Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009





Τι να ευχηθώ;



Προσπαθώ να διαλέξω μία ευχή για να σας γράψω αλλά τα λόγια του Τ.Σ.Έλιοτ με κάνουν λίγο σκεπτική "...διότι οι λέξεις του περασμένου χρόνου ανήκουν στη γλώσσα του περασμένου χρόνου και οι λέξεις της επόμενης χρονιάς περιμένουν μιαν άλλη φωνή." (Little Gidding).

Χμ! Παρ' όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσω μια φράση του ποιητή από το ίδιο έργο για να σας ευχηθώ να είστε γεροί και δυνατοί για να δώσετε ένα τέλος σε ό,τι σας ενοχλεί και να κάνετε μια νέα αρχή όπως ακριβώς επιθυμείτε. Και είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε αυτή την άλλη φωνή, τη φωνή της επόμενης χρονιάς που λέει και ο Έλιοτ .

Cheers!


Σημείωση: Το σκίτσο είναι του εικονογράφου Τζεφ Τζόουνς.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009





Ευχές


για
όμορφες στιγμές σε όλους.
Καλά Χριστούγεννα!



Σημείωση: Το εικαστικό θέμα σήμερα είναι μία κάρτα φιλοτεχνημένη από τον Άντυ Ουόρχωλ (π.1958).

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009






Christmas actually

  
is...
Ο Ντίκενς που γνωρίζουμε και ο άγνωστος Ντίκενς, η ταινία του σήμερα, οι χριστουγεννιάτικες κάρτες για την υφή του χαρτιού και την σκέψη του αποστολέα, οι γυάλινες μπάλες που με πολύ φροντίδα βγάζω από το κουτί για να διακοσμήσω το τραπέζι, ο Τζιμ, η Ντέλλα και το δώρο τους, να κάνω "άχρηστα" δώρα, να ανοίγω τα δικά μου δώρα ακούγοντας μουσική, να μαλώνω με την ανηψιά μου για το ποιός θα φάει τα περισσότερα γλυκά από την κρυμμένη πιατέλα της γιαγιάς, τα μελομακάρονα, οι δίπλες, το μέλι από κάστανο σε τσάι, το μέλι από κάστανο - σκέτο, η ζάχαρη άχνη όταν πέφτει... πάνω στα ρούχα, το χιόνι που δεν πέφτει, η παγωνιά με ήλιο, η Χοπερική μελαγχολία των γιορτών, η συγκίνηση από την ανάμνηση ενός ζευγαριού απαλά χέρια στο πρόσωπο, το κόκκινο κρασί, τα βιβλία που έχω στήσει μπροστά στο τζάκι, το τζάκι -αναμμένο, τα σημάδια πάνω στη μοκέτα από τις καύτρες που ξεπηδούν από τη φωτιά και προσγειώνονται μπροστά στα πόδια μου, οι μαύρες γόβες με τα μικρά γυαλάκια σε σχήμα σταγόνας, όλοι εκείνοι που δεν είναι εδώ και όλοι εσείς που είστε εκεί και σας σκέφτομαι γράφοντας ετούτη την ανάρτηση,


καλοί φίλοι και συν-bloggers,


I wish you be very...

Merry!

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009







"... no ordinary eyes..."






Το "Εκατό μπουκάλια στο ράφι" (Ποταμός, 2004, μτφρ. Τασία Παναγοπούλου) είναι ένα προκλητικό βιβλίο που κατατάσσεται στο είδος του road novel. Μην ψάχνεται να βρείτε τι σημαίνει ετούτος ο όρος - δεν υπάρχει ερμηνεία. Είναι η αίσθηση που είχα διαβάζοντάς το: αμέσως ήρθαν στο νου μου το "On the Road" του Τζακ Κέρουακ και οι road movies.

Το μυθιστόρημα καταγράφει την ιστορία δύο γυναικών που είναι επιστήθιες φίλες από τα σχολικά τους χρόνια: της Ζέτα Άλβαρεθ, μίας εικοσάχρονης εκκεντρικής μποέμ με αντιαισθητική -σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα- εμφάνιση, "...πολύ αργή για να ζήσει στη Δύση...", μα υπερβολικά συναισθηματική και γενναιόδωρη. Και της Λίντα Ροθ που είναι το ακριβώς αντίθετο: καλλιεργημένη, σκληρή και αριβίστρια. Μια φιλόδοξη συγγραφέας που έχει τον έλεγχο της ζωής σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Βρισκόμαστε στην Αβάνα της Κούβας, στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, εποχή που κυβερνά ακόμη ο Κάστρο, το να βρεις έστω κι ένα κιλό πατάτες παραμένει κατόρθωμα ενώ οι "πατατούλες τηγανητές" θεωρούνται λουκούλειο γεύμα.

Αντίθετα με τα "πιστεύω" και τις πράξεις των πρωταγωνιστών ενός road movie, η Ζέτα δεν αρπάζει τη ζωή, απλώς ζει με νωχέλεια ό,τι της τυχαίνει ή καλύτερα, ό,τι της προσφέρει η καλοσύνη -και το πείσμα- των γνωστών και φίλων - εάν δεν υπήρχε η Λίντα δεν θα έκανε τον κόπο ούτε καν να σπουδάσει. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το ότι η Ζέτα έχει πλήρη επίγνωση του εαυτού της από μικρή ηλικία και τον αποδέχεται χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ή σκέψη. Είναι δε τόσο παθητική που προκειμένου να μην αλλάξει κάτι, δέχεται το οτιδήποτε με ευχαρίστηση όπως π.χ. την βίαιη, σαδιστική φύση του ψυχασθενή εραστή της.

Η Ζέτα δεν ωριμάζει, ή μάλλον αρνείται πεισματικά να ωριμάσει, αντίθετα
με ότι συνήθως συμβαίνει με τον αντίστοιχο ήρωα ενός road movie. "Ζωή είναι η πάλη ενάντια στην ωριμότητα" φαίνεται να είναι το μότο της. Παρ' όλες τις εμπειρίες που "συλλέγει" στην διάρκεια αυτών των 364 σελίδων και τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να σμιλέψει τα κακώς κείμενα του εαυτού της, δεν το κάνει. Εκείνο που κάνει είναι να τραγουδά ένα συγκεκριμένο παιδικό τραγουδάκι που ξεκινά από το εκατό και αριθμώντας αντίστροφα φτάνει μέχρι το μηδέν μετά από πολλά ρεφρέν γιατί έτσι καλύπτει τον ενδόμυχο φόβο της, κερδίζει χρόνο και δεν παίρνει τις αποφάσεις που οφείλει στον εαυτό της. Ακόμη και στο τέλος, όταν της προσφέρονται καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για εκείνη και για το πέντε μηνών μωρό που κουβαλά μέσα της, η Ζέτα δεν αποφασίζει - μόνο που τώρα δεν τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι που πάει ως εξής: "εκατό μπουκάλια στο ράφι.../ αν πέσει το ένα.../ ενεννήντα μπουκάλια στο ράφι..."

Η μεγαλύτερη
όμως διαφοροποίηση -σε σχέση με ένα road movie- βρίσκεται στην πλοκή. Τα γεγονότα δεν συμβαίνουν καθ' οδών, δεν υπάρχει γεωγραφικό ταξίδι, εξωτικά μέρη και ειδυλλιακές περιγραφές. Αφετηρία και κατάληξη όλων των περιπετειών της ηρωίδας είναι η Γωνία του Χαρούμενου Σφυριού, η ετοιμόρροπη πολυκατοικία όπου κατοικεί από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι και τώρα στα είκοσί της που γράφει ετούτη την εξιστόρηση. Αυτό το απομεινάρι της αριστοκρατίας του '30 μαζεύει σαν μαγνήτης πολλούς "εξωτικούς" ανθρώπους, ανθρώπους του περιθωρίου που βρίσκονται με ένα σφυρί στο χέρι όλη την ώρα "αναπαλαιώνοντας", "ανακατασκευάζοντας" το κτήριο - εξού και το όνομά του. Ετούτοι οι άνθρωποι γεμίζουν τα διαμερίσματα του κτηρίου και τις σελίδες του βιβλίου και μπορεί να καταλάβει κανείς που οφείλεται το τόσο χαρακτηριστικό χρώμα και ύφος της Αβάνα "βλέποντάς" τους. Η Ζέτα συναναστρέφεται και περιγράφει αυτούς τους γραφικούς ανθρώπους και "ταξιδεύει" μέσω αυτών - κάθε άνθρωπος κι ένα ταξίδι, έτσι δεν λένε;

Διαβάζω στο αφτί του βιβλίου ότι η συγγραφέας Ένα Λουτσία Πορτέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας περίεργος συνδιασμός του Σάλιντζερ και του Μπόρις Βιαν. Δεν είναι υπερβολή. Η Πορτέλα γράφει με αναίδεια και βάλλει κατά ριπάς σε οτιδήποτε, είτε αυτό είναι λέγεται παιδική ηλικία, πατρότητα και φεμινισμός, είτε πρόκειται για φιλία, έρωτα, συντροφικότητα και ομοφυλοφιλία, είτε ακόμη αφορά στην πολιτική και την κοινωνία στην Κούβα. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται χρησιμοποιώντας μια ανελέητη αργκό. Η αθυροστομία της δεν περιέχει βωμολοχίες, μόνο καθημερινές λέξεις και εκφράσεις που, ωστόσο, δεν χωρούν σε καθωσπρέπει συμπεριφορές. Η πλούσια, μοναδική -
η γεμάτη επίθετα και ρήματα- γλώσσα που χρησιμοποιεί αποδομεί τα πάντα, από το πιο κωμικό έως το πιο τραγικό. Η φαντασία ξεχειλίζει από κάθε γραμμή.

Η γραφή της συγγραφέως είναι αιρετική, έντονη, γρήγορη και καλά δομημένη. Αν και υπήρχε παντού διάχυτη μια παραίτηση, μια αδράνεια και η απουσία κάθε επιθυμίας για οτιδήποτε από την πλευρά της Ζέτα, το μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου καταθλιπτικό ή οτιδήποτε παρόμοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Με συνεπήρε άθελά μου και γι' αυτό
θα το τοποθετήσω δίπλα στον Τζακ Κέρουακ - τηρουμένων, όμως, των πιο πάνω παρατηρήσεων και δίχως να χρειαστεί να τραγουδίσω το "εκατό μπουκάλια στο ράφι..."



Σημείωση: Η εικόνα είναι το εξώφυλλο του βιβλίου και πρόκειται για τη "Γυναίκα-φρούτο", λεπτομέρεια από φωτό του Μπρασσάι (1935).
O Χένρι Μίλλερ σχολίασε για τον Γάλλο φωτογράφο : "Όταν συναντήσεις αυτόν τον άντρα βλέπεις αμέσως ότι είναι εξοπλισμένος με ασυνήθιστα μάτια" - "When you meet the man you see at once that he is equipped with no ordinary eyes" . Από εδώ δανείστηκα τον τίτλο της σημερινής ανάρτησης που ταιριάζει χωρίς κόπο και στην συγγραφέα για την ξεχωριστή συγγραφική της ματιά.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009





Χωρίς λόγια...


Είναι από εκείνες, τις ελάχιστες, φορές που ο ορισμός του ήθους, της σιωπής και της δημιουργίας, η έννοια του όρου "δάσκαλος" βρίσκουν το πρόσωπό τους. Και όταν αυτό το πρόσωπο φεύγει, οι λέξεις σου φαίνονται τόσο φτωχές, τόσο λίγες...


Σημείωση: Το εικαστικό θέμα είναι λεπτομέρεια από το μεγάλων διαστάσεων έργο του Γ.Μόραλη που βρίσκεται στο γραφείο του σπιτιού του Μάνου Χατζηδάκι. Το φιλοτέχνησε το 1962 και υπήρξε δώρο του καλλιτέχνη και της μητέρας του συνθέτη προς τον τελευταίο.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009





Bonjour Tristesse...


Η προηγούμενη εβδομάδα πέρασε βιαστικά, ανάμεσα στα μαθήματα, στις δουλειές του σπιτιού (ενόψει Χριστουγέννων) και στις ελάχιστες σελίδες που κατόρθωσα να γυρίσω προσπαθώντας να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά δίπλα στο πορτατίφ του κομοδίνου. Έτσι, το Σάββατο κατέληξε γεμάτο με ένα περίεργο μείγμα κούρασης κι έντασης. Ήταν μέρα εξετάσεων, ήταν και η βροχή που σκούρυνε κατά πολύ την μέρα και από τις τέσσερις και μισή νύχτωσε με αποτέλεσμα να μην αποφύγω τις θλιμμένες σκέψεις. Μια δύσκολη επαγγελματική συνεργασία πέντε χρόνων είχε φτάσει στο τέλος της. Από τη μια ένοιωθα ανακουφισμένη, από την άλλη, όμως, οι προοπτικές δυσοίωνες. Και τώρα τι; Τελευταία, νιώθω όλο και πιο ανεπαρκής, λίγη, ελάχιστη, ένα μυρμήγκι, ένας γραφικός και μίζερος Δον Κιχώτης που προσπαθεί για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί. Κι όσο κι αν αποδιώχνω αυτή την αίσθηση, εκείνη επιμένει. Και οι καταστάσεις δεν βοηθούν. Ο Β. έδινε εξετάσεις και ήταν σαν να έδινα κι εγώ τις δικές μου.

Αργά το απόγευμα, μετά το τέλος των εξετάσεων οι γονείς του παιδιού, ο μαθητής μου κι εγώ πήγαμε στο σπίτι τους για ένα ποτό. Για την ακρίβεια εμείς οι μεγάλοι ήπιαμε, ο νεαρός αρκέστηκε στους ξηρούς καρπούς. Με τη συζήτηση ελάφρυνε κάπως η διάθεση. Επέστρεψα στο σπίτι μου στις δέκα και μισή μα δεν άναψα τα φώτα. Το μόνο που έσπαγε τη σιωπή του σκοταδιού ήταν το ψιλόβροχο που χτυπούσε στο τζάμι του φεγγίτη. Κοιμήθηκα αργά με την αίσθηση ότι κάτι, κάπως πήγε στραβά.

Χθες επικοινώνησα με τη μητέρα του Β. Περίμενα να ακούσω κάτι αποθαρρυντικό ή στην καλύτερη περίπτωση κάτι ουδέτερο, τυπικό. Αντίθετα, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, με δυο κουβέντες που είπε μού διέλυσε τις όποιες κακές ιδέες κλωθογύριζαν στο νου μου μέχρι τότε. Κλείνοντας το τηλέφωνο, διάβασα και πάλι το mail ενός φίλου που είχε προηγηθεί. Χαμογέλασα. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ένας καλός λόγος, μία σκέψη που εκφράζεται από εκεί που δεν το περιμένεις είναι ικανά να σε κάνουν να νιώσεις ξεχωριστή. Αν και συνεχίζω να νιώθω λίγη κι ανεπαρκής, μου φαίνεται ότι τουλάχιστον γι' αυτούς τους δύο τρεις ανθρώπους είμαι κάτι παραπάνω από έναν κόκκο σιταριού. Και ξέρετε κάτι; Είναι...


...έστω και για λίγο.


Σημείωση: Το έργο είναι της Τρέισυ Έμιν. Εμπνεύστηκα τον τίτλο της ανάρτησης από την ομώνυμη νουβέλα της Φρανσουάζ Σαγκάν.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009





"What lies behind us and what lies before us
are tiny matters compared to
what lies within us"

Ralf Waldo Emerson


Έχοντας υπάρξει για μεγάλο διάστημα το μικρότερο μέλος μιας ευρύτερης οικογένειας μεσηλίκων και υπερηλίκων, μπορώ να πω άνετα ότι μεγάλωσα μέσα σε αναμνήσεις. Οι αναπολήσεις για ανθρώπους, συνήθειες και καταστάσεις κάποιων άλλων (πολύ) περασμένων εποχών με "περικύκλωναν" από παντού. Ξεκινώντας να διαβάσω το "Αναμνήσεις μιας κυρίας" του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο (Καστανιώτης, 2009) περίμενα κάτι από τις υπερβολές που άκουγα μικρή, εκείνες τις ωραιοποιημένες εικόνες για μια καλή ζωή, με "μικρές" μεν δυσκολίες αλλά γεμάτη χοροεσπερίδες και διασκέδαση - η άλλη όψη εκείνων των εποχών αποσιωπούνταν, όπως ήταν φυσικό, όταν ήμουν εγώ μπροστά.


Δεν έπεσα και πολύ έξω διότι η ηρωίδα του βιβλίου, μια εκλεπτυσμένη εκατομμυριούχος στο κατώφλι των 70 χρόνων της, αυτήν την πρόθεση έχει: να καταγράψει σ' ένα βιβλίο τις αναμνήσεις της από μια ζωή που περιελάμβανε άψογους τρόπους καλής συμπεριφοράς, δεξιώσεις της υψηλής κοινωνίας του Αγίου Δομήνικου, βεβιασμένες μετακομίσεις της οικογένειάς της -λόγω πολιτικών αναταραχών- στην Κούβα πρώτα και
κατόπιν στις ΗΠΑ, και συναναστροφές με το διεθνές τζετ σετ. Το μόνο μελανό σημείο είναι οι εχθρικές, στην πραγματικότητα ανύπαρκτες πλέον, σχέσεις με τα δυο παιδιά της που είναι και ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος για την συγγραφή αυτού του βιβλίου - η μαντάμ Μινέτι θέλει με αυτόν τον τρόπο να κάνει τα παιδιά της να πονέσουν για το γεγονός ότι της υπεξαίρεσαν με δόλο την τεράστια περιουσία του πατέρα της "πετώντας" εκείνη και την μητέρα της -την γιαγιά τους- έξω από κάθε σημαντική απόφαση και διεκδίκηση.

Η Ντιάνα Μινέτι προσλαμβάνει γι΄αυτόν το λόγο έναν συγγραφέα. Πρόκειται για έναν ταλαίπωρο Περουβιανό μετανάστη που κατοικεί στην Ισπανία. Έχει τελειώσει τις σπουδές του και επιδιώκει με κάθε τρόπο να πραγματοποιήσει το όνειρό του - να γίνει, δηλαδή, διάσημος και να ζήσει από τα βιβλία του. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, κάνει τις πιο απίθανες δουλειές.

Κάτω από τις άθλιες έως κωμικές συνθήκες που ζει, η συνεργασία που του προσφέρει η Ντιάνα τού έρχεται "κουτί". Οι φιλοδοξίες του για την συγγραφή ενός μπεστ σέλερ περιορίζονται μεν στα τυπικά και ανούσια πράγματα που του εξιστορεί η μαντάμ Μινέτι αλλά είναι ευτυχισμένος δε - η παχυλή μηνιαία αμοιβή του και οι διευκολύνσεις που του παρέχει του αρκούν. Δεν διστάζει να μηχανευτεί τρόπους παράτασης ετούτης της εργασιακής κατάστασης κι έτσι, αποφασίζει να ψάξει και την άλλη πλευρά της ζωής της Ντιάνα, πλευρά που και η ίδια αγνοεί σε μεγάλο βαθμό. Ταξιδεύει στην Κούβα και συνομιλεί με άτομα που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα της εποχής της. Από το σημείο αυτό κι έπειτα η "καλή" ζωή της Ντιάνα ανατρέπεται και τα γεγονότα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά από τις αρχικές προθέσεις και των δύο.

Κομβικό πρόσωπο ο Τζόρτζο Μινέτι, ο πατέρας της Ντιάνα, που από τρυφερός τζέντλεμαν αποδεικνύεται ένας αδίστακτος αριβίστας που δεν αφήνει καμμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη - ελίσσεται στα υψηλά πολιτικά στρώματα και συναλλάσσεται με τρεις δικτάτορες προκειμένου να κερδίσει χρήματα και κύρος. Τα πατήματά του θα ακολουθήσουν ο αδερφός της Ντιάνα και μετά από αυτόν ο γιος της. Η ίδια, όπως αποκαλύπτεται, είναι για όλους τους άλλους αδιάφορη έως αόρατη. "Ήμουν τόσο εύθραυστη, τόσο αδύναμη που το μοναδικό πράγμα που είχα στον κόσμο ήταν ένας μεγάλος σωρός λεφτά. Και εκείνος (ο πατέρας της) με είχε σαν ένα ακόμα αντικείμενο, ακριβώς όπως και όλοι οι άντρες που είχαν περάσει από τη ζωή μου." Ο Μανουέλ, ο πρώτος της σύζυγος και πατέρας των δύο παιδιών της, της φέρεται σαν να μην υπάρχει, ο Φρανσίσκο, την θέλει, την αγαπά αλλά λόγω της επαγγελματικής του θέσης δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να συντηρεί την εξωσυζυγική σχέση τους, ο Αντρές, ο δεύτερος σύζυγος μετατρέπεται σε κηφήνα μετά τον γάμο τους και τέλος, ο Αμερικανός εραστής της, Τζων Τέιτ, που από μια ατυχή συγκυρία μένει μακριά της.

Θα μπορούσα να είμαι σκεπτική έως θλιμμένη για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εκείνων των χρόνων, για την ασφυξία που προκαλούν οι "ετικέτες", για την απαράδεκτη θέση και διαπαιδαγώγηση των γυναικών σε εκείνες τις συνθήκες αλλά... διασκέδασα τις "Αναμνήσεις..." αφάνταστα κι αυτό γιατί ο Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο χρησιμοποιεί αφειδώς το χιούμορ στο κείμενο. Γέλασα πολύ (μα πάρα πολύ) με τα παθήματα του συγγραφέα/αφηγητή του μυθιστορήματος και με τον χαρακτήρα του Χάβυ ενώ βρήκα θαυμάσια τα περιστατικά αυτοαναφορικότητας του Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο. Έχω όμως την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς το χιούμορ ευθύνεται για ένα "κάτι" που λείπει από την αφήγηση: εκεί που παρουσιάζεται μια σοβαρή πτυχή της ιστορίας, στο σημείο εκείνο που η συγκίνηση αρχίζει να κορυφώνεται, ένα αστείο συμβαίνει και η ατμόσφαιρα επιστρέφει πάλι στην απλή, καθησυχαστική εξιστόρηση. Για παράδειγμα, το γεγονός της απομυθοποίησης του πατέρα της Ντιάνα - ενώ σε προϊδεάζει για μία συναισθηματική ταραχή (όπως περίπου συνέβει και με την πρωταγωνίστρια του "Μουσικού Κουτιού" του Γαβρά) αυτό παραμένει στις διαστάσεις της συνηθισμένης διήγησης της Ντιάνα, διανθισμένης με αστεία περιστατικά. Σαν να φοβάται ο Ρονκαλιόλο να αφήσει την ηρωίδα του να σπάσει την επιφάνεια και να κάνει ένα βήμα προς την συνειδητοποίησή της, την αυτογνωσία.

Σε κάποιο σημείο, η Ντιάνα αναφέρει: "Κανείς δεν μπορεί να μας διδάξει μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε, ...εμείς μόνες έπρεπε να μάθουμε... ".
Και φαίνεται ότι σχεδόν τα καταφέρνει. Λέω σχεδόν διότι ο νεαρός συγγραφέας/αφηγητής άθελά του την διδάσκει κατά κάποιο τρόπο, την κάνει να δει και να βρει τον πραγματικό εαυτό της. Λίγο πριν πεθάνει η Ντιάνα γράφει ένα γράμμα που απευθύνεται σ' αυτόν όπου διαφαίνεται καθαρά ότι έχει αντιληφθεί την πραγματικότητά της: "...Αλλά η ζωή μου, τουλάχιστον, τώρα έχει ένα μάρτυρα: εσένα. Προσπάθησα πολύ για να με γνωρίσει κάποιος. Εσύ είδες το παρελθόν μου και το παρόν μου, δηλαδή, τα πάντα, γιατί δεν έχω μέλλον. Ό,τι είδες είναι ό,τι υπάρχει με τα σκαμπανεβάσματά του. Μια καλή ζωή, έτσι;"

Τελικά, για να παραφράσω ελαφρώς τον Μπόρχες, "μερικές συναντήσεις είναι ραντεβού".




Σημείωση: η πρώτη φωτογραφία είναι το εξώφυλλο του βιβλίου χωρίς τα τυπογραφικά στοιχεία του. Στην δεύτερη, είναι η Άνν Μπάνκροφτ στην τηλεοπτική σειρά "Haven".