"Ice burns, and it is hard
to the warm-skinned to distinguish
one sensation, fire, from the other, frost"
Είναι μέρες τώρα που τελείωσα το "Ιστορίες του Χαλ" (Κίχλη, 2011, με σχέδια του Χρήστου Μητά) και η πρώτη εντύπωση διαρκεί ακόμη - τα τρία διηγήματα με τα οποία κάνει το συγγραφικό του ντεμπούτο ο Γιώργος Μητάς συνθέτουν ένα σύγχρονο και καλογραμμένο, στιβαρό βιβλίο που γεννά προσδοκίες.
Ο Έλληνας αφηγητής των ιστοριών κάνει το μεταπτυχιακό του στην αγγλική πόλη Κίνγκστον απόν Χαλ. Τον πρώτο καιρό προσπαθεί να εγκλιματιστεί και, με την απόσταση και την περιέργεια που του δίνει η άγνοια του καινούργιου, παρατηρεί τα πάντα και τους πάντες γύρω του. Στο πρώτο διήγημα, μας συστήνει την συνταξιούχο κυρία Ρότζερς που εργάζεται ως ταξιθέτρια στην Κινηματογραφική Λέσχη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Χαλ. Εκεί, η κυρία Ρότζερς γνωρίζει τον Λουίς, έναν νεαρό Ισπανό φοιτητή που είναι τακτικός θεατής των προβολών. Αρχίζει και νιώθει κάτι πολύ ζεστό και ξεχασμένο να αναβλύζει από μέσα της κι ενώ θέλει, δειλιάζει να τον καλέσει για τσάι. Ένα ατύχημα που έχει με την μέση της την κάνει να συνειδητοποιήσει το βάρος της μοναξιάς της και το πόσο ανάγκη έχει, εντέλει, τούτη την συντροφιά και την συμμετοχή στην ζωή. "...Αλλά χωρίς την Κινηματογραφική Λέσχη, χωρίς τις Κυριακές της, χωρίς το ποδήλατο και τις διαδρομές της, η ζωή της θα συρρικνωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που δεν ήξερε αν θ' άξιζε να συνεχίσει. Η γρήγορη όμως βελτίωση της κατάστασής της την έκανε ν' αναθαρρήσει και, για πρώτη φορά μετά την πτώση της, άρχισε να ελπίζει ξανά. Κι αν μπορούσε να ξαναπιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει, έστω λίγο πιο συντηρητικά; Αν περιόριζε τις δραστηριότητές της, αν φρόντιζε να μην κουράζει το πόδι της, μειώνοντας τις ημέρες στη δουλειά, παίρνοντας αραιά και πού το ποδήλατο;"
(....) Απομακρύνθηκε γρήγορα, ποδηλατώντας γερά, αφήνοντάς τον εμβρόντητο στην άκρη του πεζοδρομίου. Αργότερα, ενώ η έξαψή της καταλάγιαζε και η καρδιά επανερχόταν στον κανονικό της ρυθμό, μπόρεσε ν' ανακαλέσει στην μνήμη της το απορημένο του πρόσωπο καθώς την αναγνώριζε, την έκπληξή του όταν άκουσε την πρότασή της. Δεν του είχε δώσει χρόνο ν' αρθρώσει λέξη."
Ο Ντόναλντ σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον του αφηγητή στο δεύτερο διήγημα "Ντόναλντ και Τζόυ". Οι δύο φοιτητές γνωρίζονται στο εστιατόριο του πανεπιστημίου όπου ο ξανθός Βέλγος εντυπωσιάζει τον αφηγητή με την πολύ νεανική εμφάνισή του που έρχεται σε αντίθεση με την βαθιά αρρενωπή φωνή του. Μεγαλύτερη εντύπωση τού κάνει όμως η φυσικότητα με την οποία ο Βέλγος κινείται σε χώρους μεγάλους και σχετικά άγνωστους σ' αυτόν μιας και ο Ντόναλντ είναι τυφλός. Σε μια έξοδό τους σ΄ένα μπαράκι, ο Ντόναλντ θα ερωτευθεί μια συμφοιτήτριά του. Ο αφηγητής μαζί με με την Τζόυ, τον σκύλο-συνοδό του Ντόναλντ, τους παρακολουθούν να μιλούν, να πίνουν και να χορεύουν. Διαβάζοντας το χρονικό της βραδιάς και των ημερών που ακολούθησαν, δεν μπορείς να μην νιώσεις την αγωνία του Ντόναλντ για την κοπέλα και το φιλί της που ποθούσε :"Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Γύρισα, προτού προλάβω να απωθήσω ένα συναίσθημα ενοχής - ήταν στραμμένος προς το μέρος μου, απόμακρος, μισός λουσμένος στο φως των αστραπών και μισός στο σκοτάδι. Η Τζόυ ήταν κολλημένη στο πόδι του. Φοβήθηκα την ερώτηση που είδα να ανεβαίνει στα χείλη του, αλλά όταν αυτή εκφράστηκε, μ'έναν τόνο που άφηνε να διαφανεί η κρυφή αγωνία, αποτέλεσμα μιας άλλης, βουβής θύελλας που μαινόταν στην καρδιά του, με βρήκε τελείως απροετοίμαστο: ''Θα μπορούσες να βεβαιωθείς για τα αισθήματα κάποιου αν δεν μπορούσες να δεις τα μάτια του;"
Στο τρίτο διήγημα, ο αφηγητής μας συστήνει τον Τούρκο φοιτητή Αζίζ που νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι του ντόπιου Στηβ, μια γραφική φιγούρα Άγγλου πενηντάρη γεροντοπαλίκαρου με ροκ καταβολές και εύθυμη, καυχισιάρικη, συμπεριφορά - βαρύ παραπέτασμα, τελικά, μιας οδυνηρής μοναξιάς. Με το τέλος της πρώτης εξεταστικής, ο Αζίζ αποφασίζει να δει τι κρύβεται πίσω από τον γεμάτο διηγήσεις και εμπειρίες Στηβ και το άδειο από φωτογραφίες κι αναμνηστικά σπιτικό του. "Δεν ήταν δύσκολο να τον παρακολουθήσει, μιας και ο γιγαντόσωμος Άγγλος δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει γύρω. Περπατούσε αργά, με μεγάλα βήματα, το κεφάλι κάτω, με ρυθμό σταθερό, αδιάφορος για το τσουχτερό κρύο, με το δερμάτινο μπουφάν ξεκούμπωτο πάνω από το καρώ πουκάμισο και τ' άσπρα μαλλιά έρμαιο στα κέφια του ανέμου.
Ο Έλληνας αφηγητής των ιστοριών κάνει το μεταπτυχιακό του στην αγγλική πόλη Κίνγκστον απόν Χαλ. Τον πρώτο καιρό προσπαθεί να εγκλιματιστεί και, με την απόσταση και την περιέργεια που του δίνει η άγνοια του καινούργιου, παρατηρεί τα πάντα και τους πάντες γύρω του. Στο πρώτο διήγημα, μας συστήνει την συνταξιούχο κυρία Ρότζερς που εργάζεται ως ταξιθέτρια στην Κινηματογραφική Λέσχη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Χαλ. Εκεί, η κυρία Ρότζερς γνωρίζει τον Λουίς, έναν νεαρό Ισπανό φοιτητή που είναι τακτικός θεατής των προβολών. Αρχίζει και νιώθει κάτι πολύ ζεστό και ξεχασμένο να αναβλύζει από μέσα της κι ενώ θέλει, δειλιάζει να τον καλέσει για τσάι. Ένα ατύχημα που έχει με την μέση της την κάνει να συνειδητοποιήσει το βάρος της μοναξιάς της και το πόσο ανάγκη έχει, εντέλει, τούτη την συντροφιά και την συμμετοχή στην ζωή. "...Αλλά χωρίς την Κινηματογραφική Λέσχη, χωρίς τις Κυριακές της, χωρίς το ποδήλατο και τις διαδρομές της, η ζωή της θα συρρικνωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που δεν ήξερε αν θ' άξιζε να συνεχίσει. Η γρήγορη όμως βελτίωση της κατάστασής της την έκανε ν' αναθαρρήσει και, για πρώτη φορά μετά την πτώση της, άρχισε να ελπίζει ξανά. Κι αν μπορούσε να ξαναπιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει, έστω λίγο πιο συντηρητικά; Αν περιόριζε τις δραστηριότητές της, αν φρόντιζε να μην κουράζει το πόδι της, μειώνοντας τις ημέρες στη δουλειά, παίρνοντας αραιά και πού το ποδήλατο;"
(....) Απομακρύνθηκε γρήγορα, ποδηλατώντας γερά, αφήνοντάς τον εμβρόντητο στην άκρη του πεζοδρομίου. Αργότερα, ενώ η έξαψή της καταλάγιαζε και η καρδιά επανερχόταν στον κανονικό της ρυθμό, μπόρεσε ν' ανακαλέσει στην μνήμη της το απορημένο του πρόσωπο καθώς την αναγνώριζε, την έκπληξή του όταν άκουσε την πρότασή της. Δεν του είχε δώσει χρόνο ν' αρθρώσει λέξη."
Ο Ντόναλντ σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον του αφηγητή στο δεύτερο διήγημα "Ντόναλντ και Τζόυ". Οι δύο φοιτητές γνωρίζονται στο εστιατόριο του πανεπιστημίου όπου ο ξανθός Βέλγος εντυπωσιάζει τον αφηγητή με την πολύ νεανική εμφάνισή του που έρχεται σε αντίθεση με την βαθιά αρρενωπή φωνή του. Μεγαλύτερη εντύπωση τού κάνει όμως η φυσικότητα με την οποία ο Βέλγος κινείται σε χώρους μεγάλους και σχετικά άγνωστους σ' αυτόν μιας και ο Ντόναλντ είναι τυφλός. Σε μια έξοδό τους σ΄ένα μπαράκι, ο Ντόναλντ θα ερωτευθεί μια συμφοιτήτριά του. Ο αφηγητής μαζί με με την Τζόυ, τον σκύλο-συνοδό του Ντόναλντ, τους παρακολουθούν να μιλούν, να πίνουν και να χορεύουν. Διαβάζοντας το χρονικό της βραδιάς και των ημερών που ακολούθησαν, δεν μπορείς να μην νιώσεις την αγωνία του Ντόναλντ για την κοπέλα και το φιλί της που ποθούσε :"Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Γύρισα, προτού προλάβω να απωθήσω ένα συναίσθημα ενοχής - ήταν στραμμένος προς το μέρος μου, απόμακρος, μισός λουσμένος στο φως των αστραπών και μισός στο σκοτάδι. Η Τζόυ ήταν κολλημένη στο πόδι του. Φοβήθηκα την ερώτηση που είδα να ανεβαίνει στα χείλη του, αλλά όταν αυτή εκφράστηκε, μ'έναν τόνο που άφηνε να διαφανεί η κρυφή αγωνία, αποτέλεσμα μιας άλλης, βουβής θύελλας που μαινόταν στην καρδιά του, με βρήκε τελείως απροετοίμαστο: ''Θα μπορούσες να βεβαιωθείς για τα αισθήματα κάποιου αν δεν μπορούσες να δεις τα μάτια του;"
Στο τρίτο διήγημα, ο αφηγητής μας συστήνει τον Τούρκο φοιτητή Αζίζ που νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι του ντόπιου Στηβ, μια γραφική φιγούρα Άγγλου πενηντάρη γεροντοπαλίκαρου με ροκ καταβολές και εύθυμη, καυχισιάρικη, συμπεριφορά - βαρύ παραπέτασμα, τελικά, μιας οδυνηρής μοναξιάς. Με το τέλος της πρώτης εξεταστικής, ο Αζίζ αποφασίζει να δει τι κρύβεται πίσω από τον γεμάτο διηγήσεις και εμπειρίες Στηβ και το άδειο από φωτογραφίες κι αναμνηστικά σπιτικό του. "Δεν ήταν δύσκολο να τον παρακολουθήσει, μιας και ο γιγαντόσωμος Άγγλος δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει γύρω. Περπατούσε αργά, με μεγάλα βήματα, το κεφάλι κάτω, με ρυθμό σταθερό, αδιάφορος για το τσουχτερό κρύο, με το δερμάτινο μπουφάν ξεκούμπωτο πάνω από το καρώ πουκάμισο και τ' άσπρα μαλλιά έρμαιο στα κέφια του ανέμου.
Ήταν μια μακριά, θλιβερή βόλτα. (....) Έμεινε ακίνητος, έκπληκτος, με το στόμα ανοιχτό. Λίγα μέτρα πιο κάτω, η πόρτα με το νούμερο δώδεκα πρέπει να είχε ανοίξει και κλείσει ακόμα μια φορά, γιατί δεν ήταν πια μόνος στο δρόμο. ΟΣτηβ βρισκόταν και πάλι μπροστά του, η πλάτη και οι γερτοί του ώμοι λούζονταν στην πένθιμη λάμψη του φεγγαριού. Δεν είχαν περάσει ούτε δεκαπέντε λεπτά της ώρας. Ήταν πολύ νωρίς, η επίσκεψη είχε διαρκέσει ελάχιστα. Πού πήγαινε τώρα ο παράξενος συγκάτοικός του; Ποτέ δεν είχε γυρίσει τόσο νωρίς στο σπίτι. Αν αυτή ήταν η καθημερινή του ρουτίνα, τί έκανε μετά, μέχρι αργά τη νύχτα, που επέστρεφε στην Vermond Street; Η περιέργεια του Τούρκου φοιτητή μεγάλωνε, το ίδιο και η ανησυχία του. Πάλεψε να αποδιώξει την ανάγκη του για ανάπαυση, ζεστασιά και ασφάλεια, σφίχτηκε κι άλλο στο μακρύ παλτό του και ξανάρχισε την παρακολούθηση μέσα στο ανυπόφορο κρύο. Για πού και για πόσο ακόμα; Ο Αζίζ δεν μπορούσε να φανταστεί."
Η γραφή του Μητά είναι στέρεη -δεν έχει και δεν δημιουργεί κενά- και σε παρασύρει σε περιγραφές, σκέψεις κι αντιθέσεις έντονες: οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, το κρύο του χειμώνα και η ζέστη ενός τζακιού και μιας φιλίας, ο σκοπός στη ζωή και το άσκοπο, η ίδια η ζωή και το τέλος της. Τα κινηματογραφικά τοπία με την παγωμένη τους γαλήνη και η εσωτερική πάλη που δίνεται με την θέρμη και την δραματική αμεσότητα ενός θεατρικού έργου. Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά αισθανόμουν ότι είχα στα χέρια μου πολύ περισσότερες από τις 140 σελίδες του βιβλίου - υποθέτω πως σωματοποίησα τις προσδοκίες που αναφέρω πιο πάνω. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα βαρύ ή αργόσυρτο βιβλίο. Η ανάγνωση ρέει με γρήγορο, σταθερό ρυθμό αν και ο συγγραφέας φροντίζει να ξεβολέψει τον αναγνώστη αφήνοντας τους ήρωές του να περάσουν από την μία ιστορία στην άλλη μ' έναν τρόπο ανεπαίσθητο - μόλις το αντιληφθείς, ψάχνεις να τους βρεις πριν ακόμη το δεις γραμμένο.
Οι "Ιστορίες του Χαλ" μου θύμησαν τον τρόπο των συγγραφέων (πολύ) παλαιότερων εποχών στα έργα των οποίων τίποτα δεν βιάζεται να συμβεί. Ο Γιώργος Μητάς παίρνει τον χρόνο του για να περιγράψει το πολικό ψύχος που επικρατεί στο Χαλ, τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στον ψυχισμό των κατοίκων του. Και δεν είναι εύκολο, τελικά, να διακρίνεις ποιό είναι το πιο διαβρωτικό - η παγωνιά και η υγρασία του καιρού ή η μοναξιά; Ή ακόμη περισσότερο ο φόβος της μοναξιάς; Οι άνθρωποι του Μητά ωστόσο, ενάντια σε τούτες τις πραγματικά σκληρές συνθήκες, διεκδικούν ένα τρυφερό άγγιγμα, ένα φιλί, εκείνο το μικρό ουσιώδες κάτι που θα κάνει την μοναξιά τους να ομορφύνει. Κι αυτό είναι σίγουρα το κυρίαρχο.
Οι "Ιστορίες του Χαλ" μου θύμησαν τον τρόπο των συγγραφέων (πολύ) παλαιότερων εποχών στα έργα των οποίων τίποτα δεν βιάζεται να συμβεί. Ο Γιώργος Μητάς παίρνει τον χρόνο του για να περιγράψει το πολικό ψύχος που επικρατεί στο Χαλ, τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στον ψυχισμό των κατοίκων του. Και δεν είναι εύκολο, τελικά, να διακρίνεις ποιό είναι το πιο διαβρωτικό - η παγωνιά και η υγρασία του καιρού ή η μοναξιά; Ή ακόμη περισσότερο ο φόβος της μοναξιάς; Οι άνθρωποι του Μητά ωστόσο, ενάντια σε τούτες τις πραγματικά σκληρές συνθήκες, διεκδικούν ένα τρυφερό άγγιγμα, ένα φιλί, εκείνο το μικρό ουσιώδες κάτι που θα κάνει την μοναξιά τους να ομορφύνει. Κι αυτό είναι σίγουρα το κυρίαρχο.
UpDate: Ο Γιώργος Μητάς βραβεύτηκε από το περιοδικό "Διαβάζω" με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2012. Δείτε εδώ την βράβευσή του και διαβάστε εδώ μια μετέπειτα συνέντευξή του στην Όλγα Σελλά. Στο ίδιο άρθρο, ακολουθεί και η επίσης σύντομη συνέντευξη του βραβευμένου (από το ίδιο περιοδικό) με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή Γιάννη Δούκα.
Σημείωση: Το εικαστικό θέμα ανήκει στον Βέλγο ζωγράφο και γραφίστα Leon Spilliaert. Έχει τίτλο "Femme au bord del'eau"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου