Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014












Where edges meet




Είναι το νέο αίμα της γερμανικής λογοτεχνίας - το βιβλίο του "Η μέτρηση του κόσμου"  έγινε μια αναπάντεχη επιτυχία εντός συνόρων εκτοπίζοντας τον Πάτρικ Ζισκίντ και το “Άρωμα” του από τον θρόνο των ευπωλύτων που κατείχαν από το 1985. Εκτός συνόρων, η επιτυχία του  συγκεκριμένου μυθιστορήματος μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες κερδίζοντας τα εύσημα για τον νεαρό συγγραφέα. Ωστόσο, ο τριανταεννιάχρονος σήμερα, Daniel Kehlmann  ήταν ήδη δημοφιλής με το προηγούμενο βιβλίο του, το "Εγώ και ο Καμίνσκι"(μτφρ. Κώστας Κοσμάς - Καστανιώτης, 2008) ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με αρκετά καλά στοιχεία  που, όμως, δεν με ενθουσίασε.

Η ιδέα που έχει ο Σεμπάστιαν Ζόλνερ είναι μεγαλειώδης – να γράψει την βιογραφία του τελευταίου επιζώντος μιας μεγάλης γενιάς ζωγράφων.  Ως δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης, θεωρεί τον εαυτό του ιδανικό συγγραφέα γι' αυτό, και την επιτυχία του βιβλίου σίγουρη. Μόνο που αυτή εξαρτάται από έναν πολύ βασικό παράγοντα – τον θάνατο του ζωγράφου που θα προσδώσει στο βιβλίο συλλεκτική, συγγραφική και εισπρακτική αξία. Ο Σεμπάστιαν υπολογίζει πως μέχρι να τελειώσει την συγγραφή του βιβλίου το ζήτημα θα έχει τακτοποιηθεί από μόνο του καθώς ο Μάνουελ Καμίνσκι είναι ήδη υπέργηρος. Με την έγκριση του εκδότη του, ο Σεμπάστιαν προγραμματίζει μια προσωπική συνέντευξη με τον ζωγράφο. Το σχέδιο στη συνέχεια είναι απλό - θα ενσωματωθεί στην οικογένεια του ζωγράφου και θα εκμαιεύσει όσα περισσότερα προσωπικά κι άγνωστα στοιχεία γι' αυτόν είναι δυνατόν.
 

Στα χρόνια του, ο Μάνουελ Καμίνσκι είχε προκαλέσει αίσθηση με την ζωγραφική του - μαθήτευσε δίπλα στον Ματίς και παρήγαγε ένα δικό του ιμπρεσσιονιστικό, πιο σκούρο, ύφος που, μερικώς, οφείλονταν στην σταδιακή τύφλωσή του. Τώρα, φορά μονίμως ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και ζει αποκομμένος από κάθε δημοσιότητα στις Άλπεις. Μαζί του μένει η κόρη του, Μίριαμ, η οποία εκτός από "κηδεμόνας" είναι και η ατζέντισσά του - φροντίζει με απόλυτη λεπτομέρεια το ποιοί, πότε και πού θα συναντηθούν με τον πατέρα της, ακόμη και το τί θα συζητήσουν στην λίγη ώρα που τους διαθέτει ο ζωγράφος. Ο Σεμπάστιαν, ωστόσο, είναι αποφασισμένος - την αγνοεί θρασύτατα και αυτο-προσκαλείται στο δείπνο της οικογένειας ενώ στην συνέχεια δωροδοκεί την οικονόμο του σπιτιού ώστε ο Καμίνσκι να μείνει απολύτως μόνος στο σπίτι. Την επόμενη μέρα, ο νεαρός δημοσιογράφος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και εξερευνά όλο το σπίτι και το ατελιέ του ζωγράφου αλλά, προς απογοήτευσή του, η έρευνα δεν αποδίδει κάτι σημαντικό ενώ ο Καμίνσκι, με φανερά τα σημάδια της άνοιας, φλυαρεί χωρίς να του πει ιδιαίτερα πράγματα για τη ζωή του. Έτσι, ο Σεμπάστιαν γίνεται ανελέητος: με κίνδυνο να του προκαλέσει σοκ από την ενδεχόμενη έκπληξη, αποκαλύπτει στον Καμίνσκι πως η Τερέζα, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του που νόμιζε νεκρή, είναι στην πραγματικότητα ζωντανή και του προτείνει να τον οδηγήσει στο σπίτι της με την προοπτική να αλιεύσει σπάνιες προσωπικές λεπτομέρειες για το βιβλίο του. Ο Καμίνσκι δέχεται αμέσως. 



Γεννήθηκε στο Γερμανία αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στην Αυστρία, χώρα καταγωγής του σκηνοθέτη πατέρα του ο οποίος την είχε εγκαταλείψει στα τέλη της δεκαετίας του '40 για να επιστρέψει το 1981. Σήμερα ο Ντάνιελ Κέλμαν εργάζεται στο Βερολίνο και ταξιδεύει ανάμεσα στη Γερμανία και την Αυστρία ή οποιοδήποτε άλλο μέρος χρησιμοποιεί ως χώρο εργασίας  του, με μεγάλη άνεση. Την ίδια άνεση επιδεικνύει και στην συγγραφή - η πλοκή που στήνει σε τούτο το μυθιστορήμα ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στο μεταμοντέρνο παρόν μας και σ' ένα παρελθόν δίχως μεμψιμοιρίες ή νοσταλγικές αναπολήσεις ενώ ο ρυθμός της αφήγησης παραμένει σταθερός μέχρι τέλους. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, οι καταστάσεις είναι προβλέψιμες και οι σκηνές, όπως για παράδειγμα στο σαλόνι της Τερέζας όπου προσπαθούν να συζητήσουν οι τέσσερίς τους (η Τερέζα, ο σύζυγος της, ο Καμίνσκι και ο Σεμπάστιαν)  ή αργότερα στην αίθουσα τέχνης, οι διάλογοι και το όλο στήσιμο των κινήσεων και των διαλόγων μεταξύ των καλλιτεχνών, θυμίζουν παιδικό σκετς. Οι χαρακτήρες του, γενικά, είναι επίπεδοι με εξαίρεση τον γηραιό Μάνουελ Καμίνσκι, που είναι στέρεα δομημένος και σε βάθος με μια δυναμικότητα που παρασύρει τον νεαρό δημοσιογράφο - αντί να τον οδηγήσει κατευθείαν στο σπίτι της Τερέζας, ο Σεμπάστιαν κάνει πολλές ενδιάμεσες στάσεις για να ικανοποιήσει τις ανάγκες αλλά και να υποστεί τις ιδιοτροπίες του γέροντα. 

Εκείνο που αναπτερώνει την ανάγνωση είναι ορισμένες απροσδόκητες τροπές που δίνει ο συγγραφέας στην πλοκή προς το τέλος του μυθιστορήματος. Όταν, για παράδειγμα, οι δύο ταξιδιώτες καταλήγουν άκρως ταλαιπωρημένοι στο διαμέρισμα της Έλγκε, της πρώην συντρόφου του Σεμπάστιαν που τώρα λείπει. Θα περίμενε κανείς ότι μετά την επεισοδιακή περιπλάνηση του σαββατοκύριακου θα έπεφταν και οι δύο για ύπνο για να ξεκουραστούν· αντί γι' αυτό όμως, ο Σεμπάστιαν τραβολογά τον Καμίνσκι στα εγκαίνια έκθεσης μιας γκλάμορους γκαλερί. Μικρή λεπτομέρεια: ο Καμίνσκι έχει ήδη πάρει, ως συνήθως κάθε βράδυ την ίδια ώρα, τα υπνωτικά χάπια του.  

Η γραφή του Κέλμαν έχει πράγματι κάτι διαφορετικό - είναι γρήγορη, ελλειπτική, εριστική. Ωστόσο, το τόσο χαρακτηριστικό "επιμελώς ατημέλητο" ύφος του χρειάζεται, πιστεύω, ένα πιο προσεκτικό φινίρισμα - αυτή την αίσθηση μου άφησε η ελληνική έκδοση. Όσο για το χιούμορ του που ενθουσίασε τους κριτικούς, είναι πολυδιάστατο: ειρωνικό, εγωιστικό, προκλητικό - σαν αυτό που συναντάμε σε μια slapstick κωμωδία του βωβού κινηματογράφου. Και είναι, αναμφίβολα, καυστικό και αποκαλυπτικό για τον κόσμο της τέχνης και της δημοσιογραφίας: οι καλλιτεχνικοί παράγοντες στην γκαλερί εμφανίζονται αδαείς, καιροσκόποι και αριβίστες ολκής, ο εκδότης του Σεμπάστιαν αδιαφορεί πλήρως για το πρότζεκτ διότι το έχει ήδη αναθέσει σε άλλον ενώ ο Καμίνσκι και η Μίριαμ έχουν ήδη τη δική τους ατζέντα στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται ο νεαρός Ζόλνερ. Το χιούμορ του Αυστρο-γερμανού συγγραφέα είναι, επίσης, αρκετά δυνατό για να ανατρέπει την τρυφερότητα που υφέρπει στο κείμενο αφήνοντας την ματαιότητα και μια πικρή μελαγχολία να κυριαρχήσει. Όπως όταν ο Σεμπάστιαν συνειδητοποιεί πως "... δεν με ένοιαζε καθόλου. Δεν με ένοιαζε καν αν θα κυκλοφορούσε ποτέ το βιβλίο. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Και δεν ήθελα να πεθάνει."


Παρ' όλη την επιπολαιότητά του, ο Σεμπάστιαν Ζόλνερ κάνει ορισμένες διαπιστώσεις για την ζωή και την τέχνη που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Δεν μπορείς να προσπεράσεις, επίσης, τα κοινά σημεία που έχουν οι δύο γενιές - οι εμπειρίες του ενός αντικατοπτρίζονται στου άλλου ενώ και οι δύο μοιράζονται μιαν αίσθηση απώλειας - χρόνου ή τόπου, ανάλογα με την περίσταση.   Δεν είναι λίγο.

Προβλέψιμο ή όχι, το "Εγώ και ο Καμίνσκι" είναι ένα κωμικοτραγικό μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα. Θα το δω, ωστόσο, με διαφορετική διάθεση όταν βγει στις οθόνες - ήδη ετοιμάζεται η κινηματογραφική του μεταφορά, κάτι που, πιστεύω, θα μπορέσει να αποδώσει πειστικότερα το απομυθοποιητικό ύφος του Ντάνιελ Κέλμαν και την σύγχρονη σάτυρά του. 






Σημειώσεις: Το πρώτο σκίτσο είναι από διαφημιστική παρουσίαση γυαλιών οράσεως κι αντλήθηκε από εδώ. Στην φωτογραφία εικονίζεται ο συγγραφέας ενώ η δεύτερη εικόνα είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: