Το θρόισμα της Ιστορίας
Οι δύσκολοι καιροί γεννούν οργή και τέχνη, είχα κάποτε σχολιάσει. Η επικαιρότητα με έκανε να το ξαναθυμηθώ κι έτσι έπιασα να διαβάσω το "Ο αχός της εποχής" (μετάφραση Θωμά Σκάσση – Μεταίχμιο, 2016). Όχι, βέβαια, λόγω της οργής αλλά λόγω της τέχνης – το πρόσφατο έργο του Julian Barnes είναι μία μυθιστορηματική βιογραφία που εκτυλίσσεται στην εποχή της κυριαρχίας του Στάλιν στη Ρωσία και εντρυφεί στην προσωπικότητα του συνθέτη Dmitri Shostakovitch, ενός από τους πιο αναγνωριμένους και παραγωγικούς καλλιτέχνες της περιόδου. Κι επιπλέον, ο πιο διωκόμενος – αυτό το στοιχείο από μόνο του με προδιέθεσε για μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση.
O συγγραφέας συναντά τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε τρεις κομβικές στιγμές της ζωής του. Η πρώτη είναι "Στο πλατύσκαλο", όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Βρισκόμαστε στο 1936, περίοδο όπου ο Στάλιν είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή τη Μεγάλη Εκκαθάριση – μία μαζική εκστρατεία του κόμματος/κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας να καταστείλουν τους "εχθρούς της εργατικής τάξης" με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς έχει ήδη μπει στο στόχαστρο – η όπερά του "Λαίδη Μακβέθ του Μτσενσκ" έχει χαρακτηριστεί "βαβούρα αντί μουσικής" και ο ίδιος "φορμαλιστής, αριστεριστής μικροαστός". Γεμάτος φόβο, ο συνθέτης στέκεται μπροστά από το ασανσέρ του ορόφου και περιμένει να τον συλλάβουν. Από το μυαλό του περνούν, ανάμεσα σε ερωτήματα και δυσοίωνες σκέψεις, αναμνήσεις από την εφηβεία, τον πρώτο του έρωτα, τον γάμο και την μουσική του πορεία μέχρι τη στιγμή που ο σύντροφος Στάλιν αποφάσισε να πάει στην όπερα.
O συγγραφέας συναντά τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε τρεις κομβικές στιγμές της ζωής του. Η πρώτη είναι "Στο πλατύσκαλο", όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Βρισκόμαστε στο 1936, περίοδο όπου ο Στάλιν είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή τη Μεγάλη Εκκαθάριση – μία μαζική εκστρατεία του κόμματος/κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας να καταστείλουν τους "εχθρούς της εργατικής τάξης" με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς έχει ήδη μπει στο στόχαστρο – η όπερά του "Λαίδη Μακβέθ του Μτσενσκ" έχει χαρακτηριστεί "βαβούρα αντί μουσικής" και ο ίδιος "φορμαλιστής, αριστεριστής μικροαστός". Γεμάτος φόβο, ο συνθέτης στέκεται μπροστά από το ασανσέρ του ορόφου και περιμένει να τον συλλάβουν. Από το μυαλό του περνούν, ανάμεσα σε ερωτήματα και δυσοίωνες σκέψεις, αναμνήσεις από την εφηβεία, τον πρώτο του έρωτα, τον γάμο και την μουσική του πορεία μέχρι τη στιγμή που ο σύντροφος Στάλιν αποφάσισε να πάει στην όπερα.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, βρίσκουμε τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς "Στο αεροπλάνο" καθώς επιστρέφει από την Νέα Υόρκη όπου είχε συμμετάσχει στο Πολιτιστικό και Επιστημονικό Συνέδρειο για την Ειρήνη αντιπροσωπεύοντας το ρωσικό καθεστώς. Και πάλι το μυαλό του κατακλύζουν σκέψεις γεμάτες ντροπή κι απογοήτευση για τα όσα συνέβησαν στην διάρκεια της διαμονής του εκεί – διάβασε κακήν-κακώς τον λόγο που του ετοίμασαν, απάντησε "κάπως" στα σκληρά ερωτήματα των αμερικανών δημοσιογράφων για την κατάσταση στην Ρωσία του Στάλιν και ταπεινώθηκε δημοσίως από τα αντικομμουνιστικά "πυρά" διαδηλωτών. Δέχθηκε, επίσης, την περιφρόνηση του Ίγκορ Στραβίνσκυ, του συνθέτη-είδωλο που ονειρευόταν να συναντήσει.
Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στο 1960 – η εξουσία έχει γίνει λιγότερο προσωποκεντρική καθώς τον Ιωσήφ Στάλιν έχει διαθεχθεί ο Νικήτα Χρουστσώφ ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει την διαδικασία αποσταλινοποίησης της χώρας και αποκατάστασης των θυμάτων του καθεστώτος. Ο Σοστακόβιτς βρίσκεται "Στο αυτοκίνητο" του, καθοδόν για μία συνάντηση με κρατικό αξιωματούχο. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής προσπαθεί για πολλοστή φορά να ισορροπήσει ανάμεσα στον ηθικό ξεπεσμό του και στην εξουσιαστική πραγματικότητα. Όσο, όμως, και να ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια, όσο και να αιτιολογεί τις ενήλικες επιλογές του το βάρος της ενοχής δεν απαλύνεται.
Κοινό σημείο και στις τρεις περιόδους μία διαπίστωση που ξεκινά το κάθε κεφάλαιο: "Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή." Η εποχή όπου το σταλινικό σύστημα, όπως γράφει η έγκριτη Anne Applebaum στο πρόσφατο βιβλίο της "ήταν άριστο στο να δημιουργεί μεγάλες ομάδες ανθρώπων που δεν τους άρεσε το καθεστώς και που γνώριζαν πως η προπαγάνδα έλεγε ψέματα, αλλά που παρ' όλα αυτά ένιωθαν πως ήταν αναγκασμένοι από τις συνθήκες να δουλέψουν μαζί του". Ένας τέτοιος "απρόθυμος συνεργάτης" στάθηκε και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς που παρόλες τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες του συμμορφώνονταν κάθε φορά με τις υποδείξεις του καθεστώτος – το εκπροσώπησε δημοσίως, υπέγραψε καταγγελίες κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών –του Σολζενίτσιν, του Ζαχάρωφ, του αγαπημένου του συγγραφέα Τσέχωφ– και στο τέλος, επί των ημερών του Χρουστσώφ, έγινε μέλος του κόμματος καταρρίπτοντας έτσι το μόνο έντονο ίχνος αντίστασης που μπορούσε να αντιτάξει στην μόνιμη ήττα του: την αίσθηση ότι τόσα χρόνια ζούσε και δημιουργούσε δίχως να είναι μέλος του κόμματος.
Όπως σημειώνει ο Τζούλιαν Μπαρνς στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το μυθιστόρημα βασίστηκε σε εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον συνθέτη. Ωστόσο, "ο Αχός της Εποχής" δεν είναι μια ιστορική βιογραφία εξού και, συγγραφική αδεία, παραλλάζονται ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία όπως για παράδειγμα, οι γυναικίες φιλίες – στο βιβλίο εμφανίζονται περισσότερο απ' ότι οι ανδρικές ενώ στην πραγματικότητα οι ανδρικές φιλίες ήταν πολύ σημαντικές για τον Σοστακόβιτς. Πέραν αυτού όμως, το μυθιστόρημα φωτίζει ενδόμυχες όψεις της προσωπικότητας του συνθέτη που συνήθως δεν αφορούν έναν ιστορικό: την οικογενειακή ζωή του, με τις εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο συζύγων αλλά και τις πολλές ευτυχισμένες στιγμές με τα παιδιά του, και τη συμμετοχή του σε αθλητικές διοργανώσεις – ο Σοστακόβιτς ήταν πιστοποιημένος διαιτητής ποδοσφαίρου. Κι εκείνη την φορά που ξέφυγε από το επίσημο κείμενο που εκφωνούσε "...σήκωσε το κεφάλι του, περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα και είπε με αδύναμη φωνή: 'Έχω πάντα την εντύπωση πως όταν γράφω με ειλικρίνεια αυτό που πραγματικά αισθάνομαι, τότε η μουσική μου δεν μπορεί να είναι 'εναντίον' του λαού". Ή όπως επίσης τις αποτυχημένες προσπάθειές του να αυτοκτονήσει.
Σε όλη την διάρκεια της ζωής του ο Σοστακόβιτς δεν αντιδρά με εμφανή και δημόσιο τρόπο όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Osip Mandelstam, από τα απομνημονεύματα του οποίου προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου. Ο ρώσος ποιητής με την (σατυρική κατά κύριο λόγο) ποίησή του ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Στάλιν με συνέπεια να συλληφθεί και να εκτοπιστεί σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αντίθετα, υπηρετεί το καθεστώς και απολαμβάνει τις επίπλαστες ελευθερίες που του επιτρέπει. Έχει αποδεχθεί την αδύναμη, ενδοτική φύση του και όλες τις αντίρροπες σκέψεις του τις μεταγράφει σε ειρωνία, ενίοτε αυτοσαρκασμό, και μουσική. Κυρίως μουσική – συνθέτει πλήθος κονσέρτων και μουσικές επενδύσεις για κινηματογραφικές ταινίες και μπαλέτα, ενώ δίνει αρκετές συναυλίες στη Ρωσία και στο εξωτερικό. Με το ανάλογο τίμημα, βεβαίως.
Ο Τζούλιαν Μπαρνς αποδίδει την ανελέητη αυτοκριτική του Σοστακόβιτς για την ατομική του ακεραιότητα και τη συνείδησή του με εξαιρετικά εύστοχους εσωτερικούς μονολόγους οι οποίοι τονίζουν την αίσθηση αυτο-εγκλωβισμού αλλά και την επαφή του συνθέτη με την πραγματικότητα – είναι εντυπωσιακό το ότι παρόλο που είναι -εν μέρει- ηττημένος, ο Σοστακόβιτς είτε για να προστατεύσει την οικογένειά του από την "πατρική στοργή" του σταλινικού καθεστώτος, είτε γιατί το πάθος του για την μουσική και η ευφυΐα του δεν ήταν εύκολο να κατασταλούν, δεν χάνει ούτε κατ' ελάχιστο την αίσθηση του εαυτού του. Εντύπωση επίσης προξενεί η ασύνειδη αντίστασή του στο καθεστώς – εκτός από την σταλινικώς εγκεκριμένη μουσική, ο Σοστακόβιτς έγραψε επίσης όπερες, που δεν ήταν αρεστές στον Στάλιν, αλλά και ορισμένες τζαζ συνθέσεις οι οποίες ως είδος μουσικής θεωρούνταν απεχθέστατο.
Ο βρετανός συγγραφέας που γνωρίζει αρκετά καλά το είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας από το "Arthur & George", το "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" και το ακόμη παλαιότερο "Σκαντζόχειρος", εμβαθύνει με επιδεξιότητα στην γεμάτη δειλία και αντιφατικότητα πορεία του συνθέτη και δίνει ένα ιδανικό ψυχογράφημα του "Κόκκινου Μπετόβεν" της Ρωσίας. Αρκετά ρομαντικό, θα έλεγα, ωστόσο, το σημαντικό εδώ είναι πως ο Μπαρνς με την εκπληκτική αφηγηματική τεχνική του καταφέρνει να συγκεράσει ιστορικά στοιχεία και μυθοπλασία (και την αγαπημένη του ειρωνεία - στοιχείο που διαπερνά όλα τα μυθιστορήματά του) και να αναδείξει έτσι από την μια πλευρά το προσωπικό κόστος του συμβιβασμού, κι από την άλλη την σχέση καλλιτέχνη και έργου τέχνης.
Κι ετούτη η αντίφαση είναι που διασώζει τον Ντμίτρι Ντμιτρίεβιτς Σοστακόβιτς από ένα καθεστώς που επεδίωκε τη συντριβή και τον εκμηδενισμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των θυμάτων του. Και η κατά Μπαρνς βιογραφία του υποδεικνύει ότι αυτό είναι το υλικό της τέχνης, το μέσο που καταλύει τα κατεστημένα όρια της εξουσίας και του χωροχρόνου.
Σημείωση: Μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ μία αρκετά διαφωτιστική συνέντευξη του Julian Barnes. // Στην πρώτη φωτογραφία βλέπετε ένα κομμάτι από ύφασμα που έχει υφάνει η Nadia-Anne Ricketts αποτυπώνοντας το Piano Concerto No. 2 του Sergei Rachmaninoff και στην τελευταία ο ρώσος συνθέτης σε μία παρτίδα τέννις.
Κοινό σημείο και στις τρεις περιόδους μία διαπίστωση που ξεκινά το κάθε κεφάλαιο: "Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή." Η εποχή όπου το σταλινικό σύστημα, όπως γράφει η έγκριτη Anne Applebaum στο πρόσφατο βιβλίο της "ήταν άριστο στο να δημιουργεί μεγάλες ομάδες ανθρώπων που δεν τους άρεσε το καθεστώς και που γνώριζαν πως η προπαγάνδα έλεγε ψέματα, αλλά που παρ' όλα αυτά ένιωθαν πως ήταν αναγκασμένοι από τις συνθήκες να δουλέψουν μαζί του". Ένας τέτοιος "απρόθυμος συνεργάτης" στάθηκε και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς που παρόλες τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες του συμμορφώνονταν κάθε φορά με τις υποδείξεις του καθεστώτος – το εκπροσώπησε δημοσίως, υπέγραψε καταγγελίες κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών –του Σολζενίτσιν, του Ζαχάρωφ, του αγαπημένου του συγγραφέα Τσέχωφ– και στο τέλος, επί των ημερών του Χρουστσώφ, έγινε μέλος του κόμματος καταρρίπτοντας έτσι το μόνο έντονο ίχνος αντίστασης που μπορούσε να αντιτάξει στην μόνιμη ήττα του: την αίσθηση ότι τόσα χρόνια ζούσε και δημιουργούσε δίχως να είναι μέλος του κόμματος.
Όπως σημειώνει ο Τζούλιαν Μπαρνς στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το μυθιστόρημα βασίστηκε σε εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον συνθέτη. Ωστόσο, "ο Αχός της Εποχής" δεν είναι μια ιστορική βιογραφία εξού και, συγγραφική αδεία, παραλλάζονται ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία όπως για παράδειγμα, οι γυναικίες φιλίες – στο βιβλίο εμφανίζονται περισσότερο απ' ότι οι ανδρικές ενώ στην πραγματικότητα οι ανδρικές φιλίες ήταν πολύ σημαντικές για τον Σοστακόβιτς. Πέραν αυτού όμως, το μυθιστόρημα φωτίζει ενδόμυχες όψεις της προσωπικότητας του συνθέτη που συνήθως δεν αφορούν έναν ιστορικό: την οικογενειακή ζωή του, με τις εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο συζύγων αλλά και τις πολλές ευτυχισμένες στιγμές με τα παιδιά του, και τη συμμετοχή του σε αθλητικές διοργανώσεις – ο Σοστακόβιτς ήταν πιστοποιημένος διαιτητής ποδοσφαίρου. Κι εκείνη την φορά που ξέφυγε από το επίσημο κείμενο που εκφωνούσε "...σήκωσε το κεφάλι του, περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα και είπε με αδύναμη φωνή: 'Έχω πάντα την εντύπωση πως όταν γράφω με ειλικρίνεια αυτό που πραγματικά αισθάνομαι, τότε η μουσική μου δεν μπορεί να είναι 'εναντίον' του λαού". Ή όπως επίσης τις αποτυχημένες προσπάθειές του να αυτοκτονήσει.
Σε όλη την διάρκεια της ζωής του ο Σοστακόβιτς δεν αντιδρά με εμφανή και δημόσιο τρόπο όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Osip Mandelstam, από τα απομνημονεύματα του οποίου προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου. Ο ρώσος ποιητής με την (σατυρική κατά κύριο λόγο) ποίησή του ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Στάλιν με συνέπεια να συλληφθεί και να εκτοπιστεί σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αντίθετα, υπηρετεί το καθεστώς και απολαμβάνει τις επίπλαστες ελευθερίες που του επιτρέπει. Έχει αποδεχθεί την αδύναμη, ενδοτική φύση του και όλες τις αντίρροπες σκέψεις του τις μεταγράφει σε ειρωνία, ενίοτε αυτοσαρκασμό, και μουσική. Κυρίως μουσική – συνθέτει πλήθος κονσέρτων και μουσικές επενδύσεις για κινηματογραφικές ταινίες και μπαλέτα, ενώ δίνει αρκετές συναυλίες στη Ρωσία και στο εξωτερικό. Με το ανάλογο τίμημα, βεβαίως.
Ο βρετανός συγγραφέας που γνωρίζει αρκετά καλά το είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας από το "Arthur & George", το "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" και το ακόμη παλαιότερο "Σκαντζόχειρος", εμβαθύνει με επιδεξιότητα στην γεμάτη δειλία και αντιφατικότητα πορεία του συνθέτη και δίνει ένα ιδανικό ψυχογράφημα του "Κόκκινου Μπετόβεν" της Ρωσίας. Αρκετά ρομαντικό, θα έλεγα, ωστόσο, το σημαντικό εδώ είναι πως ο Μπαρνς με την εκπληκτική αφηγηματική τεχνική του καταφέρνει να συγκεράσει ιστορικά στοιχεία και μυθοπλασία (και την αγαπημένη του ειρωνεία - στοιχείο που διαπερνά όλα τα μυθιστορήματά του) και να αναδείξει έτσι από την μια πλευρά το προσωπικό κόστος του συμβιβασμού, κι από την άλλη την σχέση καλλιτέχνη και έργου τέχνης.
Σημείωση: Μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ μία αρκετά διαφωτιστική συνέντευξη του Julian Barnes. // Στην πρώτη φωτογραφία βλέπετε ένα κομμάτι από ύφασμα που έχει υφάνει η Nadia-Anne Ricketts αποτυπώνοντας το Piano Concerto No. 2 του Sergei Rachmaninoff και στην τελευταία ο ρώσος συνθέτης σε μία παρτίδα τέννις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου