" Η κόλαση είναι οι άλλοι.
Ο παράδεισος είναι ο ένας για τον άλλο"
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μάριο Βάργκας Γιόσα γράφει για τον έρωτα. Το 1997 δημοσιεύει το "Η θεία Χούλια και ο γραφιάς" - μια ιστορία γεμάτη χιούμορ που αντλεί από τον προσωπικό του έρωτα για μια εξ αγχειστίας θεία του, δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του, την οποία και παντρεύτηκε στα 19 και χώρισε στα 28 του. Αργότερα, το 1988, γράφει το "Μητριάς εγκώμιο" το ερωτικότερο, ίσως, βιβλίο του σύμφωνα με τους κριτικούς. "Το παλιοκόριτσο" (Καστανιώτης, 2007, μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου) είναι η πιο πρόσφατη ερωτική ιστορία που γράφει με άφθονο σαρκασμό κι αιχμηρό χιούμορ - η καλύτερη εισαγωγή που θα μπορούσα να κάνω στην γραφή του Γιόσα. Ως γνωστόν στο σύνολό του το συγγραφικό έργο του έχει καθαρά πολιτικό-κοινωνική θεματολογία κι εμένα η σχέση μου με την πολιτική, ξέρετε, δεν είναι και η καλύτερη. Να σκεφτείτε πως τη μόνη φορά που αποπειράθηκα να σχολιάσω δημοσίως ήταν πίσω στα λυκειακά μου χρόνια, σε μια συνεδρίαση νεολαίας κόμματος. (Και λίγο μετά την απόπειρα, το κόμμα διαλύθηκε...)
Αφηγητής στο "Παλιοκόριτσο" είναι ο Ρικάρντο Σομοκούρσιο, ένας δεκαπεντάχρονος Περουβιανός που ζει στο Μιραφλόρες, μια μεγαλοαστική συνοικία της Λίμα, και περνά την εφηβεία του με μαθήματα ξένων γλωσσών, ματινέ τις Κυριακές και όνειρα για να ζήσει και να εργαστεί στο Παρίσι όταν μεγαλώσει. Σ' ένα από αυτά τα πάρτυ γνωρίζει την δεκατριάχρονη Λίλη η οποία μόλις έχει μεταναστεύσει από τη Χιλή με την -πλούσια- οικογένειά της. Ο πολύ αλέγρος, πικάντικος, τρόπος που χορεύει σαγηνεύει τον Ρικάρντο ο οποίος την ερωτεύεται με μια εφηβική επιμονή η οποία δεν μειώνεται ούτε κατ' ελάχιστον όταν αποκαλύπτεται το ψέμα και η ταπεινή καταγωγή της κοπέλας από το Περού. Ο έρωτας του Ρικάρντο όμως, παρόλη την έντασή του, θα μείνει ανεκπλήρωτος γιατί αμέσως μετά το περιστατικό η κοπέλα εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο συνεχίζει τα μαθήματά του κι αργότερα, όταν τελειώνει τις σπουδές του στη Λίμα, πραγματοποιεί το παιδικό του όνειρο - πηγαίνει στο Παρίσι όπου και θα εργαστεί μόνιμα ως μεταφραστής και διερμηνέας της Ουνέσκο. Η ζωή του εκεί είναι σχεδόν μικροαστική και χωρίς εξάρσεις - μπορεί, ωστόσο, να πληρώνει τις παρισινές απολαύσεις του: το σινεμά, τις εκθέσεις, το θέατρο και τα βιβλία. Παράλληλα, όμως, συνεργάζεται άτυπα και μυστικά με έναν, επίσης Περουβιανό, φίλο του, τον χοντρούλη σεφ Παούλ ο οποίος, εκτός του ότι μερικές φορές του εξασφαλίζει ένα πιάτο φαγητό, είναι μέλος μιας επαναστατικής οργάνωσης του Περού που σκοπό έχει την ανατροπή της εξουσίας στην Κούβα. Μια μέρα ο Παούλ θα του ζητήσει να βρει στέγη και να κατατοπίσει σχετικά μία συντρόφισσα η οποία βρίσκεται καθ' οδόν για την Κούβα όπου θα εκπαιδευτεί για τον επικείμενο ανταρτοπόλεμο που οργανώνεται στο Περού. Με έκπληξη ο Ρικάρντο διαπιστώνει πως η συντρόφισσα Αρλέτ είναι η μικρή Χιλιανή που ερωτεύτηκε στην εφηβεία του και πως δεν έχει πάψει να την ποθεί από τότε. Αυτή η συνειδητοποίηση θα είναι η αρχή μιας περιπετειώδους κι οδυνηρής προσπάθειας για την κατάκτηση του αντικειμένου του πόθου του. Οι δυό τους θα περάσουν μια νύχτα μαζί στην σοφίτα του και το ίδιο εκείνο βράδυ θα της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Ωστόσο, η προοπτική ενός γάμου με τον "ασήμαντο" Ρικάρντο δεν είναι αρκετή για να κάνει την συντρόφισσα Αρλέτ να αλλάξει ρότα αν και είναι ολοφάνερο πως ο ανταρτοπόλεμος δεν κατατάσσεται στην λίστα με τα ενδιαφέροντά της. Συνεχίζει το ταξίδι της για την Κούβα κι εξαφανίζεται για δεύτερη φορά από την ζωή του.
Έξι μήνες αργότερα ο Ρικάρντο πληροφορείται από τον Παούλ ότι το παλιοκόριτσο είναι η επίσημη ερωμένη ενός από τους κορυφαίους κομμαντάντε της Κουβανικής Επανάστασης - αυτή είναι η δεύτερη, ή μάλλον η τρίτη αν συνυπολογίσουμε και την ψεύτικη ταυτότητα της εφηβείας της, από μια σειρά μεταμορφώσεων του παλιοκόριτσου το οποίο αλλάζει ενδύματα σώματος και ψυχής με ιδιαίτερη ευκολία και δίχως κανέναν φραγμό ή έστω κάποιον ενδοιασμό. Τρία χρόνια αργότερα, όταν θα βρεθούν και πάλι τυχαία, ο Ρικάρντο θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει την μαντάμ Ρομπέρ Αρνού, την κομψότατη σύζυγο ενός Γάλλου διπλωμάτη τον οποίο το παλιοκόριτσο θα εγκαταλείψει λίγο καιρό μετά έχοντας σηκώσει τον κοινό λογαριασμό τους. Αυτή τη φορά, όταν θα εγκαταλείψει τον Ρικάρντο, έχει ήδη συνομολογήσει στην φύση της σχέσης τους - περιστασιακοί εραστές.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ρικάρντο θα την αναγνωρίσει στο πρόσωπο της Μίσες Ρίτσαρντσον, την σύζυγο ενός Άγγλου μεγιστάνα που ασχολειται με την εκτροφή κι εμπορία αλόγων κούρσας. Το παλιοκόριτσο δεν θα αντέξει την εντελώς ρηχή και γεμάτη περιορισμούς ζωή που της επιβάλλει ο παθητικά ζηλιάρης σύζυγός της και θα τον εγκαταλείψει, επίσης, δίχως όμως την "ευνοϊκή" τροπή που είχε η φυγή της από τον μεσιέ Αρνού - τότε το κυνήγι της αστυνομίας της Ελβετίας είχε αποβεί άκαρπο, τώρα οι δικηγόροι του Άγγλου την έχουν αφήσει απένταρη κι επιπλέον την κυνηγούν για οφειλές. Το παλιοκόριτσο εξαφανίζεται για μια ακόμη φορά. Η ανησυχία του Ρικάρντο για την ασφάλειά της τον κυριεύει, ο έρωτάς του αγγίζει τα όρια της εμμονής, μα παρ' όλες τις προσπάθειές του δεν μπορεί να την ανακαλύψει. Κάποια στιγμή, όταν όλη αυτή η αναστάτωση έχει σχεδόν ξεχαστεί, ένας συνάδελφος του Ρικάρντο, γυρνώντας από επαγγελματική αποστολή στην Ιαπωνία θα του μεταφέρει ένα μήνυμα από κάποια Κουρίκο - το παλιοκόριτσο είναι τώρα ερωμένη, βαποράκι, σεξουαλικό αντικείμενο/υποχείριο του αρχηγού της γιαπωνέζικης μαφίας. Ο Ρικάρντο θα ταξιδέψει μέχρι εκεί για να την συναντήσει.
Το πάθος του γι' αυτή τη γυναίκα, αναγκάζει τον Ρικάρντο να βγει από τα στενά όρια της ήσυχης ζωής του και να διανύσει ταραχώδεις τόπους κι εποχές: το Παρίσι και τον Μάη του '68, το swinging London των αρχών του '70 με τους χίπυς, τους πανκ και τους σκίνχεντς, το Τόκιο της δεκαετίας του ΄80 και την λίγο πιο σύγχρονη Μαδρίτη σε μια περίοδο οικονομικού μαρασμού μα καλλιτεχνικού αναβρασμού. Ο Μ.Β.Γ. απαθανατίζει με την πένα του γλαφυρές εικόνες σε κάθε εποχή κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία πρόσωπα και καταστάσεις: ο μοντέρνος χίπις Χουάν Μπαρέτο και η αξιολάτρευτη, "τολμηρή" γηραιά μίσες Στούπαρντ, το ζεύγος Σάιμον και Ελένας Γκραβόσκι και ο -άλαλος- γιος τους Γιλάλ. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει η πολιτική από την πλοκή. Ο Μ.Β.Γ. σχολιάζει με ευθύ και δηκτικό τρόπο την διαδρομή της δημοκρατίας στο Περού από τότε που ο Ρικάρντο ήταν 15 χρονών, δλδ κάπου στις αρχές του 1950, και μέχρι τις αρχές του 1990. Σε όλο αυτό το διάστημα -περίπου τριάντα επτά χρόνια- η ερωτική σχέση τους θα παραμείνει το ίδιο και απαράλλαχτο αδιέξοδο. Εκείνη θα εμφανίζεται, θα παίρνει την ερωτική και συναισθηματική επιβεβαίωση που χρειάζεται και θα τον παρατά για κάποιον πολύ πλουσιότερο και κοινωνικά ανώτερο. Θα εξαφανίζεται πότε με ψυχρότητα και πότε από πείσμα πάντοτε όμως αφήνοντας πίσω της κι από ένα σημάδι να χαράζει τα ανθρωπινά του όρια: πνευματική σύγχυση, συναισθηματική κι εργασιακή εξουθένωση, ένα μικρό εγκεφαλικό...
Παρ' όλα αυτά ο Ρικάρντο θα την δέχεται κάθε φορά που εκείνη τον έχει ανάγκη, όχι όμως αδιαμαρτύρητα. Ο Μ.Β.Γ. κάνει φανερό πως ο Ρικάρντο δεν είναι μόνο ένα καλόπαιδο, ή το "αγιόπαιδο" όπως συχνά τον αποκαλεί το παλιοκόριτσο αλλά ένας αρκετά έξυπνος και με ενσυναίσθηση μεσήλικας -πλέον- ο οποίος μπορεί να αναγνωρίσει πως η ψυχρότητα και ο άκρατος εγωκεντρισμός τούτης της γυναίκας πηγάζουν από την καταγωγή της - κόρη μιας φτωχής μαγείρισσας κι ενός γραφικού, εμπειρικού κατασκευαστή κυματοθραυστών. Η Ιστορία έχει να επιδείξει αρκετά τέτοια παραδείγματα κοινωνικής ανέλιξης κι αν κοιτάξουμε γύρω μας όλο και κάποια παρόμοια περίπτωση θα αναγνωρίσουμε. Κατανοητό. Ωστόσο, θα συμφωνήσω με τον Ρικάρντο: "Η ατιμία δεν μπορεί να φτάνει σε τέτοια άκρα. Τόσος υπολογισμός, τόση υποκρισία, είναι απάνθρωπο".
Τον οπορτουνισμό της, τον ανελέητο αριβισμό και το ψέμα που χρησιμοποιεί επιβεβαιώνουν με την δική τους ορολογία και με μια μεγάλη δόση συγκατάβασης οι ειδικοί ψυχολόγοι στους οποίους ο Ρικάρντο αναθέτει την θεραπεία κι αποκατάσταση της μετά την τέταρτη συνάντησή τους στο Παρίσι - αυτή τη φορά, το παλιοκόριτσο έχει εγκαταλείψει τον Ιάπωνα μαφιόζο και βρίσκεται σε άθλια οικονομική μα κυρίως ψυχολογική και σωματική κατάσταση από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του. Χρειάστηκε να του τηλεφωνήσει αρκετές φορές μέχρι να της απαντήσει ο Ρικάρντο - απέφευγε συστηματικά κάθε επικοινωνία μαζί της μετά το εξευτελιστικό επεισόδιο που του επέβαλλε στο Τόκυο. Ωστόσο, αν και αποστασιοποιημένος πια από το παρελθόν, δέχεται να την συναντήσει και έρχεται αντιμέτωπος μ' ένα ανθρώπινο κουρέλι.
Λίγο καιρό μετά τη θεραπεία της οι δύο εραστές παντρεύονται. Ωστόσο, ο Ρικάρντο διατηρεί κάποιες ενδόμυχες επιφυλάξεις για το χάπι έντ μιας ιστορίας που είχε τραβήξει τόσο πολύ - πολύ περισσότερο από τούτη την ανάρτηση που διαβάζετε όσοι έχετε την υπομονή να φτάσετε μέχρι εδώ. Το παλιοκόριτσο δείχνει πως έχει αφήσει πίσω τις παλιές της ταυτότητες, ιδιότητες ή τέλος πάντως εκείνο που την ωθούσε στην σχεδόν βίαιη, ψυχαναγκαστική επιδίωξη του πλούτου - έχει αρχίσει να εκδηλώνει την συναισθηματική πλευρά του εαυτού της, φροντίζει τον Ρικάρντο, δουλεύει σε τακτική βάση, δημιουργεί φιλίες με τον μικρό γιο των γειτόνων τους - κάνει δλδ μια φυσιολογική, μικροαστική μεν ανθρώπινη δε, ζωή. Μα δυστυχώς, οι επιφυλάξεις του Ρικάρντο θα επαληθευτούν με τον χειρότερο τρόπο. Το παλιοκόριτσο θα τον εγκαταλείψει και πάλι για να ζήσει με τον κατά πολύ πιο ευκατάστατο σύζυγο της εργοδότριάς της. Τουλάχιστον ετούτη τη φορά, δεν σήκωσε τα χρήματα που είχαν απο κοινού, κάτι είναι κι αυτό! σκέφτηκα. Μάλλον bittersweet θα είναι το τέλος του μυθιστορήματος, συμπλήρωσα, ή μάλλον σκέτο bitter, καθώς ο Ρικάρντο παύει να ελπίζει στην αλλαγή της - το "καλόπαιδο" είναι πλέον πενήντα τριών χρόνων κι έχει μάθει το μάθημά του.
Διάβασα ότι "Το Παλιοκόριτσο" δεν είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα - κριτικές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού του καταλογίζουν πως το βιβλίο δεν είναι απλώς μια αποτίμηση φόρου τιμής ή έστω μια διακειμενική συνομιλία με την μαντάμ Μπωβαρύ του Γκυστάβ Φλωμπέρ αλλά η μεταγραφή της. Ενδεχομένως να είναι κι έτσι. Ό,τι κι να ισχύει όμως, προσωπικά το απόλαυσα όχι μόνο για τον γρήγορο ρυθμό του και την αίσθηση του σύγχρονου που αποπνέει αλλά και διότι μου θύμησε το "Αγάπα με αν τολμάς" - η ίδια ένταση, η ίδια κυνικότητα, η ίδια πρόκληση. Μόνη και ειδοποιός διαφορά το ότι στην κιν/κή ταινία επρόκειτο για ένα παιχνίδι "κοινή συναινέσει" ενώ στο "Παλιοκόριτσο" είναι μία μονόπλευρη κι εντελώς συνειδητή κατάσταση, απογυμνωμένη από κάθε τι συναισθηματικό κι ανθρώπινο - ακόμη και στις ερωτικές τους συνευρέσεις, η γυναίκα αυτή έχει έναν εντελώς προσωπικό, μοναχικό, εγωιστικό τρόπο να ηδονίζεται... Ο παράδεισος του ενός είναι η κόλαση του άλλου.
Δεν σας κρύβω πως διαβάζοντας το πρώτο μισό του βιβλίου είχα την εντύπωση -σχεδόν βεβαιότητα- ότι διάβαζα βραζιλιάνικη σαπουνόπερα. Ο συγγραφέας όμως παίρνει σαφείς αποστάσεις από κάθε τι ανούσιο, επιφανειακό και μελοδραματικό. Φροντίζει να μην ξεπέσει στην πεζότητα δίνοντας μια ζωηρή αίσθηση αυτοσαρκασμού και στους δύο πρωταγωνιστές του οι οποίοι, παρόλη την κόλαση που περνούν, ο καθένας μόνος του, παρατείνουν αυτό το αδιέξοδο με αφοπλιστική κι αιχμηρή ειλικρίνεια - τόσο ο Ρικάρντο όσο και το παλιοκόριτσο έχουν ξεκαθαρίσει ο ένας στον άλλον τι πραγματικά αισθάνονται και θέλουν χωρίς περιστροφές. Ο δεινός τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Γιόσα δίνει στο κείμενο μια ρευστότητα που σε παρασύρει στην δίνη τούτης της αδιέξοδης σχέσης κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι σε κάθε σελίδα για τις διαφορετικές ερμηνείες που εμπεριέχονται στον έρωτα, τον πόνο, το πάθος, τα προσωπικά όρια, την εκπλήρωση των ονείρων και το αναπόφευκτο τέλος. Γιατί όπως αναφέρει και ο Χανίφ Κιουρέισι "ακόμη και τα πιο οδυνηρά συναισθήματα τελειώνουν κάποτε".
Περιμένοντας το τέλος, η Οτίλια (αυτό είναι το πραγματικό όνομα του παλιοκόριτσου- Λίλη-συντρόφισσας-Αρλέτ-μαντάμ-Αρνού-μίσες-Ρίτσαρντσον-Κουρίκο) επιστρέφει. Έχει πληρώσει με σώμα και ψυχή το τίμημα των επιδιώξεών της κι εκείνο που της απομένει είναι να αποκαταστήσει την σχέση της με τον μόνο άνθρωπο που δεν είπε ποτέ ψέματα στο κρεβάτι. Είναι επιτέλους ένας καταλαγιασμένος άνθρωπος ωστόσο, διατηρεί ακέραια την αιχμηρή ειλικρίνεια του παρελθόντος. Μόνο που τώρα χρησιμοποιεί τον αυτοσαρκασμό όχι για να προκαλέσει ή να πληγώσει τον εραστή της αλλά για να καλύψει την τρυφερότητα που νιώθει γι' αυτόν. "Ένα απόγευμα, καθισμένοι στον κήπο, την ώρα του δειλινού, μου είπε ότι, αν κάποια μέρα μου ερχόταν να γράψω την ερωτική μας ιστορία, να μην την παρουσίαζα πολύ άσχημα γιατί τότε το φάντασμά της θα ερχόταν να μου τραβήξει τα πόδια τις νύχτες."
Αφηγητής στο "Παλιοκόριτσο" είναι ο Ρικάρντο Σομοκούρσιο, ένας δεκαπεντάχρονος Περουβιανός που ζει στο Μιραφλόρες, μια μεγαλοαστική συνοικία της Λίμα, και περνά την εφηβεία του με μαθήματα ξένων γλωσσών, ματινέ τις Κυριακές και όνειρα για να ζήσει και να εργαστεί στο Παρίσι όταν μεγαλώσει. Σ' ένα από αυτά τα πάρτυ γνωρίζει την δεκατριάχρονη Λίλη η οποία μόλις έχει μεταναστεύσει από τη Χιλή με την -πλούσια- οικογένειά της. Ο πολύ αλέγρος, πικάντικος, τρόπος που χορεύει σαγηνεύει τον Ρικάρντο ο οποίος την ερωτεύεται με μια εφηβική επιμονή η οποία δεν μειώνεται ούτε κατ' ελάχιστον όταν αποκαλύπτεται το ψέμα και η ταπεινή καταγωγή της κοπέλας από το Περού. Ο έρωτας του Ρικάρντο όμως, παρόλη την έντασή του, θα μείνει ανεκπλήρωτος γιατί αμέσως μετά το περιστατικό η κοπέλα εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο συνεχίζει τα μαθήματά του κι αργότερα, όταν τελειώνει τις σπουδές του στη Λίμα, πραγματοποιεί το παιδικό του όνειρο - πηγαίνει στο Παρίσι όπου και θα εργαστεί μόνιμα ως μεταφραστής και διερμηνέας της Ουνέσκο. Η ζωή του εκεί είναι σχεδόν μικροαστική και χωρίς εξάρσεις - μπορεί, ωστόσο, να πληρώνει τις παρισινές απολαύσεις του: το σινεμά, τις εκθέσεις, το θέατρο και τα βιβλία. Παράλληλα, όμως, συνεργάζεται άτυπα και μυστικά με έναν, επίσης Περουβιανό, φίλο του, τον χοντρούλη σεφ Παούλ ο οποίος, εκτός του ότι μερικές φορές του εξασφαλίζει ένα πιάτο φαγητό, είναι μέλος μιας επαναστατικής οργάνωσης του Περού που σκοπό έχει την ανατροπή της εξουσίας στην Κούβα. Μια μέρα ο Παούλ θα του ζητήσει να βρει στέγη και να κατατοπίσει σχετικά μία συντρόφισσα η οποία βρίσκεται καθ' οδόν για την Κούβα όπου θα εκπαιδευτεί για τον επικείμενο ανταρτοπόλεμο που οργανώνεται στο Περού. Με έκπληξη ο Ρικάρντο διαπιστώνει πως η συντρόφισσα Αρλέτ είναι η μικρή Χιλιανή που ερωτεύτηκε στην εφηβεία του και πως δεν έχει πάψει να την ποθεί από τότε. Αυτή η συνειδητοποίηση θα είναι η αρχή μιας περιπετειώδους κι οδυνηρής προσπάθειας για την κατάκτηση του αντικειμένου του πόθου του. Οι δυό τους θα περάσουν μια νύχτα μαζί στην σοφίτα του και το ίδιο εκείνο βράδυ θα της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Ωστόσο, η προοπτική ενός γάμου με τον "ασήμαντο" Ρικάρντο δεν είναι αρκετή για να κάνει την συντρόφισσα Αρλέτ να αλλάξει ρότα αν και είναι ολοφάνερο πως ο ανταρτοπόλεμος δεν κατατάσσεται στην λίστα με τα ενδιαφέροντά της. Συνεχίζει το ταξίδι της για την Κούβα κι εξαφανίζεται για δεύτερη φορά από την ζωή του.
Έξι μήνες αργότερα ο Ρικάρντο πληροφορείται από τον Παούλ ότι το παλιοκόριτσο είναι η επίσημη ερωμένη ενός από τους κορυφαίους κομμαντάντε της Κουβανικής Επανάστασης - αυτή είναι η δεύτερη, ή μάλλον η τρίτη αν συνυπολογίσουμε και την ψεύτικη ταυτότητα της εφηβείας της, από μια σειρά μεταμορφώσεων του παλιοκόριτσου το οποίο αλλάζει ενδύματα σώματος και ψυχής με ιδιαίτερη ευκολία και δίχως κανέναν φραγμό ή έστω κάποιον ενδοιασμό. Τρία χρόνια αργότερα, όταν θα βρεθούν και πάλι τυχαία, ο Ρικάρντο θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει την μαντάμ Ρομπέρ Αρνού, την κομψότατη σύζυγο ενός Γάλλου διπλωμάτη τον οποίο το παλιοκόριτσο θα εγκαταλείψει λίγο καιρό μετά έχοντας σηκώσει τον κοινό λογαριασμό τους. Αυτή τη φορά, όταν θα εγκαταλείψει τον Ρικάρντο, έχει ήδη συνομολογήσει στην φύση της σχέσης τους - περιστασιακοί εραστές.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ρικάρντο θα την αναγνωρίσει στο πρόσωπο της Μίσες Ρίτσαρντσον, την σύζυγο ενός Άγγλου μεγιστάνα που ασχολειται με την εκτροφή κι εμπορία αλόγων κούρσας. Το παλιοκόριτσο δεν θα αντέξει την εντελώς ρηχή και γεμάτη περιορισμούς ζωή που της επιβάλλει ο παθητικά ζηλιάρης σύζυγός της και θα τον εγκαταλείψει, επίσης, δίχως όμως την "ευνοϊκή" τροπή που είχε η φυγή της από τον μεσιέ Αρνού - τότε το κυνήγι της αστυνομίας της Ελβετίας είχε αποβεί άκαρπο, τώρα οι δικηγόροι του Άγγλου την έχουν αφήσει απένταρη κι επιπλέον την κυνηγούν για οφειλές. Το παλιοκόριτσο εξαφανίζεται για μια ακόμη φορά. Η ανησυχία του Ρικάρντο για την ασφάλειά της τον κυριεύει, ο έρωτάς του αγγίζει τα όρια της εμμονής, μα παρ' όλες τις προσπάθειές του δεν μπορεί να την ανακαλύψει. Κάποια στιγμή, όταν όλη αυτή η αναστάτωση έχει σχεδόν ξεχαστεί, ένας συνάδελφος του Ρικάρντο, γυρνώντας από επαγγελματική αποστολή στην Ιαπωνία θα του μεταφέρει ένα μήνυμα από κάποια Κουρίκο - το παλιοκόριτσο είναι τώρα ερωμένη, βαποράκι, σεξουαλικό αντικείμενο/υποχείριο του αρχηγού της γιαπωνέζικης μαφίας. Ο Ρικάρντο θα ταξιδέψει μέχρι εκεί για να την συναντήσει.
Το πάθος του γι' αυτή τη γυναίκα, αναγκάζει τον Ρικάρντο να βγει από τα στενά όρια της ήσυχης ζωής του και να διανύσει ταραχώδεις τόπους κι εποχές: το Παρίσι και τον Μάη του '68, το swinging London των αρχών του '70 με τους χίπυς, τους πανκ και τους σκίνχεντς, το Τόκιο της δεκαετίας του ΄80 και την λίγο πιο σύγχρονη Μαδρίτη σε μια περίοδο οικονομικού μαρασμού μα καλλιτεχνικού αναβρασμού. Ο Μ.Β.Γ. απαθανατίζει με την πένα του γλαφυρές εικόνες σε κάθε εποχή κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία πρόσωπα και καταστάσεις: ο μοντέρνος χίπις Χουάν Μπαρέτο και η αξιολάτρευτη, "τολμηρή" γηραιά μίσες Στούπαρντ, το ζεύγος Σάιμον και Ελένας Γκραβόσκι και ο -άλαλος- γιος τους Γιλάλ. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει η πολιτική από την πλοκή. Ο Μ.Β.Γ. σχολιάζει με ευθύ και δηκτικό τρόπο την διαδρομή της δημοκρατίας στο Περού από τότε που ο Ρικάρντο ήταν 15 χρονών, δλδ κάπου στις αρχές του 1950, και μέχρι τις αρχές του 1990. Σε όλο αυτό το διάστημα -περίπου τριάντα επτά χρόνια- η ερωτική σχέση τους θα παραμείνει το ίδιο και απαράλλαχτο αδιέξοδο. Εκείνη θα εμφανίζεται, θα παίρνει την ερωτική και συναισθηματική επιβεβαίωση που χρειάζεται και θα τον παρατά για κάποιον πολύ πλουσιότερο και κοινωνικά ανώτερο. Θα εξαφανίζεται πότε με ψυχρότητα και πότε από πείσμα πάντοτε όμως αφήνοντας πίσω της κι από ένα σημάδι να χαράζει τα ανθρωπινά του όρια: πνευματική σύγχυση, συναισθηματική κι εργασιακή εξουθένωση, ένα μικρό εγκεφαλικό...
Παρ' όλα αυτά ο Ρικάρντο θα την δέχεται κάθε φορά που εκείνη τον έχει ανάγκη, όχι όμως αδιαμαρτύρητα. Ο Μ.Β.Γ. κάνει φανερό πως ο Ρικάρντο δεν είναι μόνο ένα καλόπαιδο, ή το "αγιόπαιδο" όπως συχνά τον αποκαλεί το παλιοκόριτσο αλλά ένας αρκετά έξυπνος και με ενσυναίσθηση μεσήλικας -πλέον- ο οποίος μπορεί να αναγνωρίσει πως η ψυχρότητα και ο άκρατος εγωκεντρισμός τούτης της γυναίκας πηγάζουν από την καταγωγή της - κόρη μιας φτωχής μαγείρισσας κι ενός γραφικού, εμπειρικού κατασκευαστή κυματοθραυστών. Η Ιστορία έχει να επιδείξει αρκετά τέτοια παραδείγματα κοινωνικής ανέλιξης κι αν κοιτάξουμε γύρω μας όλο και κάποια παρόμοια περίπτωση θα αναγνωρίσουμε. Κατανοητό. Ωστόσο, θα συμφωνήσω με τον Ρικάρντο: "Η ατιμία δεν μπορεί να φτάνει σε τέτοια άκρα. Τόσος υπολογισμός, τόση υποκρισία, είναι απάνθρωπο".
Τον οπορτουνισμό της, τον ανελέητο αριβισμό και το ψέμα που χρησιμοποιεί επιβεβαιώνουν με την δική τους ορολογία και με μια μεγάλη δόση συγκατάβασης οι ειδικοί ψυχολόγοι στους οποίους ο Ρικάρντο αναθέτει την θεραπεία κι αποκατάσταση της μετά την τέταρτη συνάντησή τους στο Παρίσι - αυτή τη φορά, το παλιοκόριτσο έχει εγκαταλείψει τον Ιάπωνα μαφιόζο και βρίσκεται σε άθλια οικονομική μα κυρίως ψυχολογική και σωματική κατάσταση από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του. Χρειάστηκε να του τηλεφωνήσει αρκετές φορές μέχρι να της απαντήσει ο Ρικάρντο - απέφευγε συστηματικά κάθε επικοινωνία μαζί της μετά το εξευτελιστικό επεισόδιο που του επέβαλλε στο Τόκυο. Ωστόσο, αν και αποστασιοποιημένος πια από το παρελθόν, δέχεται να την συναντήσει και έρχεται αντιμέτωπος μ' ένα ανθρώπινο κουρέλι.
Λίγο καιρό μετά τη θεραπεία της οι δύο εραστές παντρεύονται. Ωστόσο, ο Ρικάρντο διατηρεί κάποιες ενδόμυχες επιφυλάξεις για το χάπι έντ μιας ιστορίας που είχε τραβήξει τόσο πολύ - πολύ περισσότερο από τούτη την ανάρτηση που διαβάζετε όσοι έχετε την υπομονή να φτάσετε μέχρι εδώ. Το παλιοκόριτσο δείχνει πως έχει αφήσει πίσω τις παλιές της ταυτότητες, ιδιότητες ή τέλος πάντως εκείνο που την ωθούσε στην σχεδόν βίαιη, ψυχαναγκαστική επιδίωξη του πλούτου - έχει αρχίσει να εκδηλώνει την συναισθηματική πλευρά του εαυτού της, φροντίζει τον Ρικάρντο, δουλεύει σε τακτική βάση, δημιουργεί φιλίες με τον μικρό γιο των γειτόνων τους - κάνει δλδ μια φυσιολογική, μικροαστική μεν ανθρώπινη δε, ζωή. Μα δυστυχώς, οι επιφυλάξεις του Ρικάρντο θα επαληθευτούν με τον χειρότερο τρόπο. Το παλιοκόριτσο θα τον εγκαταλείψει και πάλι για να ζήσει με τον κατά πολύ πιο ευκατάστατο σύζυγο της εργοδότριάς της. Τουλάχιστον ετούτη τη φορά, δεν σήκωσε τα χρήματα που είχαν απο κοινού, κάτι είναι κι αυτό! σκέφτηκα. Μάλλον bittersweet θα είναι το τέλος του μυθιστορήματος, συμπλήρωσα, ή μάλλον σκέτο bitter, καθώς ο Ρικάρντο παύει να ελπίζει στην αλλαγή της - το "καλόπαιδο" είναι πλέον πενήντα τριών χρόνων κι έχει μάθει το μάθημά του.
Διάβασα ότι "Το Παλιοκόριτσο" δεν είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα - κριτικές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού του καταλογίζουν πως το βιβλίο δεν είναι απλώς μια αποτίμηση φόρου τιμής ή έστω μια διακειμενική συνομιλία με την μαντάμ Μπωβαρύ του Γκυστάβ Φλωμπέρ αλλά η μεταγραφή της. Ενδεχομένως να είναι κι έτσι. Ό,τι κι να ισχύει όμως, προσωπικά το απόλαυσα όχι μόνο για τον γρήγορο ρυθμό του και την αίσθηση του σύγχρονου που αποπνέει αλλά και διότι μου θύμησε το "Αγάπα με αν τολμάς" - η ίδια ένταση, η ίδια κυνικότητα, η ίδια πρόκληση. Μόνη και ειδοποιός διαφορά το ότι στην κιν/κή ταινία επρόκειτο για ένα παιχνίδι "κοινή συναινέσει" ενώ στο "Παλιοκόριτσο" είναι μία μονόπλευρη κι εντελώς συνειδητή κατάσταση, απογυμνωμένη από κάθε τι συναισθηματικό κι ανθρώπινο - ακόμη και στις ερωτικές τους συνευρέσεις, η γυναίκα αυτή έχει έναν εντελώς προσωπικό, μοναχικό, εγωιστικό τρόπο να ηδονίζεται... Ο παράδεισος του ενός είναι η κόλαση του άλλου.
Δεν σας κρύβω πως διαβάζοντας το πρώτο μισό του βιβλίου είχα την εντύπωση -σχεδόν βεβαιότητα- ότι διάβαζα βραζιλιάνικη σαπουνόπερα. Ο συγγραφέας όμως παίρνει σαφείς αποστάσεις από κάθε τι ανούσιο, επιφανειακό και μελοδραματικό. Φροντίζει να μην ξεπέσει στην πεζότητα δίνοντας μια ζωηρή αίσθηση αυτοσαρκασμού και στους δύο πρωταγωνιστές του οι οποίοι, παρόλη την κόλαση που περνούν, ο καθένας μόνος του, παρατείνουν αυτό το αδιέξοδο με αφοπλιστική κι αιχμηρή ειλικρίνεια - τόσο ο Ρικάρντο όσο και το παλιοκόριτσο έχουν ξεκαθαρίσει ο ένας στον άλλον τι πραγματικά αισθάνονται και θέλουν χωρίς περιστροφές. Ο δεινός τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Γιόσα δίνει στο κείμενο μια ρευστότητα που σε παρασύρει στην δίνη τούτης της αδιέξοδης σχέσης κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι σε κάθε σελίδα για τις διαφορετικές ερμηνείες που εμπεριέχονται στον έρωτα, τον πόνο, το πάθος, τα προσωπικά όρια, την εκπλήρωση των ονείρων και το αναπόφευκτο τέλος. Γιατί όπως αναφέρει και ο Χανίφ Κιουρέισι "ακόμη και τα πιο οδυνηρά συναισθήματα τελειώνουν κάποτε".
Περιμένοντας το τέλος, η Οτίλια (αυτό είναι το πραγματικό όνομα του παλιοκόριτσου- Λίλη-συντρόφισσας-Αρλέτ-μαντάμ-Αρνού-μίσες-Ρίτσαρντσον-Κουρίκο) επιστρέφει. Έχει πληρώσει με σώμα και ψυχή το τίμημα των επιδιώξεών της κι εκείνο που της απομένει είναι να αποκαταστήσει την σχέση της με τον μόνο άνθρωπο που δεν είπε ποτέ ψέματα στο κρεβάτι. Είναι επιτέλους ένας καταλαγιασμένος άνθρωπος ωστόσο, διατηρεί ακέραια την αιχμηρή ειλικρίνεια του παρελθόντος. Μόνο που τώρα χρησιμοποιεί τον αυτοσαρκασμό όχι για να προκαλέσει ή να πληγώσει τον εραστή της αλλά για να καλύψει την τρυφερότητα που νιώθει γι' αυτόν. "Ένα απόγευμα, καθισμένοι στον κήπο, την ώρα του δειλινού, μου είπε ότι, αν κάποια μέρα μου ερχόταν να γράψω την ερωτική μας ιστορία, να μην την παρουσίαζα πολύ άσχημα γιατί τότε το φάντασμά της θα ερχόταν να μου τραβήξει τα πόδια τις νύχτες."
*
Σημείωση: Το εικαστικό θέμα είναι του Τζουλιάνο Καγκλή κι ανήκει στην πρώτη του συλλογή που έχει τίτλο Ίμερος.
Update: Για να πάρετε μια ιδέα της κοινωνικής κατάστασης από την οποία δραπέτευσε η Οτίλια, δείτε την ταινία Το γάλα της θλίψης (La teta astutada, 2009 Περού, Ισπανία) τής, επίσης, Περουβιανής σκηνοθέτριας Claudia Llosa - ναι, πρόκειται για την ανηψιά του Μάριο Βάργκας Γιόσα. Ο χρόνος αφήγησης είναι το σήμερα αλλά η ταινία αναφέρεται στην περίοδο 1980-1992, όταν το Περού γνώρισε τη βία παραστρατιωτικών οργανώσεων. Εκείνη την εποχή που θεωρείται σύγχρονη για εμάς του "Δυτικούς", στο Περού κυριαρχούσαν -μεταξύ πολλών άλλων δεινών- η φτώχια κάτω του ανεκτού ορίου, τα ταμπού και διάφορες ψυχαναγκαστικές προκαταλήψεις - οι ίδιες περίπου ισχύουν και σήμερα στην συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Κάνοντας τις σχετικές αναγωγές, μπορείτε να σκεφτείτε τι κατάσταση επικρατούσε στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στην δεκαετία του '50 όταν το παλιοκόριτσο υποδείθηκε την εύπορη Χιλιανή.