Silent Night
"Ο γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας γεννήθηκε όπως όλοι οι γιοι όλων των ανθρώπων, βρόμικος από το αίμα της μητέρας του, γλοιώδης από τις βλέννες και υποφέροντας σιωπηλά. Έκλαψε γιατί τον έκαναν να κλάψει, και θα κλάψει γι' αυτόν τον ίδιο και μοναδικό λόγο. Φασκιωμένος στις πάνες αναπαύεται στην ταΐστρα, κοντά στο γαϊδούρι, αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος να τον δαγκώσει το ζώο, γιατί είναι δεμένο. Η Ζελόμι βγήκε έξω να θάψει τον πλακούντα τη στιγμή που ο Ιωσήφ πλησίαζε. Εκείνη ελπίζει ότι θα περάσει μέσα ώστε να μείνει αυτή εκεί να αναπνεύσει τη δροσερή αύρα του δειλινού, κουρασμένη σαν να γέννησε η ίδια, κι έτσι φαντάζεται, αφού δικά της παιδιά δεν έκανε.
Κατεβαίνοντας απ' την πλαγιά πλησιάζουν τρεις άντρες. Είναι οι βοσκοί. Μπαίνουν μαζί στην σπηλιά. Η Μαρία είνα μισοξαπλωμένη κι έχει τα μάτια κλειστά. Ο Ιωσήφ, καθισμένος σε μια πέτρα, στηρίζει το χέρι του στην άκρη της ταΐστρας και μοιάζει να υλάει το γιο του. Ο πρώτος βοσκός προχώρησε και είπε, Με αυτά τα χέρια άρμεξα τα πρόβατά μου και μάζεψα το γάλα τους. Η Μαρία ανοίγοντας τα μάτια χαμογέλασε. Προχώρησε ο δεύτερος βοσκός και είπε με τη σειρά του, Με αυτά τα χέρια δούλεψα το γάλα κι έφτιαξα το τυρί. Η Μαρία έγνεψε με το κεφάλι και ξαναχαμογέλασε. Τότε ο τρίτος πλησίασε μπροστά, για μια στιγμή φάνηκε να γεμίζει τη σπηλιά με το ψηλό του ανάστημα, και είπε, χωρίς να κοιτάξει ούτε τον πατέρα ούτε τη μητέρα του παιδιού που γεννήθηκε, Με αυτά τα χέρια ζύμωσα το ψωμί που σου φέρνω και το έψησα στη φωτιά που μόνο μέσα στη γη υπάρχει. Κι η Μαρία ήξερε ποιος ήταν."
Κατεβαίνοντας απ' την πλαγιά πλησιάζουν τρεις άντρες. Είναι οι βοσκοί. Μπαίνουν μαζί στην σπηλιά. Η Μαρία είνα μισοξαπλωμένη κι έχει τα μάτια κλειστά. Ο Ιωσήφ, καθισμένος σε μια πέτρα, στηρίζει το χέρι του στην άκρη της ταΐστρας και μοιάζει να υλάει το γιο του. Ο πρώτος βοσκός προχώρησε και είπε, Με αυτά τα χέρια άρμεξα τα πρόβατά μου και μάζεψα το γάλα τους. Η Μαρία ανοίγοντας τα μάτια χαμογέλασε. Προχώρησε ο δεύτερος βοσκός και είπε με τη σειρά του, Με αυτά τα χέρια δούλεψα το γάλα κι έφτιαξα το τυρί. Η Μαρία έγνεψε με το κεφάλι και ξαναχαμογέλασε. Τότε ο τρίτος πλησίασε μπροστά, για μια στιγμή φάνηκε να γεμίζει τη σπηλιά με το ψηλό του ανάστημα, και είπε, χωρίς να κοιτάξει ούτε τον πατέρα ούτε τη μητέρα του παιδιού που γεννήθηκε, Με αυτά τα χέρια ζύμωσα το ψωμί που σου φέρνω και το έψησα στη φωτιά που μόνο μέσα στη γη υπάρχει. Κι η Μαρία ήξερε ποιος ήταν."
Σημειώσεις: το απόσπασμα είναι από το "Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο" (Καστανιώτης, 2000) του José Saramago ενώ το εικαστικό του σύγχρονου Λονδρέζου Tai-Shan Schierenberg έχει τίτλο "Η Προσκύνηση των Μάγων".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου