Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014









Αντικείμενα Σκέψης
και Περιπέτειας


Σύμφωνοι, τα παιδιά αγαπούν την τεχνολογία. Αγαπούν όμως και το παιχνίδι: τα λέγκο και τις κατασκευές, τους μαρκαδόρους, τα χρώματα και τις μουτζούρες, αλλά και το κυνηγητό, τις λάσπες, τους λεκέδες – οτιδήποτε τους βάζει σε κίνηση και περιπέτεια. Πως μπορεί, λοιπόν, να συνδυαστεί η χαρά της δημιουργίας, η εκτόνωση και η γνώση -συναισθηματική  και πρακτική- που αποκομίζει το παιδί μέσω του παιχνιδιού με κάτι τόσο στατικό και μη τεχνολογικό όσο είναι η ανάγνωση και το βιβλίο;

Τα Αφισοβιβλία (Κέδρος, 2014) της έμπειρης κι επινοητικής Σοφίας Ζαραμπούκα δίνουν την απάντηση – τρία βιβλία τα οποία οι πολύ μικροί αναγνώστες (από τριών χρονών) για να τα διαβάσουν, πρέπει πρώτα να τα κατασκευάσουν. Να κατασκευάσουν;

Τα βιβλία έχουν αρχικά την μορφή αφίσας – ένα ενιαίο, μεγάλων διαστάσεων χαρτί γκλος με την μία πλευρά τους γεμάτη ζωγραφιές που αποδίδουν οπτικά ένα παραμύθι. Οι χαρακτήρες και η πλοκή απεικονίζονται ιδιαίτερα εύγλωττα με τα λαμπερά χρώματα της Ζαραμπούκα  κι εκτός από στολίδι στον τοίχο του παιδικού δωματίου, θα μπορούσε κανείς να το δει ως ευκαιρία για να ασκήσουν τα μικρά παιδιά την επινοητικότητά τους και να μαντέψουν την κάθε ιστορία.

Στο “Η δράκαινα κι ο Τίτος”, μία ελεύθερη διασκευή λαϊκού παραμυθιού, ένας νέος ψάχνει την κοπέλα που θα αγαπήσει και για να την βρει, περνά από δοκιμασίες που του βάζει μια δράκαινα. Στο “Τέα η γοργόνα”, η συγγραφέας διηγείται το όνειρο ενός κοριτσιού που ήθελε να γίνει γοργόνα. Το “Ο έμπορος της Βενετίας” είναι διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, όπως εκείνες της σειράς “Μυθολογία για παιδιά” που ανέδειξαν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό το ύφος της Σοφίας Ζαραμπούκα  ως συγγραφέα παιδικών βιβλίων και εικονογράφο – η γλώσσα των κειμένων της είναι κατανοητή, άμεση και σπινθηροβόλα ενώ στις ναΐφ ζωγραφιές της τα λαμπερά χρώματα και οι φιγούρες που μοιάζουν να πετούν στο κενό σού μεταδίδουν ένα αίσθημα ελευθερίας, αυθορμητισμού και μιας δυναμικής που καταφέρνει το αδύνατο.

Οι λιλιπούτιοι αναγνώστες θα πρέπει, στη συνέχεια, να διαβάσουν  την άλλη πλευρά της αφίσας για να διαπιστώσουν αν οι αφηγήσεις τους ταιριάζουν με ότι έχει γράψει κι αποδώσει η δημιουργός της. Για να βγάλουν, ωστόσο, νόημα τα γραπτά τμήματα της ιστορίας πρέπει να μπουν στην σωστή σειρά τους κι αυτό γίνεται μόνο αν τους δώσουμε τη μορφή βιβλίου. Είναι απλό: κρατάς την αφίσα διπλωμένη, κόβεις τις οριζόντιες τσακίσεις που υπάρχουν ήδη κι έχεις αμέσως τις  δεκαέξι σελίδες -έγχρωμες κι ασπρόμαυρες με επιπλέον σκίτσα- ενός βιβλίου όπως όλα τα άλλα: το κείμενο εναλλάσσεται με την εικονογράφηση δίχως αυτή να αντιστρέφεται ή να χάνει τον ειρμό η αφήγηση. Οι σελίδες, ωστόσο, για να σταθεροποιηθούν πρέπει να ραφτούν ή να συρραφούν, κάτι που είναι βέβαια απαγορευτικό για τα παιδιά στην ηλικία που απευθύνονται τούτες οι βιβλιοκατασκευές (από τριών ετών). Και για τους ενήλικες όμως είναι περίπλοκο - όταν το προσπάθησα, το συρραπτικό αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανυπάκουο ενώ η κόλλα δεν έδινε ένα ασφαλές αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου.

Το κατασκευαστικό  μέρος των βιβλίων το έλυσα, τελικά,  ενώνοντας τις σελίδες με βελόνα και κλωστή. Με το αναγνωστικό μέρος τους ωστόσο διατηρώ ακόμη μερικές  απορίες. Για παράδειγμα, στο “Η δράκαινα κι ο Τίτος” πως μπορεί η κόρη της βασίλισσας των λουλουδιών να είναι συγχρόνως η πιο φλύαρη και η πιο αμίλητη; Η πιο ψηλή και η πιο κοντή κοπέλα στον κόσμο; Και πως από την μια σελίδα στην άλλη η πιο ξανθιά γίνεται κοκκινομάλλα;  

Ο “Έμπορος της Βενετίας”  δεν περιέχει τέτοιου είδους αντιφάσεις - οι ήρωές του είναι συνεπείς στα λόγια τους και υπερασπίζονται την ταπεινότητα και την φιλία. Είναι ένα όμορφο, σύντομο κείμενο, με γρήγορο ρυθμό και προσαρμοσμένο στην αντίληψη των πολύ μικρών παιδιών. Όμως. Τι ακριβώς προσλαμβάνουν τα νήπια (όπου νήπιο ορίζεται το παιδί ανάμεσα στην βρεφική και στη σχολική ηλικία, δηλαδή από δύο έως πέντε περίπου χρονών)  από το κλασσικό έργο; Η διασκευή των κλασσικών έργων -λογοτεχνικών ή θεατρικών- αλλοιώνει τα πρωτότυπα κείμενα σε πολύ μεγάλο βαθμό στερώντας τους εκείνα τα στοιχεία για τα οποία τα χαρακτηρίζουμε κλασσικά. Πρόκειται ουσιαστικά για καινούργιες ιστορίες με την ελάχιστη δυνατή σύνδεση με το πρωτότυπο δίχως να προσφέρουν κάτι διαφορετικό στους μικρούς αναγνώστες απ' ότι θα πρότεινε ένα παραμύθι γραμμένο αποκλειστικά για την συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. 

Με λίγο ψάξιμο παραπάνω, θα διαπιστώσει κανείς πως στις διασκευές κλασσικών έργων για προεφήβους (από δέκα ετών) τα  πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και πιο απολαυστικά. Διασκευές όπως εκείνες της Άννας Κλέϊμπορν για τα θεατρικά του Σαίξπηρ (Μίνωας, 2012) έχουν ένα θαυμάσιο, πλούσιο λεξιλόγιο και διατηρούν -όπως στο πρωτότυπο- τη συναισθηματική κατάσταση και το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων, τις αιτίες που οδηγούν τις πράξεις τους, τους σχολιασμούς, τα κοινωνικά μηνύματα κι όλες εκείνες τις συναρπαστικές λεπτομέρειες που προσδίδουν ένταση στην πλοκή - στοιχεία βασικά για να κατακτήσουν τα παιδιά που αποτελούν το πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό. Και το κυριότερο, θέτουν σαφή πρότυπα και προβληματισμούς διατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών αναλλοίωτα. Για παράδειγμα, η Πόρσια - στην διασκευή του αφισοβιβλίου εμφανίζεται ήσυχη κι ονειροπόλα και στο δικαστήριο λειτουργεί ως φερέφωνο της νεράιδας νονάς της ενώ στο πρωτότυπο είναι  μία  έξυπνη, μορφωμένη κι ετοιμόλογη νέα που λέει άφοβα την γνώμη της, και στο δικαστήριο σώζει με τα επιχειρήματά της τον αγαπημένο της.




Τα Αφισοβιβλία επαληθεύουν με τον καλύτερο τρόπο την επιθυμία της συγγραφέως να δημιουργήσει βιβλία που να ανταποκρίνονται στις οικονομικές συνθήκες της εποχής δίχως να θυσιάσει την ποιότητα ή την αισθητική τους. Απαντούν, επίσης, σε κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικότερο - στην ελευθερία των παιδιών να εξερευνούν και να ανακαλύπτουν τον τρόπο που λειτουργεί ένα αντικείμενο, στην περιπέτεια της μάθησης μέσω της δημιουργίας και στην ανάπτυξης μιας πολύπλευρης και πολυσύνθετης σκέψης. Και η ηθική ικανοποίηση που δίνει το λειτουργικό αποτέλεσμα -ένα πραγματικό βιβλίο που μπορούν να διαβάσουν με άνεση- είναι αρκετή για να τα στρέψει με αυτοπεποίθηση προς κάποιο ράφι βιβλιοθήκης.

Αποδεικνύουν, τέλος, πως η ανάγνωση μπορεί να γίνει μια πολυδιάστατη εμπειρία από εκείνες που ούτε ο Τομ Σώγιερ θα μπορούσε να αρνηθεί - αν ποτέ έμπαινε κανείς στον κόπο να ασχοληθεί μαζί του με υπομονή και δίχως μεγαλεπίβολες επιδιώξεις και ιδεασμούς, είμαι σίγουρη πως θα αγαπούσε το βιβλίο με την ίδια ένταση όπως το παιχνίδι.  





Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες ο Αναγνώστης  στις 3 Αυγούστου, με εικογράφηση την αφίσα του "Εμπόρου της Βενετίας" (δείτε εδώ).



Δεν υπάρχουν σχόλια: