Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009






Το φθινοπωρινό πουλόβερ


"...Με την πρώτη βροχή, μονολογούσαμε: "Ήρθε φθινόπωρο". Αποδεχόμασταν ότι τώρα πια είναι όλα μια απλή παρένθεση προτού έρθει ο χειμώνας. Αλλά κάπου μέσα μας, χωρίς να θέλουμε να το παραδεχτούμε, περιμέναμε κάτι. Τον Οκτώβρη. Τις αληθινά παγωμένες νύχτες και τη μέρα, το γαλανό ουρανό πάνω στα πρώτα κίτρινα φύλλα. Τον Οκτώβρη, το ζεστό κρασί, τη γλυκιά απαλότητα του φωτός, όταν ο ήλιος δε ζεσταίνει παρά μόνο στις τέσσερις το απόγευμα, την ώρα που όλα παίρνουν τη μακρόστενη γλυκύτητα των αχλαδιών που έπεσαν απ' τη μάντρα.

Τότε μας χρειάζεται ένα καινούργιο πουλόβερ. Πρέπει να φορέσουμε τα κάστανα, τη βλάστηση του δάσους, τα αγκαθωτά περιβλήματα των αγριοκάστανων, το ροδοκόκκινο χρώμα των μανιταριών. Να καθρεφτιστεί αυτή η εποχή του χρόνου μες στην απαλότητα του μαλλιού. Όμως, ένα καινούργιο πουλόβερ είναι σαν να διαλέγεις την καινούργια φωτιά που πλησιάζει προς το τέλος.

Σε πράσινους τόνους; Το πράσινο της ιρλανδικής εξοχής, βαθυπράσινο, μουντό, καλυμμένο με ομίχλη, σε έντονους καφέ τόνους του ουίσκι, άγριο και μοναχικό σαν τα χωράφια της τύρφης, σαν το κουρεμένο χορτάρι. Ή μήπως στο χρώμα της φωτιάς; Υπάρχουν τόσες πολλές πυρρόξανθες αποχρώσεις, τα μαλλιά της Οφηλίας, η επιθυμία να γευτείς, όπως παλιά τάρτες βουτύρου με μέλι, κυρίως δάση, καστανόχωμα, κοκκινωπές αποχρώσεις τ' ουρανού, ασύλληπτες μυρωδιές υπαίθριων αγορών και δασών, εδώδιμων μανιταριών και νερού. Και σε ανοιχτούς μπεζ τόνους, γιατί όχι; Ένα πουλόβερ με μεγάλες θηλιές, σταυροβελονιά, λες και κάποιος είχε ακόμη το χρόνο να πλέξει για σένα.

Ένα τεράστιο πουλόβερ: το σώμα δε θα 'χει πια σημασία, θα είμαστε το σύμβολο της εποχής. Ένα πουλόβερ με ριχτούς ώμους, ελπίζοντας... Είναι ωραίο ακόμη, και για σένα τον ίδιο, να ερμηνεύεις το τέλος των πραγμάτων με το ίδιο χρώμα σε διαφορετικούς τόνους. Να διαλέγεις την πολυτέλεια της μελαγχολίας. να αγοράζεις το χρώμα των ημερών, ένα καινούργιο φθινοπωρινό πουλόβερ."


Από το βιβλίο "η πρώτη γουλιά της μπίρας κι άλλες μικρές απολαύσεις" του Φιλίπ Ντελέρμ (Πατάκης, 1998).



Δεν υπάρχουν σχόλια: