"... a mute affirmation of life"
Η λέξη "επίκαιρο" είναι τόσο μα τόσο κλισέ αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη που να ταιριάζει περισσότερο στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Pedro Mairal "Η χρονιά της ερήμου" (Πόλις, 2010).
Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν είναι η Ιρλανδικής καταγωγής ηρωίδα του βιβλίου που δουλεύει ως υπάλληλος σε μια βιβλιοθήκη στην Αγγλία. Άλαλη για καιρό, βρίσκει αργά κι επίπονα τις λέξεις, μέσα στην σιωπή των ραφιών που τακτοποιεί, και μας αφηγείται την διαδρομή της μέχρι την Ευρώπη από την Αργεντινή όπου γεννήθηκε και ζούσε μέχρι πριν από πέντε χρόνια όταν την χώρα έπληξε η Κοσμοχαλασιά.
Όπου Κοσμοχαλασιά, σκεφτείτε μία κατάσταση κυριολεκτικής ισοπέδωσης και ερημοποίησης του Μπουένος Άιρες και κατ' επέκταση όλης της Αργεντινής. Η Κοσμοχαλασιά έχει την επίσημη ονομασία "Σχέδιο Σταθεροποίησης και Οικογενειακής κατοικίας" μα στην πραγματικότητα είναι ένα δικτατορικό καθεστώς που επιβάλλει συνθήκες πρωτογονισμού σε όλη την χώρα - οι περιγραφές σφραγίσματος ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων από τους κατοίκους για να αποφύγουν την Κοσμοχαλασιά και οχύρωσής τους μέσα σ' αυτούς τους "οικισμούς" φέρνουν στο νου την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου και τον υπαρκτό σοσιαλισμό του με όλα εκείνα που ένα τέτοιο καθεστώς συνεπάγεται. Κι ακόμη χειρότερα, θα έλεγα, διότι η πένα του συγγραφέα δεν στέκεται στις αυστηρές διατυπώσεις και τα νομοθετήματα. Ξεγυμνώνει τα ολοκληρωτικά συστήματα τα οποία, όπως και η Κοσμοχαλασιά, επηρεάζουν περισσότερο απ' όλα τις ψυχές των ανθρώπων.
Η Μαρία χάνει την δουλειά της και από γραμματέας σε μεγάλη πολυεθνική εταιρία του Μπουένος Άιρες γίνεται άνθρωπος για όλες τις δουλειές και πλύστρα στον αυτοδιαχειριζόμενο "οικισμό" όπου βρίσκεται το διαμέρισμά της. Περιπλανιέται στην πόλη ψάχνοντας τον φίλο της, Αλεχάντρο, και για να επιβιώσει αναγκάζεται να γίνει, επίσης, νοσοκόμα, καθαρίστρια και πόρνη. Ενώ της δίνεται η ευκαιρία να ξεφύγει από όλη τούτη τη βαρβαρότητα, καταβεβλημένη καθώς είναι από τον περιρρέοντα οπισθοδρομισμό, την πετά. Συνεχίζει, παρ' όλα αυτά, να δραπετεύει με κάθε δυνατό τρόπο για να καταλήξει αιχμάλωτη και ερωμένη ενός ιθαγενή μιας προκολομβιανής φυλής. Στο τέλος, ωστόσο, καταφέρνει να βγει από τούτο τον εφιάλτη μπαρκάροντας σ' ένα πλοίο με προορισμό την Ευρώπη.
Η γενική αίσθηση που διαπνέει τις σελίδες του βιβλίου είναι της παραίτησης και της ματαιότητας. Μια προς ολοταχώς αντίστροφη πορεία από τον πολιτισμό προς τα κάτω και η παντελής εξαθλίωση της ανθρώπινης υπόστασης που έπεται. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει μέσα σ' ετούτη την μίζερη πραγματικότητα είναι οι λίγες μα ισχυρές ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται και που ο Μαϊράλ σκιαγραφεί με πολύ απλή μα πλούσια γλώσσα. Όπως για παράδειγμα η συμπεριφορά της προϊσταμένης του νοσοκομείου όπου η Μαρία μεταφέρει τον παρατημένο από τη ζωή πατέρα της - προσλαμβάνει την Μαρία και την προστατεύει μέχρι την τελευταία της πνοή. Ή όπως επίσης η αλληλεγγύη που δείχνει στην Μαρία η Καταλίνα, ομήλικη και "συναδέλφός" της στο πανδοχείο των μεταναστών και αργότερα στο μπαρ-πορνείο όπου δουλεύουν.
Ο Πέδρο Μαϊράλ είναι ένας από τους 39 κορυφαίους συγγραφείς της χώρας του και συμπεριλαμβάνεται στους "Bogota 39" όπως ονομάστηκε το νέο συγγραφικό αίμα της Λατινικής Αμερικής και παρουσιάστηκε στο λογοτεχνικό φεστιβάλ της Μπογκοτά τον Αύγουστο 2007. "Η χρονιά της ερήμου" έχει προκαλέσει πολλά σχόλια στο εξωτερικό λόγω της δυσάρεστης οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής συγκυρίας - ο Μαϊράλ αντλεί καταστάσεις και συμβάντα από τα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Αργεντινή το 2001 με την ίδια ακρίβεια που τα κατέγραψαν τα δελτία ειδήσεων. Γι' αυτό δεν ξέρω κατά πόσο το μυθιστόρημα τούτο είναι μία καθαρόαιμη αλληγορία. Ο συγγραφέας, ωστόσο, χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής σε όλη την έκταση του ορισμού της λέξης και το γράψιμό του αναδίδει τον σουρεαλισμό ενός Μπουνιουέλ και -σε αρκετά σημεία- τη μαγευτική θέρμη του Μάρκες δίχως όμως κάτι στην γραφή του να θυμίζει μαγικό ρεαλισμό. Υπάρχουν σημεία στην αφήγηση της Μαρίας τόσο νατουραλιστικά που παίρνουν διαστάσεις ανατριχιαστικές - σαν να ακούς αυτούσια εκείνα που σήμερα εξαγγέλλονται από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτός είναι άλλωστε ο πρώτος λόγος που "έμεινα εκτός", δεν καταδύθηκα δλδ στο κείμενο. Ο δεύτερος ήταν η υπερβολική χρήση της υπερβολής που με κούρασε αρκετά.
Η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη, δεν είναι πραγματικότητα, έχουν όμως την δυνατότητα να αλλάζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και είναι εκείνες που κατευθύνουν τις πράξεις. Γι' αυτό έχω την εντύπωση ότι "η χρονιά της ερήμου" λειτουργεί ομοιοπαθητικά. Όταν έχεις διαβάσει -πόσω μάλλον να έχεις ζήσει- τόση απαισιοδοξία και μιζέρια δεν μπορείς παρά να σκεφτείς τα πράγματα από την αρχή και να αναθεωρήσεις. Το άτομο μπορεί να γίνει ο δημιουργός του εαυτού του, υποστηρίζουν οι Μπεργκσονιστές. Η μεγάλη αλλαγή εξάλλου, έρχεται μέσα από πολλές μικρές, ατομικές. Χμμμ, κι άλλα κλισέ, ε; Εν τέλει, έχει δίκιο ο Ουμπέρτο Έκο που λέει: "δύο κλισέ μας κάνουν να γελάσουμε. Εκατό κλισέ μας (συγ)κινούν". Ιδίως όταν επαληθεύονται.
Σημείωση: Το πορτραίτο ανήκει στον Αμεντέο Μοντιλιάνι κι απεικονίζει την σύντροφό του, Ζαν Εμπυτέρν. Είναι από τα λίγα μη-τυφλά πρόσωπα που έχει φιλοτεχνήσει. O ίδιος ο ζωγράφος όμως διευκρινίζει πως όλες του οι φιγούρες "βλέπουν, ακόμη κι αν δεν τους έχω ζωγραφίσει κόρες. (...) θέλουν να εκφράσουν τίποτα άλλο από την σιωπηρή κατάφαση της ζωής." Στη δεύτερη φωτογραφία είναι ο συγγραφέας Πέδρο Μαϊράλ και την άντλησα από το μπλογκ του.