Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

 
 
 
 
Νόημα στο Αφηρημένο 

 
 
 

Το να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί αφηρημένες έννοιες δεν είναι εύκολο. Μπορείς να επιστρατεύσεις την φαντασία και την παντομίμα για να ορίσεις τις απλές όπως είναι τα συναισθήματα. Δεν είναι, όμως, αρκετό για τα πιο σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά όπως, για παράδειγμα, τις ιδέες και τις αντιλήψεις. Χρειάζονται, τότε, όχι μόνον συγκεκριμένες λέξεις αλλά και παραδείγματα που θα κάνουν την αφηρημένη έννοια απτή και οικεία και γι' αυτό κατανοητή στο παιδί. 

Αυτό κάνει ο Κυριάκος Χαρίτος στο πρόσφατο "Το Όλο και το λίγο" (Καστανιώτης, 2Ο22) – επιστρατεύει παιδικές εμπειρίες και καθημερινές καταστάσεις για να δώσει υπόσταση σε έννοιες όπως, τα μεγέθη και το βάρος, η απόσταση, η ποσότητα, η χωριτικότητα, η δύναμη. Και πετυχαίνει να τους δώσει σαφές νόημα με την σύγκριση αντιθέτων. Έτσι, σε κάθε αριστερή σελίδα, συγκεντρώνονται οι πολλές εκφάνσεις του γενικού, το Όλο του τίτλου – τα στοιχεία της φύσης, η κίνηση των πραγμάτων και  η κινητικότητα των πολιτών,  οι ανθρώπινες αισθήσεις και οι απάνθρωπες καταστάσεις όπως είναι η προσφυγιά. Κι αυτό, το κάθε Όλο, έρχεται σε αντίθεση με το Λίγο που απεικονίζεται στην δεξιά σελίδα και είναι μία λεπτομέρεια από την οικεία καθημερινότητα του παιδιού – ένα σπασμένο παιχνίδι, ένας κεφτές, μία μουντζούρα από μολύβι, ένας μπέμπης με ένα κατσαρόλι, δυο σφιχτά κοτσίδια.  Έτσι, με την αντιπαραβολή  φαινομένων, καταστάσεων κι εμπειριών της ζωής τους που εναλλάσσονται, οι μικροί αναγνώστες μαθαίνουν τις πρώτες απλές αφηρημένες έννοιες.

Μην μπερδευτείτε: δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με θεωρίες και κανόνες αλλά για μία σαν-παραμύθι αφήγηση που απευθύνεται, καταρχάς, σε παιδιά 4 με 6 ετών. Εξού και η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, παιγνιώδης, με εύρος κι ευφάνταστες συνθέσεις ενώ η έμμετρη μορφή της αποπνέει έναν ανάλαφρο λυρισμό. Δεν είναι βέβαια η πλούσια κι ενθουσιώδης γλώσσα τού "Για Φαντάσου", είναι όμως το ίδιο ζωντανή και εικονοπλαστική. Σε αυτό προσθέτει και η ανάγλυφη εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή που παίζει με την σκιαγράφηση και τις υφές σε μία γήινη, λεπτοδουλεμένη κι ελκυστική χρωματική παλέτα η οποία, ωστόσο, είναι ελαφρώς μουντή κι επίπεδη – περίμενα μεγαλύτερες διαβαθμίσεις στην φωτεινότητα των χρωμάτων ώστε να τονίζουν την πολυπλοκότητα και την κάθε διαφορά που απορρέει από τα κείμενα: την έλλειψη, την απόσταση, την ένταση, την σημαντικότητα, το βάθος.

Παρ' όλα αυτά, και παρά την συνεχόμενη αντιπαράθεση του Όλου με το Λίγο, η από κοινού –συγγραφέα και εικονογράφου– αφήγηση είναι γοργή, όμορφη και διασκεδαστική ενώ, παράλληλα, ασκεί την πνευματική νοημοσύνη των μικρών αναγνωστών στην ενσυναίσθηση και την συλλογιστική. Τους δείχνει, επίσης, και την σχετικότητα – τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έξω από το μικρό εγωιστικό πλαίσιο της παιδικής ηλικίας προσλαμβάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, μία ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας και του κόσμου. 

Δεν βλέπουμε τίποτα στ' αλήθεια εάν δεν το καταλάβουμε, είπε ο βρετανός ζωγράφος John Constable. Και με τούτο το βιβλίο τα παιδιά διακρίνουν πράγματι το μεγάλο και σημαντικό από το μικρό και τετριμμένο και εστιάζουν στο ουσιώδες – αυτό το "λίγο ακόμα" που συμπληρώνει το Όλο και διαφεύγει κάθε ρητού ορισμού. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

 


Landscapes & Portraits 

 

  




Έχουμε μυθιστορήματα γκόθικ; Στο νου μου έρχονται το Φθινόπωρο του Κων/νου Χατζόπουλου, αλλά και  Ο Πύργος του Ακροποτάμου του· ο Συμβολαιογράφος του Αλ. Ρίζου Ραγκαβή και  ο Αλ. Παπαδιαμάντης, επιλεκτικά – ελάχιστο, σε αριθμό, δείγμα κι αυτό γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι επιπλέον, τα μυθιστορήματα αυτά έχουν ήδη, κατηγοριοποιηθεί μόνο ως αστική ηθογραφία. Δεν έχω πλήρη εικόνα για το σήμερα, σκέφτομαι όμως τα διηγήματα του Χρ. Τσαπραΐλη που εστιάζουν αποκλειστικά στην ελληνική παράδοση και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κατηγορία αμιγούς ελληνικού γκόθικ. Σε ένα ευρύτερο γεω-λογοτεχνικό γκόθικ πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου

Το  "Σάλτος" (Ίκαρος, 2Ο22) αποτελείται από ιστορίες με στοιχεία Φανταστικού όπως για παράδειγμα στο δέκατο διήγημα, το Κύματα, όπου ένας εκπαιδευτής γερακιών καταλύει σε ένα ερημοκλήσι. Δεν είναι κάστρο, όπως θα ήθελε ο αφηγητής και όπως είναι σύνηθες στην γοτθική λογοτεχνία, αλλά ένα μέρος με θρύλους, το ίδιο απόκοσμο και μυστυριώδες – το ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν βρίσκεται στο τέλος της στεριάς και στην αρχή της θάλασσας, όπου "...τα όρθια βράχια του σιγοτρώγονταν απο τα λευκογάλανα κύματα που έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ και έσπαγαν με ορμή επάνω στους μελανιασμένους ασβεστόλιθους  που έμοιαζαν με ανθρώπους." Εκεί, κάποια στιγμή, εμφανίζεται η φασματική μορφή ενός νεκρού άντρα – θυμίζει τη φανέρωση της Φεγγαροντυμένης του Διονυσίου Σολωμού. Η αντίστοιχη του Νικολακόπουλου θα μπορούσε να είναι η Ραλλιώ στο τέταρτο διήγημα, το Μέλι και γάλα – μία γυναίκα όμορφη και προκλητική που θα εμπνεύσει τον πόθο στον αφηγητή και η οποία, ωστόσο, θα υποστεί την μοίρα που επιφυλάσσει η λαϊκή παράδοση για το είδος. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο γκόθικ – η γυναίκα που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και κατατρεγμό, συνήθως από κοινωνικούς και υλιστικούς περιορισμούς.




Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μοιράζει σήμερα την ζωή του ανάμεσα σε Λονδίνο και Αθήνα. Στο ενδιάμεσο, έχει ταξιδέψει σε πολλούς τόπους και σε τούτο, το τρίτο, βιβλίο του μεταφέρει τους χαρακτήρες σε αντίστοιχα μέρη ανά τον κόσμο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση  με τον γοτθικό τύπο όπου η πλοκή τού κάθε διηγήματος εκτυλίσσεται σε έναν μόνον τόπο.  Έτσι, εκτός από την Βρετανία, οι πρωταγωνιστές στο Mon Nox, στο Αμάμπλε Πικουέρ, στο Αλισάχνη βρίσκονται στην Ισπανία. Ο αφηγητής στο Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς ταξιδεύει από την Ελλάδα στην Λατινική Αμερική και πάλι πίσω ενώ στο Η άσφαλτος που καίει  επιστρέφει  στην ελληνική ύπαιθρο και αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα πίσω από έναν εφιαλτικό θρύλο του αντάρτικου.  Στην ελληνική επαρχία τοποθετείται και το ομότιτλο Σάλτος όπου ο αφηγητής εξιστορεί τον θρύλο ενός υπαρκτού βράχου απ' όπου οι ντόπιοι πετούν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε πλάσμα είναι ελαττωματικό – σαν τον Καιάδα των αρχαίων. Ώσπου ο αφηγητής αναλαμβάνει ο ίδιος να φυλά το πέρασμα προς το βάραθρο.

Εκτός από την λατρεία της φύσης και της υπαίθρου που είναι φανερή στα διηγήματα, ο Ρομαντισμός –ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γοτθικής λογοτεχνίας–, γίνεται εμφανής και στην διακειμενικότητα του βιβλίου. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχουν επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε κάθε διήγημα ή ως συνθετικό υλικό εντός του – Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισσον. Κι επιπλέον, οι χαρακτήρες των διηγημάτων φέρουν το μακάβριο του Ε.Α.Πόου και την περιθωριακή αύρα και το ανεκπλήρωτο εκείνων της Κάρσον ΜακΚάλλερς. Ωστόσο, η εικαστική τεχνοτροπία της γραφής υπερισχύει – σαν impasto που δίνει πνοή στην αφήγηση και σε κάνει να αισθάνεσαι ψηφίδα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος ή του Μουνκ.  Η παρουσία της μουσικής, επίσης, δεν είναι αμελητέα: τόσο ως μελωδικότητα και ρυθμός – η συναρμογή των λέξεων και των σημασιών απειχούν την βιαιότητα των συμβάντων, τον ζόφο, την τραχύτητα αλλά και το σφρίγος των ανθρώπων που συναντούμε στα παραδοσιακά τραγούδια. Όσο και ως αντικείμενο – στο Υπερμογγολικός ο νεαρός Ζίλιν μελετά το έργο του Ερίκ Σατί και προσπαθεί να βρει την εργασία των ονείρων του. Από το Ωδείο της Θεσσαλονίκης στο Γκρατς της Αυστρίας, στην Συμφωνική του Πεκίνου και από εκεί στον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο του κόσμου, με πρόσληψη στο δρομολόγιο Πεκίνο-Σιβηρία. Μέσα από μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, μικρά χωριά και ατέλειωτα χιλιόμετρα μετ' επιστροφής, ο νεαρός πιανίστας με την άσβεστη επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο παίζοντας την αγαπημένη κλασική μουσική γίνεται μέρος του τραίνου, μόνιμο αξεσουάρ των βαγονιών ώσπου το γκρίζο κεφάλι του  "...σχηματίζει βαριά επάνω στα πλήκτρα τη συγχορδία Μι χωρίς εναλλαγή." 



 

Δεν θυμάμαι τον λόγο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε το τι περίμενα να διαβάσω – όταν βρίσκεσαι σε περίοδο ανόρεχτης περιδιάβασης σελίδων, δεν το πολυσκέφτεσαι. Αναζητάς κάτι που θα σε ιντριγκάρει, θα σε επανέφερει σε μια αναγνωστική κανονικότητα.  Το "Σάλτος" το κατάφερε όχι μόνον με τα κείμενά του που είναι πυκνά, ισόρροπα στην δομή τους και μεστά νοήματος αλλά κυρίως με την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νικολακόπουλος – μία γλώσσα ιδιότυπη κι απολύτως προσωπική. Γλώσσα δυναμική, εξαιρετικής ποιότητας, εκπληκτικού πλούτου, έντασης και αποχρώσεων – λέξεις αρχαίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ντοπιολαλιές συνδέονται με λέξεις σύγχρονες αστικές αλλά και της υπαίθρου, κι επίσης με λέξεις αντλημένες από διάφορες μικρο-διαλέκτους και ορολογίες (πχ. των ναυπηγών, των ρετσινάδων, των χημικών). Ανάμεσά τους αρκετές άγνωστες που με ανάγκασαν να ανοίξω λεξικό και να ανακαλύπτω, κάθε φορά, πόσο εύστοχα εκφράζουν τις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας. Κι επιπλέον, πως συνθέτουν εικόνες μαγικού νατουραλισμού μεγάλης εκφραστικότητας.




"Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα παραμένει έως σήμερα το  αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα,"  λέει ο συγγραφέας. Σ' ετούτη την συλλογή, θέμα του είναι ο χρόνος και οι επιβολές του: στο Παραπέτασμα του μύλου, όπου μία Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας επιβάλλει έναν παράξενο διαχωρισμό  στους κατοίκους ενός χωριού. Είναι, επίσης, η ιστορία και ο τρόπος που διαπερνά τις ζωές των ανθρώπων και τους αιώνες – στο Αλισάχνη είναι της ισπανικής γρίπης, στο Αμάμπλε Πικουέρ του ισπανικού εμφυλίου ενώ στο συνταρακτικό Η άσφαλτος που καίει του ελληνικού. Θέμα του συγγραφέα είναι, μεταξύ άλλων, και η απομυθοποίηση των προσδοκιών και της εργασίας. Σε όλα τα διηγήματα, ωστόσο, τονίζεται η ιδιαιτερότητα και η οικουμενικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και το πως το κοινωνικό επιβάλλει τους  όρους του στο ατομικό. Ιδίως δε ο τρόπος που το δεύτερο αμύνεται του πρώτου. Το τελευταίο διήγημα, Ο Αγγελοκρουσμένος, είναι ενδεικτικό του αποτελέσματος αυτής της μάχης.

Η ανθρώπινη φιγούρα, λέει ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι για τα γλυπτά του, είναι μία κατασκευή. Το αποδεικνύει και ο Νικολακόπουλος με τις δικές του ανθρώπινες φιγούρες – ξεκινώντας από το προφανές, μια απλή μάζα σάρκας κι αίματος, ο συγγραφέας επεκτείνει τον στοχασμό και τις μνήμες του μέχρι το διαφανές, το γεμάτο θέλω, επιθυμίες, ένστικτα και βαθύτατους φόβους Είναι τους. Ετούτη η πρωτόγονη, προ-συνειδησιακή επικράτεια του νου όπως αναδύεται μέσα από τις λέξεις και τις γραμμές είναι ισχυρή και χαοτική, ωστόσο, το σύμπαν που δημιουργεί ο Νικολακόπουλος είναι στέρεο, άριστα οργανωμένο. Κι επιπλέον, εύθραυστο – ο Νικολακόπουλος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με διαύγεια το ρευστό εκείνο σημείο όπου συμβαίνει αυτή η υπέρβαση και η γήινη ψυχή παίρνει μια γρήγορη, σκοτεινή στροφή προς το απόξενο, το μεταφυσικό. Ή, απλώς, το άγνωστο και μη αναστρέψιμο όπως στο Ασημένια Χορδή, το Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς και το ομότιτλο Σάλτος. 




Το βιβλίο, γράφει ο συγγραφέας, αφιερώνεται στις κινούμενες σκιές και στα αμίλητα πνεύματα των κατά καιρούς δωματίων του. Και είναι αυτά, μαζί με αγαπημένους συγγενείς και γνωστούς από το παρελθόν του, που φέρει ως κορώνα του, όπως θα έλεγε ο Mallarmé, και τους δίνει βήμα. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως ο Νικολακόπουλος αποκαλύπτει ότι όλες οι πραγματικότητες, και οι ανθρώπινες ενέργειες σ' αυτές, δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι, αντίθετα, καλυμμένες αντιδράσεις των ανθρώπινων αισθήσεων που εκκινούν από αρχετυπικές έννοιες. Είτε, λοιπόν, μετακινείται αφηγηματικά ανά την υφήλιο είτε παραμένει εντός της ελληνικής επικράτειας, ο Νικολακόπουλος μιλά για την επιβίωση, τον έρωτα, τις σχέσεις – το Οι κόρες της αιθάλης θα μπορούσε να είναι ένα μανιφέστο υπέρ του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια αλληγορία για την εξουσία, ανεξαρτήτως φύλου, κι αυτό αιτιολογεί κάλλιστα, σε ένα πρώτο επίπεδο, την βία εν γένει. Έμφυλη και εμφύλια, ειδικότερα.

Οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι εμμονές· η άγνοια, η παράνοια περιλαμβάνονται, επίσης, στην θεματική των ιστοριών, όπως και ο θάνατος – όχι όμως μόνον ο βιολογικός αλλά κυρίως ο ψυχικός. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν, άλλοι που έμειναν πίσω και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από βαριές σιωπές· κι άλλοι που χάνονται, με την ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας: "ο χαμός –κάτι που το αποφασίζουν οι άνθρωποι που μένουν πίσω ή ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και με βάση τις πράξεις που έκανε ή τη στάση που κράτησε όσο ζούσε–, είναι ένα ατελείωτο και δραματικό γεγονός που παρασύρει πολλά μαζί του." Σαν να διάβαζα το συμπεριφορικό αντικαθρέφτισμα της Γραμματικής του Buchmann στον μοντέρνο κόσμο.  



 

Ίσως, εντέλει, εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο να ήταν η αντίστιξη του συμβολισμού στο εξώφυλλό του – ολόλευκα οστά και νεκροκεφαλές πλαισιωμένα από μικρά κλωνάρια αμάραντου, φυτό που είναι γνωστό ως λουλούδι της αιώνιας νεότητας. Μια εικόνα που συμπυκνώνει  την γενικότερη αίσθηση που διαπνέει τα διηγήματα της συλλογής. Μία συλλογή με τοπία ψυχομετρίας και  τραχιά πορτραίτα ανθρώπων με φανερές, ωστόσο, τις λειασμένες άκρες τους. Δεκατρία σκοτεινά παραμύθια για ενηλίκους με σφοδρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, γραφή χωρίς κανένα συγκινησιακό επίθετο (τι επίτευγμα!), μα παρ' όλα αυτά, πλήρους διαβροχής συναισθημάτων. Συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου ενθουσιασμού που διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, ένα βιβλίο που στέκεται μακριά από μανιερισμούς, τυποποιήσεις και συρμούς. Τextpocalypse στην κυριολεξία.









Σημειώσεις: Η φωτογραφία του τίτλου είναι από τον Νίκο Παππά για την ελληνική Vogue. Το εικαστικό είναι η σπουδή Wing of a European Roller του Albrecht DürerΗ ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι Η Χειρονομία της Donata Wenders ενώ η κατασκευή με το μπαλόνι της κυπρίας εικαστικού Λευκής Σαββίδου. Στο τέλος, ένα ντεκολάζ του Jacques Villeglé από την περιοδική έκθεση Nouveau Réalisme του μουσείου Β&Ε Γουλανδρή, το Arcueil (1971) / Μπορείτε να δείτε την παρουσίαση του βιβλίου εδώ.

 

 ΥΓ.: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 135 (Οκτωβρίου 2Ο22) του The Books' Journal – της έγκριτης επιθεώρησης για το βιβλίο, με επιπλέον κείμενα παρεμβάσεων για τα γράμματα, τις τέχνες, τις ιδέες, την πολιτική, την επιστήμη.  Στην παρούσα αναδημοσίευση έχει προστεθεί η φράση "σε ένα πρώτο επίπεδο" στην όγδοη παράγραφο.