Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018









How do we know where

we ourselves begin or end?




Τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της την είχαν καθιερώσει στην αναγνωστική μου συνείδηση ως μία εξαιρετική συγγραφέα που γνωρίζει να ερευνά σε βάθος και με ένταση το θέμα της. Στο "Δάσος Σκοτεινό" (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδου – Μεταίχμιο, 2018), το τρίτο μυθιστόρημα της Nicole Krauss που εκδίδεται στα ελληνικά, η συγγραφέας προχωρά σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος και με, επίσης, μεγαλύτερη ένταση στην εξερεύνηση των προσωπικών ρωγμών, των οικογενειακών πλαισίων και των θρησκευτικών επιβολών. Καταλύτης όλων, η λειτουργία της συγγραφής. 

Δύο είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Η Νικόλ, μία συγγραφέας στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της που περνά την κρίση της μέσης ηλικίας σε πολλά πεδία –στην συζυγική συμβίωση, στον ρόλο της ως μητέρα και την συγγραφική της συνέχεια. Και ο Τζούλιους Έπστιν – ένας 68χρονος μεγαλοδικηγόρος του Μανχάταν που νιώθει μία υφέρπουσα υπαρξιακή ανησυχία την οποία δεν μπορεί να προσδιορίσει και η οποία παίρνει τεράστιες διαστάσεις μετά τον διαδοχικό θάνατο των γονιών του. Ανίκανοι να βρουν την οποιαδήποτε ισορροπία ή παρηγοριά στις συνήθεις ασχολίες τους –έρωτα, συσσώρευση πλούτου και εξουσίας, συγγραφή– οι δύο πρωταγωνιστές  παρατούν τα πάντα πίσω τους και κατευθύνονται, με έναν ενστικτώδη και ψυχαναγκαστικό τρόπο, στο Χίλτον του Τελ Αβίβ μιας και το ξενοδοχείο έχει καίρια σημασία για την ζωή και των δύο. 

Στην συνέχεια, ο καθένας τους θα βρεθεί χωρίς να το θέλει υπό την προστασία θλιβερών κι επίμονων μεντόρων που τους υπόσχονται να τους μεταφέρουν σε υψηλότερα πνευματικά επίπεδα. Από τη μια, ο ραββίνος Κλάουσνερ προσπαθεί να πείσει τον Έπστιν  ότι είναι απόγονος του βασιλιά Δαβίδ και να τον μυήσει στον εβραϊκό μυστικισμό. Από την άλλη, ο Ελιέζερ Φρίντμαν, ένας συνταξιούχος καθηγητής λογοτεχνίας που ίσως έχει δεσμούς με την Μοσάντ, εμπιστεύεται στην Νικόλ –μάλλον, της επιβάλλει με την επιμονή του– το μεγαλόπνοο σχέδιό του: η διαπρεπής συγγραφέας να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στα ανέκδοτα γραπτά του Φραντς Κάφκα και να γίνει έτσι η λογοτεχνική κληρονόμος του. 





Οι δύο ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα στην αφήγηση, με κεφάλαια που εναλλάσσονται. Στη μία, ο Τζούλιους Έπστιν αφού εγκαταλείψει το Χίλτον, θα μείνει αναγκαστικά στον ξενώνα του ραββίνου Κλάουσνερ. Όταν ξεφεύγει από εκεί, νοικιάζει ένα άθλιο μικρό διαμέρισμα και προσπαθεί να επανεξετάσει τα πράγματα ενώ παράλληλα, αναλαμβάνει την παραγωγή μίας κινηματογραφικής ταινίας με θέμα τον βασιλιά Δαβίδ. Στην άλλη, η Νικόλ ακολουθεί τον καθηγητή Φρίντμαν: στην αρχή να παίρνει τα χειρόγραφα του τσέχου συγγραφέα από τα χέρια της κόρης της ερωμένης του και μετά να κατευθύνεται προς μία αδιευκρίνιστη συνάντηση. 

Οι δύο πρωταγωνιστές, ωστόσο, δεν συναντιούνται κι αυτό είναι εντελώς συμπτωματικό σε ένα μυθιστόρημα όπου το καθετί έχει το αντίστοιχό του στην σημειολογία του εβραϊσμού και τις μεταφυσικές ανησυχίες που εκφράζει. Με την έννοια αυτή, τ"Δάσος Σκοτεινό" είναι μία περιήγηση στις εβραϊκές δοξασίες. Και στην εβραϊκή πνευματική και λογοτεχνική σκηνή, επίσης – από την περιπλάνηση των αρχαίων Ισραηλιτών στην έρημο έως τα πολυσύμπαντα του Ντεκάρτ, τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον Σπινόζα και την ερημωμένη ιδιοκτησία του Φραντς Κάφκα. Ο οποίος Κάφκα εντέλει αναδεικνύεται ένας άτυπος πρωταγωνιστής του βιβλίου καθώς είναι κομβικό θέμα της αφηγήτριας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πληροφορίες του καθηγητή, ο Κάφκα δεν πέθανε στην Πράγα το 1924 και δεν έχει ενταφιαστεί εκεί αλλά αυτό ήταν το πρόσχημα για να δραπετεύσει από το σπίτι των γονιών του και να μεταφερθεί μυστικά στην  (υπό Βρετανική Εντολή) Παλαιστίνη. Αυτή είναι μία παραδοσιακή μεν, ξεπερασμένη δε άποψη των Εβραίων που θέλει τον Κάφκα να είναι ένας δυστυχής υπαλληλίσκος που περνούσε τις μέρες του σφραγίζοντας και προωθώντας έγγραφα ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να γράφει. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Κάφκα ήταν ένας ανώτερος υπάλληλος και κάποιοι μελετητές τον περιγράφουν ακόμη και ως αρχι-γραφειοκράτη ερωτευμένο με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και όχι μία χαμένη ψυχή σε αναζήτηση καταφυγίου, φυσικού ή μεταφυσικού.  Πίσω στο μυθιστόρημα, ο καθηγητής  πληροφορεί την Νικόλ πως ο Κάφκα έζησε στην Παλαιστίνη με το ψευδώνυμο Άνσελ Πέλεγκ ως κηπουρός σε ένα κιμπούτζ· αργότερα μετακόμισε στο Τελ Αβίβ και κατόπιν στην έρημο όπου πέθανε ήσυχα το 1956. Τέλος της εξηγεί  ότι η Παλαιστίνη ήταν το μόνο μέρος που ήταν "unreal όσο η λογοτεχνία", κι έτσι βόλευε τον Κάφκα ο οποίος ένιωθε ότι υπήρχε μόνο μέσα στην unreality της λογοτεχνίας.  





H αμφισβήτηση των ορίων της μυθιστορηματικής αφήγησης είναι η επίμονη αναμέτρηση της Νικόλ με τον εαυτό της.  Έχοντας συνειδητοποιήσει τις ρεαλιστικές διαστάσεις της "δύναμης του έρωτα" και της "αξιοπιστίας της αφήγησης" προσπαθεί να αντικαταστήσει αυτή την αίσθηση  της απομάγευσης θολώνοντας τα όρια μεταξύ αφήγησης και πραγματικότητας – σε όλο το κείμενο υπάρχουν διάσπαρτα αληθινές καταστάσεις της ζωής της Κράους: από το όνομα της πρωταγωνίστριας έως τα συζυγικά προβλήματα, την διάσταση και το διαζύγιό της, και το συγγραφικό μπλοκ – το "Δάσος..." είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει η Κράους σε επτά χρόνια. Η συγγραφέας βέβαια υποστηρίζει σε συνέντευξή της ότι η Νικόλ δεν είναι αυτή. Ακόμη και ο δεικτικός τίτλος του βιβλίου, που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί, βασίζεται σε στίχους του Δάντη, όπως η ίδια διευκρινίζει στην τελευταία σελίδα της έκδοσης. Ωστόσο, ακόμη κι εκεί, τα όρια μεταξύ ρεαλιστικής γραφής και πραγματικότητας παραμένουν δυσδιάκριτα. Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό βιβλίο ή σκέτη μυθοπλασία.

Οι εμμονές και οι φόβοι. Η έλλειψη, η μοναξιά, το ανεκπλήρωτο και ο θάνατος – μερικά από τα γνώριμα θέματά της Κράους είναι κι εδώ παρόντα. Ωστόσο, αυτή τη φορά, το μυθιστόρημα είναι εντυπωσιακά εσωστρεφές κυρίως λόγω της ενδοσκόπησης των δύο πρωταγωνιστών και της ριζικής τους αμφισβήτησης των πάντων. Η Νικόλ αμφισβητεί την λειτουργία και τους κανόνες της συγγραφής και τον εαυτό της ταυτόχρονα – μετά από μια περιπέτεια με τον ισραηλινό στρατό, καταλήγει στο ερημωμένο σπίτι του Κάφκα όπου ξεκινά να γράφει κάτω από άθλιες συνθήκες και άρρωστη ενώ μετά από ένα αδιευκρίνιστο διάστημα, και ούσα σε άσχημη κατάσταση, επιστρέφει στην οικογένεια και τα παιδιά της. Και ο  Έπστιν, τα φυσικά όρια του κόσμου του – χωρίζει την σύζυγό του, χαρίζει πολύτιμα αντικείμενα σε φίλους, σκέφτεται διάφορα σχέδια για να εξανεμίσει την περιουσία του, είναι ένα βήμα πριν την γενναία χρηματοδότηση ενός τεραστίων διαστάσεων άγαλμα, χρηματοδοτεί την δημιουργία ενός δάσους σε μια άγονη βουνοπλαγιά στην έρημο κι ενώ συμμετέχει στην παραγωγή μίας ταινίας χάνεται στην συνειδησιακή του αναζήτηση φορώντας το στέμμα του κινηματογραφικού κοστουμιού του Δαβίδ. 




Η Νικόλ Κράους παραμένει μία συγγραφέας που δεν σου δίνεται εύκολα, με μία ανάγνωση.  Αυτό ισχύει και στο "Δάσος Σκοτεινό" – μία μεταμυθοπλασία που δίνει το στίγμα της συγγραφικής και στοχαστικής δεινότητάς της καθώς σε τούτο το μυθιστόρημα ερευνά πεδία βαθύτερης εννοιολογικής σημασίας με την επιδεξιότητα και την ευφυΐα ενός Μαγκρίτ. Αξιέπαινη προσπάθεια. Ωστόσο θα ήθελα να έχει κάτι από τους καταλύτες των προηγούμενων έργων της – θέρμη, τρυφερότητα και χιούμορ.










Σημειώσεις: Ο τίτλος της ανάρτησης είναι στίχος του αμερικανού Forrest Gander από την πρόσφατη ποιητική συλλογή του. Το πρώτο εικαστικό είναι ένα Άτιτλο (Μέρος 1/7) της Bridget Riley ενώ το δεύτερο μία προσωπογραφία του Franz Kafka από τον Andy Warhol. Ακολουθεί το Εν Λευκώ  του René Magritte. Η φωτογραφία της συγγραφέως από το Granta. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: