Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021





 

  

Fields

of

Opposition



Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές της βρετανικής ταινίας "Η Ανασκαφή" : ο Ρέιφ Φάινς και η Κάρυ Μάλιγκαν με τις τόσο μεστές κι ανάγλυφες ερμηνείες τους, και η αγγλική ύπαιθρος. Δεν περίμενα ότι μια ταινία για την ανασκαφή μίας αδιάφορης έκτασης θα είχε τόσο ρυθμό, ενδιαφέρον κι ευαισθησία. Κι εάν η κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου σε κρατά προσηλωμένο, πως θα είναι άραγε το ίδιο το βιβλίο;

Η ιστορία του John Preston βασίζεται στην πραγματική ανασκαφή στο Σάττον Χου  –μία τοποθεσία βορειοανατολικά του Λονδίνου– όπου κάτω από τους άθικτους χωμάτινους λόφους στην ιδιοκτησία της Ίντιθ Πρίττυ ανακαλύφθηκε θαμμένος ο ασύλητος τάφος ενός πλοίου που έφερε μια πληθώρα τεχνουργημάτων της αγγλοσαξωνικής εποχής, και ανάμεσά τους την παγκοσμίως γνωστή τελετουργική περικεφαλαία – ευρήματα που αποτελούν τον σημαντικότερο θησαυρό που βρέθηκε ποτέ στο ΗΒ.

Η περιπέτεια της ανασκαφής ξεκινά λίγο πριν την κήρυξη του Β' ΠΠ –
το καλοκαίρι του 1939, η εύπορη χήρα Ίντιθ Πρίττυ αποφασίζει να μην περιμένει άλλο τους ειδικούς του γειτονικού μουσείου του Ίπσουιτς και να ανοίξει τους λόφους  που και εκείνη και ο σύζυγός της υποψιάζονταν ότι κάτι έκρυβαν. Γι' αυτό ζητά την βοήθεια του αυτοδίδακτου κι ευφυούς αρχαιολόγου Μπάσιλ Μπράουν που, έχοντας μόλις απολυθεί από το μουσείο του Ίπσουιτς, αναλαμβάνει να ερευνήσει τις πιθανότητες οι λόφοι αυτοί να περιέχουν κάτι. Μαζί του, δύο εργάτες που τον  βοηθούν στην ανασκαφή και ο μικρός Ρόμπερτ - γιος της μεσήλικης Ίντιθ που παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών από μακριά και ο οποίος από φιλομαθή περιέργεια και μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Μπράουν τον ακολουθεί όπου και όταν του επιτρέπεται. 

Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες –διάβρωση του εδάφους από την αγγλική βροχή αλλά και από τα κοπάδια κουνελιών που υποσκάπτουν αυθαίρετα τα πάντα, κλέφτες που σύλησαν δύο από τους τρεις λόφους για μικροπράγματα, ατύχημα που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του Μπράουν-, η ανασκαφή προχωρά με σταθερό ρυθμό και μηδενικό αποτέλεσμα.  Ώσπου, λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά την προσπάθεια, ο Μπράουν αρχίζει να αποκαλύπτει τον σκελετό  ενός πλοίου πολύ μεγάλων διαστάσεων το οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του, δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν όμοιό του κι επιπλέον ανήκε σε μια σκοτεινή και άγονη --όπως πίστευαν μέχρι τότε-- ιστορική περίοδο της βρετανικής ιστορίας.

Μόλις η εκτίμησή του για τα πρώτα ευρήματα γίνεται γνωστή στους αρχαιολογικούς κύκλους, θα αρχίσει και η διεκδίκηση της ανασκαφής. Αν και γίνεται σε ιδιωτικό χώρο και υπό τις εντολές, και χρηματοδότηση, της Ίντιθ Πρίττυ, την επίβλεψη των εργασιών αναλαμβάνει, με πρόσχημα το εθνικό κύρος και συμφέρον, το Βρετανικό Μουσείο με τον αρχαιολόγο του Τσαρλς Φίλιπς να παραγκωνίζει τον Μπράουν και να καλεί το νεαρό ζευγάρι των Πίγκοτ για να επισπεύσει τις εργασίες. Η Πέγκυ Πίγκοτ υπήρξε στην πραγματικότητα θεία του συγγραφέα, εξού και το ενδιαφέρον του Πρέστον για την υπόθεση. Στο πεδίο εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο Ρόρυ Λόμαξ – ο νεαρός ανηψιός της Ίντιθ που  καταγράφει με την φωτογραφική του μηχανή τις πολλές όψεις του αρχαιολογικού τόπου και των ευρημάτων ώστε να τα στοιχειοθετήσει. Μεταξύ των δύο θα αναπτυχθεί μία δυνατή έλξη η οποία στην ταινία παίρνει διαφορετική, μελοδραματική, υπόσταση, κι αυτή είναι μία από τις διαφορές των δύο ειδών.

Μία άλλη διαφορά είναι πως ενώ στην ταινία η πλοκή εκτυλίσσεται με την συμβατική αφήγηση ενός ρομαντκού δράματος, στο βιβλίο την αφήγηση αναλαμβάνουν η Ίντιθ Πρίττυ, ο Μπάσιλ Μπράουν και η Πέγκυ Πίγκοτ με αντίστοιχα κεφάλαια που εναλλάσσονται κι έτσι δίνει ο καθένας την δική του γνώση για τα γεγονότα σε μία γραμμική εξέλιξη και σε πραγματικό χρόνο. Αυτό δίνει, επιπλέον, την ευκαιρία στον συγγραφέα να παρουσιάσει επιλεκτικά και με εύληπτο τρόπο τα πραγματολογικά στοιχεία της υπόθεσης που κάνουν σαφή την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων. Τον επίλογο αναλαμβάνει ο Ρόμπερτ Πρίττυ που, σχεδόν μεσήλικας ο ίδιος,  περιγράφει την εξέλιξη της ανασκαφής μετά τις πρώτες θριαμβικές ημέρες της και μας πληροφορεί για τις τύχες των πρωταγωνιστών – ανθρώπων που ο συγγραφέας επέλεξε να μην είναι λαμπερές μορφές της μοντέρνας εποχής, ούτε οι αυτοαποκαλούμενοι ήρωες της ανασκαφής.

Η ομορφιά και η επιβλητικότητα της φύσης είναι πιο εμφανής και εφελκυστική στην ταινία, αν και στο βιβλίο υπάρχει ένας βραδινός περίπατος στο δάσος και η αναφορά στην πρώτη ηχογράφηση του BBC σε εξωτερικό χώρο ενός κονσέρτου τσέλο της Μπεατρίς Χάρρισον με τη συνοδεία αηδονιών.  Η διαρκής αναμέτρηση των πρωταγωνιστών με την Ιστορία, την μνήμη και την θνητότητα είναι ακόμη ένα στοιχείο που διαπερνά την ταινία με πολύ πιο εμφανή τρόπο. Το βιβλίο, ωστόσο, σε κερδίζει με τη λιτή γλώσσα του Πρέστον. Υπερβολικά λιτή, θα έλεγα, έως σχεδόν ανάλαφρη.
 Είναι όμως αρκετά γλαφυρή ώστε να προσδώσει τις ανάλογες αποχρώσεις στα συναισθήματα, τα ελαττώματα και τις συμπεριφορές των "σκονισμένων" πρωταγωνιστών – την αυτοκυριαρχία της Ίντιθ που παρ' όλα αυτά καταφεύγει στον πνευματισμό για να συμφιλιωθεί με τον θάνατο του συζύγου της· την φιλομάθεια, την περιέργεια και την επιμονή του Μπάζιλ· την απογοήτευση της Πέγκυ για τον γάμο της. Γενικώς, μπορώ να πω ότι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει αναγνωστική απόλαυση για όποιον μπορεί να εκτιμήσει τoυς ήσυχους τόνους του και  τις διάσπαρτες σε όλο το κείμενο δεικτικές, υποφώσκουσες λεπτομέρειες.

   



Δεικτικές λεπτομέρειες είναι που ο Κώστας Πούλος κάνει ορατές στα πολύ μικρά διηγήματά του στο "Αμφίβια Τέρατα" (Μεταίχμιο, 2Ο21)  Πρόκειται για ανεξήγητα συμβάντα, όπως είναι η ερμηνεία της λέξης "τέρατα" στα ελληνικά του Ομήρου,  που συμβαίνουν απροσδόκητα στην επίμοχθη καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του και ενέχουν το ανθρώπινο δράμα – θάνατος, ηλικία, φόβος, απώλεια, ανεστιότητα, φθορά. Ενέχουν όμως και το αντίθετό του – έρωτας, επιθυμία, απόκλιση. Τα συμβάντα αυτά αρχικώς ερμηνεύονται ως σημεία θεϊκής ειρωνίας ή κάποιου άλλου είδους οιωνοί. Στην ουσία τους, ωστόσο, όπως δείχνει ο συγγραφέας είναι είτε συμπτώσεις είτε ανθρώπινη υπέρβαση. Είτε, επίσης, η ανατρεπτική ματιά του Πούλου που, με την χρήση ενός μινιμαλιστικού μαγικού ρεαλισμού, προεκτείνει την λογική με τον τρόπο της τέχνης για να δώσει τις διαφορετικές όψεις της προσπάθειας που κάνει κάθε άνθρωπος ώστε να αποσπάσει το λίγο εκείνο της ευτυχίας και κατανόησης που του αναλογεί. Όπως πχ. στο διήγημα "Γιούλα" όπου ένα ποτήρι της ομώνυμης υαλουργίας αφηγείται με ραγδαία σφαιρικότητα την ζωή του Λουκά – από ανέμελο φοιτηταριό σε αλκοολικό σε προχωρημένη αποσύνθεση, με ενδιάμεσο έναν χωρισμό. Ή, όπως στα "Κατοικίδια" όπου ένα ζευγάρι σκύλων υιοθετούν τα αφεντικά τους και παρατηρούν με κριτική διάθεση τις συνήθειές τους. Στο "Μπανάνες" ένα σουρεαλιστικό όνειρο ενσωματώνει την τρέλα και τον φόβο του αύριο ενός άντρα ενώ στο "Φι" η ιστορία ενός λαουτιέρη σε ένα νησί και του γιου του μοιάζει να επηρεάζεται με έναν μεταφυσικό τρόπο από τον βίαιο άνεμο που λυσσομανούσε την ημέρα της γέννησής του δεύτερου. Ένα πραγματικό δέντρο που είναι το μισό κάτω από την επιφάνεια της λίμνης Πλαστήρα είναι το αντικείμενο του ομότιτλου διηγήματος ενώ στο "Νόημα." ένας άντρας στοιχειώνεται από το κλαδί ενός δέντρου απ’ όπου είχε κρεμαστεί ο πατέρας του. Στην τσέπη κρατά ένα παλιό σημείωμα που αλλάζει νόημα κάθε φορά που το διαβάζει. 

Στα περισσότερα από τα σαράντα μικροδιηγήματα του τόμου υπάρχει μία φωτογραφία στην αρχή τους, ένα ασπρόμαυρο στιγμιότυπο που μοιάζει να λειτουργεί ως  εισαγωγική πρόταση της αφήγησης που ακολουθεί. Και αποδίδει, πιστεύω, το ύφος του συγγραφέα ενώ παράλληλα υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο Πούλος διοχετεύει την μακρά κι αξιόλογη εμπειρία του από τον χώρο του παιδικού βιβλίου στην ενήλικη πεζογραφία – ευθεία εστίαση στο μικρό και ουσιώδες με συμπυκνωμένη, χωρίς γλωσσικές εξάρσεις, αφήγηση η οποία παρ' όλες τις διακυμάνσεις και τις αδυναμίες της, κρατά σταθερό το ενδιαφέρον ακόμα κι αν η ματιά του αναγνώστη παρασυρθεί από την παιγνιώδη διάθεσή του (του συγγραφέα).


 

Στον αντίποδα των ήσυχων τόνων, η ασυνήθιστη γραφή μιας συγγραφέως που δεν έχει ακουστεί όσο θα έπρεπε. Τα παιδικά/εφηβικά βιβλία της Αλεξάνδρας Κ* έχουν μία έντονα φιλοπερίεργη κι  αντισυμβατική ζωηράδα στον λόγο που είναι χαρακτηριστική των παιδιών και γι' αυτό θελκτική για τους αναγνώστες –μικρούς και μεγάλους–, ενώ το  "Πώς φιλιούνται οι αχινοί", το πρώτο ενήλικο μυθιστόρημά της, είναι αρκετά jazz – αεράτο ύφος και αντισυμβατική κι εύστροφη γραφή με μαύρο χιούμορ που δεν συνιστούν, σε καμμία περίπτωση, βερμπαλισμό. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι σουρεαλιστικές περιγραφές της στο μυθιστόρημα, που εκ πρώτης αφήνει την εντύπωση ότι είναι κενό νοήματος, σου αφήνουν κάθε φορά ευδιάκριτες και συγκινητικά εύγλωττες  εικόνες ανθρώπινων χαρακτήρων, καταστάσεων, συναισθημάτων.  

Δεν ξέρω πως έχει μεταφερθεί αυτό το ιδιότυπο ύφος της στο θεατρικό "γάλα-αίμα" που συνέγραψε και ανέβηκε στην Μικρή Επίδαυρο στις 16 και 17 Ιουλίου. Όπως διαβάζω, όμως, είναι σε ένα αρκετά διαφορετικό επίπεδο – η συγγραφέας, που κλήθηκε να γράψει ένα πρωτότυπο έργο με βάση μία αρχαία τραγωδία, επέλεξε τα λόγια των πρωταγωνιστών της να απηχούν τον δεκαπεντασύλλαβο, μια φόρμα που είναι για κείνη τρομερά συγκινητική και την θεωρεί ταυτόσημη με τα σχήματα και τις εικόνες της Επιδαύρου. "Ταυτόχρονα όμως ήθελα να μην λέγεται καμία σύγχρονη λέξη που δεν θα λεγόταν τότε και καμία παλαιότερη που δεν θα ακουγόταν σήμερα. Έπαιξα με έναν πολύ απλό λεξιλόγιο και προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό το πλέξιμο να είναι το απροσδόκητο."  

 

 

Από την περιγραφή και μόνον διαφαίνεται κάτι πολύ ενδιαφέρον έως προκλητικό και καίριο όταν ακούγεται από το στόμα μιας Μήδειας την οποία η Αλεξάνδρα Κ* τοποθετεί στην μετεμφυλιακή Πελοπόννησο. Κι αυτή η ανατρεπτική γραφή της, και ο αντίστοιχος λόγος, μού υπενθυμίζουν πως και το θέατρο είναι, εκτός των άλλων, εύφορο πεδίο αντιπαράθεσης και αντικομφορμισμού. «Δεν μπορεί κανείς να κάνει θέατρο βασιζόμενος στον φόβο και τους συμβιβασμούς. Χωρίς διαφωνία, δεν υπάρχει τέχνη» λέει ο Σάιμον Στόουν, ο αυστραλός σκηνοθέτης της "Ανασκαφής". Το ίδιο ισχύει και για την λογοτεχνία

Ωστόσο, εκείνο που τα διαχωρίζει, –όπως και κάθε τι άλλωστε που θέλει να προσδιορίζεται ως ανατρεπτικό–,  από την κακότροπη αναρχία και την βαρετή, αν όχι επικίνδυνη, κενότητα είναι ο τρόπος που οι δημιουργοί επιλέγουν για να εκφράσουν την αντισυμβατικότητά τους, την διαφωνία ή την όποια άποψή τους. Οι πιο πάνω συγγραφείς το κάνουν  με ελάχιστα μέσα και ουσιαστικά αποτελέσματα – λόγος που εκγυμνάζει την σκέψη του αναγνώστη/θεατή, και συγχρόνως εκθέτει και υπονομεύει τα λανθάνοντα, τα αυτονόητα και τους βλαπτικούς κανόνες. 

Εntertainment reassuring.

 

 

 

 


 

 

 

Σημειώσεις: Το εικαστικό είναι μία υδατογραφία του "ζωγραφικού αφηγητή"  Ανδρέα Βουρλούμη, αντλημένο από το «Μπλοκ Εκστρατείας. Ζωγραφική περιήγηση στο Αλβανικό Μέτωπο» (Ίκαρος, 2ΟΟΟ). Η επόμενη εικόνα είναι στιγμιότυπο από την κινηματογραφική ταινία. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, στη συνέχεια, είναι από το διήγημα "Μπανάνες" της πιο πάνω συλλογής ενώ η φωτογραφία στο τέλος είναι από το ανακαινισμένο Κολοσσαίο όπου το 2ΟΟΟ, μετά από σχεδόν 15ΟΟ χρόνια, άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πολιτισμένο κοινό αυτή τη φορά που παρακολούθησε τον Οιδίποδα Τύραννο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου μας – στο στιγμιότυπο βλέπεται τα σκηνικά και τον φωτισμό της συγκεκριμένης παράστασης. Στιγμιότυπα από τις πρόβες της παράστασης της Αλεξάνδρας Κ* μπορείτε να δείτε εδώ.