Τρίτη 27 Απριλίου 2010






"The supreme irony of life is that
hardly anyone gets out of it alive"


Robert A. Heinlein




Γνώριζα τον Ντάριο Φο από τα θεατρικά του: το κοινωνικό "Η μαριχουάνα της μαμάς είναι πιο γλυκιά" και το πολιτικό "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω". Τώρα μαθαίνω ότι οι τέσσερις ιστορίες που αποτελούν τον μικρό τόμο με τον τίτλο "ο Έρωτας και η Ειρωνία" (μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη - Καστανιώτης, 2009) είναι το πρώτο πεζογραφικό έργο του θεατρικού συγγραφέα που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997.

Το πρώτο αφήγημα της συλλογής είνα η ιστορία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου - το ζευγάρι που πέρασε στην αιωνιότητα κι έγινε μύθος, πολύ πριν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, με το εντελώς βάναυσο τέλος της σχέσης τους. Μόλις 15 χρονών, η Ελοΐζα είναι η πιο μορφωμένη και καλλιεργημένη νέα στο Παρίσι. Ο Πέτρος Αβελάρδος, ο πιο διαπρεπής φιλόσοφος του 12ου αι. και φημισμένος εξίσου για την εγκρατή ζωή του, γοητεύεται από τη φήμη της νέας και πλησιάζει τον θείο της, αβά Φυλμπέρ, με τον οποίο συμφωνούν να της παραδίδει μαθήματα. Η Ελοΐζα μαγεύεται από την δεινότητά του Αβελάρδου ως αφηγητή μα στη συνέχεια εξαγριώνεται όταν εκείνος την εισάγει στην διαλεκτική του αντιθέτου και των παραλόγων καθώς της ανατρέπει όλα όσα είχε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι δυο τους συγκρούονται μεν αλλά ερωτεύονται παράφορα κάτω από τη μύτη του αυστηρού αβά. Σύντομα η Ελοΐζα θα μείνει έγκυος και προκειμένου να γλιτώσουν από την κοινωνική κατακραυγή φεύγουν από το Παρίσι. Ο αβάς νιώθει προδομένος και ντροπιασμένος ακόμη κι όταν, μετά από αρκετό καιρό, το ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί παρουσία του. Ωστόσο, τα ταμπού της εποχής και ο πληγωμένος εγωϊσμός/ανδρισμός του αβά είναι ισχυρά και δεν θα τους επιτρέψουν να ζήσουν μαζί. Ένα πρωί, ο Αβελάρδος θα βρεθεί ευνουχισμένος και στις παρυφές του θανάτου. Το ζευγάρι θα χωρίσει έχοντας ήδη ένα παιδί - ο Αβελάρδος θα κλειστεί σε μονή ενώ η Ελοΐζα θα υποκύψει στην εγωιστική θέλησή του να μονάσει. Έγκλειστη πια και ηγουμένη σε γυναικείο μοναστήρι, η Ελοΐζα μη μπορώντας να αποφύγει τις ερωτικές φαντασιώσεις της, θα στέλνει στον αγαπημένο της Αβελάρδο επιστολές μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μία από αυτές τις επιστολές είναι και η ιστορία που διαβάζουμε την οποία όμως απευθύνει στον αναγνώστη και του διηγείται, με την -κατά Ντάριο Φο- φωνή της τον έρωτά της με τον Πέτρο Αβελάρδο.

Το δεύτερο αφήγημα είναι η ιστορία της "Μαϊνφρέντα, αιρετικής από το Μιλάνο"
που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την κληρονομιά της "αγίας" Γκουλιελμίνα της Βοημίας η οποία υποστήριζε την χειραφέτηση της γυναίκας πίσω, στα τέλη του 14ου αι.(!) Όπως όμως είναι γνωστό, οτιδήποτε παρεκκλίνει από τις αρχές και οδηγίες της επίσημης θρησκείας (εδώ του καθολικισμού) θεωρείται αίρεση και καταδικάζεται. Έτσι, η Μαϊνφρέντα καίγεται στην πυρά.

Μία θηριοδαμάστρια είναι η πρωταγωνίστρια του τρίτου, ομότιτλου, αφηγήματος της συλλογής. Ένας δημοσιογράφος εισβάλλει στο τσίρκο θέλοντας να παρακολουθήσει την πρόβα της και η θηριοδαμάστρια αντιδρά. Ενώ στην αρχή αρνείται να μιλήσει, κατόπιν αναλύεται σ' έναν μονόλογο/ξέσπασμα - χρησιμοποιώντας τα λιοντάρια και τα άλλα σαρκοβόρα "αντικείμενα" της δουλειάς της ως αλληγορία, η θηριοδαμάστρια περιγράφει τα παρασκήνια του τσίρκου και ξεσκεπάζει τις κοινωνικές δομές, τις πραγματικές επαγγελματικές συνθήκες, ακόμη και τις ερωτικές και συζυγικές της σχέσεις και απογοητεύσεις - κυρίως δε αυτές τις τελευταίες.

Στην τελευταία ιστορία ένας Κινέζος αγύρτης και τυχοδιώκτης κάνει διάφορα αστεία και τραγελαφικά για να αποσπάσει τρόφιμα, ρούχα και χρήματα προκειμένου να βιοποριστεί δίχως να εργαστεί. Όταν το επιχειρεί για μια ακόμη φορά στην διάρκεια μιας παραδοσιακής γιορτής Θιβετιανών μοναχών, καταλήγει να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο ως αρχηγός και υποκινητής μιας ομάδας κομμουνιστών που παρήσφρεισαν στην γιορτή και επιτέθηκαν στους τοπικούς άρχοντες.

Η ευκολία του Φο να παίρνει μύθους και να τους αλλάζει τα φώτα -όπως καυστικά σχολιάζει ο ίδιος-, είναι χαρακτηριστική. Μου αρέσει η απροκάλυπτη γλώσσα του "Μεγάλου Μπουφόνου" που ακούγεται τόσο άμεση όταν μιλά η Ελοΐζα και θεωρώ ότι ο ρεαλιστικά δοσμένος έρωτας του πρώτου και του τρίτου αφηγήματος δικαιολογεί τον Έρωτα του τίτλου. Ο θάνατος του Κινέζου Κου, στο τέταρτο αφήγημα, τη στιγμή που ανακαλύπτει την ουτοπία και μάχεται γι' αυτήν είναι τραγική ειρωνία, ωστόσο, έχω μια δυσκολία στο να εντοπίσω την ειρωνία στα δύο μεσαία αφηγήματα που τα βρήκα αδύναμα και -κατά την γνώμη μου- δεν εντάσσονται πλήρως κάτω από τον συγκεκριμένο τίτλο του βιβλίου. Ίσως το Παράλογο να έδενε καλύτερα δίπλα στον έρωτα. Διότι είναι παράλογο να αγαπάς με ένταση κι ελευθερία, όπως είναι παράλογο το να υπερασπίζεσαι την ισοτιμία της γυναίκας σε μια εποχή που κυριαρχεί το δίκαιο της Εκκλησίας και του προσανάμματος. Ίσως, επίσης, διότι τίποτε δεν προσδιορίζει καλύτερα τους ανθρώπους από την θέλησή τους να κάνουν παράλογα πράγματα κυνηγώντας το φαινομενικά απίθανο. Και τούτο δεν έχει καμμία σχέση με την εποχή, ούτε και με το οποιοδήποτε κόστος.



Σημείωση:
το σχέδιο είναι του Ντάριο Φο από το εξώφυλλο του βιβλίου και έχει τίτλο "con te mi sento un corpo solo" .

Κυριακή 11 Απριλίου 2010






A woman can say more in a sigh
than a man can say in a sermon.

Arnold Haultain


 

Τον Μιχάλη Γκανά πρώτα τον τραγούδησα - ειδικά το "λευκό μου γιασεμί" ήταν για καιρό το πρωινό εγερτήριό μου, με έκανε να ξεκινώ την μέρα μου με ανείπωτη ηρεμία - και μετά τον διάβασα. Όχι όμως τα ποιήματά του κι αυτό γιατί φοβήθηκα ότι κάτι θα μου διέφευγε, ίσως και να απογοητευόμουν από την έλλειψη της μουσικής και του χρώματος που έχει ένα τραγούδι αν και, μεταξύ μας, όταν τα έριξα μια γρήγορη ματιά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: οι στροφές του βρίσκουν τον στόχο τους με την ίδια ευθυβολία και τον ίδιο ρυθμό. Διάβασα το "Η μητριά πατρίδα", το πρώτο πεζογραφικό του κείμενο -καθαρά βιωματικό, αντλημένο από αναμνήσεις της δύσκολης παιδικής ηλικίας του- και διαπίστωσα ότι δίχως να χάνει στιγμή την στιλπνή λυρικότητά του, μέσα από την αφήγησή του αναδυόταν μία ωμότητα, στοιχείο που με παραξένευσε και με εντυπωσίασε την ίδια στιγμή - παρ'όλη την "αγριότητα" του κειμένου μπορούσες να αισθανθείς ότι ο πεζογράφος αυτός, ξέρει να φέρεται στα θέματά του με μαεστρία και λεπτότητα αλλά και με ανελέητη προσοχή και αυστηρότητα - πως πιάνεις μια χούφτα βρεγμένη άμμο, την καθαρίζεις από τα ξένα σώματα και τη σμιλεύεις απ' όλες τις μεριές πιέζοντας, αφαιρώντας, σκουπίζοντας και φυσώντας τους κόκκους που περισσεύουν; Έτσι. 

Με εξαίρεση την σκληρότητα, το ίδιο συμβαίνει και στο "γυναικών" (Μελάνι, 2010) - δεκαέξι μικρές και πολύ μικρές ιστορίες αφιερωμένες σε φίλους. Ο Μιχάλης Γκανάς "αιχμαλωτίζει" ανεπαίσθητα νεύματα γυναικών και τα ερμηνεύει στα σημαίνοντα. Το νεύμα του χεριού μιας Ουκρανής που διαβάζει Πούσκιν σημαίνει απαξίωση, την κίνηση των χεριών μιας ηλικιωμένης που χορεύουν καθώς εκπληρώνουν το χρόνιο ανικανοποίητο, την στάση και το νεύμα του κορμιού μιας άλλης, νέας γυναίκας που κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και ζωντανεύει μια αντρική σκέψη. Από την φλέβα του ποιητή ρέει κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά που δεν είναι ποίηση μα μοιάζει να προέκυψε με τον ίδιο τρόπο, όταν δλδ ο λογοτέχνης "... ένιωσε το κύμα να φουσκώνει..." Αποκαλώ τον Γκανά λογοτέχνη με την κυριολεκτική έννοια της λέξης διότι κάνει ακριβώς αυτό που οφείλει να κάνει ένας ποιητής, ένας πεζογράφος ή ένας καλλιτέχνης γενικότερα, με ιδιαίτερη λιτότητα: μετρά τις λέξεις του, αναμετράται με το μέσα του, διυλίζει αισθήματα και αισθήσεις μέσα από την παράδοση και δίνει τέχνη, ξέρετε, από εκείνη που σε φορτίζει.

"Κοιτάζει τα χέρια της. Πως έγιναν έτσι; Που βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί (...)
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.(...)


Η Αγάπη, η
φίλη μου, βούρκωσε όταν διάβασε αυτές τις γραμμές την ώρα που εγώ έδινα παραγγελία στον σερβιτόρο - είχαμε βγει για καφέ την προηγούμενη Πέμπτη και ξεφύλλισε τα βιβλία που είχα αγοράσει λίγο πριν. Προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, μου είπε ότι η μητέρα της τής είχε μιλήσει με παρόμοιο τρόπο πριν χρόνια όταν ακόμη μπορούσε να ασχοληθεί με τον εαυτό της που γερνούσε - τώρα η γυναίκα πάσχει από Αλτσχάιμερ. Έκρυψα τα δικά μου δάκρυα πίσω από ένα χαμόγελο και της φύσηξα ελαφρά το πρόσωπο για να δροσιστεί. Μας πήρε λίγα λεπτά παραπάνω απ' ότι νόμιζα ότι θα χρειαζόντουσαν ώσπου να ηρεμήσει κι έπειτα πιάσαμε την κουβέντα, όπως οι υπόλοιποι γύρω μας άλλωστε, πίνοντας εκείνη τον εσπρέσσο της κι εγώ το τσάι μου σαν να μην συνέβη τίποτα. Ασχέτως αν είχε συμβεί. Και η ειρωνία ήταν ότι είχε συμβεί μέσα σε πολύ θόρυβο από κάποιον που προτιμά την σιωπή γιατί, όπως λέει ο ίδιος ο Μιχάλης Γκανάς για τον εαυτό του, τού κάνει καλό. Ευτυχώς, όχι μόνο στον ίδιο.

Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010





Ανάσταση δεν είναι τα κόκκινα αβγά, τα τσουρέκια και τα ψητά. Ούτε οι λαμπάδες, οι κωδωνοκρουσίες, τα βεγγαλικά και οι πυροβολισμοί στον αέρα. Είναι η ρωμέικη ατμόσφαιρα του Παπαδιαμάντη, η πικρή αναπόληση ενός μετανάστη. Είναι εκείνο το κάτι το πιο εσώτερο που ανασταίνει θαμμένα συναισθήματα και σκέψεις και τα κάνει πράξεις χαράς κι αγάπης.




Καλή Ανάσταση!

Σημείωση: Το εικαστικό έχει τίτλο "Μεσόγειος - Καντήλι" και είναι του Χρήστου Μποκόρου.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010









Το όνειρο δεν είναι ψέμα

Προσπαθώντας να κατεβάσω τα πασχαλινά στολίδια από τη σκάλα (μια εσωτερική "τυφλή" σκάλα που χρησιμοποιώ ως βιβλιοθήκη και ως αποθηκευτικό χώρο) σκόνταψα σ' ένα παιδικό βιβλίο και μιας και αύριο, 2 Απριλίου, είναι η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου μου φάνηκε καλό θέμα για την πρώτη ανάρτηση του μήνα.

"Ο Φεντερίκο και το μαγικό ραβδί" ('Αμμος) βασίζεται στην ιστορία που αρεσκονταν να διηγείται ο ίδιος ο Φεντερίκο Φελίνι για τη ζωή του: πως, δλδ, σε ηλικία επτά ετών, το 'σκασε από το σπίτι του για ν' ακολουθήσει τα βαγόνια ενός τσίρκου.


Η Σουηδή συγγραφέας Μόνικα Σάγκμπεργκ παίρνει αυτά τα λόγια του και χτίζει την ιστορία ενός παιδιού διαφορετικού από τα υπόλοιπα, ενός παιδιού που παίζει κουκλοθέατρο μόνο του και μιλά κάθε βράδυ στον ουρανό και στον φίλο του το φεγγάρι. Αυτός ο μικρός που συνεχώς πετά στα σύννεφα κι ονειρεύεται, το σκάει από το σπίτι του τρέχοντας πίσω από τα βαγόνια ενός τσίρκου. Σ' αυτό το τσίρκο γνωρίζει έναν κοντούλη ξανθό κλόουν, την Τσελσομίνα, και πιάνει δουλειά ως ταχυδακτυλουργός χωρίς να έχει δώσει ποτέ του πριν παράσταση - ήξερε κάτι μαγικά λόγια, είχε και το μαγικό ραβδί που του είχε δώσει η Τζελσομίνα και το οποίο τον έκανε να νιώθει σιγουριά κι έτσι το τόλμησε. Όπως ήταν φυσικό, όταν βρέθηκε μπροστά στο κοινό τα έχασε. Στο τέλος όμως όλα πήγαν καλά και "...ο Φεντερίκο κατάλαβε πως ό,τι κι αν του συνέβαινε, ό,τι κι αν έκανε θα 'ταν πάντα ένας Μάγος." Όπως και έγινε - ο Φεντερίκο Φελίνι ήταν, πράγματι, ένας μάγος της μεγάλης οθόνης.

Η έκδοση είναι παλιά (του 1994) και δεν νομίζω ότι κυκλοφορεί σήμερα. Παρ΄ όλα αυτά ανέβασα την ανάρτηση γιατί ο Φελίνι και το έργο του δεν παλιώνουν, με τον ίδιο τρόπο που το βασικό μήνυμα του βιβλίου -να κυνηγάς το όνειρό σου και να το πραγματοποιείς- είναι διαχρονική επιδίωξη του καθενός μας: πάντα θα υπάρχει η ανάγκη στη ζωή μας για την μαγεία που εκλύεται από τα καρέ των ταινιών του, για τον μαγικό ρεαλισμό του φελινικού κινηματογράφου που μας ταξιδεύει και για τα όνειρα που ο Φελίνι σχεδόν μας προκαλεί να κάνουμε κάθε φορά που βλέπουμε το "La strada" ή το "Και το πλοίο φεύγει". Άλλωστε, όπως είπε και ο Βίκτορ Ουγκώ, "δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το όνειρο για να δημιουργήσουμε το μέλλον - ουτοπία σήμερα, σάρκα και οστά αύριο."



Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από τα περιεχόμενα του βιβλίου. Το σκίτσο είναι δια χειρός του ίδιου του Φεντερίκο Φελίνι και απεικονίζει την Τζουλιέτα Μασίνα, αγαπημένη σύντροφο και μούσα του.