Πέμπτη 18 Απριλίου 2013








Κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός



Μαγεμένη, στην κυριολεξία από το "Μετάξι" του εξαιρετικού Ιταλού Alessandro Baricco, ανυπομονούσα να διαβάσω το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το "προς Εμμαούς" (μετάφραση Άννας Παπασταύρου, Πατάκης, 2010). Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ιστορία ενηλικίωσης τεσσάρων φίλων με κινηματογραφικούς χρόνους κι ένταση που, ωστόσο, δεν ξέρω αν τελικά θα έπρεπε να σας την προτείνω. 

Το μυθιστόρημα ξεκινά  όταν τα τέσσσερα αγόρια είναι γύρω στα 15. Ο Μπόμπι (παρατσούκλι του νεαρού  γιατί ο αδερφός του μοιάζει με τον Τζον Φ. Κέννεντυ), ο Σάντο (δλδ ο "Άγιος", από την εμμονή του νεαρού με τις θείες διδαχές και την θέλησή του να γίνει ιερέας), ο Λούκα και ο ανώνυμος αφηγητής ζουν με τις θρησκευόμενες καθολικές οικογένειές τους σε μια Ιταλική πόλη και στον ελεύθερο χρόνο τους εργάζονται εθελοντικά στο νοσοκομείο της περιοχής.  Έχουν σχηματίσει κι ένα μουσικό γκρουπάκι και παίζουν κάποιες μέρες στην εκκλησία. Και "φυσικά πηγαίνουμε στο σχολείο, κάθε μέρα. Όμως αυτή είναι μια ιστορία ταπεινωτικής παρακμής και ανώφελων βασάνων. Δεν έχει καμιά σχέση με όσα αναγνωρίζουμε και ορίζουμε ως ζωή". Γι' αυτούς φαίνεται πως την ζωή ορίζει η όμορφη Άντρε. Η κοπέλα προέρχεται από πλούσια οικογένεια κι αυτό της δίνει έναν αέρα (επίπλαστης) ελευθερίας και αδιαφορίας συνάμα για τα πάντα και για όλους. Και για τους τέσσερις φίλους φυσικά, που είναι ερωτευμένοι μαζί της και  θαυμάζουν από μακρυά την ακραία συμπεριφορά της - η Άντρε έχει σχεδόν πλήρη συνείδηση της γοητείας και της σεξουαλικότητάς της όπως επίσης και κατάθλιψη.

Η άγνοια φαίνεται πως είναι η αρχή και η βάση του μυθιστορήματος καθώς ο τίτλος προέρχεται από μια ιστορία από το Κατά Λουκά Ευαγγέλιο, την Πορεία προς Εμμαούς, την οποία  οι νεαροί  αγαπούν πολύ γιατί "σε όλη την ιστορία, όλοι δεν ξέρουν" όπως κι αυτοί οι ίδιοι που είναι "γεμάτοι από λέξεις που δε μας έχουν διδάξει την πραγματική τους σημασία." Και συνεχίζει ο νεαρός αφηγητής λίγο κάτω: "Μικρές καρδιές - τις τρέφουμε με μεγάλες ψευδαισθήσεις, και στο τέλος της διαδικασίας περπατάμε σα απόστολοι στην Εμμαούς, τυφλοί δίπλα σε φίλους και έρωτες που δεν αναγνωρίζουμε - δείχνοντας εμπιστοσύνη σ' ένα Θεό που δεν ξέρει παραπάνω απ' τον εαυτό του. Γι' αυτό γνωρίζουμε την πορεία των πραγμάτων κι έπειτα δεχόμαστε το τέλος τους, χάνοντας πάντα την ουσία τους." Τούτη η απώλεια της πίστης απέναντι στον κόσμο, στην κοινωνία, στο Θεό και στους γονείς είναι ο επίλογός του. Ακολουθώντας το ύφος των μυθιστορημάτων ενηλικίωσης, το "προς Εμμαούς" περιγράφει την οδυνηρή έγερση της λογικής έναντι των ηθικών επιταγών της Καθολικής Εκκλησίας που εφαρμόζουν πιστά οι μικροαστικές οικογένειες των Ιταλικών πόλεων, οι οποίες δεν διαφέρουν καθόλου από τις αντίστοιχες ελληνικές, τις οποίες τόσο όμορφα (παρ'όλη την σκληρότητά τους)  έχει κινηματογραφήσει ο Αντώνης Κόκκινος  στο "Τέλος Εποχής" του. Και ναι μεν η νοσταλγία για την χαμένη αθωώτητα κυριαρχεί στην ταινία του Κόκκινου, στο μυθιστόρημα όμως του Μπαρίκκο δεν είναι καθόλου σαφές το νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν. 


Ο Μπαρίκκο ξέρει να δημιουργεί μια μυστικιστική ατμόσφαιρα όπως, θα τολμούσα να πω, και ο Μουρακάμι. Κι ενώ στο "Μετάξι" του τούτος ο μυστικισμός και η ασάφεια τόνιζε την ερωτική αδυμονία του πρωταγωνιστή και το ανεκπλήρωτο του πόθου του, εδώ δεν μπόρεσα να βρω το τί αυτή εξυπηρετεί. Υποθέτω πως έχει να κάνει με την παρουσία της Εκκλησίας αλλά είναι αντιφατικό γιατί παρ' όλο που ο συγγραφέας επικρίνει την ουσία του Χριστιανισμού, με τον τρόπο αυτό, και σε συνδυασμό με την δυναμική αφήγηση, είναι σαν να την αποδέχεται.

H απλή γραφή και η εναλλαγή ύφους από κεφάλαιο σε κεφάλαιο χαρακτηρίζουν όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα του Μπαρίκκο. Στο "προς Εμμαούς" όμως αυτό δεν ισχύει. Αντίθετα, το ύφος του είναι σταθερό και η γραφή του δεν είναι τόσο απλή - έχει κάτι το ασύνδετο, το κοφτό και μια ιδέα από Βιρτζίνια Γουλφ. Η εναλλαγή χρόνων στην αφήγηση (όταν αναφέρεται στο παρελθόν χρησιμοποιεί εναλλάξ ενεστώτα, παρατατικό και αόριστο, ενώ όταν μιλά στο παρόν μόνο τον ενεστώτα. Κάποιες φορές δε τα συγχέει - ή τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα) επιβραδύνει την ανάγνωση και την περιέργεια για το παρακάτω. Διότι, αν μη τι άλλο, το "προς Εμμαούς" έχει ενδιαφέρουσα πλοκή που δεν είναι καθόλου προβλέψιμη  - από την εθελοντική εργασία στο νοσοκομείο και  τις βραδυνές τσάρκες  των νεαρών με τα ποδήλατα στις γειτονιές με τις πόρνες, σε ερωτικά σκιρτήματα, αγγίγματα κι  εγκλήματα. Επίσης, η "ξενιτιά" των ναρκωτικών, μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και μία άλλη επιτυχημένη, έναν επιπλέον θάνατο και μία εγκυμοσύνη είναι μερικά από τα περιστατικά που θα συναντήσει κανείς διαβάζοντας μέχρι οι νεαροί να γίνουν 18, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Στο ενδιάμεσο διάστημα θα αλλάξουν αφήνοντας για πάντα πίσω τους "τα κληροδοτούμενα σύνορα, με την υποψία ότι δεν υπάρχουν σύνορα."  

Οι έννοιες που περιλαμβάνει ο Μπαρίκκο στο μυθιστόρημά του εξακολουθούν να είναι σύνθετες. Παραείναι σύνθετες, θα έλεγα, για έναν έφηβο - ο Μπαρίκκο προσπαθεί να μιλήσει με την φωνή ενός 15χρονου ωστόσο, οι φιλοσοφικοί και θρησκευτικοί στοχασμοί που ακούγονται από το στόμα του νεαρού αφηγητή, ιδιαίτερα προς το τέλος του μυθιστορήματος, κάθε άλλο παρά ταιριάζουν στην συγκεκριμένη ηλικία κι αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να προσπεράσω κάποιες παραγράφους (τις οποίες γύρισα και ξαναδιάβασα με προσοχή αργότερα).

Είναι απορίας άξιο, λοιπόν, μετά απ' όλα αυτά το γιατί, ενώ είναι στην ουσία του το "προς Εμμαούς" μοιάζει ατελές, σου αφήνει μια γλυκιά επίγευση με ελαφρές αποχρώσεις γοητείας...
 


 


Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι ένα "Άτιτλο" της Francesca Woodman στο οποίο βασίστηκε το εξώφυλλο του βιβλίου. Ο τίτλος της ανάρτησης είναι μια στροφή από το "Σύννεφο με παντελόνια" του αγαπημένου Vladimir Mayakovsky (σε μετάφρασή του από τα Ρωσικά του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη) - η πιο έντονη μνήμη από την δική μου εφηβεία. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία παρουσίαση, ως συνήθως
:-)))