Πέμπτη 28 Μαΐου 2020







Ένα πορτραίτο

ενοχής






Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατο του, η Annie Ernaux ξεκινά να γράφει ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα της. Για κάποιον λόγο, "η αποκρυπτογράφηση αυτών των αναμνήσεων είναι επιτακτική ανάγκη για μένα,..."  

Το αυτοβιογραφικό "Ο τόπος" (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη – Μεταίχμιο, 2020) είναι πιο σύντομο από μυθιστόρημα και η αφήγηση ξεκινά με την επιτυχία της γαλλίδας συγγραφέως στις εξετάσεις διορισμού της στην δημόσια εκπαίδευση. Συνεχίζει με την ημέρα θανάτου του πατέρα της και στις επόμενες 94 σελίδες περιγράφει πολλά και σύντομα επεισόδια της ζωής του – γιος κολίγα στη Νορμανδία, δουλεύει αρχικά ως γελαδάρης, μετά σε εργοστάσιο και αφότου παντρεύεται αποφασίζει να ανοίξει δικό του κατάστημα. Έτσι, γίνεται ιδιοκτήτης ενός καφέ-παντοπωλείου. Μαζί με τη γυναίκα του δουλεύουν σκληρά και παρά τις αντικειμενικές αντιξοότητες, σε μια εποχή που η έλευση των σούπερ μάρκετ βάζει την επιχείρησή τους σε κίνδυνο, καταφέρνουν να  βγουν από την φτώχεια και να σπουδάσουν το παιδί τους. Εκείνη –κρατώντας μιαν απόσταση από τον πατέρα της που ολοένα μεγαλώνει–, σπουδάζει, διορίζεται στην δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος, παντρεύεται, κάνει παιδί το οποίο είναι το ίδιο αποστασιοποιημένο με εκείνη από τον πατέρα της – σε μια επίσκεψή τους στο σπίτι των γονιών της για διακοπές κι ενώ περνούν έξω από το δωμάτιό του παππού που είναι άρρωστος, ο μικρός ρωτά την συγγραφέα: "Μαμά, γιατί κάνει νάνι ο κύριος;"

Θα μπορούσε να είναι μία νουβέλα άκρως συναισθηματική έως τραγική - οι αναμνήσεις μιας κόρης για τον πατέρας της είναι πρόσφορο υλικό. Πόσο μάλλον δε όταν αυτός γεννήθηκε, μεγάλωσε κι ανδρώθηκε σε πρωτόγονες συνθήκες. Ωστόσο η Ερνώ επιλέγει να καταγράψει με σχολαστική ακρίβεια και αντικειμενικότητα την οικογενειακή της εθνολογία. "Αν θέλω να εξιστορήσω μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη, δεν δικαιούμαι να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση ή να αποπειραθώ να φτιάξω κάτι το "καθηλωτικό", το "συγκινητικό". Θα συγκεντρώσω τα λόγια, τις χειρονομίες, τα γούστα του πατέρα μου, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του· κοντολογίς, όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, μιας ύπαρξης που τη μοιράστηκα κι εγώ. Όχι λυρικές αναπολήσεις, όχι θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας. Αυτός ο ακύμαντος τρόπος γραφής μού ταιριάζει εκ φύσεως, είναι το ύφος που χρησιμοποιούσα όταν έγραφα άλλοτε στους γονείς μου για να τους λέω τα σημαντικά νέα." Ετούτο το ουδέτερο ύφος την καθιερώνει ως μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας και την μεγαλύτερη καταγραφέα της αλήθειας. "Είναι δουλειά του συγγραφέα να λέει την αλήθεια. Μερικές φορές δεν ξέρω για ποια αλήθεια ψάχνω, αλλά μία αλήθεια είναι αυτό που αναζητώ," ομολογεί σε συνέντευξή της.  





Προσπάθησα να διακρίνω την αλήθεια που η συγγραφέας αναζητά σε ετούτο το βιβλίο της. Θα μπορούσε να είναι η τρυφερότητα και η κατανόηση για τον διαχρονικό λαβύρινθο της σχέσης πατέρα-κόρης αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι κάτι βαθύτερο που αναβλύζει – η εσωτερική δύναμη του πατέρα της και η επιμονή του (των γονιών της, καλύτερα) να προσπερνά τις όποιες κακουχίες και δυσκολίες και να προοδεύει. Κι αυτό, προερχόμενο από ανθρώπους που έχουν στερηθεί την παιδική ηλικία και την στοιχειώδη, έστω, μόρφωση είναι το απαύγασμα της ζωής. Μιας ζωής που εύλογα την λες δικαιωμένη. Στο προλογικό σημείωμα της η Σοφία Νικολαΐδου το συνοψίζει πολύ εύστοχα, κάνοντας το βιβλίο σύγχρονο με την εποχή μας, και γι'αυτό επίκαιρο. 

Ωστόσο, υπάρχει κάτι ακόμα βαθύτερο που δεν μπορώ να εντοπίσω. Ανατρέχω στο επίγραμμα της επόμενης σελίδας: μία ρήση του Ζαν Ζενέ " ...το γράψιμο είναι το τελευταίο καταφύγιο για κείνους που έχουν προδοθεί." Υποτίθεται πως τα επιγράμματα σπινθηρίζουν έμμεσα το πνεύμα τού κάθε συγγραφέα· το συγκεκριμένο όμως δεν βγάζει νόημα σε σχέση με το κείμενο της Ερνώ – ποιός την πρόδωσε; Μια ματιά στο πρωτότυπο και την αγγλική έκδοση του βιβλίου αποσαφηνίζει το βασικό λάθος στην μετάφρασή του* κι αυτό –η ρήση με την ορθή έννοιά της–, είναι μια απόλυτα καίρια στόχευση στο ζητούμενο: την επιτακτική ανάγκη της γαλλίδας συγγραφέως που την οδήγησε στον "Τόπο". Είναι η ανομολόγητη ενοχή για την δική της κοινωνική ανέλιξη και, ίσως πολύ περισσότερο, την αδρανή, παρατηρητική, στάση που κράτησε απέναντι στον πατέρα της από παιδί:  "...(τις αναμνήσεις από την ζωή με τους γονείς της) ...τις είχα απωθήσει, σίγουρη για την ασημαντότητά τους. Κι αν επέζησαν, είναι μόνο μέσα από την ταπείνωση, Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο."





"Ο τόπος" πρωτοεκδόθηκε το 1983 και προκάλεσε συζητήσεις κι επικρίσεις ενώ την επόμενη χρονιά απέσπασε το βραβείο Renaudot - η αρχή των πολλών διακρίσεων που ακολούθησαν για την συγγραφέα και η κατάκτηση του προσωπικού ύφους της. Με αυτό συνθέτει εδώ ένα εύγλωττο, σχεδόν ζωντανό, πορτραίτο του πατέρα της και της εποχής του –δεν θεωρείται τυχαία η σημαντικότερη χρονικογράφος της γαλλικής κοινωνίας των τελευταίων 50 χρόνων–  κι επεκτείνει το προσωπικό της βίωμα, όπως και στο "Τα χρόνια",  για να μιλήσει για κάτι οικουμενικό – την γενεαλογική και ταξική αποξένωση, το πένθος για τους γονείς και την σταδιακή απάλειψή τους από την μνήμη. Ακόμα κι αν εκκινεί από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, η Αννί Ερνώ θα πρέπει να είναι πολύ περήφανη για τούτο το πορτραίτο – ένα κομψό, άψογα γραμμένο αφήγημα. Οξυδερκές, συγκινητικό (παρά την θέλησή της), αξιομνημόνευτο.  






H ρήση του Ζενέ στο πρωτότυπο:" ...ecrire c' est le dernier recours quand on a trahi."  Μία πρόχειρη μηχανική μετάφρασή του: " ... το γράψιμο είναι η τελευταία λύση όταν κάποιος πρόδωσε τον εαυτό του." Στην αγγλική έκδοση: " ...writing is the ultimate resource for those who have betrayed."  
Οι γνώσεις μου στην γαλλική γραμματική είναι φτωχές και δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς η ενεργητική φωνή του "on a trahi" μεταγράφηκε στα ελληνικά στην παθητική του μορφή, αλλά υποθέτω ότι έγινε μετάφραση της κάθε μιας λέξης ξεχωριστά κι όχι συνθετικά (και σε νοηματική συμφωνία με το κείμενο) όπως θα έπρεπε να έχει συμβεί. 


Σημειώσεις: Το εικαστικό ανήκει στον Jean Arp ενώ η φωτογραφία είναι από την διαδραστική performance της Marina Abramović στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με τίτλο "The Artist is Present" (2010).

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020








Σήμερα








...είναι μία ιδιαίτερη ημέρα. Θεσπίστηκε το 1977 όταν το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) όρισε την 18η Μαΐου ως τη Διεθνής Ημέρα των Μουσείων  θέλοντας έτσι να αναδείξει τον ρόλο των Μουσείων στην σύγχρονη κοινωνία και να μας προτρέψει να τα επισκεπτόμαστε περισσότερο.
"Τα μουσεία είναι διαχειριστές της επίγνωσης. Μας δίνουν μία ερμηνεία της ιστορίας, το πώς να δούμε τον κόσμο και να εντοπίσουμε τον εαυτό μας μέσα σ'αυτόν. Είναι, αν θέλετε να χρησιμοποιήσουμε θετικούς όρους, σπουδαία εκπαιδευτικά ιδρύματα." λέει ο Hans Haacke, εικαστικός και κριτικός τέχνης. Μπορείτε να το διαπιστώσετε αυτό με μία επίσκεψη που δεν είναι ποτέ αρκετή, σας διαβεβαιώ. Από την 15η Ιουνίου και μετά, όμως, που θα αρθούν και τα τελευταία περιοριστικά μέτρα. σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του ΥΠΠΟ, και τηρώντας όλα τα μέτρα προσωπικής υγιεινής και ασφάλειας - μην ξεχνιόμαστε. 










Σημειώσεις: Το σκίτσο είναι του γάλλου γελοιογράφου Jean-Jacques Sempé, συνδημιουργού (μαζί με τον René Goscinny) του Μικρού Νικόλα (εκτενής λίστα των βιβλίων της συλλογής εδώ). // Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, έχουν προγραμματιστεί διαδυκτιακές εορταστικές δράσεις από διάφορα μουσεία, στις οποίες μπορείτε να συμμετάσχετε από την οθόνη του υπολογιστή σας. Λεπτομέρειες εδώ.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020







Φορώντας τον Εαυτό



Η ιστορία μίας σχέσης δεν είναι ένα θέμα πρωτότυπο για την λογοτεχνία. Η ιστορία μιας σχέσης, ωστόσο, μέσα από την γκαρνταρόμπα δύο πρώην συζύγων είναι. Και ο σπονδυλωτός τρόπος που το κάνει η Ευσταθία Ματζαρίδου  στο δεύτερο μυθιστόρημά της έχει πολλαπλό ενδιαφέρον.

Στο Τα Ρούχα (Σμίλη, 2017)  δύο αφηγητές, πρώην σύζυγοι, μονολογούν: 
ΕΚΕΙΝΗ  σχολιάζει τα ρολόγια του, την καμπαρντίνα, τα φανελάκια, τις ζώνες του, μία μπορντό Cartier γραβάτα, ένα χακί πουλόβερ, τα πολλά επώνυμα μπλουζάκια του, ένα απαλό βελουτέ μπουρνούζι.

ΕΚΕΙΝΟΣ  μιλά για  το κίτρινο μαγιό της, ένα μωβ πλεχτό φόρεμα, τα σκουλαρίκια, μία κόκκινη φούστα, ένα τουίντ λαδοπράσινο παλτό και το μαύρο λινό φόρεμά της. 

Kάθε ρούχο σηματοδοτεί ένα μικρό επεισόδιο της κοινής ζωής τους το οποίο σύρει στην επιφάνεια αθέατες αιχμηρές λεπτομέρειες του κάθε χαρακτήρα – τις συνειδητές επιλογές του και τις υποσυνείδητες επιβολές· τις καταβολές και το γούστο· τις υποδόριες επιθυμίες και τις ανάγκες· τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις διεκδικήσεις του καθενός· τις αντιθέσεις, τις απογοητεύσεις, τις συγκρούσεις και τα μονοιάσματα. 

Με σπουδές στην Ελληνική Φιλολογία & Βυζαντινολογία και την Ψυχολογία, η Ευσταθία Ματζαρίδου δίνει ένα πολυσύνθετο και πολύσημο ψυχογράφημα όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και σε ένα ευρύτερο, κοινωνικό και υπαρξιακό, πλαίσιο – οι τοπικές κοινωνίες των εργατικών πολυκατοικιών αναδύονται χάρη σε ένα τζιν παντελόνι, η κοινωνική ανέλιξη πιστοποιείται με ένα Omega στον ανδρικό καρπό, η σωματικότητα των αισθημάτων ζητά ικανοποίηση με την αφή ενός απαλού βελουτέ μπουρνουζιού ενώ οι μεταβλητές διαστάσεις του χρόνου έχουν την απτή μορφή ενός χακί πουλόβερ.  

Το ύφος της, ωστόσο, δεν έχει κάτι από την αυστηρά δομημένη έκφραση των ακαδημαϊκών σπουδών της. Αντίθετα, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και των δύο πρωταγωνιστών είναι συνειρμική και η εξέλιξη της ιστορίας μη γραμμική κι αποσπασματική δίνοντας έτσι έναν ζωηρό, ποπ, ρυθμό στην αφήγηση. Η εικονοπλασία είναι πυκνή κι έντονα εξπρεσιονιστική –τόσο σε πραγματικά χρώματα όσο και σε συναίσθημα– δίχως, όμως, να απομακρύνεται από τον ρεαλισμό της καθημερινότητας. Εκείνο, όμως, που αφαιρεί από την βαθύτητα του κειμένου είναι η έλλειψη διαφοροποίησης ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές: και Εκείνος και Εκείνη έχουν τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, και το ίδιο επαναλαμβανόμενο ύφος. Αναπόφευκτα, η ανάγνωση χάνει κάτι από την φρεσκάδα και τη ζέση της γραφής – ιδιαίτερα σημαντικό αυτό το τελευταίο στοιχείο για το δεύτερο βιβλίο ενός συγγραφέα. 

«Είσαι αυτό που φοράς» λέει το περίφημο κλισέ και το βιβλίο της Ματζαρίδου αναλύει τους πολλούς κι απροσδόκητους τρόπους με τους οποίους τα ρούχα είναι μέρος της συγκεκριμένης, περίπλοκης και συμβολικής διαδικασίας διαμόρφωσης του σύγχρονου Εαυτού, του σώματος, των κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων, κι εντέλει συγκρότησης της ατομικής ταυτότητας. Και παρά τις όποιες, αμελητέες είναι η αλήθεια, αβλεψίες που υπάρχουν επίσης στην σύνταξη και στην επιμέλεια, το μυθιστόρημα ετούτο της Ματζαρίδου είναι ένα συνεκτικό, μεστό κείμενο που δίνει μια πλήρη κι εύγλωττη εικόνα των δύο χαρακτήρων και της σχέσης τους.  

Είναι, θα έλεγα, ένα αλφαβητάρι που καταδεικνύει πως η ένδυση είναι μία πλούσια γλώσσα που ερμηνεύει την πραγματικότητα. Το ίδιο δεν ισχύει και για τη λογοτεχνία; 













Μικρό βιογραφικό: Η Ευσταθία Ματζαρίδου γεννήθηκε το 1962 στην Ορεστιάδα και μετά τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εργάστηκε για 15 χρόνια στο γερμανικό Πανεπιστήμιο (τμήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας κ Βυζαντινολογίας) ως λέκτορας. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εργάστηκε ως φιλόλογος στην Β'θμια εκπαίδευση. 


Σημείωση: Τα δύο πρώτα εικαστικά είναι λεπτομέρειες από το "Αναμονή Γεγονότος" που ανήκει στον Γιώργο Ιωάννου, βασικό εκπρόσωπο και πρωτοπόρο της Pop Art στην Ελλάδα. Η ακουαρέλα και μελάνι σε επίχρισμα υφάσματος του Paul Klee έχει τίτλο "Vocal Fabric of the Singer Rosa  Silber" (1922). // Η φωτογραφία αντλήθηκε από τον προσωπικό λογαριασμό της συγγραφέως στο FB.