήνοντας την ματαιότητα και μια πικρή μελαγχολία να κυριαρχήσει. Όπως όταν ο Σεμπάστιαν συνειδητοποιεί πως "... δεν με ένοιαζε καθόλου. Δεν με ένοιαζε καν αν θα κυκλοφορούσε ποτέ το βιβλίο. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Και δεν ήθελα να πεθάνει."


Παρ' όλη την επιπολαιότητά του, ο Σεμπάστιαν Ζόλνερ κάνει ορισμένες διαπιστώσεις για την ζωή και την τέχνη που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Δεν μπορείς να προσπεράσεις, επίσης, τα κοινά σημεία που έχουν οι δύο γενιές - οι εμπειρίες του ενός αντικατοπτρίζονται στου άλλου ενώ και οι δύο μοιράζονται μιαν αίσθηση απώλειας - χρόνου ή τόπου, ανάλογα με την περίσταση.   Δεν είναι λίγο.

Προβλέψιμο ή όχι, το "Εγώ και ο Καμίνσκι" είναι ένα κωμικοτραγικό μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα. Θα το δω, ωστόσο, με διαφορετική διάθεση όταν βγει στις οθόνες - ήδη ετοιμάζεται η κινηματογραφική του μεταφορά, κάτι που, πιστεύω, θα μπορέσει να αποδώσει πειστικότερα το απομυθοποιητικό ύφος του Ντάνιελ Κέλμαν και την σύγχρονη σάτυρά του. 






Σημειώσεις: Το πρώτο σκίτσο είναι από διαφημιστική παρουσίαση γυαλιών οράσεως κι αντλήθηκε από εδώ. Στην φωτογραφία εικονίζεται ο συγγραφέας ενώ η δεύτερη εικόνα είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014













A very fine mess
 


Θαυμάσια βιβλία και τερπνά μυθιστορήματα αλλά και βεβιασμένες κι άστοχες επιλογές· καθημερινή ανάγνωση αλλά και παντελής έλλειψη συγκεκριμένου αναγνωστικού πλάνου... Κάπως έτσι, περιπλανήθηκα τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού ανάμεσα στις διάσπαρτες στοίβες των βιβλίων και στα τακτικά ράφια της ντουλάπας - Αύγουστο με τον Αύγουστο, φαίνεται πως η ευελιξία μου να προσαρμόζομαι στην διάθεση της στιγμής παρουσιάζει εξαιρετικές μεταπτώσεις. 

Η αρχή έγινε με το βιβλίο που βρισκόταν τελευταίο στη μικρή στοίβα του κομοδίνου - το "Χρονικό των τριών ημερών" (ΔΟΛ, 2013). Αν και λησμονημένη σήμερα, η Κωστούλα Μητροπούλου σε κερδίζει με την ιδιόμορφη γραφή της και σου μεταδίδει με τον ασθματικό ρυθμό του κειμένου την συγκίνηση και την οργή για τα όσα συνέβησαν στην Σχολή του Πολυτεχνείου το Νοέμβριου 1973 - καταγράφει τα γεγονότα εκείνων των ημερών παραθέτοντας αριθμούς (ημερομηνίες, ώρες, στατιστικές) δίπλα σε ανθρώπους και μνήμες σαν να επρόκειτο για επιτόπιο ρεπορτάζ μιας εξέγερσης σε εξέλιξη. Τούτες οι φωτογραφίες εδώ είναι σαν να εικονοποιούν την ελλειπτική αφήγησή της. Όμορφο, δυνατό αλλά ολιγοσέλιδο.
 
Συνέχισα με τα βιβλία των αναρτήσεων που προηγήθηκαν (1, 2) και κατόπιν έπιασα το "The Misunderstanding" (Vintage, 2013), το πρωτόλειο της Ιρέν Νεμιρόβσκι στην αγγλική του έκδοση. Γράφτηκε το 1924 και όταν δημοσιεύτηκε δύο χρόνια αργότερα σε λογοτεχνικό περιοδικό έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές. Το θέμα του είναι ένας αυτο-καταστροφικός έρωτας που εκτυλλίσσεται στα νότια της Γαλλίας του Μεσοπολέμου, στο κοσμοπολίτικο Hendaye, όπου η Ντενίζ, βαριεστημένη σύζυγος πλούσιου και πολυάσχολου επιχειρηματία κάνει διακοπές. Στο ξενοδοχείο όπου μένει με την μικρή κόρη της γνωρίζει κι ερωτεύεται τον τριαντάχρονο Υβ, βετεράνο του Μεγάλου Πολέμου που προσπαθεί να απαλύψει τα τραύματα του πολέμου και να αποφύγει την επιστροφή στην πραγματικότητα κάνοντας διακοπές στον τόπο των παιδικών του χρόνων. Το είχα ξεκινήσει πέρυσι τον Σεπτέμβρη ταξιδεύοντας και όπως είναι φυσικό για κάποιον που δεν έχει συνηθίσει να διαβάζει εν κινήσει, το εγκατέλειψα στην πρώτη στροφή του δρόμου. Θυμάμαι όμως ακόμη τις περιγραφές ενός τρυφηλού αρτ ντεκό περιβάλλοντος αλλά και τις αντιδράσεις των δύο πρωταγωνιστών που αρχίζουν να βιώνουν τις πιέσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Τούτη τη φορά, λόγω αμφίρροπης διάθεσης, δεν μπόρεσα να προχωρήσω  πέρα από την μέση του βιβλίου. Απ' όσο μπορώ να πω, όμως, η αφήγηση της Νεμιρόβσκι διαθέτει την οξύνοια και την ευθύτητα του μετέπειτα γνώριμου ύφους της ενώ το αίσθημα ασφυξίας που νιώθουν οι δύο εραστές από τον κοινωνικό περίγυρο γίνεται -σελίδα τη σελίδα- πιο απτό και σε παρασύρει στα ενδότερα της γαλλικής κοινωνίας της εποχής την οποία η συγγραφέας σκιαγραφεί με τρόπο που είναι μάλλον περισσότερο τραγικός απ' ότι κωμικός - θα είμαι σε θέση να το πω αυτό στα σίγουρα όταν το τελειώσω, κάποια στιγμή, τον χειμώνα.

Κι έπειτα βρέθηκα στο "Χάος" της Σικελίας των αρχών του προηγούμενου αιώνα - μια συλλογή διηγημάτων (σε μετάφραση από τα ιταλικά των Σωτήρη Τριβιζά και Κατερίνας Γλυκοφρύδη - Καστανιώτης, 2010) όπου ο Luigi Pirandello, με την στυλπνή γραφή του, αφηγείται καταστάσεις σκληρές και παράλογες που είναι, ωστόσο, αρχετυπικά ανθρώπινες. Η εξερεύνηση της περίκλειστης ανθρώπινης προσωπικότητας που συνεχώς κι αιωνίως μεταβάλλεται είναι τόσο ρεαλιστική που δεν μπορείς να μην θαυμάσεις την ευελιξία του ιταλού λογοτέχνη και τον έξυπνο τρόπο που αποδομεί τους ήρωές του. Οι κριτικές μιλούν για κωμικοτραγικές καταστάσεις ωστόσο δεν γέλασα καθόλου με τις αντίστοιχες ιστορίες διότι πίσω ακόμη και από το πιο ευτράπελο και χιουμοριστικό συμβάν εμφανίζεται αδυσώπητη η αθλιότητα των συνθηκών ζωής των φτωχών ανθρώπων της υπαίθρου, η έλλειψη μόρφωσης και η παντοδυναμία των δεισιδαιμονιών και των ενστίκτων, κι αυτό μου προκαλεί θλίψη. Το "Χάος", όπως και τα Διηγήματά του (μτφρ Εσπερίας Καπόγλου-Σουρβίνου - Ιδιωτική Έκδοση, 2012) με έκαναν να συνειδητοποιήσω, εκτός των άλλων, και το πόσο υπερτερεί ένα πεζογραφικό κείμενο της θεατρικής παράστασης (και των αντίστοιχων κειμένων). Ιδίως τα διηγήματα του Πιραντέλλο που έχουν αγνοηθεί υπέρ των θεατρικών του, είδος στο οποίο θριάμβευσε ο Ιταλός δημιουργός που θεωρείται πρόδρομος του Θεάτρου του Παραλόγου - βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934 για την "τολμηρή και ευφυή ανανέωση του δράματος και της σκηνής."

Ενδιάμεσα, κατέφευγα στο "Το άλλο του πράγματος" (Νεφέλη, 1995) της Ελένης Βακαλό και στους στίχους του Τίτου Πατρικίου (Κίχλη, 2012) που, για κάποιον περίεργο λόγο, εξέχει μονίμως από την στοίβα του κομοδίνου - κάτι σαν βιβλιοδείκτης για ώρα ανάγκης. Και μόλις ξεφύλλισα το "Μύθοι του Αισώπου" (Πατάκης, 2013) με τις θαυμάσιες εικόνες της Ayano Imai να ερμηνεύουν γνωστούς και λιγότερους γνωστούς μύθους του αρχαίου κλασικού παραμυθά, συνέχισα με την  Alice Munro. Θα αντισταθώ στην παρόρμηση να γράψω δυο-τρεις λέξεις για τα διηγήματά της και θα τελειώσω εδώ διότι η Καναδή συγγραφέας αξίζει μία ξεχωριστή, ολόδική της, ανάρτιση· αργότερα, όμως, όταν η ατμόσφαιρα θα έχει συντονιστεί με το ψυχρό, σαν ηλεκτρικό, φως που εκπέμπουν οι  ιστορίες της. 




Ο μήνας ήδη τελειώνει οι στοίβες όμως, ευτυχώς, δεν έχουν μικρύνει πολύ - μεταξύ άλλων, υπάρχουν δύο "άθλοι", μία συλλογή άρθρων για την λογοτεχνία και μια δεύτερη για την τέχνη που διαβάζω εναλλάξ, και αναμένω κάποιες από τις καινούργιες εκδόσεις που φαίνονται, το λιγότερο, απολαυστικές. Η περιπέτεια της ανάγνωσης συνεχίζεται...




Σημείωση: Το εικαστικό της ανάρτησης έχει τίτλο "Due punti verdi" κι αποδίδεται στον Wassily Kandinsky. Στην φωτογραφία ο Λουίτζι Πιραντέλλο.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014











Οι δυσκολίες της δύναμης


Η ομοιομορφία συνιστά φυσικούς νόμους - δίχως την λογική και ισόρροπη διάταξη των πραγμάτων που εξασφαλίζει συνοχή, συνέχεια και ασφάλεια σε ένα σύνολο, δεν  θα υπήρχε ούτε κοινωνική επιστήμη ούτε πολιτική οικονομία· ακόμη και η μελέτη της ιστορίας θα ήταν σε μεγάλο βαθμό  ανώφελη.  Σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες επωάζονται και αναδεικνύονται οι ιδιαιτερότητες του ατόμου που συνήθως θεωρούνται απειλή· ή απλώς ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η ευελιξία ωστόσο και η δύναμη που χρειάζεται κανείς για να αντισταθεί κανείς στην ισοπεδοτική οπτική των πολλών και να την αντιστρέψει προς όφελός του δεν είναι εξίσου δεδομένο. Είναι κάτι που μαθαίνεται σταδιακά γι' αυτό τα τρία πιο κάτω παιδικά βιβλία είναι μία καλή αρχή.


Το Πως θα κάνεις έναν ελέφαντα να χορέψει” (Παπαδόπουλος, 2014) είναι μια ευχάριστη ιστορία των Ά. Αγγέλου και Έ. Σίνη για ένα ποντικάκι που λόγω μεγέθους τα μεγαλύτερα ζώα τού παίρνουν το φαγητό του. Περισσότερο από την αρπαγή, όμως, αυτό που θυμώνει το ποντικάκι περισσότερο  είναι ο εαυτός του. Αν όμως ήμουν μεγαλόσωμος, όλοι θα με σέβονταν και θα με φοβούνταν και κανείς δε θα τολμούσε να μου αρπάξει το τυράκι μου!” Το παράπονο ετούτο τον βασανίσει για πολύ καιρό διότι παντού γύρω του, στο αγρόκτημα όπου μένει, υπάρχουν ζώα πολύ μεγαλύτερα από αυτό – ο σκίουρος, που τού άρπαξε το τυράκι του, η χελώνα, η χήνα, το γουρούνι, ο γάιδαρος και στην πίσω αυλή του αγροκτήματος ένας τεράστιος ελέφαντας. Κι όχι μόνον αυτά.Πού να δεις τον ψύλλο. Αυτός είναι μεγαλύτερος κι από μένα!” του εκμυστηρεύεται ο ελέφαντας. “Είναι τόσο μεγάλος και ψηλός ο ψύλλος, που φτάνει ως τον ουρανό! Έτσι δεν μπορείς να τον δεις από δω κάτω. Μπορείς μόνο να τον ακούσεις. Ανέβα στο αυτί μου, κι όταν τον ακούσω εγώ, θα τον ακούσεις κι εσύ”. Το μικρό ποντίκι ακολουθεί την συμβουλή του ελέφαντα και όχι μόνο ακούει αλλά και συναντά τον Ψύλλο τον γίγαντα που του αποδεικνύει πόσο σχετικά είναι τα μεγέθη - μ' ένα απλό πρόσταγμά του ο ελέφαντας αρχίζει να χορεύει. Μετά από αυτό, το μικρό ποντίκι θα επιστρέψει στην τρύπα του με αλλαγμένη διάθεση και θα τα βλέπει όλα αλλιώς - το κάθε ζώο είναι μικρότερο από κάποιο άλλο. 

Την άλλη όψη των πραγμάτων, κυριολεκτικά αυτή τη φορά, βλέπει και ο Μέλιος το σκαθάρι, στο Ανάποδα” (Ίκαρος, 2014) του Θοδωρή Παπαϊωάννου. Εδώ, ο Μέλιος σκοντάφτει σ' ένα πετραδάκι κι αναποδογυρίζει. Αρχίζει τότε να φωνάζει για βοήθεια, κανείς όμως δεν τον ακούει. Ακόμη και τα έντομα που θα περάσουν κατά τύχη από εκεί δεν θα τον βοηθήσουν – το τζιτζίκι θεωρεί το τραγούδι πολύ σημαντικό για να το σταματήσει και να τον βοηθήσει, η ακρίδα βιάζεται να βρει την τροφή της, η μέλισσα είναι πολύ απασχολημένη ψάχνοντας για γύρη, η πεταλούδα φοβάται μην χαλάσει τα όμορφα κι ευαίσθητα φτερά της. Ο Μέλιος μένει πολλή ώρα έτσι, ανάποδα, ώσπου αποφασίζει να γυρίσει στην κανονική του θέση μόνος του. Καθώς προσπαθεί, εμφανίζεται η καλή του φίλη Μελανή, επίσης σκαθάρι, και τον βοηθά να σταθεί στα πόδια του. 

Ωστόσο, στο αγόρι του Σκωτζέζου συγγραφέα Όλιβερ Τζέφερς στο Πιγκουίνος χάθηκε, πιγκουίνος βρέθηκε” (απόδοση Φίλιππου Μανδηλαρά - Ίκαρος, 2014) δεν συμβαίνει τίποτα ανάποδο. Είναι ένα συνηθισμένο αγόρι και ζει μια συνηθισμένη ζωή. Απλώς, μία μέρα βρίσκει έξω από την πόρτα του έναν πιγκουίνο. Έναν θλιμμένο πιγκουίνο που μοιάζει χαμένος. Θέλοντας να τον βοηθήσει, το αγόρι νοικιάζει μόνο του μία βάρκα και διασχίζει όλον τον ωκεανό μέχρι το Νότιο Πόλο για να τον συνοδεύσει στο παγωμένο σπίτι του. Επιστρέφοντας, όμως, το αγόρι κάτι σκέφτεται, κάνει  στροφή επί τόπου με την βάρκα του και κωπηλατεί όσο πιο γρήγορα μπορεί πάλι προς τα πίσω, στο Νότιο Πόλο – αυτό, ναι, μπορούμε να το θεωρήσουμε ένα είδος αναποδιάς. 
 



Από το σωματικό μέγεθος, το ύψος και την ηλικία έως τον τρόπο που ντυνόμαστε, μιλάμε, χορεύουμε, μαγειρεύουμε, μελετάμε ή κάνουμε το οτιδήποτε, η διαφορετικότητα του καθενός μας είναι που κάνει τον κόσμο να γυρίζει - τρέφει την δημιουργικότητα και την άμιλλα και γι' αυτό δεν θα έπρεπε να συνδέεται με την αδυναμία ή την μειονεξία, πόσο μάλλον με απειλή. Αυτό υποστηρίζουν και τα συγκεκριμένα παραμύθια - από την κλιμακωτή αφήγηση των λαϊκών παραμυθιών που χρησιμοποιούν οι Ά. Αγγέλου και Έ. Σινή, στην τρυφερή και άμεση γλώσσα του Θ.Παπαϊωάννου έως τις λιτές προτάσεις του Όλιβερ Τζέφερς -που έχει αποδώσει σε καλά ελληνικά ο Φίλιππος Μανδηλαράς-, τούτες οι τρεις ιστορίες ασχολούνται με το σημαντικό αυτό ζήτημα όπως απαντάται στον μικρόκοσμο των παιδιών και τα ταλαιπωρεί πολύ περισσότερο απ' ότι εκείνα δείχνουν – το μεγαλύτερο και το μικρότερο και ο εκφοβισμός του μικρότερου/αδύναμου. Το ποιός είναι στην πραγματικότητα ο αδύναμος και ποιά είναι η θέση του στον κόσμο. Και τί γίνεται με την μοναξιά που συνεπάγεται ο κάθε προβληματισμός; Κι όταν κανείς δεν βοηθά, “τώρα τί κάνω;” 

Και οι τρεις ιστορίες  προβάλλουν με κατανοητό τρόπο την αυτενέργεια που ακολουθεί την παρατήρηση και την σκέψη αν και θα προτιμούσα το "Πως να κάνετε έναν ελέφαντα νο χορέψει" να ήταν λιγότερο υπαινικτικό στο συγκεκριμένο σημείο. Περίμενα, επίσης, να είναι πιο σύντομο - μπορεί τα παραμύθια για νήπια (αλλά και για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας) να τα διαβάζουν οι μεγάλοι αλλά, πείτε μου, γιατί θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλη την υπομονή τους (και οι δύο) για να ολοκληρώσουν ένα τόσο πυκνογραμμένο -και με εξίσου πυκνή γραμματοσειρά- κείμενο; 

Η εικονογράφηση των τριών βιβλίων καλλιεργεί με τον καλύτερο τρόπο την οπτική επικοινωνία των μικρών και συμβάλλει κατά πολύ στην εκτίμηση του ζητήματος μιας και, εκτός από τον συμπληρωματικό της ρόλο στην ανάγνωση,  αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα διαφορετικότητας. Η μικτή τεχνική της ζωγραφικής της Σοφίας Τουλιάτου βοηθά τους μικρούς αναγνώστες με το ζωηρό ύφος της να αποκωδικοποιήσουν τα νοήματα του παραμυθιού με ξεκούραστο τρόπο. Στο "Ανάποδα" η ευφάνταστη και πρωτότυπη εικονογράφιση με τα κατά τόπους κολάζ της Ίριδας Σαμαρτζή δίνει, επίσης, πολύ εύστοχα την οπτική του Μέλιου και σε αναγκάζει να δεις τα πράγματα ανάποδα. Και να τα διαβάσεις ανάποδα, επίσης - υπάρχουν σελίδες που για να τις διαβάσεις πρέπει να φέρεις το βιβλίο πάνω κάτω! Οι θαυμάσιες υδατογραφίες, τέλος, του Όλιβερ Τζέφερς στο "Πιγκουίνος χάθηκε,..." σού μεταδίδουν την ζωντάνια και την δροσιά που έχει η παιδική σκέψη όταν δεν της επιβάλλεσαι - λειτουργεί μόνη της ενάντια στην κάθε “αναποδιά”: στην μέση του ωκεανού, το αγόρι καταλαβαίνει το λάθος του -ο πιγκουίνος δεν είχε χαθεί αλλά ένιωθε μόνος- κι επανορθώνει αμέσως. Όσο για το ποντικάκι, βλέπει πως το μέγεθος του σώματος δεν έχει σημασία κι αυτό του δίνει την αυτοπεποίθηση να πάρει πίσω το τυρί του· και ο Μέλιος, ανακαλύπτει την πραγματική ομορφιά ενώ μαθαίνει να παρατηρεί και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις.  




Υπάρχουν τόσα είδη σκέψης όσα και μυαλά και τόσα είδη αγάπης όσες και οι καρδιές, είχε πει ο Λέων Τολστόι. Και τόσες δυσκολίες όσες και οι προσπάθειες, θα πρόσθετα κι αυτό είναι που νοηματοδοτεί στα μάτια των παιδιών την ανάγκη να βλέπουν και να σκέφτονται δυναμικά κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε κάτι που με την πρώτη ματιά φαντάζει ακατόρθωτο - ακόμη ένα στοιχείο για να συγκρατήσουν οι μικροί αναγνώστες από τα τρία ετούτα παραμύθια, εκτός από τα προφανή. Όπως επίσης και το ότι οι πραγματικοί φίλοι, όπως ο πιγκουίνος ή η Μελανή, έχουν την δύναμη να εμφανίζονται εκεί που δεν τους περιμένεις και να σε παίρνουν μαζί τους σε ταξίδια γεμάτα ιστορίες – πραγματικές ή χάρτινες.




Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες  Ο Αναγνώστης την 1 Σεπτεμβρίου 2014.




Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014







  

"They lie, they cheat, they destroy…
they even try to love."



"Εμείς οι Αϊτινοί είμαστε όλοι θεατρίνοι" είχε πει ο Ωμπελίν Ζολικέρ στον Graham Greene κι έτσι προέκυψε ο τίτλος του δέκατου μυθιστορήματός του, του "Οι θεατρίνοι" (σε ρέουσα, λεπτοδουλεμένη μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ - Πόλις, 2014). Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν όσο ζούσε ο αεικίνητος κοσμικογράφος πάνω στον οποίο ο Γκρην βάσισε τον Πτι Πιέρ του βιβλίου. Το σίγουρο πάντως είναι πως πρόκειται για μία περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης που συνυπάρχει εδώ με το άθλιο κουκλοθέτρο της πολιτικής και το αδιέξοδο ενός έρωτα στις συνθήκες εξαθλίωσης και διαφθοράς που επιβάλλει μια δικτατορία. 

Βρισκόμαστε στην Αϊτή, την περίοδο της διακυβέρνησης του Φρανσουά Ντυβαλιέ, ενός απλού γιατρού που έγινε λαοφιλής διότι θεράπευε με επιτυχία τους ασθενείς του, εξού και το προσωνύμιο Πάπα Ντοκ (μπαμπούλης γιατρός). Ωστόσο, όταν εκλέχτηκε πρόεδρος, το 1957, ο Ντυβαλιέ μεταλλάχθηκε σε στυγνό δικτάτορα που διατήρησε την εξουσία του χάρις στους Τοντόν Μακούτ (την παραστρατιωτική οργάνωση-αστυνομία που υπάκουε στις διαθέσεις του) και την διάδοση των πρακτικών της μαγείας βουντού με τα οποία τρομοκρατούσαν και υποδούλωναν τους αγγράμματους κατοίκους της χώρας· όσους δλδ κατάφερναν να μείνουν ζωντανοί καθώς στην διάρκεια της πολύχρονης δικτατορίας του Ντυβαλιέ δολοφονήθηκαν για ασήμαντη αφορμή πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Όπως γράφει και ο Γκρην: "Εδώ οι βίαιοι θάνατοι θεωρούνται φυσικά αίτια."

Σ' αυτό το σκηνικό αποβιβάζεται απο το πλοίο της γραμμής ο κύριος Μπράουν - Βρετανός υπήκοος, γεννημένος στο Μόντε Κάρλο και μεγαλωμένος εσώκλειστος σε κολλέγιο Ισουιτών. Πλησιάζοντας τα εξήντα, ανέστιος ακόμη και τυχοδιώκτης, δίχως συγκεκριμένη απασχόληση ή κάποια προοπτική για το μέλλον, ο κ.Μπράουν επιστρέφει από τις ΗΠΑ όπου έχει προσπαθήσει να πουλήσει το ξενοδοχείο στο Πορτ-ω-Πρενς που του κληροδότησε η μητέρα του, μια ουσιαστικά άγνωστη γυναίκα καθώς από την μέρα που τον έστειλε στο κολλέγιο εξαφανίστηκε. Στο "Τριανόν" ο Μπράουν θα φιλοξενήσει το ηλικιωμένο ζεύγος Σμιθ που, επίσης, αποβιβάζονται μαζί του. Ο κύριος Σμιθ, υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ και η σύζυγός του, βαθιά ανθρωπιστές και  υπέρμαχοι της χορτοφαγίας, έχουν μεγαλεπίβολα σχέδια και ελπίδες για την χώρα - επιδιώκουν  να συνεργαστούν με την κυβέρνηση Ντυβαλιέ για την δημιουργία ενός πολυδύναμου κέντρου χορτοφαγίας που θα φροντίζει και για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων. Φτάνοντας πρώτος στο "Τριανόν" για να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες της φιλοξενίας, ο Μπράουν ανακαλύπτει σ' ένα δωμάτιο το πτώμα του υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας, δόκτωρα Φιλιπό - μία πρώτη ιδέα για την κατάσταση που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι Σμιθ  οι οποίοι, δυνατοί κι επίμονοι μέσα στην ιδεολογία τους, αγνοούν τα πάντα και φθάνουν μέχρι τον καινούργιο υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας για να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους.


Ο ταγματάρχης Τζόουνς, ο τρίτος συνεπιβάτης του Μπράουν στο "Μήδεια" που αποβιβάζεται στο ίδιο λιμάνι με τους υπόλοιπους, είναι ο πιο αινιγματικός και πολυμορφικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Πραγματικός θεατρίνος. Στην αρχή, κατά την διάρκεια του ταξιδιού,
οι αφηγήσεις για την θητεία του στα δάση της Βιρμανίας κατά τον 2ο ΠΠ έχουν έναν αέρα ασάφειας ενώ η συμπεριφορά του είναι κάπως πομπώδης αν και πρόσχαρη. Μετά την αποβίβασή του στο λιμάνι, ωστόσο, τα ίχνη του θα χαθούν για να εμφανιστούν κάποια στιγμή αργότερα στο άθλιο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος του Πορτ-ω-Πρενς. Θα εξαφανιστεί και πάλι για να εμφανιστεί ως άμεσος συνεργάτης του αϊτινού λοχαγού Κονκασέρ. Όταν η συνεργασία τους θα αποτύχει παταγωδώς, ο Τζόουνς θα μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να σωθεί από τους Τοντόν Μακούτ. Ο Μπράουν, αν και απρόθυμος, θα τον βοηθήσει - ζητά από τον καπετάνιο του "Μήδεια" να του δώσει άσυλο και όταν ο καπετάνιος αρνείται, του βρίσκει καταφύγιο στην Πρεσβεία της Ουρουγουάης. Κι όταν τα πράγματα σκουραίνουν και εκεί, θα τον συνοδεύσει διακινδυνεύοντας την ζωή του, μέχρι τα σύνορα της Αϊτής με την Δομηνικανή Δημοκρατία όπου ο Τζόουνς θα συναντήσει τους θαραλλέους αλλά ανεπαρκώς εκπαιδευμένους αϊτινούς αντάρτες.


Το βιβλίο τούτο δεν είναι το καλύτερο του Γκρην διαθέτει, ωστόσο, τον γνώριμο δυναμικό ρυθμό και την στακάτη γλώσσα του άγγλου συγγραφέα. Και όπως συνήθως στα έργα του, διαθέτει ζωντανούς, αξιομνημόνευτους χαρακτήρες  που βιώνουν τις ηθικές συνέπειες των πράξεών τους και αγωνίζονται να βρουν τις ισορροπίες τους - χαρακτηριστικό που, εκτός από τον Τζον λε Καρρέ και τον Ίαν Μακ Γιούαν, πολύ λίγοι πεζογράφοι μπορούν σήμερα να το χειριστούν με τρόπο σοβαρό και δημοφιλή. Η Κόμισσα ντε Λασκό-Βιλιέ, η μητέρα του Μπράουν, με το ηθικά ύποπτο επάγγελμα και τον πληθωρικό χαρακτήρα της, τα μαλλιά "σ' ένα κόκκινο χρώμα της Αϊτής που δεν υπήρξε ποτέ στη φύση" κι ένα μετάλλιο της Γαλλικής Αντίστασης κρυμμένο στο συρτάρι. Ο Μαρσέλ, ο νεαρός εραστής της που αυτοκτονεί από τύψεις. Ο Ανρί Φιλιπό, ανηψιός του δολοφονηθέντος υπουργού, που από ρομαντικός ποιητής συντάσσεται με τους αντάρτες παίρνοντας μαζί του τον αφελή Ζοζέφ, τον κάποτε φημισμένο μπάρμαν του ξενοδοχείου που κούτσαινε πάντα ύστερα από το συναπάντημά του με τους Τοντόν Μακούτ. Ο ζωηρός Πτι Πιέρ με τις μυστικές διασυνδέσεις και τις πληροφορίες του. Ο επιβλητικός και αξιοπρεπής δόκτωρ Μαζιό - με το κύρος που του έδινε το επάγγελμά του και η επίγνωση της κατάστασης, έχει κερδίσει τον σεβασμό των κατοίκων του Πορτ-ω-Πρενς και αρκετή δύναμη ώστε να συνεργάζεται με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και να μην τον αγγίζουν οι Τοντόν Μακούτ παρ'όλο που υπάρχουν υποψίες για τις κομμουνιστικές ιδέες του. 

Στον αντίποδα όλων, ο πρέσβης Λουίς Πινέδα - ένας άχρωμος κι άοσμος άνθρωπος που έχει αδυναμία στα πούρα και στην προσωπική αντωνυμία "μου". Έχει, επίσης, και πολλή υπομονή καθώς δέχεται με απίστευτο τακτ την ερωτική σχέση της συζύγου του, Μάρτα, με τον Μπράουν που έχει αρχίσει να γίνεται φανερή. Η Μάρτα, ωστόσο, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τον Λουίς λόγω  του παιδιού τους, και εγκαταλείπει τελικά τον Μπράουν που την πιέζει με την ζήλεια του για τον Τζόουνς - όσο διάστημα έμεινε στην Πρεσβεία ο χαριτωμένος χαρακτήρας του γοήτευσε κυριολεκτικά τους πάντες: από τον μικρό δύστροπο Άνχελ και την Μάρτα μέχρι τον αδιάφορο πρέσβη και το κακάσχημο σκυλάκι του. Εξάλλου, η σχέση των δύο εραστών δεν μπορεί να συνεχιστεί εκ των πραγμάτων - ο πρέσβης παίρνει μετάθεση.

 

Η προδοσία, ο έρωτας και η αγάπη βρίσκονται εδώ σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που υπερισχύει είναι ο φόβος και τα ασφυκτικά πλαίσια -κοινωνικά και πολιτικά- που ορίζει η δικτατορία του Ντυβαλιέ. Οι τραγελαφικές καταστάσεις -που υπάρχουν πολλές- και το βρετανικό φλέγμα δεν μπορούν να μειώσουν ούτε στο ελάχιστο την κτηνωδία της κατάστασης που περιγράφει ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, η σκηνή όπου η αγουροξυπνημένη κυρία Σμιθ εισβάλλει στο σαλόνι του ξενοδοχείου με το νυχτικό της και υπερασπίζεται με γαλλικά αρχαρίου τον Μπράουν από έναν αγριεμένο Τοντόν Μακούτ, μ' έκανε να γελάσω μέχρι δακρύων αλλά...

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου βιώνουν και συλλογίζονται για τον τόσο πόνο, τις δοκιμασίες της ζωής, την αθλιότητα της Αϊτής και την θνητότητά τους. Ιδανικός συνομιλητής του Μπράουν, ο δόκτωρ Μαζιό τον καλεί σε δείπνο και με τις απόψεις του για τον καθολικισμό και τον κομμουνισμό δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει τον γνωστό προβληματισμό του για την θρησκεία και την πίστη, κάτι που συνήθως ο Γκρην αρέσκεται να κάνει μ' έναν παράδοξο τρόπο - οι ήρωες των βιβλίων του πιστεύουν ότι κάνουν το Καλό και συνεχίζουν να το κάνουν παρ'ότι οι ενέργειές τους δηλώνουν το ακριβώς αντίθετο. Κατά μία έννοια, σαν τους θεατρίνους.  

Tο μυθιστόρημα είναι πρωτίστως μία δηκτική αποκάλυψη του αϊτινής κατάστασης που επικρατούσε στα χρόνια της δικτατορίας του Ντυβαλιέ - μία ακόμη χαρακτηριστική συνήθεια του Γκράχαμ Γκρην που, όπως και στα "Ο ήσυχος Αμερικανός" και "Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα", είχε σκοπό να εκθέσει μέσα από τα έργα του την κοινωνική πραγματικότητα στις πανέμορφες κι εξωτικές χώρες των τουριστικών διαφημίσεων. "Οι θεατρίνοι" δημοσιεύτηκαν το 1966, χρονιά που μεσουρανούσε ο αδίστακτος Πάπα Ντοκ  ο οποίος έδωσε την  καλύτερη πιστοποίηση για την εγκυρότητα του βιβλίου – επιτέθηκε προσωπικά στον συγγραφέα δημοσίως με συνέντευξη που έδωσε σε εφημερίδα του Πορτ-ω-Πρένς και στην συνέχεια  με εντολή του το Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ένα κομψότατο φυλλάδιο με ύβρεις ενταντίον του Γκρην. Το φυλλάδιο βέβαια δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και αποσύρθηκε ταχύτατα σε αντίθεση με το βιβλίο που συνεχίζει να γνωρίζει επιτυχία τόσα χρόνια μετά. Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης ο ίδιος ο συγγραφέας καταγράφει το περιστατικό καθώς και μια "ιστορική" αναδρομή της συγγραφής του βιβλίου, Υπάρχει, επίσης, και μία επιστολή προς τον εκδότη του όπου ο Γκρην ομολογεί την συνάφεια τως χαρακτήρων του βιβλίου με την πραγματικότητα.  


"Τι είναι αυτό που σου άρεσε τόσο πολύ;"
 "Μ' έκανε να γελάσω."

 Πικρά.







Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης είναι το διαφημιστικό μότο της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου που γυρίστηκε το 1967, η οποία, παρ'όλο το υπέροχο επιτελείο των ηθοποιών της  δεν είχε επιτυχία. Το πρώτο εικαστικό είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου - "Les Bateleurs" του Pablo Picasso. Ακολουθεί φωτογραφία του συγγραφέα στην Αϊτή ενώ στο τέλος, παρατίθενται δύο φωτογραφίες σε ευαισθητοποιημένο ύφασμα του Νίκου Κεσσανλή  από την ενότητα Η Φαντασμαγορία της Ταυτότητας.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014









Αντικείμενα Σκέψης
και Περιπέτειας


Σύμφωνοι, τα παιδιά αγαπούν την τεχνολογία. Αγαπούν όμως και το παιχνίδι: τα λέγκο και τις κατασκευές, τους μαρκαδόρους, τα χρώματα και τις μουτζούρες, αλλά και το κυνηγητό, τις λάσπες, τους λεκέδες – οτιδήποτε τους βάζει σε κίνηση και περιπέτεια. Πως μπορεί, λοιπόν, να συνδυαστεί η χαρά της δημιουργίας, η εκτόνωση και η γνώση -συναισθηματική  και πρακτική- που αποκομίζει το παιδί μέσω του παιχνιδιού με κάτι τόσο στατικό και μη τεχνολογικό όσο είναι η ανάγνωση και το βιβλίο;

Τα Αφισοβιβλία (Κέδρος, 2014) της έμπειρης κι επινοητικής Σοφίας Ζαραμπούκα δίνουν την απάντηση – τρία βιβλία τα οποία οι πολύ μικροί αναγνώστες (από τριών χρονών) για να τα διαβάσουν, πρέπει πρώτα να τα κατασκευάσουν. Να κατασκευάσουν;

Τα βιβλία έχουν αρχικά την μορφή αφίσας – ένα ενιαίο, μεγάλων διαστάσεων χαρτί γκλος με την μία πλευρά τους γεμάτη ζωγραφιές που αποδίδουν οπτικά ένα παραμύθι. Οι χαρακτήρες και η πλοκή απεικονίζονται ιδιαίτερα εύγλωττα με τα λαμπερά χρώματα της Ζαραμπούκα  κι εκτός από στολίδι στον τοίχο του παιδικού δωματίου, θα μπορούσε κανείς να το δει ως ευκαιρία για να ασκήσουν τα μικρά παιδιά την επινοητικότητά τους και να μαντέψουν την κάθε ιστορία.

Στο “Η δράκαινα κι ο Τίτος”, μία ελεύθερη διασκευή λαϊκού παραμυθιού, ένας νέος ψάχνει την κοπέλα που θα αγαπήσει και για να την βρει, περνά από δοκιμασίες που του βάζει μια δράκαινα. Στο “Τέα η γοργόνα”, η συγγραφέας διηγείται το όνειρο ενός κοριτσιού που ήθελε να γίνει γοργόνα. Το “Ο έμπορος της Βενετίας” είναι διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, όπως εκείνες της σειράς “Μυθολογία για παιδιά” που ανέδειξαν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό το ύφος της Σοφίας Ζαραμπούκα  ως συγγραφέα παιδικών βιβλίων και εικονογράφο – η γλώσσα των κειμένων της είναι κατανοητή, άμεση και σπινθηροβόλα ενώ στις ναΐφ ζωγραφιές της τα λαμπερά χρώματα και οι φιγούρες που μοιάζουν να πετούν στο κενό σού μεταδίδουν ένα αίσθημα ελευθερίας, αυθορμητισμού και μιας δυναμικής που καταφέρνει το αδύνατο.

Οι λιλιπούτιοι αναγνώστες θα πρέπει, στη συνέχεια, να διαβάσουν  την άλλη πλευρά της αφίσας για να διαπιστώσουν αν οι αφηγήσεις τους ταιριάζουν με ότι έχει γράψει κι αποδώσει η δημιουργός της. Για να βγάλουν, ωστόσο, νόημα τα γραπτά τμήματα της ιστορίας πρέπει να μπουν στην σωστή σειρά τους κι αυτό γίνεται μόνο αν τους δώσουμε τη μορφή βιβλίου. Είναι απλό: κρατάς την αφίσα διπλωμένη, κόβεις τις οριζόντιες τσακίσεις που υπάρχουν ήδη κι έχεις αμέσως τις  δεκαέξι σελίδες -έγχρωμες κι ασπρόμαυρες με επιπλέον σκίτσα- ενός βιβλίου όπως όλα τα άλλα: το κείμενο εναλλάσσεται με την εικονογράφηση δίχως αυτή να αντιστρέφεται ή να χάνει τον ειρμό η αφήγηση. Οι σελίδες, ωστόσο, για να σταθεροποιηθούν πρέπει να ραφτούν ή να συρραφούν, κάτι που είναι βέβαια απαγορευτικό για τα παιδιά στην ηλικία που απευθύνονται τούτες οι βιβλιοκατασκευές (από τριών ετών). Και για τους ενήλικες όμως είναι περίπλοκο - όταν το προσπάθησα, το συρραπτικό αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανυπάκουο ενώ η κόλλα δεν έδινε ένα ασφαλές αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου.

Το κατασκευαστικό  μέρος των βιβλίων το έλυσα, τελικά,  ενώνοντας τις σελίδες με βελόνα και κλωστή. Με το αναγνωστικό μέρος τους ωστόσο διατηρώ ακόμη μερικές  απορίες. Για παράδειγμα, στο “Η δράκαινα κι ο Τίτος” πως μπορεί η κόρη της βασίλισσας των λουλουδιών να είναι συγχρόνως η πιο φλύαρη και η πιο αμίλητη; Η πιο ψηλή και η πιο κοντή κοπέλα στον κόσμο; Και πως από την μια σελίδα στην άλλη η πιο ξανθιά γίνεται κοκκινομάλλα;  

Ο “Έμπορος της Βενετίας”  δεν περιέχει τέτοιου είδους αντιφάσεις - οι ήρωές του είναι συνεπείς στα λόγια τους και υπερασπίζονται την ταπεινότητα και την φιλία. Είναι ένα όμορφο, σύντομο κείμενο, με γρήγορο ρυθμό και προσαρμοσμένο στην αντίληψη των πολύ μικρών παιδιών. Όμως. Τι ακριβώς προσλαμβάνουν τα νήπια (όπου νήπιο ορίζεται το παιδί ανάμεσα στην βρεφική και στη σχολική ηλικία, δηλαδή από δύο έως πέντε περίπου χρονών)  από το κλασσικό έργο; Η διασκευή των κλασσικών έργων -λογοτεχνικών ή θεατρικών- αλλοιώνει τα πρωτότυπα κείμενα σε πολύ μεγάλο βαθμό στερώντας τους εκείνα τα στοιχεία για τα οποία τα χαρακτηρίζουμε κλασσικά. Πρόκειται ουσιαστικά για καινούργιες ιστορίες με την ελάχιστη δυνατή σύνδεση με το πρωτότυπο δίχως να προσφέρουν κάτι διαφορετικό στους μικρούς αναγνώστες απ' ότι θα πρότεινε ένα παραμύθι γραμμένο αποκλειστικά για την συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. 

Με λίγο ψάξιμο παραπάνω, θα διαπιστώσει κανείς πως στις διασκευές κλασσικών έργων για προεφήβους (από δέκα ετών) τα  πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και πιο απολαυστικά. Διασκευές όπως εκείνες της Άννας Κλέϊμπορν για τα θεατρικά του Σαίξπηρ (Μίνωας, 2012) έχουν ένα θαυμάσιο, πλούσιο λεξιλόγιο και διατηρούν -όπως στο πρωτότυπο- τη συναισθηματική κατάσταση και το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων, τις αιτίες που οδηγούν τις πράξεις τους, τους σχολιασμούς, τα κοινωνικά μηνύματα κι όλες εκείνες τις συναρπαστικές λεπτομέρειες που προσδίδουν ένταση στην πλοκή - στοιχεία βασικά για να κατακτήσουν τα παιδιά που αποτελούν το πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό. Και το κυριότερο, θέτουν σαφή πρότυπα και προβληματισμούς διατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών αναλλοίωτα. Για παράδειγμα, η Πόρσια - στην διασκευή του αφισοβιβλίου εμφανίζεται ήσυχη κι ονειροπόλα και στο δικαστήριο λειτουργεί ως φερέφωνο της νεράιδας νονάς της ενώ στο πρωτότυπο είναι  μία  έξυπνη, μορφωμένη κι ετοιμόλογη νέα που λέει άφοβα την γνώμη της, και στο δικαστήριο σώζει με τα επιχειρήματά της τον αγαπημένο της.




Τα Αφισοβιβλία επαληθεύουν με τον καλύτερο τρόπο την επιθυμία της συγγραφέως να δημιουργήσει βιβλία που να ανταποκρίνονται στις οικονομικές συνθήκες της εποχής δίχως να θυσιάσει την ποιότητα ή την αισθητική τους. Απαντούν, επίσης, σε κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικότερο - στην ελευθερία των παιδιών να εξερευνούν και να ανακαλύπτουν τον τρόπο που λειτουργεί ένα αντικείμενο, στην περιπέτεια της μάθησης μέσω της δημιουργίας και στην ανάπτυξης μιας πολύπλευρης και πολυσύνθετης σκέψης. Και η ηθική ικανοποίηση που δίνει το λειτουργικό αποτέλεσμα -ένα πραγματικό βιβλίο που μπορούν να διαβάσουν με άνεση- είναι αρκετή για να τα στρέψει με αυτοπεποίθηση προς κάποιο ράφι βιβλιοθήκης.

Αποδεικνύουν, τέλος, πως η ανάγνωση μπορεί να γίνει μια πολυδιάστατη εμπειρία από εκείνες που ούτε ο Τομ Σώγιερ θα μπορούσε να αρνηθεί - αν ποτέ έμπαινε κανείς στον κόπο να ασχοληθεί μαζί του με υπομονή και δίχως μεγαλεπίβολες επιδιώξεις και ιδεασμούς, είμαι σίγουρη πως θα αγαπούσε το βιβλίο με την ίδια ένταση όπως το παιχνίδι.  





Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες ο Αναγνώστης  στις 3 Αυγούστου, με εικογράφηση την αφίσα του "Εμπόρου της Βενετίας" (δείτε εδώ).



Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014













The Violence Line


 


Αντίθετα με οτιδήποτε θορυβώδες μπορεί να υπονοεί ο θαυμάσιος τίτλος του, το "Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν" (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης - Ίκαρος, 2014) είναι ένα μυθιστόρημα που σε υποβάλλει με την υπόκωφη αμηχανία του ήρωά του μπροστά στην αναπότρεπτη πραγματικότητα και το θαυμάσιο συγγραφικό ύφος του Κολομβιανού Juan Gabriel Vásquez που καταγράφει τα απρόοπτα εγκλήματα που ορίζουν την ζωή του πρωταγωνιστή του - το πρώτο, από αγνώστους που αφήνει τον Αντόνιο Γιαμάρες βαριά τραυματισμένο και τον φίλο του νεκρό· κι ένα δεύτερο, μεγαλύτερο, εκείνο του λαθρεμπορίου ναρκωτικών που κατέστρεψε μία ολόκληρη γενιά (κι όχι μόνο) και διάβρωσε μία ολόκληρη χώρα.

Κολομβία, 2009 - ο Αντόνιο Γιαμάρες παρακολουθεί στην τηλεόραση τις ειδήσεις όπου ανακοινώνεται η εκτέλεση ενός αδέσποτου ιπποπόταμου. Αυτό γίνεται η αφορμή να συνειδητοποιήσει πως "...ο θάνατος εκείνου του ιπποπόταμου σηματοδοτούσε το τέλος ενός επεισοδίου που είχε αρχίσει στη ζωή μου πριν από χρόνια, κάπως σαν να γύριζα σπίτι μου για να κλείσω μια πόρτα που την είχα ξεχάσει ανοιχτή." Κι έτσι ξεκινά να καταγράφει τις αναμνήσεις του. 

Μπογκοτά, τέλη 1995 - ως ο νεαρότερος καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο, ο Αντόνιο απολαμβάνει μια ενήλικη ζωή που φαντάζει γεμάτη ευκαιρίες. Μετά τις παραδόσεις και τις αγορεύσεις περί δικαίου, αδίκου και του γερο-Σάιλοκ στο Πανεπιστήμιο πηγαίνει συνήθως στο σφαιριστήριο της 14ης Οδού. Ένα απόγευμα, θα γνωρίσει εκεί έναν περίεργο τύπο, έναν πιλότο  που μόλις βγήκε από τη φυλακή - ο Ρικάρντο Λαβέρδε  είναι ο μόνος που σχολιάζει την τύχη των ζώων της Ασιέντα Νάπολες ενώ όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες  ασχολούνται με την ανικανότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί την τεράστια περιουσία του βαρόνου των ναρκωτικών, Πάμπλο Εσκομπάρ, και τις πολιτικές δολοφονίες στις οποίες είχε αναμειχθεί καθώς από το 1982 ο Εσκομπάρ είχε εμπλακεί "επιτυχώς" και στην πολιτική ζωή της Κολομβίας. Οι δύο άντρες θα γίνουν φίλοι και ο Ρικάρντο θα του εμπιστευτεί την προσωπική του ιστορία - πως γνώρισε και παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής του, την Ιλέιν Φριτς, μια εθελόντρια του Ειρηνευτικού Σώματος που οι ντόπιοι φώναζαν Ελένα, και η οποία έφυγε για τις  Ηνωμένες Πολιτείες με την κόρη τους, μόλις ο Ρικάρντο καταδικάστηκε σε φυλάκιση19 χρόνων. Με την  αμηχανία του ερωτευμένου, ο Ρικάρντο τού εξομολογείται πως σε λίγες μέρες η Ιλέιν επιστρέφει για να τον συναντήσει.

Ένα βράδυ ο Ρικάρντο θα ζητήσει ένα μαγνητόφωνο για να ακούσει μια κασέτα – όπως θα αποδειχθεί πολύ αργότερα, είναι η απομαγνητοφώνηση του μαύρου κουτιού του αεροπλάνου που οι ειδήσεις είχαν δείξει πως κατέπεσε λίγα λεπτά πριν την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο της Μπογκοτά. Ήταν η πτήση της Ιλέιν. Ο Αντόνιο θα τον πάει στο Σπίτι της Ποίησης που είναι κοντά στο σφαιριστήριο και θα τον αφήσει να την ακούσει με τα ακουστικά του. Όταν μετά από λίγο τον αναζητά, ο Ρικάρντο έχει εξαφανιστεί.  Θα τον δει όταν έχει φτάσει ήδη στο σφαιριστήριο “...και μόλις τότε πρόσεξα μια μοτοσικλέτα που, ως εκείνη τη στιγμή, στεκόταν ήσυχη στο πεζοδρόμιο. Ίσως την πρόσεξα γιατί οι δύο επιβάτες της είχαν κάνει μιαν ανεπαίσθητη κίνηση: τα πόδια του πίσω πάτησαν την εξάτμιση, και το χέρι του εξαφανίστηκε στο σακάκι του. Φυσικά, και οι δύο φορούσαν κράνη. Φυσικά, και οι δύο προσωπίδες ήταν φιμέ – ένα πελώριο, ορθογώνιο μάτι στην μέση του πελώριου κεφαλιού.” Σωστά καταλάβατε. Οι δύο μηχανόβιοι, σε ελάχιστο χρόνο, θα κινηθούν εναντίον τους και θα τους πυροβολήσουν. Ο Ρικάρδο θα πεθάνει επί τόπου ενώ ο Αντόνιο θα κάνει μήνες να συνέλθει  από τον βαρύ τραυματισμό του.



Η καθημερινότητά του, ωστόσο, δεν θα είναι όπως παλιά. Μια ισχυρή δόση μετατραυματικού στρες τον αδρανοποιεί - αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από την Άουρα, την σύντροφό του, και το μωρό τους ενώ τελικά καταρρέει πριν από ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο. Ένα ανέλπιστο τηλεφώνημα από την Μάγια Φριτς -την κόρη του Λαβέρδε- θα του δώσει την ευκαιρία να αναμετρηθεί με το άλυτο αίνιγμα του Ρικάρντο και τον φόνο του. Ουσιαστικά, με τους φόβους και τις φοβίες του.  Αν και έχει ακόμη κάποια κινητικά προβλήματα, ο Αντόνιο θα οδηγήσει μέχρι τη Λα Ντοράδα, μια πόλη στη μέση της διαδρομής Μπογκοτά-Μεδεγίν που για να την φτάσεις "πρέπει να ανέβεις τα βουνά που ζώνουν την Μπογκοτά και να τα ξανακατέβεις και να περάσεις μέσα σε τρεις ώρες  από τα δύο χιλιάδες εξακόσια κρύα και βροχερά μέτρα μας στην Κοιλάδα Μαγκνταλένα όπου η θερμοκρασία σε κάποιες θλιβερές ζώνες μπορεί να φτάσει έως τους σαράντα βαθμούς Κελσίου."  Εκεί ζει απομονωμένη η Μάγια, στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας της δίπλα στις όχθες του ποταμού Μαγκνταλένα με τα χρήματα που του απέφερε η διακίνηση ναρκωτικών. Η Μάγια θα του δώσει την κασέτα του Ρικάρντο και ο Αντόνιο θα ακούσει την πτώση του αεροπλάνου και θα συνειδητοποιήσει πως οφείλετο σε ένα λάθος. Στη συνέχεια, θα της διηγηθεί τα λίγα που γνωρίζει για τον Ρικάρντο, η Μάγια θα του δώσει τα γράμματα που αντάλλασσαν οι γονείς της, μέχρι που θα ερευνήσουν επιτόπου τα μέρη που έζησε το ζευγάρι προκειμένου να συμπληρώσουν το παζλ της ζωής του Ρικάρντο και τα κενά μνήμης της Μάγια η οποία νόμιζε τον πατέρα της πεθαμένο από την μέρα της φυλάκισής του.  

Θα επισκεφτούν μαζί  ακόμη και τον κοινό τόπο των παιδικών τους χρόνων, την Ασιέντα Νάπολες - την τεραστίων διαστάσεων κατοικία του Εσκομπάρ όπου είχε δημιουργήσει έναν ζωολογικό κήπο με λίμνη και διάφορες άλλες θεαματικές ατραξιόν για τα παιδιά του και ο οποίος ήταν ανοιχτός και στο κοινό. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ το 1993, ο  ζωολογικός κήπος ερημώθηκε - η βλάστηση οργίαζε απεριποίητη, τα κλουβιά και οι μεταλλικές κατασκευές σκούριαζαν ενώ το γκαράζ με τα αυτοκίνητα-αντίκες ρήμαζε. Τα σπάνια ζώα που φιλοξενούσε πέθαναν από την πείνα και την παραμέληση αν και την μέρα της επίσκεψής τους, ο Αντόνιο και η Μάγια έρχονται αντιμέτωποι μ' έναν μοναχικό και πεινασμένο ιπποπόταμο που περιφέρεται  στον χώρο. Περνούν το ίδιο βράδυ μαζί και την επομένη ο Αντόνιο επιστρέφει στην οικογένειά του αφήνοντας τη Μάγια  στην ζωή της - κοινό παρελθόν δε σημαίνει κατ' ανάγκην και κοινό μέλλον...
 


Ένας ακόμη από τους Bogota39, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες εμφανίζεται αποφασιστικά στο λογοτεχνικό προσκήνιο το 2001 με τη συλλογή διηγημάτων "Οι εραστές των Αγίων Πάντων". Γεννημένος το 1973 στην πρωτεύουσα της Κολομβίας, μετά το τέλος των σπουδών του στη Νομική ταξιδεύει αρχικά στο Παρίσι με την αίσθηση πως η πόλη είναι το κέντρο  της Τέχνης. Έπειτα θα ταξιδέψει  στις Βελγικές Αρδένες και στην Βαρκελώνη για να επιστρέψει μετά από 17 χρόνια στη Μπογκοτά όπου ζει σήμερα. Σε όλο τούτο το διάστημα των μετακινήσεων, μεταφράζει, μεταξύ άλλων, έργα των Β.Ουγκώ, Ε.Μ. Φόστερ και Τ.Χέρσεϋ, συγγράφει μία βιογραφία του Τζόζεφ Κόνραντ, άλλα δύο μυθιστορήματα κι έναν τόμο με λογοτεχνικά δοκίμια πριν τον "Ήχο των πραγμάτων" που γνωρίζει την αναγνώριση των αναγνωστών αλλά και του λογοτεχνικού κατεστημένου καθώς έχει ήδη αποσπάσει το έγκυρο ισπανικό βραβείο Alfaguara και το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο IMPAC Dublin.

Το ταξίδι και η αναζήτηση της αλήθειας είναι ένας συνηθισμένος καμβάς για την πεζογραφία. Σ' αυτόν ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες προσθέτει,
με τον δικό του σαγηνευτικό τρόπο, την σύνθετη σχέση μνήμης και τραύματος και την απώλεια της αθωότητας. "Η ενηλικίωση φέρνει μαζί της την καταστροφική ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου, ίσως δε να εξαρτάται κι απ' αυτήν. Εννοώ την αυταπάτη ότι εξουσιάζουμε τη ζωή μας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε ενήλικες, καθότι συναρτάμε την ωριμότητα με την αυτονομία, το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίζουμε τι θα μας συμβεί μετά. Η απομάγευση έρχεται αργά ή γρήγορα, αλλά πάντα έρχεται, δεν είναι ασυνεπής στο ραντεβού, ποτέ δεν ήταν. Όταν έρχεται, τη δεχόμαστε χωρίς πολλή έκπληξη, γιατί κανένας που έχει ζήσει αρκετά δεν μπορεί να ξαφνιαστεί με τη διαπίστωση ότι η ζωή του έχει διαμορφωθεί από μακρινά γεγονότα  και ξένες βουλήσεις, με ελάχιστη ή μηδαμινή συμβουλή των δικών του αποφάσεων."   

Το μυθιστόρημα αντανακλά τον γερμανικό εξπρεσιονισμό όπως τον έχουν ενσωματώσει τα περίφημα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του '50 - η ψυχική διάθεση και η ένταση που αναδύονται από την πλοκή κινούνται μεταξύ του μαύρο-γκρι της ψυχικής καταπόνησης του Αντόνιο, και του λευκού ίχνους μιας κανονικής ζωής που του προσφέρει η Άουρα και το μωρό τους, η Λετίσια. Σκιές παντού, η αλήθεια που συνεχώς του διαφεύγει και ο σιωπηλός πόνος του Αντόνιο προσδίδουν στο μυθιστόρημα ακόμη ένα επίθετο στους χαρακτηρισμούς που το συνοδεύουν - θρίλερ· όχι όμως με την έννοια των ταινιών τρόμου με διαταραγμένους εγκληματίες, αστυνόμους και σπλάτερ καταστάσεις αλλά με εκείνη της επιμήκυνσης της αγωνίας και του ψυχολογικού αδιεξόδου των ηρώων. Ίσως γι' αυτό από τα μέσα περίπου του βιβλίου και μετά, ο ρυθμός της πλοκής αλλάζει αισθητά, γίνεται πιο αργός και πιο λεπτομερής, κάτι που αρχικά με κούρασε. 

Μετά, το ξέχασα. Το όλο κείμενο δεν είναι καθόλου στατικό, μελοδραματικό ή μαγικώς ρεαλιστικό - τα γεγονότα της αφήγησης που αφορούν την πολιτική, τις δολοφονίες και το λαθρεμπόριο βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, η εναλλαγή τους είναι συνεχής ενώ ο πρωταγωνιστής διασχίζει την διαβρωμένη Κολομβία της περιόδου 1960-90 αλλά και τον παρόντα -αφηγηματικό- χρόνο με έναν επιφανειακά ψύχραιμο τρόπο που μου θύμισε την εντυπωσιακή ερμηνεία του Stellan Skarsgård στην "Αϋπνία" του. Ωστόσο, ακόμη και μετά από όλη τούτη την περιπλάνηση και παρά το ότι έχει πια τις απαντήσεις που θέλει, ο Αντόνιο παραμένει αδύναμος να αντιδράσει και κυρίως δίχως προοπτική - η Άουρα και η τρίχρονη πλέον Λετίσια έχουν φύγει από το διαμέρισμά τους.

Είναι πραγματικά εξαιρετικό το συγγραφικό ύφος του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες – όμορφη και σύγχρονη γλώσσα, πλούσια σε εικόνες και ασυνήθιστες παρομοιώσεις, κάτι που αναδεικνύει η μετάφραση του έμπειρου Αχ. Κυριακίδη ο οποίος φαίνεται πως έδειξε μιαν ιδιαίτερη συμπάθεια στο συγκεκριμένο βιβλίο - οι παραπομπές στις τελευταίες σελίδες φέρουν έναν προσωπικό, ζεστό, τόνο. Εξαιρετικό στάγδην χιούμορ που υπογραμμίζει την ειρωνεία των πραγμάτων -ιδίως όταν είναι ακόμη στην θέση τους, στα πρώτα κεφάλαια- και μια απαράμιλλη επιδεξιότητα με την οποία ο συγγραφέας συνδέει με ευαισθησία τα τραγικά γεγονότα ενώ η λεπτή υπαινικτικότητα σε ορισμένα σημεία θυμίζει βρετανική πεζογραφία. Είναι αξιοσημείωτο δε, πως αυτό το στυλ -σε ένα λιγότερο εκλεπτυσμένο επίπεδο, υποθέτω- είναι εμφανές και στα δύο πρωτόλεια  μυθιστορήματα που προηγήθηκαν των "Εραστών..." τα οποία ο συγγραφέας προτιμά να αφήνει στη λήθη.



Ψυχολογικός ρεαλισμός και στοιχεία docudrama (δραματοποιημένες αναπαραστάσεις πραγματικών γεγονότων), νουάρ και επώδυνες επιστροφές, σκεπτικισμός και μελαγχολία, διερεύνηση της διττότητας του ατόμου και εύθραυστη μνήμη, τραγικότητα και πάθος, δύσκολες ερωτήσεις και "απλές" αποφάσεις - τούτη  η λογοτεχνική σύνθεση μοιάζει με σπουδή της μοντέρνας ζωής. Σπουδή με την έννοια που απαντάται στη μουσική - σαν να έχει συντεθεί δηλαδή για να μας δείξει το πώς το πολιτικό γίνεται προσωπικό και πώς η βία δεν είναι κάτι που συμβαίνει στους άλλους. Ακόμη και αν δεν είμαστε ανάμεσα στα χαλάσματα των πραγμάτων που έπεσαν, ο απόηχος της πτώσης τους αγγίζει τον καθένα μας σαν ωστικό κύμα και στην πραγματικότητα, όπως ίσως θα πρόσθετε ο Álvaro Mutis, μας οδηγεί σε έναν λαβύρινθο που δεν είναι λιγότερο ακατανόητος ή επικίνδυνος επειδή μας είναι οικείος.





Σημειώσεις: Το πρώτο σκίτσο προέρχεται από το μάθημα ζωγραφικής της Sarah Sanders στο Manchester Metropolitan University και πρόκειται για την απεικόνιση ηχητικών τοπίων. Αντλήθηκε από εδώ. Η πρώτη φωτογραφία είναι μια μικρή επίτοιχη άτιτλη εγκατάσταση του Αμερικανού Joseph Cornell ενώ στην δεύτερη ο συγγραφέας έχει φωτογραφηθεί ανάμεσα σε πράγματα που έχουν ήδη πέσει. Ο πίνακας στο τέλος έχει τίτλο "La Violencia" και ανήκει σε έναν εμβληματικό καλλιτέχνη της Κολομβίας, τον Alejandro Obregón. Και κάτι ακόμη: ένα μπράβο για το όμορφο, εικαστικό εξώφυλλο του Ίκαρου, σχεδιασμένο από τον Χρήστο Κούρτογλου - από τα πιο εκφραστικά στις μέχρι σήμερα εκδόσεις του βιβλίου, ισπανική κι αλλόγλωσσες.