Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015








 




 


True Grit 





Μία από τις πιο τραγικές ηρωίδες της Λογοτεχνίας, η  Άμπιγκεϊλ Μπιούελ, βρίσκεται στις σελίδες του "Το γαλάζιο άλογο ονειρεύεται" (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη - Πόλις, 2014). Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Αμερικανίδας Melanie Wallace η οποία συνθέτει μια ιστορία απόλυτης παράδοσης στην μνήμη, την θλίψη και τον πόνο και παρουσιάζει την πραγματική αγριότητα της αμερικανικής Δύσης σε όλες τις προεκτάσεις της - από την αποσάθρωση ενός οχυρού στην ανθρώπινη κι από εκεί, στις θεμελιώδεις δομές της πολιτισμένης αμερικανικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα.

Έχοντας ανταλλάξει τρεις πολεμιστές με τις δύο λευκές γυναίκες που η ινδιάνικη φυλή των πρώτων είχε απαγάγει και κρατούσε αιχμάλωτες, δύο Αμερικανοί έποικοι μαζί με μια ομάδα έφιππων στρατιωτών επιστρέφουν στο οχυρό 2881, κάπου στην αμερικανική Δύση. Η Κόνστανς Σμιθ, έχοντας υποστεί κακουχίες στον καταυλισμό των Ινδιάνων, είναι κάτι παραπάνω από ευτυχισμένη που επέστρεψε - ενδύεται αμέσως τα ρούχα και την πολιτισμένη συμπεριφορά της κατηγορώντας την άλλη γυναίκα για ανηθικότητα και προδοσία. Η Άμπιγκεϊλ Μπιούελ είνα κάτι παραπάνω από τρομοκρατημένη - την έχουν αποσπάσει βίαια από τον Ινδιάνο σύζυγό της και τον γιο τους ενώ βρίσκεται ήδη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Επιπλέον, ένας από τους ελευθερωτές της είναι ο Τζωρτζ Μπιούελ, πρώην κουνιάδος της που στο παρελθόν τής είχε επιτεθεί  και τώρα απαιτεί να την πάρει μαζί του γιατί, όπως δηλώνει θρασύτατα, μετά τον θάνατο του αδερφού του από τους Ινδιάνους η γυναίκα τού ανήκει. Σοκαρισμένη από την παρουσία του και συνειδητοποιώντας ότι δεν θα υπάρξει ποτέ επιστροφή στην οικογένειά της, η Άμπιγκεϊλ καταφεύγει στην απόλυτη σιωπή, στις μνήμες και στον τρομερό πόνο που επιβάλλει στον εαυτό της ώστε να εκριζώσει από το μυαλό και το σώμα οτιδήποτε την συνδέει με τον κόσμο των λευκών. Αρνείται ακόμη και να ζήσει το μωρό που θα γεννηθεί. "...τεντώνει το χέρι κι ακουμπά την κουβέρτα για μια ακόμα φορά. Αυτή τη φορά δεν το τραβάει μακριά, μα αισθάνεται την τραχύτητα του υφάσματος, πολεμώντας να ηρεμήσει, να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη, φυσάει μέσα στα τυφλά μάτια του μωρού της και περνάει το χέρι της από πάνω τους, γητεύοντας τον θάνατο να έρθει. Δεν είναι κόσμος αυτός, ψιθυρίζει στο ακίνητο βρέφος, για να γεννηθεί κανείς. Δεν είναι κόσμος αυτός."

Ο διοικητής του οχυρού είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, με εξίσου τραγική πορεία. Ο  ταγματάρχης Ρόμπερτ Κάτερ έχει σοβαρά προβλήματα να επιλύσει - ο Εμφύλιος  έχει λήξει αφήνοντάς τον ξεχασμένο σε ένα απομακρυσμένο οχυρό να περιμένει εντολές και να ηγείται ενός μεγάλου αριθμού στρατιωτών που βρίσκονται σε επιφυλακή για εχθρούς που ποτέ δεν εμφανίζονται. Η εξουσία του φθίνει με την ίδια ταχύτητα που το οχυρό αποσυντίθεται. Οι προμήθειες του οχυρού έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα και κάθε ίχνος σκοπού ή αίσθηση καθήκοντος εκλείπει. "Δεν υπάρχουν πια καθήκοντα, πέραν του άρρητου καθήκοντος της επιβίωσης". Κι ενώ οι στρατιώτες του λιμοκτονούν,  βρομεροί κι απελπισμένοι, εκείνος αποσύρεται στο διαμέρισμά του γράφοντας επιστολές στην γυναίκα του και παρατηρώντας το φάντασμα ενός αγοριού να περιφέρεται τριγύρω. Όπως και το φάντασμα του εαυτού του στον καθρέφτη - αξύριστος, άπλυτος, μισοντυμένος με το βρώμικο φανελάκι του να εξέχει από το παντελόνι, τις γκέτες του ξεκούμπωτες κι εκείνη την μπόχα απ' τα σωθικά του, τον πόνο που τον δαγκώνει στο γόνατο και το γάντζωμα στον ώμο που του κόβει την ανάσα. Η ψυχική του κατάσταση είναι η αντίστοιχη. Ωστόσο, στη θέα της εξίσου τρωτής Άμπιγκεϊλ κάτι μέσα του τον παρακινεί  και την προστατεύει. Συγκρούεται με τον Τζωρτζ Μπιούελ και τον διώχνει από το οχυρό με συνοπτικές υπηρεσιακές διαδικασίες. Ξέρει ότι η γυναίκα μιλά ακόμη την γλώσσα του αλλά δεν την "προδίδει" στον Ριντ, ούτε αργότερα στον δικαστή. Η Άμπιγκεϊλ αναγνωρίζει την καλή προαίρεση του ταγματάρχη και τον εμπιστεύεται. Κάθεται με τις ώρες στο δωμάτιό του σιωπηλή και τον ακούει να της μιλά. Τον αφήνει να καθαρίσει το αποκρουστικά λερωμένο πρόσωπό της. Και ο Κάτερ, στον δρόμο της επιστροφής καθώς διαισθάνεται την δυσοίωνη εξέλιξη των πραγμάτων, καταρρέει στα πόδια της. Τούτη η ιδιαίτερη και δυνατή μορφή εμπιστοσύνης θα έχει συνέχεια (δίχως, όμως, να κάνει την Άμπιγκεϊλ να σπάσει τον όρκο σιωπής της) και θα λήξει μόνο με τον θάνατο του ενός από τους δύο.


Στο μυθιστόρημα υπάρχουν και δευτερεύοντες χαρακτήρες με πολύ σημαντικό, ωστόσο, αποτύπωμα στη μνήμη του αναγνώστη. Ο υπολοχαγός Χέιστινγκ και ο γιατρός Μάθιους είναι δύο από αυτούς - προστατεύουν το κύρος και την σωματική ακεραιότητα του ταγματάρχη ενώ ο γιατρός φροντίζει επιπλέον, όσο του επιτρέπουν οι συνθήκες, την Άμπιγκεϊλ που ζει απομονωμένη σε μια γωνιά του στάβλου. Ο Ριντ Γκάμπριελ, επίσης - νέος δημοσιογράφος που φτάνει στο οχυρό για να ερευνήσει την ιστορία των δύο γυναικών που απελευθερώθηκαν μετά από τέσσερα χρόνια αιχμαλωσίας. Η Σμιθ θα αποδειχθεί ιδιαίτερα συνεργάσιμη σε αντίθεση με την Άμπιγκεϊλ που μένει απόλυτα σιωπηλή. Ο Ριντ την ερωτεύεται και θα προσπαθήσει με πολλή υπομονή κι ευγένια να την κάνει να του μιλήσει χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα. Το ένα και μοναδικό πράγμα που εκείνη θα του πει είναι "Εύχομαι μόνο να μη με είχαν βρει" κι αυτό, πολλά πολλά χρόνια αργότερα, λίγο πριν πεθάνει.  Ο Κόουλ, ο μαύρος σιδεράς του οχυρού είναι, θα έλεγα, ο φύλακας άγγελος και του ταγματάρχη και της Άμπιγκεϊλ - ως παρίας και ο ίδιος λόγω του χρώματός του, αναγνωρίζει τις ανάγκες τους και τους φροντίζει διακριτικά: δίνοντας τροφή και σκεπάσματα στην Άμπιγκεϊλ και το μωρό της, και θάβοντάς το αργότερα μυστικά σώζοντας έτσι τον Κάτερ από βέβαιη ανταρσία καθώς ο ινδιάνικος τρόπος που η Άμπιγκεϊλ πενθεί το νεκρό μωρό της εξαγριώνει τους στρατιώτες. Ο Κόουλ είναι το μόνο άτομο που μπορεί να πλησιάσει το γαλάζιο άλογο του τίτλου - το υπέροχο κυανόστικτο ζώο που πήρε μαζί της από την φυλή η Άμπιγκεϊλ και το οποίο την φρουρεί με τρυφερότητα αποτρέποντας οποιονδήποτε κινείται απειλητικά προς αυτήν· και υπάρχουν πολλοί μέσα στο οχυρό που το προσπαθούν - η ασυνήθιστη, εξαθλιωμένη και ρυπαρή μορφή της γυναίκας την καθιστούν ιδανική προσωποποίση του δαίμονα που κατατρέχει τους στρατιώτες. Υπάρχουν αρκετές σελίδες στο βιβλίο που εξηγούν την απίστευτη κατανόηση και προστασία που δείχνει το άλογο στην πληγωμένη γυναίκα και εκπλήσσουν με την δύναμη των περιγραφών. (Μικρό spoiler: το όνομα που έχουν δώσει οι Ινδιάνοι στην Άμπιγκεϊλ είναι Εκείνη-που-την-ονειρεύτηκε-το γαλάγιο-άλογο).



Tο βιβλίο διαθέτει εκείνο που ο Terry Eagleton θεωρεί ένα από τα βασικά στοιχεία της καλής λογοτεχνίας: είναι κατά βάση μυστηριώδες ακόμη κι όταν όλα τα δομικά στοιχεία του, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα πρωτόλεια λάθη, είναι σε κοινή θέα - ενώ πιστεύεις ότι τίποτα καινούργιο, διαφορετικό ή χειρότερο δεν μπορεί να συμβεί στο ερεβώδες οχυρό, η συγγραφέας δίνει τη συνέχεια με μικρές ανατροπές και μεγάλα πετάγματα του χρόνου μπρος και πίσω. Με flashbacks μαθαίνουμε  το παρελθόν της Άμπιγκεϊλ -  μεγαλωμένη σε πορνείο δίνεται από την μητέρα της, έναντι αμοιβής, σε ένα άκληρο ζευγάρι που την έχουν ως υπηρέτρια. Όταν η μοχθηρή σύζυγος του άντρα με τα μαύρα πεθάνει, αυτός θα την πουλήσει σε ένα  γυρολόγο της εποχής που πουλάει γιατρικά. Ξέρετε, σαν κι εκείνους τους αλητήριους στις ταινίες - με κάρο γεμάτο με  διάφορα φίλτρα, βότανα και αλοιφές, και διαφορετική κάθε φορά σκηνοθεσία της παράστασης ώστε να τραβήξει την προσοχή και τα χρήματα των εύπιστων χωρικών. Για να είναι πιο πειστικός, ο Χίραμ Γουώρθ επιδεικνύει τα πόδια της Άμπιγκέϊλ τα οποία σημάδεψε φριχτά γι' αυτό το σκοπό. Όταν δεν θα μπορεί πλέον να ελέγχξει την σιωπηρή εξέγερσή της θα την πουλήσει για σύζυγο σε έναν συνεσταλμένο έποικο με τον οποίο συνταξιδεύουν σε ένα καραβάνι. Ο Γιουτζίν Μπιούελ της φέρεται με σεβασμό και θα μπορούσαν να έχουν μαζί μια οικογένεια εάν δεν τον σκότωναν οι Ινδιάνοι σε μια επιδρομή τους. Εκείνη την ημέρα ήταν που αιχμαλώτισαν την Άμπιγκεϊλ - ακούγοντας τις φωνές του Γιουτζίν από το λιβάδι όπου είχε πάει να οργώσει, έτρεξε να τον βοηθήσει.  

Με flashbacks μαθαίνουμε επίσης και το παρελθόν του ταγματάρχη με τη διαφορά όμως ότι δίνονται με την μορφή επιστολής - ο Κάτερ γράφει συχνά στη Λαβίνια, τη γυναίκα του, για το πως νοσταλγεί την κοινή ζωή τους και πως αντιμάχεται τις ενοχές για τον θάνατο των παιδιών τους. Για
την επιδείνωση των συνθηκών στο οχυρό και το πως καταβυθίζεται σταδιακά στη θλίψη, την παραίτηση και τις παραισθήσεις. Οι επιστολές δεν θα επιδοθούν ποτέ στην παραλήπτριά τους - ελλείψει ταχυδρομείου, ο Κάτερ κρατά τις επιστολές, δεμένες σε πακέτο με μια κορδέλα, στο γραφείο του. Πολύ αργότερα το επιστολικό ετούτο ημερολόγιο  θα χρησιμοποιηθεί στο στρατοδικείο, μαζί με το επίσημο βιβλίο καταγραφής συμβάντων του οχυρού, ως αποδεικτικό στοιχείο για την ακατάλληλη ψυχική κατάσταση του ταγματάρχη και την παράβαση καθήκοντος - αυτό το μαθαίνουμε αρκετά νωρίς στην εξέλιξη της πλοκής καθώς η συγγραφέας ενσωματώνει πολύ ομαλά στην αφήγηση flashforwards με το μέλλον των πρωταγωνιστών της. 


Η Μέλανι Ουάλλας ανατρέπει την μέχρι σήμερα western αφήγηση αποφεύγοντας κάθε εξωτικό πλαίσιο που συνήθως αφορά στο θέμα - δεν παρουσιάζει το γνωστό δίπολο "καλοί Λευκοί V κακοί Ινδιάνοι" και δεν καταφεύγει στον περιπετειώδη ρομαντισμό του James Fenimore Cooper ή στο ύφος των ευγενών αγρίων του Michael Blake. Συνδυάζει φρίκη και λυρισμό με δωρικό τρόπο και γράφει ένα εφιαλτικό μυθιστόρημα για  ανθρώπους που αναμετριούνται με τον Άνθρωπο και τη Φύση - τα τοπία είναι αχανή και ανελέητα ενώ οι ακραίες συνθήκες που επικρατούν στο οχυρό ωθούν τους στρατιώτες σε αποτρόπαιες πράξεις. Οι δυσειδαιμονίες και η βία γεννιούνται το ίδιο αυτόματα με την νωθρότητα και την ανυπακοή. Και οι αξιωματικοί εγκαταλείπουν την υπηρεσία - ο γιατρός Μάθιους θα συνοδεύσει την άρρωστη γυναίκα του στην πλησιέστερη πόλη με τον υπολοχαγό Χέιστινγκς, τον επικεφαλής του αποσπάσματος που ο Κάτερ στέλνει για βοήθεια. Κι έτσι, μένουν μόνο ο ταγματάρχης Κάτερ, η Άμπιγκεϊλ και ο Κόουλ να αντιστέκονται στην αποκτήνωση - στρέφονται στο μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει: την αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη. Και είναι τουλάχιστον απογοητευτικό να διαβάζεις ότι, τελικά, δεν τους αποδίδεται κάποιου είδους επιείκια όταν ο συνταγματάρχης Τσάπμαν τους μεταφέρει πίσω στον πολιτισμό - o ταγματάρχης Κάτερ θα περάσει στρατοδικείο όπου δεν θα του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, παρ' όλες τις καταθέσεις υπέρ του, και θα καταδικαστεί με ατιμωτικό τρόπο: στρατιωτική καθαίρεση και φυλάκιση. Όταν εκτίσει την ποινή του και αποφυλακιστεί θα αποτραβηχτεί σε ένα μικρό αγρόκτημα, μόνος με δύο άλογα (το δικό του και της Άμπιγκεϊλ), περιμένοντας την τελειωτική φθορά του χρόνου. Η Άμπιγκεϊλ θα δωθεί, επίσης, στα χέρια της δικαιοσύνης η οποία της κυρώνει "ανίατη ηθική παραφροσύνη" και αποφασίζει τον εγκλεισμό της στο άσυλο Κλίαργουότερ. Εκεί, θα της επιτρέψουν να ζήσει ως γραφική τρελή, θεωρώντας ασυναρτησίες τους τρόπους και τα έθιμα των Ινδιάνων που επιμένει να τηρεί.

"Το γαλάζιο άλογο ονειρεύεται" εντυπωσιάζει όχι μόνο με την σκληρή ζοφερότητα του θέματος αλλά κυρίως με την γλώσσα του· μια γλώσσα με όλο τον πολύσημο πλουραλισμό  που της καταλογίζει -και πάλι- ο Terry Eagleton - εύρωστο λεξιλόγιο με πολλές αποχρώσεις συναισθημάτων και  έντονη δυναμική. Μακροπερίοδος λόγος, έλλειψη εισαγωγικών στους διαλόγους, συχνή κι απότομη εναλλαγή αφηγηματικού προσώπου και ύφους ίσως παραξενεύσουν, η ομορφιά της γραφής ωστόσο κρατά τον αναγνώστη προσηλωμένο σε ένα κείμενο του οποίου το δηκτικό σχόλιο της συγγραφέως για το τι πραγματικά είναι πολιτισμός και τι πρωτόγονη ζωή  το καθιστούν  κλασικό. 


Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος για τούτο: η Μέλανι Ουάλλας πετυχαίνει να συνδέσει εκείνη την εποχή με την δική μας μ' έναν αρκετά στενάχωρο τρόπο: υπενθυμίζοντάς μας ότι η μοναχικότητα και η απομόνωση, η απώλεια της γλώσσας και της ταυτότητας, η έννοια της τρέλας και της επιβίωσης είναι ζητήματα που μας αφορούν πολύ, ακόμη. Όπως και το ποιά, εντέλει, είναι η στάση μας απέναντι στο διαφορετικό, κάτι που αποδεικνύεται σήμερα πολύ τραγικά επίκαιρο.






 




Σημειώσεις: Η αρχική φωτογραφία είναι από την παράσταση "We Were Horses" του Bartabas το 2011 ενώ η επόμενη είναι από το σκηνικό της παράστασης "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Samuel Beckett που ανέβηκε  στο Haymarket Theatre το 2009. O πίνακας του γαλάζιου αλόγου φιλοτεχνήθηκε από την Trish Stevenson. Μετά από την φωτογραφία της συγγραφέως, η τελευταία φωτογραφία, του Καναδού φωτογράφου Richard Throssel, απεικονίζει "Το εσωτερικό της Καλύτερης Ινδιάνικης Κουζίνας στον Καταυλισμό της φυλής των Κρόου" (1910). Η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε σε έκθεση  με θέμα την αντιπαράθεση μεταξύ υγιεινού και ανθυγιεινού τρόπου ζωής. Αντλήθηκε από την σελίδα του  Metropolitan Museum of Art  όπου αυτή τη στιγμή (τι σύμπτωση!) λειτουργεί  η έκθεση "The Plain Indians: Artists of Earth and Sky".