Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016










Lost on you


 


Ο Jorge Luis Borges το περιγράφει "...δίχως υπερβολή, ως το τέλειο μυθιστόρημα."  Από τις πρώτες σελίδες, λοιπόν, του "Η εφεύρεση του Μορέλ" (μετάφραση Παναγιώτη Ευαγγελίδη - Άγρα, Οκτώβριος 1986)  προσπαθούσα να εντοπίσω άμεσα την αιτία για την οποία οι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει ετούτη τη  νουβέλα του Adolfo Bioy Casares  ως ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του αιώνα. Κακώς, βέβαια, διότι η νουβέλα σου αποκαλύπτεται με βραδύκαυστο τρόπο.

Ένας φυγάς, καταδικασμένος για κάποιο άγνωστο έγκλημα είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Καταφεύγει σε ένα έρημο νησί ακολουθώντας την προτροπή ενός Ιταλού, πλανόδιου πωλητή, και αγνοώντας την υπόδειξή του ότι όλοι το αποφεύγουν εξαιτίας της φήμης που επικρατεί – στο νησί υπάρχει μία θανάσιμη αρρώστεια που προσβάλλει το σώμα και, ξεκινώντας από το εξωτερικό του, το διαβρώνει προς τα μέσα. Το νησί, ωστόσο, δεν είναι έρημο όπως θα ανακαλύψει ο φυγάς-αφηγητής. ΄Ενα γκρουπ από πλούσιους ταξιδιώτες έχει καταλήσει στο μουσείο – ένα από τα δύο εγκαταλελημμένα κτίρια που υπάρχουν εκεί. Ο φυγάς-αφηγητής τους παρακολουθεί από απόσταση και ερωτεύεται την Φαουστίν (έτσι αποδίδεται το όνομα Faustine), μία από τις γυναίκες του γκρουπ που εμφανίζεται σχεδόν κάθε απόγευμα στο ίδιο μέρος, ανοίγει το βιβλίο της και ατενίζει τον ορίζοντα. Ο φυγάς-αφηγητής προσπαθεί να την πλησιάσει, να την κάνει να τον προσέξει αλλά για εκείνη είναι σαν να μην υπάρχει.

Καθώς ο φυγάς-αφηγητής είναι ουσιαστικά μόνος του κρατά ένα ημερολόγιο όπου σημειώνει με λεπτομέρειες αυτά που του συμβαίνουν κάθε μέρα. Διαβάζοντας το ημερολόγιό του, που το έχει μεταγράψει, υποτίθεται, ως νουβέλα ο Κασάρες, μαθαίνουμε ότι η Φαουστίν πολιορκείται από έναν νέο ευειδή, με επιμονή και ηγετικές τάσεις – ο Μορέλ είναι μια ιδιοφυία και το αποδεικνύει όταν θα συγκεντρώσει όλο το γκρουπ σε μία αίθουσα για να τους παρουσιάσει την εφεύρεσή του.


Ο Μορέλ άπλωσε τα χέρια του και είπε με κομμένη φωνή:
– Πρέπει να σας κάνω μια δήλωση.
Χαμογέλασε νευρικά:
– Δεν είναι σπουδαίο. Για να μην υπάρξουν ανακρίβειες, αποφάσισα να διαβάσω. Ακούστε παρακαλώ.
   (Άρχισε να διαβάζει τις κίτρινες σελίδες που τώρα βρίσκονται στο χαρτοφύλακα. Σήμερα το πρωί όταν δραπέτευσα απ' το μουσείο, ήταν πάνω στο τραπέζι· τις πήρα από κει.)
   "Θα πρέπει να μου συγχωρέσετε ετούτη τη σκηνή, αρχικά κουραστική, στη συνέχεια τρομερή. Θα την ξεχάσουμε. Ετούτο, σε συνδυασμό με την ωραία εβδομάδα που ζήσαμε, θα μετριάσει τη σπουδαιότητά της.
    Είχα αποφασίσει να μην σας πω τίποτα. Έτσι δεν θα περνούσατε μια πολύ δικαιολογημένη ανησυχία. Θα σας είχα στην διάθεσή μου όλους, μέχρι την τελευταία στιγμή, χωρίς αντιρρήσεις. Αλλά, ως φίλοι, έχετε το δικαίωμα να ξέρετε."
   Σιωπηλός κουνούσε τα μάτια, χαμογελούσε, έτρεμε· ύστερα συνέχισε με ορμή:
   "Η κατάχρησή μου συνίσταται στο ότι σας έχω φωτογραφίσει χωρίς την άδειά σας. Δεν είναι βέβαια μια φωτογραφία όπως οι άλλες· είναι η τελευταία μου εφεύρεση. Θα ζήσουμε για πάντα σ' αυτή τη φωτογραφία. Φανταστείτε μια σκηνή που να αναπαριστάνει με όλες της τις λεπτομέρειες την ζωή μας αυτές τις επτά ημέρες. Εμείς αναπαριστάνουμε. Όλες μας οι πράξεις έχουν εγγραφεί."





Πως; Ο Μορέλ είχε σκαρφιστεί μια πολύπλοκη κατασκευή που λειτουργεί με την βοήθεια του ήλιου, της πλημμυρίδας και του ανέμου και η οποία καταγράφει σε φωτογραφικά καρέ οποιαδήποτε κίνηση κάθε στιγμή και κατόπιν τα προβάλλει σαν μία ταινία που υπερκαλύπτει το νησί και επαναλαμβάνεται ανά τακτά και συνεχή διαστήματα δημιουργώντας έτσι την δυνατότητα ενός παράλληλου και αέναου χρόνου. Η μηχανική τούτη αιωνιότητα, όσο εντυπωσιακή κι αν ακούγεται, ενοχλεί τους επισκέπτες του νησιού κυρίως διότι χρησιμοποιήθηκε εν αγνοία τους. Φαντάζομαι τον εκνευρισμό, ενδεχομένως και τον φόβο τους, εάν μάθαιναν αυτό που παρατήρησε στην συνέχεια ο φυγάς-αφηγητής η δύναμη της προβεβλημένης πραγματικότητας είναι τόσο ισχυρή που απομυζεί την ζωή από τους κανονικούς ανθρώπους και την διοχετεύει, μαζί με τις αντίστοιχες μυρωδιές, ήχους κι αισθήσεις, στα ολογράμματα.

Και για τον αναγνώστη αυτό το σημείο είναι κάπως άβολο καθώς αρχίζεις και συνειδητοποιείς τις παραισθήσεις του πρωταγωνιστή τις οποίες ο Μπιόυ Κασάρες έχει προηγουμένως διατυπώσει με προσεκτικό και λεπταίσθητο τρόπο - η πλοκή δεν διαθέτει τις συνήθεις λυρικές υπερβολές που θα σηματοδοτούσαν τα αντίστοιχα σημεία ενώ η αφήγηση είναι τόσο λογικοφανής και συμπαγής που η απώλεια του χρόνου και της συνείδησης δεν εντοπίζονται άμεσα. Μία έκφραση εδώ, κάποιες λέξεις λίγο πιο κάτω... Οι όποιες αλλοιώσεις της πραγματικότητας βιώνει ο αφηγητής (όπως η επαναλαμβανόμενη παρουσία της Φαουστίν στον βράχο με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο) αποδίδονται στις δυσμαινείς συνθήκες που επικρατούν στο νησί ή στον καύσωνα της προηγούμενης νύχτας· η ύπαρξη δύο ηλίων ταυτόχρονα στον ουρανό, όπως και δύο φεγγάριων το βράδυ, αιτιολογείται από την θεολογική σκέψη του Κικέρωνα, ενώ τα ρούχα των επισκεπτών που είναι μια άλλης εποχής και το γεγονός ότι τον αγνοούν επιδεικτικά θα μπορούσαν να είναι εκκεντρικότητες πλουσίων· Αυτό όμως ισχύει μέχρι την παρουσίαση της εφεύρεσης του Μορέλ. Από εκεί και ύστερα, ο φυγάς- αφηγητής αρχίζει και συνειδητοποιεί στην πράξη το διϋπόστατο του χρόνου και την ανικανότητά του να το υπερβεί. Η προσπάθειά του δε, να κάνει σχέση με την Φαουστίν ενώ ήδη ξέρει πως είναι ένα ολόγραμμα, είναι από τα πιο τρομακτικά και συγχρόνως ελκυστικά στοιχεία της νουβέλας. Ελκυστικό; Ναι, αν σκεφτεί κανείς ότι η Φαουστίν είναι εμπνευσμένη από την Louise Brooks, αγαπημένη ηθοποιό του Μπιόυ Κασάρες και η απόπειρα ετούτη του φυγά αποτυπώνει, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στα Απομνημονεύματά του, την έλξη που του ασκούσε η πρωταγωνίστρια και το άπιαστο μιας σχέσης μαζί της.




Από το 1940 που εκδόθηκε μέχρι τις μέρες μας, το "Η εφεύρευση του Μορέλ" εκτός από δημοφιλές αποδείχθηκε  και ένα αρκετά επιδραστικό βιβλίο – υπήρξε η έμπνευση του Alain Resnais για το κλασικό πλέον "Πέρυσι στο Μαριενμπαντ" που άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου καθώς και το βασικό μοτίβο μίας από τις πιο πρόσφατες δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης - το Lost.

Και στην εποχή του, όμως, άσκησε επηρροή – "Η Εφεύρεση του Μορέλ"  στάθηκε η αφορμή για την άνθιση της λογοτεχνίας στην Αργεντινή και κατ' επέκταση στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Αν και θεωρείται το πρώτο δείγμα μαγικού ρεαλισμού, το στοιχείο του τρόμου όπως και οι ανησυχίες του φυγά -φυσιολογικές και μεταφυσικές- το κατατάσσουν στην κατηγορία του φανταστικού μαζί με τα έργα του φίλου, μέντορα και συνεργάτη του Χ. Λ. Μπόρχες με τον οποίο, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, είχαν συζητήσει τις λεπτομέρειες της πλοκής. Με τον Μπόρχες είχαν συνεργαστεί, επίσης,  στην συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο όπως και σε αρκετά διηγήματα. Κάποια από αυτά (βλ. "Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ") είχαν διαφορετικό από το συνηθισμένο τους ύφος και τα εξέδωσαν με κοινό ψευδώνυμο  καθώς ασκούσαν κριτική και σατύριζαν την πολιτική κατάσταση στην χώρα τους χρησιμοποιώντας το στοιχείο του φανταστικού για να την υπονομεύσουν.

"Η εφεύρεση του Μορέλ" παραμένει στον χώρο του γκόθικ φανταστικού, ωστόσο, το νοητικό πείραμα με την συνείδηση, δεκαετίες πριν γίνει μόδα, αναγάγει το κείμενο σε κάτι περισσότερο από απλή μυθοπλασία του είδους.  Μοιάζει, επίσης, να ενσωματώνει τον απόηχο του Φουτουρισμού  με  τον ενθουσιασμό και την ενέργεια των Ιταλών εκπροσώπων του για την τεχνολογία και την νεότητα. Αν το συνδυάσεις δε με τις τρέχουσες ανακαλύψεις της επιστήμης, την ηγεμονία της εικόνας και την προσήλωση της κοινωνίας σ' αυτή, κάλλιστα το αποκαλείς προφητικό. 


Θα το έλεγα, όμως, αενάως επίκαιρο - όπως οι αντανακλάσεις που δημιουργούνται σε ένα δωμάτιο με καθρέπτες και επαναλαμβάνονται επ' άπειρον.












Σημειώσεις: Στην πρώτη εικόνα είναι το φανταστικό νησί και ανήκει στην εικονόγραφηση της Norah Borges del Torres που συνόδευε την αρχική έκδοση του βιβλίου. Επιχρωματισμένη είναι το εξώφυλλο της πρόσφατης έκδοσής του στα ελληνικά που κυκλοφορεί σε μετάφραση Αχ. Κυριακίδη (Πατάκης, 2016). Το δεύτερο εικαστικό είναι λεπτομέρεια από το εξωτερικό περίβλημα της έκδοσης που διάβασα    η άτιτλη λιθογραφία του Max Ernst ανήκει στην σειρά Plates from Fiat modes repeat ars (Let There be Fashion. Η φωτογραφία της Louise Brooks αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο.   

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016











True Storyline





Μία παρεξήγηση ήταν αρκετή για να προκαλέσει χιονοστιβάδα εξελίξεων.  (...)

Βερολίνο, συνοριακό φυλάκιο Μπόρνχόλμερ Στράσσε. Ο κόσμος αρχίζει να καταφθάνει από την πλευρά του Ανατολικού Βερολίνου γύρω στις 8:30 το ίδιο βράδυ για να διαπιστώσουν το “νέο δικαίωμα  ελεύθερης μετακίνησης”. Κάποιοι απαιτούν από τους συνοριοφύλακες  να τους αφήσουν να περάσουν απέναντι, άλλοι έχουν μόλις καταφθάσει να δουν τι συμβαίνει. Οι συνοριοφύλακες είναι εντελώς στα χαμένα και δεν έχουν ιδέα τις τους επιφυλάσσει η συνέχεια. Δεν υπάρχουν διαταγές, καμία πληροφόρηση. Τα υπουργεία δεν είναι, επίσης, σε θέση να δώσουν την οποιαδήποτε πληροφορία. Το πλήθος μεγαλώνει λεπτό το λεπτό. Πιέζει την μπάρα, πιέζει για ελευθερία. Μπορούν ήδη να ακουστούν κραυγές που απαιτούν  το άνοιγμα των συνόρων. Τα αυτοκίνητα κάνουν ουρά στην Μπόρνχόλμερ Στράσσε. Τα σημεία ελέγχου στις Ινβάλιντστράσσε και Σόνενάλλε αναφέρουν  βίαιες επιθέσεις. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να περιμένουν  και να προσπαθούν να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους. Καθώς εντείνεται η κατάσταση, ο υπολοχαγός Τζάγκερ, επικεφαλής επόπτης σε υπηρεσία στο σημείο ελέγχου στην Μπόρνχόλμερ Στράσσε, ζητά οδηγίες  από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας. Σε κάποιους, ελάχιστους, πολίτες δίνεται η άδεια να βγουν από την χώρα και εκπατρίζονται μυστικά. Φεύγοντας, τα χαρτιά τους σφραγίζονται  άκυρα.

Παρ’ όλα αυτά, η πίεση δεν σταματά.  Το αντίθετο. «Ανοίξτε την πύλη! Ανοίξτε την πύλη!» απαιτεί το πλήθος σθεναρά. Ο Τζάγκερ ανησυχεί ότι ο κόσμος θα επιτεθεί στους συνοριοφύλακες και αρχίζει να φοβάται για την ζωή των υφισταμένων του. Στις 10:30 το βράδυ, ανακαλεί το προσωπικό ασφαλείας. «Τώρα, θα πλημμυρίσουμε!» λέει στους επόπτες του και ενεργώντας με δική του εξουσιοδότηση, σηκώνει την μπάρα. 

Η στιγμή που όλοι ποθούσαν τόσον καιρό είχε επιτέλους φθάσει. Το Τείχος πέφτει. Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται  προς το Δυτικό Βερολίνο. Λίγο  αργότερα, οι μπάρες στις  συνοριακές πύλες  στη Σόννενάλλε και στην Ινβάλιντενστράσσε ανοίγουν επίσης, και μέχρι τα μεσάνυχτα ακόμα και το σημείο ελέγχου “Τσάρλι” (σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, για κάποιους η μόνη δίοδος προς  την ελευθερία) είναι ανοιχτό. Ο κόσμος που διασχίζει την λευκή συνοριακή γραμμή είναι συγκλονισμένος. Φωνάζουν, ζητωκραυγάζουν, επαναλαμβάνουν με κραυγές δυσπιστίας: «Τρέλα!».  Στην άλλη πλευρά, τους υποδέχονται οι Δυτικογερμανοί. Ολόκληρη η νύχτα είναι μία απέραντη γιορτή με σαμπάνια κι εντελώς ξένους μεταξύ τους ανθρώπους να αγκαλιάζονται και να συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο. Μία αξέχαστη νύχτα. 

Κανείς δεν μένει στους κανόνες. Ακόμη και στην Πύλη του Βραδενβούργου μπορούσες να δεις αρκετούς ανθρώπους στις 11:30 τη νύχτα  να ξεφλουδίζουν το κάτω μέρος του Τείχους από την Δυτική πλευρά. Οι στρατιώτες που βρίσκονται στα σύνορα χρησιμοποιούν μάνικες για να τους σταματήσουν αλλά ακόμα κι αυτοί ενδίδουν στην δυνατή επιθυμία του λαού για ελευθερία. Τώρα, ακόμα και οι Δυτικογερμανοί περνούν την μπάρα και κατευθύνονται προς την Πύλη. 

Το επόμενο πρωί το Βερολίνο ξυπνά και ο ήλιος λάμπει ακόμα μία φορά αλλά τίποτα δεν είναι όπως ήταν. Πολλοί, ανυποψίαστοι για  το τι είχε συμβεί  την προηγούμενη νύχτα, ανοίγουν την τηλεόρασή τους κι αντικρίζουν χιλιάδες χαρούμενους ανθρώπους  πάνω στο Τείχος, στο σημείο που βρίσκεται στην Πύλη του Βραδενβούργου,  να γιορτάζουν την Πτώση του. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την ανέγερση του Τείχους, ο εφιάλτης έχει λήξει. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα.  Το Βερολίνο βρίσκεται και πάλι σε ακραία κατάσταση. Ο ρυθμός με τον οποίο οι επισκέπτες από την Ανατολική Γερμανία καταφθάνουν δεν επιβραδύνεται καθόλου.  Η πόλη  βυθίζεται σε ένα χαρούμενο ζωντανό χάος,  και για εβδομάδες το Τείχος θα παραμείνει αποκλειστικά στα χέρια αυτού του πλήθους. Αν και έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους, η αστυνομία και των δύο πλευρών, δεν είναι εύκολο να αποτρέψουν τα πιο θορυβώδη άτομα από το να καταστρέψουν το τσιμεντένιο τείχος.  Δημιουργούνται σκηνές που πριν από λίγες ημέρες κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί.  Στις 12 Νοεμβρίου 1989, όταν η πρώτη επίσημη νέα συνοριακή πύλη ανοίγει στο Πότσνταμερ Πλατς, ο συνοριοφύλακας της ΛΔΓ χαιρετά τον ομοσπονδιακό  πρόεδρο Ρίτσαρντ βον Βάιζσακερ με τα εξής λόγια: «Κύριε Πρόεδρε, κανένα επεισόδιο προς αναφορά!». 

Στις 22 Δεκεμβρίου, η Πύλη του Βραδενβούργου επιτέλους, ανοίγει.

Και το Τείχος;  Μετά τον θρίαμβο των “απελευθερωμένων”, στην κυριολεξία γίνεται σκόνη. Ο κόσμος αρχίζει να πελεκά το μπετόν και να αποσπά κομμάτια. Κι ενώ οι πολιτικοί και στα δύο γερμανικά κράτη προετοιμάζουν την επανένωση, το κατασκεύασμα παύει πια να προκαλεί φόβο. Τα κομμάτια του Τείχους γίνονται ανάρπαστα σουβενίρ.








Σημείωση: Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από δημοσιογραφικό άρθρο που βασίζεται σε μαρτυρίες. //  Τα κομμάτια του Τείχους του Βερολίνου φωτογραφήθηκαν από την βραβευμένη ανταποκρίτρια των The Sunday Times Christine Toomey.