Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012








Modus Vivendi






Το φετινό καλοκαίρι ήταν εν μέρει το καλοκαίρι "των ανασκαφών" - άνοιξα μετά από καιρό τις κούτες όπου έχω βάλει, ελλείψει χώρου, τα παλιά βιβλία μου κι άρχισα να τις σκαλίζω ψάχνοντας τίτλους που μου έρχονταν στο νου κι "επέμεναν" να τους διαβάσω ξανά. Το έκανα, όχι από κάποια ανάγκη να καλύψω το όποιο αναγνωστικό κενό που πολύ ενδεχομένως έχω, ούτε για να μου υπενθυμίσω εκείνη την ευχαρίστηση που μου είχαν προσφέρει όταν τους διάβαζα στο παρελθόν. Πιο πολύ το έκανα  για 'κείνο  το  "Κάπου-κάπου -όχι πολύ συχνά- αιφνιδιάζεσαι από κάτι  που διαβάζεις, και πυροδοτείται μια αντήχηση μέσα στο κεφάλι σου."  που είπε ο Gore Vidal.

Ο Antoine de Saint-Exupéry συνδυάζει και την αναγνωστική ευχαρίστηση και τον αιφνιδιασμό. Αν και έγινε παγκοσμίως γνωστός με τον "Μικρό πρίγκηπα"  έχει δώσει, ωστόσο, κι έργα-μικρά διαμάντια που ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητα της γραφής τους, την ευγένεια και ποιητική ένταση της γλώσσας τους. Η "Νυχτερινή πτήση" του (Ψυχογιός, 1996 σε μτφρ. Δημήτρη Ζορμπαλά) αποτελεί, επίσης, ένα εξαιρετικό δείγμα ημι-αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας - τού πώς, με άλλα λόγια, η ζωή ενός συγγραφέα και του ήρωά του συνυφαίνονται αμετάκλητα σ' ένα πεζογράφημα.  

Ο Φαμπιέν είναι πιλότος στην μοναδική αεροπορική ταχυδρομική εταιρία στο Μπουένος Άιρες. Οι αντικειμενικές συνθήκες πτήσης εκείνη την εποχή -δεκαετία του 1920- είναι ανυπέρβλητες και καθόλου αμελητέες καθώς  θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των πιλότων - τα αεροπλάνα δεν διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για την ασφαλή πλοήγηση τους με αποτέλεσμα να πετούν στην κυριολεξία στα τυφλά. Παρ' όλα αυτά, ο Φαμπιέν εκτελεί τις εντολές και τα δρομολόγια που έχει σχεδιάσει ο εργοδότης του, Ριβιέρ, με αξιοσημείωτη ευσυνειδησία και κόντρα στις αντιξοότητες. Ένα βράδυ, καλείται να εκτελέσει το συνηθισμένο (νυχτερινό) δρομολόγιο αν και από  τα μετεορολογικά δελτία αναφέρουν την εκδήλωση κυκλώνα.  Οι συνάδελφοι του Φαμπιέν προτείνουν στον Ριβιέρ την μετάθεση του δρομολογίου αν όχι μέχρι να απομακρυνθεί  ο κυκλώνας, τουλάχιστον μέχρι το πρώτο φως της ημέρας για να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον κίνδυνο και να εξασφαλίσουν την παράδοση της αλληλογραφίας. Ο Ριβιέρ όμως είναι ανένδοτος. 
       " - Αυτός είναι ο κανονισμός.
       Ο κανονισμός, σκεφτόταν ο Ριβιέρ, μοιάζει με το τυπικό μιας θρησκείας που διαμορφώνει τους ανθρώπους. Αδιαφορύσε ο Ριβιέρ, αν φαινόταν δίκαιος ή άδικος. Ίσως μάλιστα αυτές οι λέξεις να μην είχαν και κανένα νόημα γι' αυτόν. Οι μικροαστοί, στις μικρές πόλεις, στριφογυρίζουν τα βράδια γύρω απ' το κιόσκι της μουσικής κι ο Ριβιέρ σκεφτόταν: "Δίκαιος ή άδικος γι' αυτούς, δεν έχει σημασία: δεν υπάρχουν". Ο άνθρωπος ήταν γι' αυτόν παρθένο κερί που ήθελε πλάσιμο. Έπρεπε να δώσει μια ψυχή σ' αυτή την ύλη, να της δημιουργήσει μια θέληση. δε σκεφτόταν να τους υποτάξει μ' αυτή τη σκληρότητα, μα να τους κάνει να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Αν τιμωρούσε έτσι κάθε καθυστέρηση, φερόταν άδικα, μα κατεύθυνε προς την αναχώρηση, παρά προς την στάθμευση, τη θέλησή τους. δημιουργούσε αυτή τη θέληση. Με το να μην επιτρέπει στους ανθρώπους να χαίρονται για μια κακοκαιρία, σαν πρόσκληση για ανάπαυση, τους κρατούσε σε αβεβαιότητα κι η αναμονή ταπείνωνε κρυφά και τον τελευταίο εργάτη. (...) Χάρη στον Ριβιέρ, σε δεκαπέντε χιλιάδες χιλιόμετρα, ο σεβασμός του ταχυδρομείου ξεπερνούσε όλα τ' άλλα." 


Η "Νυχτερινή πτήση" θα μπορούσε να ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων περιπέτειας ή σ' εκείνα των ντοκουμέντων, σύμφωνα με τον Αντρέ Ζιντ που γράφει τον πρόλογο της νουβέλας. Ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό. Σε λιγότερες από 100 σελίδες, ο Σαιντ-Εξυπερί πραγματεύεται την αίσθηση του καθήκοντος και την υπέρβασή του. Την επιτυχία ή αποτυχία μιας αποστολής, την πραγματοποίηση ή όχι του σκοπού και τις επιπτώσεις τους. Την αυστηρότητα και την -όχι αβασάνιστη- αδιαλλαξία του διοικητή του, και τα όρια της υπευθυνότητας και του επαγγελματισμού. Μας μεταφέρει στην καμπίνα του πιλότου και μεταγράφει τις σκέψεις του, στα γραφεία της εταιρίας όπου αμφισβητούνται η ακεραιότητα των εργαζομένων και η ορθότητα των καθορισμένων δρομολογίων, στο σπίτι του πιλότου όπου η σύζυγος του Φαμπιέν σκέφτεται το αναπόφευκτο. Μέσα από τον λιτό λυρισμό της γραφής του Σαιντ-Εξυπερί αναδύονται, επίσης, η εσωτερική σύγκρουση και το αδιέξοδο του Φαμπιέν: πως χειρίζεσαι την ψυχική ευαισθησία σου όταν οι πραγματολογικές -κι εντελώς λογικές- συνθήκες σε ξεπερνούν; Τι κάνεις; υπακούς ή υπερβαίνεις εαυτόν και φόβους; Between the devil and the deep blue sea, ο Φαμπιέν  επιλέγει να εκτελέσει το δρομολόγιο κρατώντας τις βασανιστικές αντιρρήσεις για τον εαυτό του. 


Ο Σαιντ-Εξυπερί υπήρξε πρωτοτοπόρος του αεροπορικού ταχυδρομείου εργαζόμενος ως πιλότος από τις πρώτες κιόλας μέρες της Aéropostale που ιδρύθηκε στη Γαλλία το 1918. Το 1929 θα μετατεθεί στην Αργεντινή όπου θα του ανατεθεί η διεύθυνση της Aeroposta Argentina. Από τούτη την δεκαετή περίοδο θα αντλήσει σχεδόν όλο το υλικό του και την έμπνευση τόσο για την "Νυχτερινή πτήση" όσο και για τα υπόλοιπα έργα του - ολοφάνερο στο  "Wind, Sand and Stars" που είναι αυτοβιογραφικό και μοιραίο γενικώς, μιας και το αεροπλάνο ήταν τρόπος ζωής για τον Σαιντ-Εξ., μιας ζωής που, απ' όσα διαβάζω, φαίνεται να "ζωντανεύει" από την στιγμή που ο συγγραφέας μαθαίνει να πιλοτάρει. "Ζω στο βασίλειο της πτήσης" έγραψε κάποτε. 

Το βιβλίο ξαφνιάζει με την σφιχτοδεμένη κι όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Σαιντ-Εξυπερί και την διεισδυτικότητά του. Το πόσο καλά, δηλαδή, γνώριζε και περιέγραψε την εσώτερη καρδιά του ανθρώπου, είτε πρόκειτο για άνδρα είτε για γυναίκα. Εκείνο, ωστόσο, που με αιφνιδίασε τώρα, στην δεύτερη ανάγνωσή του, είναι πως το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως το χρονικό του  θανάτου του - περίπου έτσι θα πρέπει να σκεφτόταν ο Σαιντ-Εξ όταν στις 31 Ιουλίου 1944  πραγματοποιούσε μια αναγνωριστική πτήση προς την κοιλάδα του Ρήνου που έμελλε να είναι η τελευταία του. Δεν ξέρω αν οι καιρικές συνθήκες τότε ήταν το ίδιο ταραχώδεις με εκείνες που περιγράφονται στην "Νυχτερινή πτήση", ο ψυχισμός του όμως πολύ πιθανόν να ήταν. Στα σοβαρά προσωπικά προβλήματα που έχει εκείνη την εποχή ο συγγραφέας, έρχονται να προστεθούν και τα αντίποινα του ντε Γκωλ -  ο Σαιντ-Εξυπερί είχε κατακρίνει ανοιχτά την κυβέρνηση του Βισύ αλλά και τον Γάλλο στρατηγό ντε Γκωλ, κι εκείνος (ο ντε Γκωλ) πέρασε στην αντεπίθεση αφήνοντας, καταρχάς, να εννοηθεί πως ο  συγγραφέας υποστηρίζει τους Γερμανούς. Στην συνέχεια, τον θέτει υπό παρακολούθηση, υποκλέπτει την αλληλογραφία του και απαγορεύει την κυκλοφορία των βιβλίων του στην ελεύθερη Γαλλία.

Μόλις το 1998, κάπου στα ανοιχτά της Μασσαλίας θα ανασυρθούν από τον βυθό της θάλασσας συντρίμμια ενός αεροπλάνου. Η ακριβής πιστοποίησή τους  θα διαλύσει τις όποιες εικασίες υπήρχαν μέχρι εκείνη την στιγμή για τον χαμό του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί. His sea of problems was deeper blue, after all. Τα βιβλία του ωστόσο, και η "Νυχτερινή πτήση" βέβαια, διατηρούν  την δύναμή τους και ανυψώνουν τον αναγνώστη παρ'όλους τους στενόχωρους συλλογισμούς τους.







Σημείωση: Το πρώτο εικαστικό θέμα είναι του Robert Delaunay κι έχει τίτλο "Homage to Blériot" - όπου Blériot, ο διάσημος πιλότος που πρώτος διέσχισε την Μάγχη με ένα μονοπλάνο της εποχής. Το εξώφυλλο που εικονίζεται στην δεύτερη φωτό είναι από την πρώτη έκδοση της "Νυχτερινής Πτήσης" το 1931, χρονιά που το βιβλίο βραβεύτηκε με το prix Femina.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012







Κυριακές του Αυγούστου




    "Έκανε πολύ ζέστη εκείνο το καλοκαίρι, κι είχαμε τη βεβαιότητα ότι δε θα μας ξανάβρισκαν εδώ. Το απόγευμα, ξεχωρίζαμε το σημείο της πλαζ όπου μαζευόταν ο περισσότερος κόσμος. Τότε, κατεβαίναμε σ' αυτή την πλαζ, γυρεύοντας ένα μικρό ελεύθερο μέρος για ν' απλώσουμε τις πετσέτες του μπάνιου. Ποτέ δεν ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι όσο εκείνες τις στιγμές, χαμένοι στο πλήθος που μύριζε αντηλιακές κρέμες. Τα παιδιά, γύρω μας, έχτιζαν πύργους στην άμμο, κι οι πλανόδιοι πωλητές διασκέλιζαν τα σώματα και πρόσφεραν τα παγωτά τους. Ήμασταν σαν όλο τον κόσμο, τίποτα δε μας ξεχώριζε απ' τους άλλους, εκείνες τις Κυριακές του Αυγούστου."


Patrick Modiano







Σημείωση: Ο πίνακας είναι του Ανδρέα Κοντέλλη  από την έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής "Αναμνήσεις"   που διοργανώθηκε από το Φεστιβάλ Μεγάρου Γκύζη στη Σαντορίνη τον φετινό Αύγουστο.