Τρία διηγήματα είναι αρκετά για να σε εισάγουν στον ιδιότυπο κόσμο μίας από τις πιο αναγνωρίσιμες συγγραφικές μορφές της σύγχρονης Ιαπωνίας. Η συλλογή "Η πισίνα των καταδύσεων / Ο κοιτώνας / Ημερολόγιο εγκυμοσύνης" (σε μετάφραση από τα Ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη - Άγρα, 2002) είναι το πρώτο βιβλίο της Yōko Ogawa που διαβάζω και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργεί δεν θα μπορούσε να με αφήσει αδιάφορη.
Στο
πρώτο διήγημα της συλλογής, η έφηβη Αγιάκο είναι κρυφά ερωτευμένη με
τον συνομίληκό της Τζουν. Και οι δύο μένουν στο Ίδρυμα Χικόρι που ανήκει
στους θρησκευόμενους γονείς της Αγιάκο. Αν και το μόνο μη-ορφανό παιδί
στο ορφανοτροφείο, η Αγιάκο ζει κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τα υπόλοιπα παιδιά
κι αυτό είναι κάτι που την ενοχλεί ενδόμυχα. Έτσι, βρίσκει διαφυγή στον Τζουν τον οποίο παρατηρεί ηδονοβλεπτικά με
τις ώρες να ασκείται στους βατήρες. Η δεύτερη
διαφυγή της είναι η Ρίε, το μικρότερο ηλικιακά νήπιο του ιδρύματος που η Αγιάκο φροντίζει περιστασιακά και με το οποίο πειραματίζεται βασανίζοντάς το.
"Ο κοιτώνας" αναφέρεται στην φοιτητική εστία όπου έμενε ως φοιτήτρια η ανώνυμη ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος και τον οποίο συστήνει στον εξάδερφό της όταν ο ίδιος ξεκινά τις σπουδές του στο Τόκιο. Με την εγκατάσταση του νεαρού εκεί, η ηρωίδα θα θελήσει να τον επισκεφθεί αλλά όσες φορές το επιχειρεί, ο νεαρός λείπει, πότε σε μάθημα και πότε σε εκπαιδευτική εκδρομή. Και η ηρωίδα, κάθε φορά, καταλήγει να συντροφεύει στο απογευματινό τσάι του τον κύριο καθηγητή – τον τριπλά ακρωτηριασμένο (έχει μόνο ένα πόδι) ιδιοκτήτη και επιστάτη του κοιτώνα που έχει εμμονή με τους άψογα αρτιμελείς νέους και την λειτουργία των σωμάτων τους. Σε μία από τις επισκέψεις της ο κύριος καθηγητής θα της πει για το μυστήριο της εξαφάνισης ενός παλαιότερου ενοίκου της εστίας και θα την ξεναγήσει στο δωμάτιό του. Παρόλη την ανησυχία που της δημιουργείται, η ηρωίδα θα συνεχίσει τις επισκέψεις κανονικά, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο εξάδερφος θα εμφανιστεί, η κατάσταση του κυρίου καθηγητή όλο και θα χειροτερεύει μέχρι που, κλινήρης, θα βυθιστεί σε μακάριο ύπνο και ο εξάδερφος θα παραμείνει άφαντος.
Το "Ημερολόγιο Εγκυμοσύνης" είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα της Ογκάουα κι εκείνο που της χάρισε το 1990 το περίφημο βραβείο Akutagawa. Η αφηγήτριά του κρατά ημερολόγιο όπου καταγράφει την σταδιακή μεταφόρφωση του σώματος, της συμπεριφοράς και του ψυχισμού της μεγαλύτερης αδερφής της από την αρχή της εγκυμοσύνης της μέχρι την γέννηση του μωρού. Εκτός από τις ναυτίες, η μεγάλη όρεξη της εγκυμονούσας τής κάνει μεγάλη εντύπωση και φροντίζει να την τροφοδοτεί καταλλήλως, φτιάχνοντας συνεχώς μαρμελάδα από γκρέιπφρουτ τα οποία ενδέχεται να είναι ποτισμένα με τρία είδη τοξικών συντηρητικών, εξαιρετικά καρκινογόνων σύμφωμα με ένα ενημερωτικό φυλλάδιο.
"Ο κοιτώνας" αναφέρεται στην φοιτητική εστία όπου έμενε ως φοιτήτρια η ανώνυμη ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος και τον οποίο συστήνει στον εξάδερφό της όταν ο ίδιος ξεκινά τις σπουδές του στο Τόκιο. Με την εγκατάσταση του νεαρού εκεί, η ηρωίδα θα θελήσει να τον επισκεφθεί αλλά όσες φορές το επιχειρεί, ο νεαρός λείπει, πότε σε μάθημα και πότε σε εκπαιδευτική εκδρομή. Και η ηρωίδα, κάθε φορά, καταλήγει να συντροφεύει στο απογευματινό τσάι του τον κύριο καθηγητή – τον τριπλά ακρωτηριασμένο (έχει μόνο ένα πόδι) ιδιοκτήτη και επιστάτη του κοιτώνα που έχει εμμονή με τους άψογα αρτιμελείς νέους και την λειτουργία των σωμάτων τους. Σε μία από τις επισκέψεις της ο κύριος καθηγητής θα της πει για το μυστήριο της εξαφάνισης ενός παλαιότερου ενοίκου της εστίας και θα την ξεναγήσει στο δωμάτιό του. Παρόλη την ανησυχία που της δημιουργείται, η ηρωίδα θα συνεχίσει τις επισκέψεις κανονικά, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο εξάδερφος θα εμφανιστεί, η κατάσταση του κυρίου καθηγητή όλο και θα χειροτερεύει μέχρι που, κλινήρης, θα βυθιστεί σε μακάριο ύπνο και ο εξάδερφος θα παραμείνει άφαντος.
Το "Ημερολόγιο Εγκυμοσύνης" είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα της Ογκάουα κι εκείνο που της χάρισε το 1990 το περίφημο βραβείο Akutagawa. Η αφηγήτριά του κρατά ημερολόγιο όπου καταγράφει την σταδιακή μεταφόρφωση του σώματος, της συμπεριφοράς και του ψυχισμού της μεγαλύτερης αδερφής της από την αρχή της εγκυμοσύνης της μέχρι την γέννηση του μωρού. Εκτός από τις ναυτίες, η μεγάλη όρεξη της εγκυμονούσας τής κάνει μεγάλη εντύπωση και φροντίζει να την τροφοδοτεί καταλλήλως, φτιάχνοντας συνεχώς μαρμελάδα από γκρέιπφρουτ τα οποία ενδέχεται να είναι ποτισμένα με τρία είδη τοξικών συντηρητικών, εξαιρετικά καρκινογόνων σύμφωμα με ένα ενημερωτικό φυλλάδιο.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών διηγημάτων είναι οι ολιγόλογες έως σιωπηλές γυναίκες, που συνήθως πρωταγωνιστούν στο έργο της Ογκάουα. Οι κινήσεις και
οι σκέψεις τους φανερώνουν όψεις της γιαπωνέζικης κοινωνίας και την
θέση της γυναίκας σ' αυτή που και στις τρεις περιπτώσεις εδώ βρίσκεται
απομονωμένη από το ευρύτερο περιβάλλον της – η
Αγιάκο από τα άλλα παιδιά του ιδρύματος, η αφηγήτρια του δεύτερου
διηγήματος από τον σύζυγό της (δουλεύει στην Σουηδία) αλλά και από κάθε άλλη κοινωνική
δραστηριότητα, όπως και η μικρότερη αδερφή του "Ημερολογίου" η οποία, αν
και σπουδάζει και δουλεύει παράλληλα, μένει με την αδερφή της και τον
γαμπρό της δίχως να έχει κάποιο άλλο ενδιαφέρον παρά μόνο να υπηρετεί
την έγκυο.
Η γραφή της Ογκάουα είναι στυλπνή, διάφανη, σφιχτοδεμένη, σχεδόν υπνωτιστική. Η αφήγηση προχωρά με σταθερό ρυθμό φωτίζοντας αρκετές λεπτομέρειες στην πορεία της. Οι ανατροπές της καθημερινότητας και οι ψυχολογικές προεκτάσεις που σκιαγραφεί η συγγραφέας, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη σκοτεινότητα που λίγο απέχει από την πραγματικότητα δημιουργούν, αναπόφευκτα, ένα συναίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας – μοιάζει με το ίδιο μετέωρο πεδίο που χαρακτηρίζει και το ύφος του Χαρούκι Μουρακάμι, μία από τις λογοτεχνικές επιρροές της συγγραφέως. Η Ογκάουα, ωστόσο, ξεφεύγει από την zen αίσθηση που αποπνέει ο Μουρακάμι και επεκτείνει τα όρια του χωροχρόνου προσδιορίζοντας με ακρίβεια και την άλλη πλευρά του προφανούς - την εμμονή, την παρέκκλιση, την φαντασίωση της σκληρότητας που βρίσκει εφαρμογή.
Σε τούτη την ελαφρώς γκροτέσκα, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των διηγημάτων της, η Ογκάουα προτάσσει λίγη ανθρωπιά ως αντιστάθμισμα στην ψυχική αστάθεια των πρωταγωνιστριών της – εκείνο το συναίσθημα που οδηγεί την αφηγήτρια του δεύτερου διηγήματος να φροντίσει τον ανάπηρο κύριο καθηγητή. Δεν είναι όμως αρκετή για να καλύψει την έντονη θλίψη των τριών χαρακτήρων για το ανικανοποίητό τους. Ούτε την αίσθηση της αγωνίας που αιωρείται μετά το τέλος της ανάγνωσης – σε κάνει να αναρωτιέσαι για το τί μπορεί να αποπειραθεί κάποιος και σε ποιό σημείο μπορεί να φτάσει για λίγη οικειότητα.
Σημειώσεις: Η εγκατάσταση στην πρώτη φωτογραφία είναι το "Cell (The Last Climb)" της Louise Bourgeois. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από την ενότητα "The Tribune" της Σλοβένας φωτογράφου Mária Švarbová.