Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009




- Εσωτερικός διάλογος -

(το πρωί - λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι)

- Θα σηκωθείς; Μόνο με όνειρα, τα όνειρα δεν γίνονται πράξη,
το λέει και ο Picasso!

- Καλά. Κι ο Καζαντζάκης λέει ότι η δουλειά σε κάνει λεύτερο μα...
πρώτη μέρα των διακοπών είναι, λίγο ακόμη και μετά...



Δεν τα κατάφερα τελικά να χουζουρέψω λίγο παραπάνω. Η συνήθεια υπερίσχυσε. Σηκώθηκα στις επτά αλλά ήταν ωραία - η μέρα είχε γίνει αρκετά πιο δροσερή από χθες που στην κυριολεξία έβραζε ο τόπος. Είχε σηκωθεί ένα μικρό αεράκι (που διαρκεί μέχρι τώρα το βράδυ) και η συννεφιά που επικρατούσε μού έδινε μια αίσθηση γαλήνης παράξενη. Μου αρέσει αυτό το ξεκούραστο μουντό του ουρανού μετά από την εκτυφλωτική κάψα του Σαββατοκύριακου. Βγήκα στο μπαλκόνι. Ησυχία. Οι περισσότεροι γείτονες έχουν ήδη φύγει για τις δικές τους διακοπές ή έχουν γίνει κι αυτοί ράθυμοι σύμφωνα με το "ωράριο" των διακοπών. Μέχρι και τα τζιτζίκια που χθες οργίασαν στο τζι τζι τζι όλη μέρα κι όλη νύχτα έχουν τώρα σιγήσει. Η γειτονιά ήρεμη. Πολύ ήρεμη. Ξαναμπήκα μεσα. Η ιδανική στιγμή, σκέφτηκα, για να ξεκινήσω τη μέρα μου διαβάζοντας απερίσπαστη μια ερωτική ιστορία που γεννιέται στη μέση ενός καυτού καλοκαιριού στη Νίκαια της Γαλλίας. Δυστυχώς όμως έμεινα με την σκέψη διότι αν και έχω παραγγείλει το "ο μικρούλης Έρως" του Πασκάλ Κινίαρ (Μελάνι, 2008) πριν από δυόμισι περίπου βδομάδες, ακόμη να με ειδοποιήσουν.... Η συνέπεια των υπαλλήλων του πολυκαταστήματος περιορίζεται μόνο στην καταγραφή του τίτλου και των προσωπικών μου στοιχείων με ακρίβεια. Ας είναι. Μέχρι να έρθει θα διαβάσω κάτι άλλο. Και θα προσπαθήσω να οργανώσω λίγο τις "άδειες" μέρες μου.

Φέτος δεν θα πάω διακοπές. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε και στ' αλήθεια, δεν με πειράζει το γεγονός ότι δεν θα ταξιδέψω. Ίσως έχω την ανάγκη να μείνω. Ίσως είναι και η στιγμή. Ούτως ή άλλως, όμως, ποτέ δεν πάω διακοπές τον Αύγουστο. Προτιμώ να φεύγω τέλη Μαΐου - αρχές Ιουνίου, περίοδος που δεν έχω επαγγελματικές υποχρεώσεις και που, επιπλέον, οπουδήποτε κι αν πηγαίνω είναι όλα σε ανεκτούς αριθμούς: οι τιμές στα ξενοδοχεία, ο κόσμος στα πλοία και στα αεροπλάνα, οι άνθρωποι στα εστιατόρια, στα μουσεία, στους δρόμους, στις παραλίες, στα πρωινά. Έτσι, αν και ήδη "έχασα" τις διακοπές του Ιουνίου λόγω δουλειάς, δεν θα φύγω. Θα παραμείνω στην πόλη. Η πόλη το καλοκαίρι, λοιπόν. Ή, το καλοκαίρι και η πόλη. Και τα βιβλία μου.



Κυριακή 19 Ιουλίου 2009



Στον έρωτα δίνουμε και παίρνουμε
αυτό που δεν έχουμε.

"Le don de ce qu'on n'a pas"

Lacan

Είναι κάποια βιβλία που σου τραβούν το χέρι μόλις περάσεις από μπροστά τους. Τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία και είναι αναπόφευκτο, σχεδόν ανεξήγητο, να διαβάζω τα βιβλία της με μια εσωτερική δίψα.

Γνώρισα την συγγραφέα από το "καλός καιρός / μετακίνηση" (Πατάκης, 2005) που το διάλεξα με μια υφέρπουσα περιέργεια και τον "φόβο" ότι θα διαβάσω κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Δεν διαψεύσθηκα. Ήταν ένα αισιόδοξο βιβλίο παρόλο το μεταφυσικό ύφος της αφήγησης, ένα βιβλίο που τελείωνε με μια συγγνώμη - λέξη που σήμερα, για να παραφράσω λίγο τον Αλκίνοο Ιωαννίδη "με τόσα ψέματα που ντύθηκαν οι λέξεις, πως να τις πεις, να τις πιστέψεις"; Στο βιβλίο της Μήτσορα όμως δεν αμφιβάλλεις για την σκληρή ειλικρίνεια των λέξεών της. Έτσι, αμέσως μετά δανείστηκα τα προηγούμενά της βιβλία, το "ο ήλιος δύω" (Οδυσσέας, 1996) και το "Η περίληψη του κόσμου" (Κέδρος, 1985), όπου με αμηχανία διαπίστωσα την καταβύθιση της συγγραφέως στην μελαγχολία και την απαισιοδοξία σε σημείο μηδενισμού. Άγρια γραφή, σκοτεινές εικόνες, ανελέητη σύγκρουση με τον Εαυτό και παραίτηση. Παραδόξως όμως, ήταν κάτι που με κράτησε και μου θύμησε αποχρώσεις του δικού μου ψυχισμού της εφηβείας.



Με αυτές τις σκέψεις πήρα το "Με λένε Λέξη" (Πατάκης, 2008). Το πιο πρόσφατο βιβλίο της συγγραφέως ανήκει στην σειρά "Η κουζίνα του Συγγραφέα" όπου άνθρωποι του πνεύματος -όχι απαραίτητα μόνο λογοτέχνες- αυτοβιογραφούνται: ένας ακόμη λόγος για να διαβάσω την ανήσυχη, αντισυμβατική γραφή της.

Η Μαρία Μήτσορα έχει ταξιδέψει πολύ - από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή, από το Πεκίνο μέχρι την Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Ωστόσο, "τα όρια του κόσμου είναι τα όρια της γλώσσας μου" όπως γράφει η ίδια και εδώ, "αυτοπεριορίζεται" στο "στενό" πλαίσιο Καλλιθέα - Ινδία. Μέσα από τα αντικείμενα, τους άλλους ανθρώπους και τους άλλους τόπους -και είναι πολλοί αυτοί οι άλλοι άνθρωποι και οι άλλοι τόποι σ'αυτή την διαδρομή- περιγράφει και ψυχογραφεί ευαίσθητες καταστάσεις όπως είναι ο έρωτας και η απώλεια, ο φόβος, το ψέμα, το τυχαίο δίχως επιείκεια.


Λέξη θα μπορούσε όντως να είναι το δεύτερο όνομα της συγγραφέως μιας και ξέρει να χειρίζεται τις λέξεις και να παίζει μαζί τους χωρίς όμως να τις χαρίζεται. Τις γδύνει από τις "δήθεν" έννοιές τους και τις αφήνει να σε παρασύρουν σε μια περιπλάνηση στα τοπία της ψυχής της με μόνο σαφές όριο εκείνο της ηλικίας. Το αποτέλεσμα αναδίδει μια γλυκόπικρη μα αισθαντική αύρα που σε τραβά μέχρι την τελευταία σελίδα. Αναπάντεχα νοσταλγικό το κείμενο, χαρίζει στον αναγνώστη μικρές, κρυφές τρυφερότητες όπως στο σημείο όπου η συγγραφέας περιγράφει τον Δημητρό, τον "διανοητικά κίτρινο" ετεροθαλή αδερφό της. ΄Οπως επίσης και στην ευχή που καταλήγει στις τελευταίες σελίδες:


"Να είναι καλό το ταξίδι μας μέχρι την Αρχή μετά το Τέλος".



ΥΓ: Αυτά έγραφα στο ημερολόγιο των αναγνώσεων που κρατούσα, πριν ανοίξω το blog, πέρυσι τέτοιον καιρό περίπου όταν διάβασα τη "...Λέξη". Το ανεβάζω σήμερα γιατί θυμήθηκα την συγγραφέα από ένα άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Και επίσης, γιατί σήμερα με αυτή τη ζέστη είναι λίγο κοπιαστικό να γράψω σχεδόν οτιδήποτε. Είναι και οι δεσποινίδες που παίζουν μπάσκετ στον ακάλυπτο της διπλανής πολυκατοικίας και δεν αποφασίζουν επιτέλους να βάλουν ένα καλάθι...


Σημείωση: Οι εικόνες είναι τα δύο μέρη της ίδιας φωτογραφίας της Μαρίας Μήτσορα και βρίσκεται μαζί με άλλες στο βιβλίο. Είναι τραβηγμένη από τον Αλέξη Μπίστικα.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009





Διαβάζοντας στ' αστέρια

Τα μικρά κεράκια του ουρανού πρέπει να ήταν ευτυχισμένα έτσι όπως έλαμπαν τη χθεσινή βραδυά - το ίδιο ευχαριστημένος πρέπει να ήταν και ο "πατέρας" της πρωτότυπης αυτής διοργάνωσης. Ο γνωστός λογοτέχνης, και συντοπίτης, Κώστας Ακρίβος είχε την ιδέα για μια λογοτεχνική εκδήλωση όχι όμως με τη μορφή ενός κλειστού κύκλου ομοτέχνων του αλλά ως μια ανοιχτή συγκέντρωση φίλων της λογοτεχνίας όπου ο κάθε αναγνώστης θα μπορούσε, εάν ήθελε, να διαβάσει λίγες γραμμές από το έργο που τον συγκίνησε ή τον συγκινεί ακόμη. Όπερ και εγένετο.

Στο κτήμα του, επίσης λογοτέχνη, Θωμά Κοροβίνη, που βρίσκεται στο Πήλιο, στα παραθαλάσσια Πλατανίδια, συγκεντρώθηκε ένα μικρό πλήθος με κοινό ενδιαφέρον (αγάπη θα το έλεγα βλέποντας με πόση προσοχή ο κόσμος άκουγε τις αναγνώσεις) την λογοτεχνία. Κάτω από το φως ενός μισόγιομου φεγγαριού οι αναγνώστες -σαράντα τον αριθμό, συμπεριλαμβανομένων και των συγγραφέων- διάβασαν τις λέξεις του Παπαδιαμάντη, τη ιδιαίτερη γραφή του Καζαντζάκη και του Τσίρκα, το ύφος του Καραγάτση καθώς και αποσπάσματα από πιο σύγχρονους συγγραφείς όπως τον Γιάννη Καλπούζο, τον Θανάση Τριαρίδη και άλλους που δυστυχώς δεν συγκράτησα - ξέρετε είμαι επιρρεπής στον βραδυνό ουρανό κι οφείλω να ομολογήσω ότι χθες, δεν ήμουν ιδιαίτερα συνεπής ακροάτρια. Παράλληλα με την ακρόαση των κειμένων, "περιφερόμουν" ανάμεσα στο έναστρο παρόν και στο παράλληλο σύμπαν ενός ρομαντισμού που μπερδεύονταν με τις λέξεις και τις ζεστές φωνές των αναγνωστών. Η φίλη μου, αν και δεν είναι της ανάγνωσης και της λογοτεχνίας, παρακολούθησε με περισσότερη προσήλωση την όλη εκδήλωση. Το πρόσωπό της έλαμπε! Χάρηκε πραγματικά που άκουσε αυτές τις σύντομες διηγήσεις, με ρώτησε για πολλά βιβλία και γνώρισε από κοντά κάποιους συγγραφείς. Με την ευκαιρία, συνειδητοποίησα με μεγάλη μου ευχαρίστηση ότι η περιοχή συγκεντρώνει αρκετούς και πολύ καλούς τεχνίτες του λόγου: ο Μιχάλης Μοδινός, η Μαρλένα Πολιτοπούλου, ο Μάνος Κοντολέων, ο Πέτρος Τατσόπουλος, η Κώστια Κοντολέων είναι μερικοί από αυτούς που έδωσαν το αναγνωστικό παρόν. Η φίλη μου, αν και ήθελε να μείνει περισσότερο για να ακούσει και την Λένα Διβάνη, τον Γιάννη Ατζακά, τον Κώστα Ακρίβο και τους υπόλοιπους που θα διάβαζαν στη συνέχεια, της ήταν αδύνατο να καθίσει πιο αργά - ήδη την είχα "υποχρεώσει" να παραμείνει αρκετά περισσότερο από ότι συνηθίζει. Έτσι, για μας η βραδυά έληξε λίγο πριν το μεσονύχτι. Τ' αστέρια όμως, ήταν πιο τυχερά: συνέχισαν να καίνε και ν' ακούν τις ιστορίες για πολύ μετά - μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες.


Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009





Στην βροχή...





Στην αρχή άρχισε να ρίχνει χοντρές στάλες. Απείχα μόλις τρία τετράγωνα από το φροντιστήριο και λογικά, θα προλάβαινα να φτάσω στεγνή στο επαγγελματικό ραντεβού που μόλις είχε προκύψει. Δεν πρόλαβα όμως. Ο αέρας δυνάμωσε, ακούστηκαν κεραυνοί να σκίζουν τον αέρα κι έπιασε ξαφνική μπόρα, σαν μια βαριά κουρτίνα που δεν σ' άφηνε να δεις πέρα από τη μύτη σου. Δευτέρα σήμερα, τα μαγαζιά κλειστά το απόγευμα και οι ελάχιστοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στο δρόμο βιάζονταν να γυρίσουν σπίτι τους. Αν και είχα ομπρέλα μαζί μου δεν την άνοιξα και συνέχισα να περπατώ κανονικά. Δεν ξέρω γιατί, είχα όρεξη να βραχώ. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό και στάθηκα στη μέση του πεζοδρομίου για να απαντήσω. Στο ένα λεπτό που μίλησα, οι δρόμοι έγιναν ποτάμια. Τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν με ταχύτητα εκτινάσσοντας οριζόντια συντριβάνια στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κάποιοι οδηγοί με στραβοκοίταξαν. Γιατί; τι το παράξενο έβλεπαν; Απλώς στεκόμουν κάτω από τη βροχή κι άφηνα το νερό ανενόχλητο να γλιστρά πάνω μου. Λίγο μόνο τέντωσα το χέρι προς τον ουρανό. Ν' αγγίξω τις φωτεινές πληγές του...