Fossil Life
Όταν το 1977 δημοσιεύτηκε το πρώτο διήγημά του στο The Atlantic, η εκδότρια του περιοδικού είχε πει: "Στα τριάντα-τόσα χρόνια που βρίσκομαι σ΄αυτή τη θέση, δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια παρόμοια αντίδραση σε νέο συγγραφέα όπως η αντίδραση σε τούτον εδώ. Γράμματα έφθαναν για μήνες, προφανώς από ανθρώπους που δεν ήξεραν τίποτα για τον συγγραφέα, ζητώντας περισσότερες ιστορίες, πληροφορίες για κάποια συλλογή, ή απλώς για να εκφράσουν τον θαυμαστό και την ευγνωμοσύνη τους. Ό,τι κι αν είναι αυτό που τραβά την προσοχή των αναγνωστών, το είχε." Ο λόγος για τον Breece Dexter John Pancake και την δημοσίευση του διήγηματός του "Τριλοβίτες". Θα ακολουθήσουν το "Εν ξηρώ" τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο ίδιο περιοδικό και το "Ξανά και ξανά" στο περιοδικό Nightwork - τρία από τα διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο "Τριλοβίτες" (προλεγόμενα, μετάφραση, σημειώσεις του Γιάννη Παλαβού - Μεταίχμιο, 2015). Τα άλλα εννέα συλλέχθηκαν από τα κατάλοιπα του συγγραφέα κι εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο 1983 - σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, σε ηλικία 27 ετών.
Οι τριλοβίτες είναι εύθραυστοι απολιθωμένοι προϊστορικοί οργανισμοί που αφθονούν στην περιοχή της Δυτικής Βιρτζίνια και στην ευρύτερη των Απαλαχίων, και στο ομώνυμο διήγημα του βιβλίου η συλλογή τους είναι το αγαπημένο χόμπι του Κόλι - ψάχνοντας για τριλοβίτες βρίσκει τον χρόνο να σκεφτεί. Ο πατέρας του νεκρός και η μητέρα του σκέφτεται να ενδώσει στις πιέσεις του εργολάβου που θέλει να αγοράσει τη φάρμα και τα χωράφια τους για να χτίσει πολυκατοικίες. Αργότερα, όταν θα συναντηθεί με την φίλη του που σπουδάζει σε άλλη πόλη, θα θυμηθεί πως κι αυτός θέλει να σπουδάσει αλλά δεν μπορεί. Και απλώς κάνει όνειρα. Στο "Το κυνήγι της αλεπούς" ο φόνος δύο νεαρών κοριτσιών γίνεται το αντικείμενο χυδαίας συζήτησης μιας παρέας ανδρών γύρω από τη φωτιά, ένα βράδυ στο δάσος, που έχουν πάει για κυνήγι ενώ στο "Ξανά και ξανά" ο χειριστής ενός εκχιονιστικού, που παίρνει στην καμπίνα του οχήματος έναν νεαρό που κάνει ωτοστόπ, αφήνει την διάθεσή του για φόνο να περάσει. Ιστορίες αιμομιξείας εκτυλίσσονται στο "Η σφραγίδα" και στο "Εν τω ξηρώ". Στο πρώτο, η Ρίβα θρηνεί τον έρωτά της, ενώ ο σύζυγός της προσπαθεί να την αποσπάσει από την θλίψη για τον σκοτωμένο αδελφό της με ένα μωρό. Και στο δεύτερο, ο Ότι επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια απουσίας στο σπίτι των θετών γονιών του. Είναι Κυριακή και στην διάρκεια του γιορτινού τραπεζιού προσπαθεί να κρατήσει ανενεργούς τους ξεχασμένους πόθους της Σίλας, της κόρης του ζεύγους Τζέρλοκ, και τα αίτια του ατυχήματος που άφησε παράλυτο τον Μπας, τον βιολογικό γιο τους. Ένας παππούς, πρώην συνδικαλιστής ανθρακωρύχος με ινδιάνικες καταβολές είναι η καταλυτική μορφή στο "Τιμή στους πεσόντες" όπου ο αφηγητής αναπολεί την φιλία του με τον Έντι και την πορεία της δικής του οικογένειας με την Έλεν. Ο Χόλι γηροκομεί μόνος τούς υπέργηρους γονείς του που δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Παράλληλα προσπαθεί να επισκευάσει ένα άθλιο αυτοκίνητο με την προοπτική να ταξιδέψει. Την ημέρα που εκτυλίσσεται η αφήγηση, ο γέρος πατέρας του επιμένει να έχει στο τραπέζι σκίουρο ψητό. Ο Χόλι, παρά τη θέλησή του, αφήνει τις επισκευές, πηγαίνει στο δάσος κι εκτελεί την επιθυμία του πατέρα του. Στο "Πρώτη μέρα του χειμώνα", το τελευταίο διήγημα της συλλογής.
Ο Breece Pancake γράφει με θαρραλέο τρόπο για τους ανθρώπους όπως τους έχει ζήσει δίχως να ωραιοποιεί πράγματα και καταστάσεις. Δεν υπάρχει άλλωστε κάτι να ωραιοποιήσει στην Δυτική Βιρτζίνια από όπου κατάγεται: η φύση είναι άγρια και αφιλόξενη, γεμάτη ορυχεία, βράχους και βραχώδεις λόφους, οι καιρικές συνθήκες κινούνται στα άκρα με καύσωνες, βροχές βαμμένες με καρβουνόσκονη, και παγωνιά ενώ οι κάτοικοι της περιοχής ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις: ανθρακωρύχοι, αγρότες, πόρνες, άνεργοι, άεργοι. Ένας ανθυποπλοίαρχος (σε ρυμουλκό), και μία δεκαεξάχρονη που εκπορνεύεται από μόνη της για λίγες δεκάρες.
Άνθρωποι ωμοί, σκληροί, βίαιοι. Παρατημένοι. Όπως ο Μπάντι επίσης, στο "Γούβα", που μένει σε ένα άθλιο τροχόσπιτο και δεν κάνει κάτι για να αλλάξει το οτιδήποτε στην τόσο άθλια ζωή του. Ή, ο Σκίβι στο "Ο καβγατζής" που διοργανώνει μία από τις πολλές κοκορομαχίες που συνηθίζονται, πουλά μπύρες στα διαλείμματα και στο τέλος, παίρνει ο ίδιος μέρος σε αγώνα πυγμαχίας με έπαθλο ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Και ο Χάρβεϋ, επίσης, στο "Έτσι έχουν τα πράγματα" -το πιο σύντομο απ' όλα τα διηγήματα της συλλογής- που σκοτώνει κάποιον εν βρασμώ και στη συνέχεια το σκάει με την Αλίνα.
Ωστόσο, ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του -αντι-ήρωες, στην πραγματικότητα- με κατανόηση, ανεπιτήδευτη οικειότητα και ίσως μία επιπλέον διάθεση εξιλέωσης από μέρους του, που κατόρθωσε να ξεφύγει και να σπουδάσει σε ένα φημισμένο πανεπιστήμιο ενώ εκείνοι παραμένουν εγκλωβισμένοι στις ακατέργαστες επιθυμίες τους - κανείς από τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων δεν καταφέρνει να υπερβεί την διαβρωτική ρουτίνα του. Κάποιοι απλώς συμφιλιώνονται μαζί της. Όπως οι δύο έφηβοι στο "Η σωτηρία μου" που είχαν πολλά και μεγάλα όνειρα για το μέλλον τους - ο Τσέστερ, υποτίθεται ο πιο έξυπνος, φεύγει από το Ροκ Καμπ και κάνει την μεγάλη ζωή στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη ενώ ο αφηγητής μένει πίσω, δουλεύει σε πρατήριο καυσίμων ενώ παράλληλα εγγράφεται στο κολλέγιο. Ο χρόνος και η ζωή θα είναι άτεγκτοι και για τους δύο.
Τόσο η αφήγηση όσο και η έκβαση του κάθε διηγήματος μοιάζουν να είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένα, ωστόσο σού δίνουν την αίσθηση αμφισημίας και τις περισσότερες φορές σε κάνουν να αισθάνεσαι μια ψύχρα στην σπονδυλική στήλη - η άβολη εκείνη αίσθηση που συνάντησα και στην ροή των διηγημάτων της Άλις Μανρό. Θα μπορούσε κανείς, επίσης, να ανιχνεύσει την αίσθηση του αναπόδραστου με τον τρόπο που η Κάρσον Μακ Κάλλερς προσωποποιεί το περιθώριο, και την λιτότητα και την συμπύκνωση των εκφράσεων που συναντάμε στον Ρέημοντ Κάρβερ - ολόκληρες ζωές σε λίγες αράδες. Ή, να εντοπίσει ακόμη, ίχνη Στάινμπεκ, Φώκνερ, κ.ά. Μόνο που το ύφος του Μπρις Πάνκέικ μοιάζει να στέκεται αυτόφωτο. Στις αφηγήσεις του κυριαρχεί ένας τραχύς νατουραλισμός της μοναξιάς που συνυπάρχει με στοιχεία βρόμικου ρεαλισμού και γκόθικ τα οποία μοιάζει να εκπέμπει και να επιβάλλει το καρστικό περιβάλλον όπου εξελίσσεται η πλοκή της κάθε ιστορίας. Συμπυκνωμένη οπτική, διϋλισμένο συναίσθημα και αποστασιοποίηση, ίσως και κάποια αμηχανία κι έλλειψη επιτήδευσης όταν αναφέρεται στις γυναίκες. Τούτη η αυθεντικότητα και η δυναμική της γραφής καθιστούν τον συγγραφέα έναν από τους πέντε καλύτερους διηγηματογράφους των τελευταίων πενήντα ετών, σύμφωνα με την Guardian.
Τα διηγήματα, όπως αναφέρεται στο αναλυτικό χρονολόγιο της έκδοσης που επιμελήθηκε ο μεταφραστής -και συγγραφέας ο ίδιος- Γιάννης Παλαβός, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, γράφτηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και γι' αυτό υπάρχουν αναφορές σε φλέγοντα ζητήματα των καιρών εκείνων, όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η πετρελαϊκή κρίση του 1973, κ.ά. Ο Πάνκέικ, όπως διαφαίνεται μέσα από τα γραπτά του, ήταν άνθρωπος της εποχής του. Ωστόσο, με μια δεύτερη ανάγνωση τα διηγήματά του φαντάζουν άχρονα - η αμερικανική ενδοχώρα και οι άνθρωποι στα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει και πολύ· τα ίδια χαρακτηριστικά και οι ίδιες ανάγκες παντού και πάντοτε. Ίσως αυτό εξηγεί την επιτυχία της έκδοσης του πρώτου διηγήματός του, τον Δεκέμβριο 1977. "Μπαίνει κανείς σε πειρασμό να συγκρίνει το ντεμπούτο του με εκείνο του Χέμινγκουέι" είχε γράψει η Joyce Carol Oates.
Κι αν υπάρχει -ακόμη ένας- λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξη του αγνώστου, μέχρι πρότινος, Breece D' J. Pancake στην κατηγορία των σπουδαίων αμερικανών συγγραφέων είναι το ότι αγγίζει τα θέματα που πάνε πιο βαθιά στο χρόνο και την οντότητα του ατόμου - την ανθρώπινη φύση στις σκούρες αποχρώσεις της, την φτωχή γη (τη γεμάτη άδειες κοιλότητες και εύθραστους λόφους)· την απόδοση τιμών στους νεκρούς, όπως έκαναν οι Ινδιάνοι χτίζοντας μεγάλα μνημεία, σαν αναχώματα· και την θάλασσα από την οποία αναδύθηκαν οι λόφοι της Δυτικής Βιρτζίνια. Και μπορεί η μορφολογία της γήινης επιφάνειας να αφορά το προϊστορικό παρελθόν μας, η λογοτεχνία ωστόσο του Πανκέικ, χάρη και στην μετάφραση του Γιάννη Παλαβού, παραμένει φρέσκια και σύγχρονη.
Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία όπως και η τελευταία, είναι από την φωτογραφική έκθεση "A Show of Hands" του Βρετανού φωτογράφου Tim Booth· η μεν πρώτη δείχνει τα χέρια ενός γλύπτη· η άλλη, τα χέρια ενός επισκευαστή ρολογιών. Μπορείτε να διαβάσετε τα τρία διηγήματα του Πάνκέικ που δημοσιεύτηκαν στο The Atlantic εδώ. Στην τρίτη φωτογραφία, ο συγγραφέας τον χειμώνα του 1979.