Ο Jorge Luis Borges το περιγράφει "...δίχως υπερβολή, ως το τέλειο μυθιστόρημα." Από τις πρώτες σελίδες, λοιπόν, του "Η εφεύρεση του Μορέλ" (μετάφραση Παναγιώτη Ευαγγελίδη - Άγρα, Οκτώβριος 1986) προσπαθούσα να εντοπίσω άμεσα την αιτία για την οποία οι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει ετούτη τη νουβέλα του Adolfo Bioy Casares ως ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του αιώνα. Κακώς, βέβαια, διότι η νουβέλα σου αποκαλύπτεται με βραδύκαυστο τρόπο.
Ένας φυγάς, καταδικασμένος για κάποιο άγνωστο έγκλημα είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Καταφεύγει σε ένα έρημο νησί ακολουθώντας την προτροπή ενός Ιταλού, πλανόδιου πωλητή, και αγνοώντας την υπόδειξή του ότι όλοι το αποφεύγουν εξαιτίας της φήμης που επικρατεί – στο νησί υπάρχει μία θανάσιμη αρρώστεια που προσβάλλει το σώμα και, ξεκινώντας από το εξωτερικό του, το διαβρώνει προς τα μέσα. Το νησί, ωστόσο, δεν είναι έρημο όπως θα ανακαλύψει ο φυγάς-αφηγητής. ΄Ενα γκρουπ από πλούσιους ταξιδιώτες έχει καταλήσει στο μουσείο – ένα από τα δύο εγκαταλελημμένα κτίρια που υπάρχουν εκεί. Ο φυγάς-αφηγητής τους παρακολουθεί από απόσταση και ερωτεύεται την Φαουστίν (έτσι αποδίδεται το όνομα Faustine), μία από τις γυναίκες του γκρουπ που εμφανίζεται σχεδόν κάθε απόγευμα στο ίδιο μέρος, ανοίγει το βιβλίο της και ατενίζει τον ορίζοντα. Ο φυγάς-αφηγητής προσπαθεί να την πλησιάσει, να την κάνει να τον προσέξει αλλά για εκείνη είναι σαν να μην υπάρχει.
Καθώς ο φυγάς-αφηγητής είναι ουσιαστικά μόνος του κρατά ένα ημερολόγιο όπου σημειώνει με λεπτομέρειες αυτά που του συμβαίνουν κάθε μέρα. Διαβάζοντας το ημερολόγιό του, που το έχει μεταγράψει, υποτίθεται, ως νουβέλα ο Κασάρες, μαθαίνουμε ότι η Φαουστίν πολιορκείται από έναν νέο ευειδή, με επιμονή και ηγετικές τάσεις – ο Μορέλ είναι μια ιδιοφυία και το αποδεικνύει όταν θα συγκεντρώσει όλο το γκρουπ σε μία αίθουσα για να τους παρουσιάσει την εφεύρεσή του.
Ο Μορέλ άπλωσε τα χέρια του και είπε με κομμένη φωνή:
– Πρέπει να σας κάνω μια δήλωση.
Χαμογέλασε νευρικά:
– Δεν είναι σπουδαίο. Για να μην υπάρξουν ανακρίβειες, αποφάσισα να διαβάσω. Ακούστε παρακαλώ.
(Άρχισε να διαβάζει τις κίτρινες σελίδες που τώρα βρίσκονται στο χαρτοφύλακα. Σήμερα το πρωί όταν δραπέτευσα απ' το μουσείο, ήταν πάνω στο τραπέζι· τις πήρα από κει.)
"Θα πρέπει να μου συγχωρέσετε ετούτη τη σκηνή, αρχικά κουραστική, στη συνέχεια τρομερή. Θα την ξεχάσουμε. Ετούτο, σε συνδυασμό με την ωραία εβδομάδα που ζήσαμε, θα μετριάσει τη σπουδαιότητά της.
Είχα αποφασίσει να μην σας πω τίποτα. Έτσι δεν θα περνούσατε μια πολύ δικαιολογημένη ανησυχία. Θα σας είχα στην διάθεσή μου όλους, μέχρι την τελευταία στιγμή, χωρίς αντιρρήσεις. Αλλά, ως φίλοι, έχετε το δικαίωμα να ξέρετε."
Σιωπηλός κουνούσε τα μάτια, χαμογελούσε, έτρεμε· ύστερα συνέχισε με ορμή:
"Η κατάχρησή μου συνίσταται στο ότι σας έχω φωτογραφίσει χωρίς την άδειά σας. Δεν είναι βέβαια μια φωτογραφία όπως οι άλλες· είναι η τελευταία μου εφεύρεση. Θα ζήσουμε για πάντα σ' αυτή τη φωτογραφία. Φανταστείτε μια σκηνή που να αναπαριστάνει με όλες της τις λεπτομέρειες την ζωή μας αυτές τις επτά ημέρες. Εμείς αναπαριστάνουμε. Όλες μας οι πράξεις έχουν εγγραφεί."
Πως; Ο Μορέλ είχε σκαρφιστεί μια πολύπλοκη κατασκευή που λειτουργεί με την βοήθεια του ήλιου, της πλημμυρίδας και του ανέμου και η οποία καταγράφει σε φωτογραφικά καρέ οποιαδήποτε κίνηση κάθε στιγμή και κατόπιν τα προβάλλει σαν μία ταινία που υπερκαλύπτει το νησί και επαναλαμβάνεται ανά τακτά και συνεχή διαστήματα δημιουργώντας έτσι την δυνατότητα ενός παράλληλου και αέναου χρόνου. Η μηχανική τούτη αιωνιότητα, όσο εντυπωσιακή κι αν ακούγεται, ενοχλεί τους επισκέπτες του νησιού κυρίως διότι χρησιμοποιήθηκε εν αγνοία τους. Φαντάζομαι τον εκνευρισμό, ενδεχομένως και τον φόβο τους, εάν μάθαιναν αυτό που παρατήρησε στην συνέχεια ο φυγάς-αφηγητής – η δύναμη της προβεβλημένης πραγματικότητας είναι τόσο ισχυρή που απομυζεί την ζωή από τους κανονικούς ανθρώπους και την διοχετεύει, μαζί με τις αντίστοιχες μυρωδιές, ήχους κι αισθήσεις, στα ολογράμματα.
Και για τον αναγνώστη αυτό το σημείο είναι κάπως άβολο καθώς αρχίζεις και συνειδητοποιείς τις παραισθήσεις του πρωταγωνιστή τις οποίες ο Μπιόυ Κασάρες έχει προηγουμένως διατυπώσει με προσεκτικό και λεπταίσθητο τρόπο - η πλοκή δεν διαθέτει τις συνήθεις λυρικές υπερβολές που θα σηματοδοτούσαν τα αντίστοιχα σημεία ενώ η αφήγηση είναι τόσο λογικοφανής και συμπαγής που η απώλεια του χρόνου και της συνείδησης δεν εντοπίζονται άμεσα. Μία έκφραση εδώ, κάποιες λέξεις λίγο πιο κάτω... Οι όποιες αλλοιώσεις της πραγματικότητας βιώνει ο αφηγητής (όπως η επαναλαμβανόμενη παρουσία της Φαουστίν στον βράχο με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο) αποδίδονται στις δυσμαινείς συνθήκες που επικρατούν στο νησί ή στον καύσωνα της προηγούμενης νύχτας· η ύπαρξη δύο ηλίων ταυτόχρονα στον ουρανό, όπως και δύο φεγγάριων το βράδυ, αιτιολογείται από την θεολογική σκέψη του Κικέρωνα, ενώ τα ρούχα των επισκεπτών που είναι μια άλλης εποχής και το γεγονός ότι τον αγνοούν επιδεικτικά θα μπορούσαν να είναι εκκεντρικότητες πλουσίων· Αυτό όμως ισχύει μέχρι την παρουσίαση της εφεύρεσης του Μορέλ. Από εκεί και ύστερα, ο φυγάς- αφηγητής αρχίζει και συνειδητοποιεί στην πράξη το διϋπόστατο του χρόνου και την ανικανότητά του να το υπερβεί. Η προσπάθειά του δε, να κάνει σχέση με την Φαουστίν ενώ ήδη ξέρει πως είναι ένα ολόγραμμα, είναι από τα πιο τρομακτικά και συγχρόνως ελκυστικά στοιχεία της νουβέλας. Ελκυστικό; Ναι, αν σκεφτεί κανείς ότι η Φαουστίν είναι εμπνευσμένη από την Louise Brooks, αγαπημένη ηθοποιό του Μπιόυ Κασάρες και η απόπειρα ετούτη του φυγά αποτυπώνει, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στα Απομνημονεύματά του, την έλξη που του ασκούσε η πρωταγωνίστρια και το άπιαστο μιας σχέσης μαζί της.
Από το 1940 που εκδόθηκε μέχρι τις μέρες μας, το "Η εφεύρευση του Μορέλ" εκτός από δημοφιλές αποδείχθηκε και ένα αρκετά επιδραστικό βιβλίο – υπήρξε η έμπνευση του Alain Resnais για το κλασικό πλέον "Πέρυσι στο Μαριενμπαντ" που άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου καθώς και το βασικό μοτίβο μίας από τις πιο πρόσφατες δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης - το Lost.
Και στην εποχή του, όμως, άσκησε επηρροή – "Η Εφεύρεση του Μορέλ" στάθηκε η αφορμή για την άνθιση της λογοτεχνίας στην Αργεντινή και κατ' επέκταση στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Αν και θεωρείται το πρώτο δείγμα μαγικού ρεαλισμού, το στοιχείο του τρόμου όπως και οι ανησυχίες του φυγά -φυσιολογικές και μεταφυσικές- το κατατάσσουν στην κατηγορία του φανταστικού μαζί με τα έργα του φίλου, μέντορα και συνεργάτη του Χ. Λ. Μπόρχες με τον οποίο, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, είχαν συζητήσει τις λεπτομέρειες της πλοκής. Με τον Μπόρχες είχαν συνεργαστεί, επίσης, στην συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο όπως και σε αρκετά διηγήματα. Κάποια από αυτά (βλ. "Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ") είχαν διαφορετικό από το συνηθισμένο τους ύφος και τα εξέδωσαν με κοινό ψευδώνυμο καθώς ασκούσαν κριτική και σατύριζαν την πολιτική κατάσταση στην χώρα τους χρησιμοποιώντας το στοιχείο του φανταστικού για να την υπονομεύσουν.
"Η εφεύρεση του Μορέλ" παραμένει στον χώρο του γκόθικ φανταστικού, ωστόσο, το νοητικό πείραμα με την συνείδηση, δεκαετίες πριν γίνει μόδα, αναγάγει το κείμενο σε κάτι περισσότερο από απλή μυθοπλασία του είδους. Μοιάζει, επίσης, να ενσωματώνει τον απόηχο του Φουτουρισμού με τον ενθουσιασμό και την ενέργεια των Ιταλών εκπροσώπων του για την τεχνολογία και την νεότητα. Αν το συνδυάσεις δε με τις τρέχουσες ανακαλύψεις της επιστήμης, την ηγεμονία της εικόνας και την προσήλωση της κοινωνίας σ' αυτή, κάλλιστα το αποκαλείς προφητικό.
Θα το έλεγα, όμως, αενάως επίκαιρο - όπως οι αντανακλάσεις που δημιουργούνται σε ένα δωμάτιο με καθρέπτες και επαναλαμβάνονται επ' άπειρον.
Σημειώσεις: Στην πρώτη εικόνα είναι το φανταστικό νησί και ανήκει στην εικονόγραφηση της Norah Borges del Torres που συνόδευε την αρχική έκδοση του βιβλίου. Επιχρωματισμένη είναι το εξώφυλλο της πρόσφατης έκδοσής του στα ελληνικά που κυκλοφορεί σε μετάφραση Αχ. Κυριακίδη (Πατάκης, 2016). Το δεύτερο εικαστικό είναι λεπτομέρεια από το εξωτερικό περίβλημα της έκδοσης που διάβασα – η άτιτλη λιθογραφία του Max Ernst ανήκει στην σειρά Plates from Fiat modes repeat ars (Let There be Fashion. Η φωτογραφία της Louise Brooks αντλήθηκε τυχαία από το διαδίκτυο.